Από τον τάφο του Φορωνέος στο Άργος – Όλγα Ψυχογυιού, Αρχαιολόγος Δ’ ΕΚΠΑ

Φορωνεύς: Η νομοθεσία, περ.1348-50, Andrea and Nino Pisano. Ο Αντρέα Πιζάνο (Andrea Pisano) ήταν Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Museo dell’ Opera del Duomo Φλωρεντία.
Από τα τριάντα περίπου ιερά και ναούς και τα άλλα τόσα μνημεία μικρότερων διαστάσεων (μνημειακών τάφων και άλλων) που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας κατά την περιήγησή του στο Άργος, στο 2ο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., ελάχιστα έχουν εντοπιστεί. Από τα μνημεία που παρέμειναν ορατά από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, το μεγάλο Θέατρο, τα ρωμαϊκά λουτρά, γνωστά ως «Θέρμες Α» και το «Κριτήριο»-Νυμφαίο της Λάρισας, μόνο το πρώτο ταυτίστηκε άμεσα με το θέατρο που αναφέρει ο Παυσανίας. Για τα δύο άλλα υπάρχει διαφωνία απόψεων. Τα υπόλοιπα μνημεία τα κάλυψε ο χρόνος και χάθηκαν τα ίχνη τους. Από τότε που άρχισαν οι ανασκαφικές έρευνες για την αναζήτηση της αρχαίας πόλης, στις αρχές του 20ου αιώνα, η σκαπάνη των αρχαιολόγων έχει φέρει στο φως αρκετά τους τμήματα. Άγνωστη όμως ακόμη παραμένει η θέση του ιερού του πολιούχου θεού της αρχαίας πόλης, του Απόλλωνος Λυκείου, που ο Παυσανίας περιγράφει ως επιφανέστερο και που το αναφέρει πρώτο, όταν φτάνει στην πόλη από το Ηραίο.
Σε δύο περιπτώσεις, την αποκάλυψη του ιερού του Απόλλωνος Δειραδιώτη στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου του Προφήτη Ηλία και του ιερού της Αφροδίτης στα νότια της πόλης, η ταύτιση ήταν άμεση, γιατί τα ανασκαφικά στοιχεία συμβάδιζαν, με τις πληροφορίες που οι επιστήμονες μπόρεσαν να αντλήσουν από άλλες πηγές, κυρίως την ίδια την περιήγηση του Παυσανία. Για άλλα μνημεία όπως η λεγόμενη «Υπόστυλη αίθουσα» και το «Νυμφαίο» στην αρχαία Αγορά, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν είναι επαρκή και υπάρχει και σ’ αυτά διαφωνία απόψεων. Τέλος, σε αρκετές περιπτώσεις, η ύπαρξη συγκεκριμένων μνημείων είναι τεκμηριωμένη από λίθους, κυρίως ενεπίγραφους, που βρέθηκαν αποκομμένα από το μνημείο στο οποίο ανήκαν, όπως τον περίβολο των «Επτά επί Θήβας»[1], το λίθο με επιγραφή από το ναό της Αθηνάς Σάλπιγγος και τα θραύσματα δωρικών ημικιόνων από την αφετηρία του αρχαίου Σταδίου.
Σ’ αυτήν την κατηγορία προστέθηκε ο ενεπίγραφος λίθος που ήρθε στο φως τον Ιούλιο του 1994, κατά τη διάνοιξη χάνδακα για την τοποθέτηση αποχετευτικού αγωγού λυμάτων στην οδό Γούναρη. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λίθο από λευκό ασβεστόλιθο, μεγάλων διαστάσεων και σχήμα τραπεζοειδές. Στην πρόσθια κύρια του όψη φέρει χαραγμένο το παρακάτω επιτύμβιο επίγραμμα με τίτλο «Φορωνέος». Το αποτελούν τέσσερα κανονικά ελεγειακά δίστιχα, δηλαδή με ένα εξάμετρο και ένα πεντάμετρο αντίστοιχα το καθένα.[2]
ΦΟΡΩΝΕΟΣ
Τόνδε τάφον λαοί τεύξαν βασιλήι Φορωνέι
κτίστορι πρέσβιστης Ίναχίας πόλεως
ός δείξεν ναίειν τε πάτραν χρήσθαι τε νόμοισι
πρώτος αποτρέψας αγριότητα βίου
τώι δ’υίούς Άπιν τε και Εύρωπα Αίγιαλη τε
και Νεόβην Πειθώ γείνατο καλλίκομος
πρώτη δε θνητή μάκαρος Διός ήλθεν ες εύνήν
τεύξεν τε ανθρώπων ημίθεων γένεσιν
– Μετάφραση:
ΤΟΥ ΦΟΡΩΝΕΟΣ
Αυτόν τον τάφο έκτισαν οι λαοί στο βασιλιά Φορωνέα / στον ιδρυτή της πανάρχαιας Ινάχιας πόλης, / που τους έδειξε πώς να κατοικήσουν την πατρική γη και τη χρήση των νόμων, /αποτρέποντας πρώτος την αγριότητα του βίου, / στον οποίο υιούς τον Άπιν, τον Εύρωπα και τον Αιγιαλέα / η καλλίκομος Πειθώ έδωσε και τη Νιόβη, / την πρώτη θνητή που ο μακάριος Δίας έφερε στην κλίνη του / και έπλασε το γένος των ημιθέων ανθρώπων.

Ο ενεπίγραφος λίθος που ήρθε στο φως τον Ιούλιο του 1994. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λίθο από λευκό ασβεστόλιθο, μεγάλων διαστάσεων και σχήμα τραπεζοειδές. Στην πρόσθια κύρια του όψη φέρει χαραγμένο το παρακάτω επιτύμβιο επίγραμμα με τίτλο «Φορωνέος».
Από τον πρώτο δίστιχο του επιγράμματος μαθαίνουμε ότι ο λίθος προέρχεται από τον τάφο του Φορωνέος. Η ύπαρξη αυτού του μνημείου στην αρχαία πόλη του Άργους, μας ήταν γνωστή μόνον από τον Παυσανία που το είδε εξερχόμενος από το ιερό του Απόλλωνος Λυκείου και έχοντας αντίκρυ του το ιερό του Διός Νέμειου: «…προελθούσιν έν δεξιά Φορωνέως τάφος έστίν· έναγίζουσι δε καί ές ημάς έτι τώ Φορωνεί.»[3].
Από το σχήμα και τη χάραξη των γραμμάτων καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας του λίθου που την φέρει, η επιγραφή είναι δυνατόν να χρονολογηθεί στην ελληνιστική εποχή και συγκεκριμένα στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ.

Ελληνικό νόμισμα που εικονίζει τον Ρωμαίο στρατηγό, Τίτο Κουίνκτιο Φλαμινίνο, (229 π.Χ. – 174 π.Χ.). Μακεδονία, περ. 197/196 (ή 191) π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.
Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ., το Άργος διέρχεται μια μακρόχρονη εποχή διαμαχών και πολέμων, από τις πιο ταραχώδεις της ιστορίας του.[4] Το 196 π.Χ., ενώ οι περισσότερες ελληνικές πόλεις κηρύσσονται ελεύθερες από το ρωμαίο στρατηγό ύπατο Τ. Κ. Φλαμινίνο, το Άργος παραμένει στην κατοχή του Σπαρτιάτη βασιλιά Νάβι. Η απελευθέρωση της πόλης επιτυγχάνεται τελικά από τον Φλαμινίνο το φθινόπωρο του 195 π.Χ, κατά τον εορτασμό των Νέμειων που έλαβαν μέρος τότε καθυστερημένα εξ αιτίας του πολέμου. Ο Φλαμινίνος επανέλαβε στους Αργείους τη διακήρυξη στα Ίσθμια επιβεβαιώνοντάς τους ότι: «ελεύθερους ύπάρχειν καί νόμοις χρήσθαι τοις ίδίοις…»[5].
Οι Αργίτες δέχονται το γεγονός με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και ψηφίζουν ειδικές τιμές για τον ύπατο με την ίδρυση αγώνων στο όνομά του, τα «Τίτεια», που τελούνταν ακόμη έναν αιώνα αργότερα.[6] Το Άργος επαναπροσχωρεί αμέσως στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και ακολουθεί μια περίοδος ευημερίας.[7] Η πόλη βρίσκεται την εποχή εκείνη σε μεγάλη αρτηρία επικοινωνίας των πόλεων-μελών της Συμπολιτείας, που περιλαμβάνει και τη Σπάρτη, με την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Οι Σύνοδοι των Αχαιών θα συνέλθουν στο Άργος συχνά τα επόμενα έτη.[8] Αντιθέτως, η Σικυώνα έχει τότε χάσει σημαντικά το κύρος που είχε την εποχή του Αράτου.[9] Το Άργος θα διατηρήσει αυτή τη θέση ακόμη πιο προνομιούχα απ’ αυτήν που είχε πριν την αποχώρησή του, έως τη διάλυση της Συμπολιτείας, το 146 π.Χ.
Ο ενεπίγραφος λίθος βρέθηκε πάνω στη δεύτερη βαθμίδα ενός κρηπιδώματος μικρού μνημείου πρόχειρα κτισμένου με ασβεστόλιθους, απόχρωσης όμοιας με αυτή του ενεπίγραφου λίθου και εν μέρει πολύ φθαρμένους. Στη συνέχεια αυτού του κρηπιδώματος και εξέχοντας επίσης από τη δυτική παρειά της τάφρου με προσανατολισμό από τα ΝΑ προς τα ΒΔ αποκαλύφθηκε μία σειρά τριών κρηπιδωμάτων μικρών διαστάσεων, κτισμένων με επιμέλεια από ασβεστόλιθους γκρι σκούρο. Στον υπόλοιπο χώρο της τάφρου, ανατολικά των κρηπιδωμάτων, εκτεινόταν πλακόστρωτο.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι σε μία εποχή κατά πολύ μεταγενέστερη του ενεπίγραφου λίθου, πιθανόν κατά την Υστερορρωμαϊκή περίοδο, το κρηπίδωμα πάνω στο οποίο βρέθηκε τοποθετημένος ο λίθος προστέθηκε σε ένα σύνολο μνημείων κατά μήκος οδικού άξονα πιθανόν ενός από τους άξονες της πόλης, της οδού προς τη Νεμέα και την Κόρινθο. Ο ενεπίγραφος λίθος τοποθετήθηκε πάνω σ’ αυτό με την ενεπίγραφη όψη προς τα ανατολικά, ώστε η επιγραφή να είναι ορατή από τους περαστικούς. Αλλά ο ενεπίγραφος λίθος καθώς και οι λίθοι που αποτελούν το κρηπίδωμα κάτω από αυτόν δεν βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Συνεπώς, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το μνημείο που είδε ο Παυσανίας βρισκόταν στη θέση αυτή, ούτε ακόμη ότι οι ίδιοι οι λίθοι του κρηπιδώματος προέρχονται από το ταφικό μνημείο του Φορωνέος.

Ο ενεπίγραφος λίθος που ήρθε στο φως τον Ιούλιο του 1994. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λίθο από λευ¬κό ασβεστόλιθο, μεγάλων διαστάσεων και σχήμα τραπεζοειδές. Στην πρόσθια κύρια του όψη φέρει χαραγμένο το παρακάτω επιτύμβιο επίγραμμα με τίτλο «Φορωνέος».
Η αποκάλυψη του ενεπίγραφου λίθου τεκμηριώνει οριστικά την ύπαρξη του τάφου του Φορωνέος στο Άργος που αναφέρει ο Παυσανίας. Επιπλέον το επιτύμβιο επίγραμμα προστίθεται στις ελάχιστες γραπτές πηγές που διασώθηκαν από την αρχαιότητα και που αφορούν στο μύθο του γιου του θεού-ποταμού Ινάχου που έχει τις ρίζες του στην Αργολίδα. Ο μύθος του μας είναι κυρίως γνωστός από τα απόσπασματα ενός επικού ποιήματος άγνωστου ποιητή με τίτλο «Φορωνίδα» του 7ου ή 6ου π.Χ. αιώνα και των έργων δύο λογογράφων του 5ου π.Χ. αιώνα: του Ελλάνικου από την Μυτιλήνη και του Ακουσίλαου από το Άργος, τον (Ψεύδο) Απολλόδωρο[10] και τον Υγίνο, καθώς και από αναφορές του Παυσανία, του Πλάτωνος και άλλων.
Το γεγονός ότι ο ενεπίγραφος λίθος αποκαλύφθηκε 120μ. τουλάχιστον βόρεια του σημείου όπου αναζητείται η θέση του ιερού του Απόλλωνος Λυκείου[11] καθιστά σημαντική αυτή την αποκάλυψη επίσης για την τοπογραφία της αρχαίας πόλης του Άργους. Πράγματι, ο όγκος του λίθου αλλά κυρίως η ομοιότητά του με τους λίθους που αποτελούσαν το κρηπίδωμα πάνω στο οποίο βρέθηκε, οδηγεί, κατά την άποψή μας, στην εικασία ότι η θέση του τάφου του μυθικού βασιλιά δεν θα πρέπει να ήταν πολύ απομακρυσμένη από το σημείο όπου αποκαλύφτηκε ο λίθος. Δεν θα επιμείνουμε εδώ στα επιχειρήματα και συμπεράσματα που αφορούν στην τοπογραφία της αρχαίας πόλης και την έκταση της αρχαίας αγοράς, διότι πρόκειται για ένα θέμα πολύπλοκο και πολυσυζητημένο μεταξύ των επιστημόνων. Άλλωστε τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα η σκαπάνη της ανασκαφικής έρευνας και περιμένουμε υπομονετικά να έρθει στο φως, σήμερα, αύριο, σε πενήντα χρόνια ή και περισσότερα.
Αν ο λίθος δεν μας επιτρέπει να εντοπίσουμε την ακριβή θέση του τάφου του Φορωνέος, τα στοιχεία που μας προσφέρει είναι αρκετά για να συμπεράνουμε ότι το μνημείο βρισκόταν σε σημείο μεγάλης προσέλευσης, κοντά στη συμβολή των οδών που οδηγούσαν στην Αγορά, στα ιερά του Απόλλωνος Λυκείου και του Διός Νεμείου και στο μεγάλο Θέατρο.
Κατά τον 2ο αι. π.Χ., το επίγραμμα πάνω στο ταφικό μνημείο του Φορωνέος μετέφερε μηνύματα στους κατοίκους της πόλης αλλά και τους επισκέπτες που κατάφταναν απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο για το πανελλήνιο πανηγύρι των Νέμειων ή τις συνεδριάσεις των Συνόδων της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Στο επίγραμμα επισημαίνεται ότι οι λαοί έκτισαν τάφο στο Φορωνέα, ευγνώμονες που τους απάλλαξε από την «αγριότητα του βίου» που επικρατούσε πριν γίνει βασιλιάς τους, με το εκπολιτιστικό του έργο, στο οποίο αναφέρονται τα δύο πρώτα του δίστιχα.
Στην αρχή οι απόγονοι του πρώτου θνητού, του Φορωνέος, ζούσαν ήσυχα και νομαδικά. Διέθεταν άφθονο χώρο και τροφή και μιλούσαν όλοι τους μία μόνο γλώσσα. Δεν υπήρχε λόγος να διαπληκτίζονται μεταξύ τους. Τότε βασιλιάς τους ήταν ο Δίας. Κάποτε όμως αυτή η κατάσταση άλλαξε. Οι άνθρωποι πλήθυναν, πολλαπλασιάζοντας και τις ανάγκες τους για χώρο και τροφή. Κινδύνευαν ν’ αφανιστούν όχι μόνο από τα θηρία και τις φυσικές καταστροφές αλλά και από τις έριδές τους επειδή με τη διεκδίκηση της γης και της τροφής του άλλου είχαν απλωθεί η αταξία και η ασυνεννοησία. Για να βοηθήσει τους απόγονούς του, ως πρώτος θνητός, ο Φορωνεύς κατέβασε τη φωτιά από τον ουρανό και τους δίδαξε πως να ζουν σε οικισμούς σε διάφορα σημεία της γης, όπου τους διασκόρπισε ο Ερμής.
Στη συνέχεια όμως απ’ αυτά τα μέτρα ξεφύτρωσαν άλλα δεινά. Εμφανίσθηκαν διαφωνίες για τα σύνορα των οικισμών και οι άνθρωποι άρχισαν και πάλι ατέλειωτες διαμάχες μεταξύ τους. Απλώθηκε η πολυγλωσσία και δεν υπήρχε πια τρόπος να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η κατάσταση αυτή κατέληξε σ’ ένα χάος τόσο έντονο που ο Δίας αποφάσισε να εγκαταλείψει τη βασιλεία του πάνω στους ανθρώπους και να την παραδώσει στον Φορωνέα που έγινε έτσι ο πρώτος θνητός βασιλιάς.[12]
Ως πρώτος θνητός βασιλιάς των ανθρώπων ο Φορωνεύς έθεσε τότε τις βάσεις για την προστασία και την ευημερία των λαών. Για να τους απαλλάξει από την «αγριότητα του βίου», τους έμαθε πως να κατοικούν σε γη καθορισμένη από την κοινή καταγωγή τους, την «πατριά», στην πρώτη πόλη που ίδρυσε με το συνοικισμό των οικισμών. Τους έμαθε πως να επικαλούνται γι’ αυτήν την προστασία των θεών (συγκεκριμένα εισάγοντας τη λατρεία της Ήρας) και πως να την υπερασπίζονται (χρήση των όπλων). Τους δίδαξε, επίσης, πώς να συνεννοούνται μεταξύ τους, πως να ζουν σε κοινωνικό πλαίσιο με τη χρήση των νόμων και των πρώτων δικαστηρίων. Έδωσε δηλαδή στους ανθρώπους τα μέσα για να σχηματίσουν ένα πολιτισμό, με την εισαγωγή της έννοιας της πατρίδας, ως κοινή καταγωγή και τη χρήση των νόμων. Δίδαξε στους λαούς με ποιο τρόπο να ζουν μεταξύ τους σε αρμονία, να επιλύουν τις διαφωνίες τους όχι με τη βία, αλλά με τις διαπραγματεύσεις και τη συνεννόηση.[13]
Το δεύτερο στάδιο του έργου του Φορωνέος αντιστοιχεί στη φάση ευημερίας όπου βρέθηκε το Άργος μετά την επαναπροσχώρησή του στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Στο πλαίσιο αυτού του θεσμού οι πόλεις-μέλη απέκτησαν τη δυνατότητα να βιώσουν μία εποχή κοινωνικής και πολιτικής ομαλότητας και αρμονίας.
Πρώτο μήνυμα που μεταφέρει το επίγραμμα είναι συνεπώς η υπενθύμιση στους πολίτες και στους επισκέπτες της πόλης ότι ο πρώτος θνητός βασιλιάς, ιδρυτής της αρχαιότερης πόλης, το Άργος, δημιούργησε τους θεσμούς και τους νόμους, στους οποίους βασίζεται η συνεννόηση των λαών στο πλαίσιο ενός «συνοικισμού» πόλεων-μελών, δηλαδή της ίδιας της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Τα δύο υπόλοιπα δίστιχα του επιγράμματος αφορούν στη σύζυγο του Φορωνέος: την Πειθώ, τα παιδιά του: τον Άπι, τον Ευρώπα, τον Αιγιαλέα και τη Νιόβη και τους απόγονους του.
Η παράδοση που ακολουθεί το επίγραμμα είναι γνωστή μόνο από ένα σχολιαστή της τραγωδίας «Ορέστη» του Ευριπίδη, δηλαδή ενός αναγνώστη της αρχαιότητας που είχε προσθέσει στο πλάι ενός κειμένου που διασώθηκε τα ακόλουθα σχόλια: «Φορωνέως δε και Πειθούς εγένοντο Αιγιαλεύς, Άπις, Εύρωψ, Νιόβη»[14] και «Φορωνέυς – ισχύει δε παιδας εκ Πειθούς Αιγιαλέα, Απιν, Ευρώπαν, Νιόβην».[15]
Ως σύζυγο του Φορωνέος οι συνηθέστερες παραδόσεις παρουσιάζουν είτε την Κερδώ, τον τάφο της οποίας ο Παυσανίας αναφέρει πιο πέρα στην περιήγησή του, στην περιοχή του Αφροδισίου,[16] είτε την Τηλεδίκη που φαίνεται να είναι άλλη ονομασία της ίδιας της Πειθούς, είτε την Ευρώπη, τη Λαοδίκη[17] ή και τη Νιόβη που στο επίγραμμα παρουσιάζεται ως κόρη του. Η επιλογή της Πειθούς ως συζύγου του Φορωνέος που υιοθέτησε το επίγραμμα έρχεται να υπογραμμίσει το πολιτιστικό έργο του Φορωνέος, με το οποίο αποτράπηκε η «αγριότητα του βίου».
Η Πειθώ, ως αδελφή της Ευνομίας και της Τύχης, είναι η θεότητα που ευνοεί τη συνεννόηση των λαών ώστε να μη χρησιμοποιήσουν τους άγριους και βίαιους τρόπους αλλά να λύνουν τις αντιθέσεις τους με τη συζήτηση και τη συμφωνία ή «έκων». Πέρα από τη θεότητα των πειστικών λόγων της συνοδείας της Αφροδίτης, που σχετίζεται με το γάμο, είναι και η θεότητα που ευνοεί την απονομή της δικαιοσύνης, τη διατήρηση της κοινωνικής αρμονίας και της ηθικής τάξης καθώς και τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις των ανθρώπων.[18]
Δεύτερο μήνυμα προκύπτει από την ανάλυση της επιλογής των τεσσάρων μυθικών προσώπων που παρουσιάζονται ως παιδιά του Φορωνέος στο επίγραμμα, αντί για τις πιο διαδεδομένες παραδόσεις, που δίνουν είτε τον Άπι και τη Νιόβη,[19] είτε τον Πελασγό, τον Ιάσο και τον Αγένορα[20] καθώς επίσης τον Κάρα[21] και το Λύρκο.[22]
Στο επίγραμμα τονίζεται ότι η κόρη του Φορωνέος, η Νιόβη ήταν η πρώτη θνητή, με την οποία ο Δίας απέκτησε παιδιά. Τα παιδιά αυτά που χαρακτηρίζονται ως ημίθεοι ήταν ο Πελασγός και ο Άργος που έδωσε το όνομά του στην πρώτη πόλη, το «Φορωνικό Άστυ». Υπογραμμίζεται έτσι η προτεραιότητα του «Ιναχείου» γένους σε σχέση με το γένος των Ελλήνων, που κατάγεται από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα που επέζησαν του κατακλυσμού, καθώς και η προ-δωρική καταγωγή των απογόνων του ιδρυτή του Άργους, αφού η τελευταία θνητή με την οποία ο Δίας απέκτησε παιδιά, είναι η Αλκμήνη, η μητέρα του Ηρακλή.[23]
Ο Άπις, ο Εύρωψ και ο Αιγιαλεύς εκτός από το να παρουσιάζονται στο επίγραμμα ως γιοι του Φορωνέος έχουν και άλλα κοινά σημεία. Σχετίζονται και οι τρεις με τον προ-δωρικό πληθυσμό και έχουν και οι τρεις άμεση συγγένεια ή ταυτίζονται με επωνύμους μίας περιοχής ή πόλης της Πελοποννήσου.
Συγκεκριμένα, ο Άπις κληρονόμησε από τον πατέρα του την κυριαρχία σ’ όλη την Πελοπόννησο που άλλοτε, πριν την άφιξη του Πέλοπα στην Ολυμπία, ονομαζόταν «Απία».[24] Ο Εύρωψ επίσης είναι πατέρας του Ερμιόνα, του ιδρυτή και επώνυμου ήρωα της Ερμιόνης,[25] η οποία επαναπροσχώρησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία πιθανόν το 195 π.Χ. με το Άργος.[26] Τέλος, ο Αιγιαλεύς ταυτίζεται με τον επώνυμο ήρωα της Αιγιαλείας, (ο αρχαίο όνομα της Αχαΐας).[27]
Επίσης, κατά μια άλλη παράδοση, τα τρία μυθικά πρόσωπα που στο επίγραμμα αναφέρονται ως γιοι του Φορωνέος ανήκουν στην ηρωική γενεαλογία της Σικυώνας και έχουν άμεση συγγένεια πατέρα-γιου, όπου ο Αιγιαλεύς, που σ’ αυτή την περίπτωση είναι αδελφός του Φορωνέος, γιος και εκείνος του θεού-ποταμού Ινάχου και της Μελίας, είναι πατέρας του Εύρωπα που έχει γιο τον Τέλχινα, ο ίδιος πατέρας του Άπι.[28]
Συνεπώς, παρουσιάζονται στο επίγραμμα ως γιοι του ιδρυτή της πόλης του Άργους επώνυμοι ήρωες της ίδιας της Πελοποννήσου, της Αχαΐας καθώς και της Ερμιόνης, μίας πόλης που ήταν την εποχή εκείνη ένα σημαντικό λιμάνι για την Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Το επίγραμμα μεταφέρει το μήνυμα ότι το Άργος είναι η πρώτη πόλη και συνεπώς, η αρχαιότερη στον ελληνικό κόσμο και κατά συνέπεια των πόλεων – μελών της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Τονίζεται ιδιαίτερα η προτεραιότητα του Άργους σε σχέση με την παλαιά, και μεγάλη του αντίπαλο, την Σικυώνα, κυρίως με την επιλογή ως γιού του Φορωνέος του Αιγιαλέα που παρουσιάζεται σε άλλες παραδόσεις ως πρώτος άνθρωπος, ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της προ-δωρικής πόλης της Σικυώνας καθώς και ήρωας της φυλής των προδωριέων κατοίκων της, των Αιγιαλέων.[29]
Αν η χρονολόγηση στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα που προτείναμε για την επιγραφή είναι σωστή, η επιλογή των τριών μυθικών προσώπων που προαναφέραμε ως γιοι του Φορωνέος ανταποκρίνεται πιο συγκεκριμένα στην επιθυμία να προβληθεί η αρχαιότητα του Άργους στο πλαίσιο της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Αλλά όχι μόνο. Στον ιδρυτή του «Φορωνικού άστεως» οφείλεται και ο ίδιος ο θεσμός της Συμπολιτείας, ενός «συνοικισμού» πόλεων-μελών που εδράζεται στη χρήση νόμων και στηρίζεται στην αρμονία των σχέσεων και τη συνεννόησή τους.
Επιπλέον, η υπενθύμιση της προ-δωρικής καταγωγής όχι μόνο των επώνυμων ηρώων του Άργους αλλά και των κυριότερων επωνύμων ηρώων της Αχαϊκής Συμπολιτείας εντάσσεται σε μια πολιτική θέληση επαναφοράς στις ρίζες των λαών των πόλεων-μελών, σε μία εποχή όπου δεν υπήρχε μεταξύ τους ο ανταγωνισμός, που εμφανίστηκε μετά την άφιξη των Δωριέων, πριν τις ταραχές και τους πολέμους που προκάλεσαν οι απόγονοι τους, οι Μακεδόνες και οι Σπαρτιάτες.
Αν το ταφικό μνημείο του Φορωνέος συνδέεται με τον τρόπο που προαναφέραμε με την Αχαϊκή Συμπολιτεία είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι συνεχίστηκε η λατρεία του γενάρχη ηρώα τουλάχιστον έως την κατάργηση του θεσμού το 146 π.Χ. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη συνέχιση της λατρείας, χωρίς διακοπή έως τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, οπότε ο Παυσανίας αναφέρει ότι γινόντουσαν εναγισμοί στο τάφο του. Την εποχή εκείνη όμως υπήρχε ο θεσμός της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας, του Αττικού Πανελλήνιου, που ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε ιδρύσει μία εικοσαετία περίπου νωρίτερα. Σύμφωνα με το θεσμό αυτό, για να γίνει μια πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέλος της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας, ήταν απαραίτητο ν’ αποδείξει την ελληνική της καταγωγή. Η λατρεία στον τάφο του πρώτου θνητού βασιλιά των ανθρώπων, του ιδρυτή της αρχαιότερης ελληνικής πόλης, είναι λογικό να είχε τότε αναζωπυρωθεί.
Η ανάπλαση του χώρου με μια σειρά μικρών μνημείων μπροστά σε πλακόστρωτο πιθανόν να είναι σύγχρονη με την περίοδο επαναφοράς στους αρχαίους μύθους πραγματοποιήθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ., όποτε κατασκευάστηκε ο «πυρ Φορωνέος» στην αρχαία αγορά.[30]
Αν το μήνυμα που μεταφέρει το επίγραμμα μπορεί να βρει ακόμη ανταπόκριση στους σύγχρονους αναγνώστες σχετικά με την προσδοκία της πόλης του Άργους να αναγνωρίζεται ως η αρχαιότερη, ας γίνει επίκαιρο και το πολιτιστικό έργο του πρώτου βασιλιά του που βοήθησε τους ανθρώπους να βγουν από το χάος!
Υποσημειώσεις
[1] A. Pariente «Rapport sur les travaux de l’ Ecole française en Grèce en 1987, 2. Terrain Kar- moyannis», BCH 111 (1987), σ. 591-597, και ίδ., «Le monument argien des “Sept contre Thèbes” Polydipsion…», σ. 195-229.
[2] Μία πρώτη παρουσίαση της επιγραφής έγινε στην Α’ Αρχαιολογική Σύνοδο Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, το 1996, με τίτλο: «Επιτύμβια επιγραφή του Φορωνέος από την οδό Γούναρη στο Άργος» Πρακτικά, Αθήνα 2006, σ. 299-316.
[3] Παυσανίας, II, 20, 3
[4] Πολύβιος, ΙΙι, 37, 6.
[5] Πολύβιος, II, 37, 7 – 38, 4
[6] Λίβ. XXXIV, 41, 3
[7] Μ. Μιτσός, Πολιτική ιστορία του Άργους, από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μέχρι του έτους 146 π.Χ., Αθήνα, 1945, σ. 109-110. Πολύβιος (II, 44,6 46,5 και 62,3). Πλούταρχος (Φλαμ. 10,4). Λίβιος (33-32,5).
[8] Μ. Μιτσός, ό.π., σ. 111-113
[9] A. Griffin, ό.π., σ.86-87. C. Η. Skalet, Ancient Sicyon with a Prosopographia Sicyonia, The J. Hopkins University, Studies in Archaeology 3, Baltimore 1928, σ. 88 – 89.
[10] G. Kinkel, Epicorum Graecum Fragmenta, Leipzig 1877, σ.209-212, Κλημ. Αλεξ., Στρομ. [10] XXI, 101-103, 107, F. Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker, Berlin 1923,1, 4, T, F και I, 2, F23 και 25. Υγίνος, Hyginae Fabulae, Leyden 1933, 143 και 274. Για το μυθικό πρόσωπο, Ν. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, Τ.3, σ. 165-166.
[11] Για το θέμα αυτό και την τοπογραφία της αρχαίας πόλης του Άργους παραπέμπουμε στη μελέτη που αναφέρεται στην υποσημ. 2, σ. 312-316.
[12] Αυτό το τμήμα του μύθου ανταποκρίνεται σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο της ανθρωπότητας, πριν εμφανιστεί ο πολιτισμός, βλ. Πλάτων, Πρωτάγορας, 322, β. Κακριδής, ό.π., σ.165. Παυσ. II, 15, 5 και 19, 5. Η προσφορά της φωτιάς αποδίδεται βεβαίως και στον Προμηθέα. Κατά μία παράδοση ο Προμηθέας την κατέβασε από τον ουρανό ενώ ο Φορωνεύς δίδαξε στους ανθρώπους την χρήση της, Απολλ., 2, 1, 1. Ακουσίλαος, Kinkel, ό.π., Η.Πλάτ.Τιμ. 22, α. Ο Παυσανίας αναφέρει σε άλλο σημείο της Αγοράς το «πυρ Φορωνέως», συγκεκριμένα εντός του ναού του Απόλλωνος Λύκειου, (II, 19, 3). Βλ. Μ. Piérart, «De l’endroit où l’on abritait quelques statues d’Argos et de la vraie nature du feu de Phoroneus. Une note critique », BCH 117 (1993), σ. 609-613.
[13] Για το εκπολιτιστικό έργο του Φορωνέος, βλ. Κακρίδης, ό.π., τ. 3, σ. 165-166.
[14] Σχ. Ευρ, Ορ.2,21, Ι,.Σχ. 933.
[15] Ίδ.,Σχ. 1248 16.11,21, 1.
[16] ΙΙ,21,1.
[17] Απολλ. II, 1, 2-4. Υγίνος, 143.
[18] βλ. Αισχ. Ευμενίδες, σ. 885-887 και 970-973. Πλούτ. Θεμιστοκλής, 21, όπου αναφέρει τον Ηρόδοτο (8,111). Επίσης Πολ., II, 62, 3.
[19] Απολλ., Βιβλ. ΙΙ, 1, 1,2.
[20] Όμ. Ιλ.3, 75. Kinkel, ό.π., σ.209: Ακουσίλαος και σ. 37: Ελλάνικος.
[21] Παυσ. I, 39,5.
[22] W. Η. Roescher, Lexikon der griechischen und römischen Mythologie, Leipzig 1884-1886, III2, στ. 2437.
[23] Διωδ. IV,14, 4. Παυσ. II, 16, 1.. Απολλ. I, 9, 28, 2.
[24] Παυσ. II, 5, 7. Απολλ. 2, 1,2: Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ή Απία ονομάζονταν οι «Απιδόνες» ή «Απιδονήες».
[25] Παυσ. II, 34, 4: «οικιστήν δε της αρχαίας πόλεως ερμιονεις γενεσθαι φάσιν Ερμιόνα Ευρωπός…».
[26] Η. Μ. Jameson, C. Ν. Runnels & Τ. A. Van Andel eds, A Greek Countryside…, Stanford, 1994, σ.92.
[27] Απολλώδ. Βιβλ.. 11,1,1. Ηρωδ. VII, 94. Όμηρ. Ιλ. II, 575. Παυσ. II, 5, 6-7 και VII, 1, 1. Η Αχαΐα ονομαζόταν κυρίως «Αιγιαλεία» ακόμη και την εποχή του Στράβωνα (VIII, 1, 1,17 – 3,24, 6,19, 6,25 και 7,1).
[28] Παυσανία II, 5, 6.
[29] Παυσ., II, 5,6-7. A. Griffin, Sikyon, 1982, σ.4. Παράλληλα με τις τρεις φυλές των Δωριείων: των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων, βλ. Φαράκλας, Α.Ε.Π., τ.8 «Σικυωνία», σ.21, παρ. 49 και σ.22, παρ. 51γ.
[30] Βλ. σημ. 11. Ένας μεταγενέστερος «πύρ Φορωνέως» (4ου μ.Χ. αιώνα) εικάζεται ότι υπήρχε στην περιοχή της «Ορχήστρας» της Αγοράς, γύρω από το οποίο τοποθετήθηκαν λίθοι από τον περίβολο του μνημείου των «Επτά επί Θήβας», η ύπαρξη του οποίου μας είναι επίσης γνωστή από τον Παυσανία, βλ. σημ.1.
Όλγα Ψυχογυιού,
Αρχαιολόγος Δ’ ΕΚΠΑ
«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 4, Δεκέμβριος 2008.
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.