Η Εκκλησιαστική ιστορία του Άργους κατά τη δεύτερη Βενετοκρατία – Δέσποινα Στεφ. Μιχάλαγα
Παρότι είναι άγνωστος ο χρόνος διάδοσης του χριστιανισμού στο Άργος, βέβαιο είναι ότι η πόλη αυτή, ίσως εξαιτίας της εγγύτητάς της με την αποστολική εκκλησία της Κορίνθου, ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα ήταν οργανωμένη επισκοπή, αφού ο επίσκοπος Αργείων Γενέθλιος μνημονεύεται, το 448, στην τοπική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα το Ναύπλιο, το οποίο τότε βρισκόταν στην περιφέρεια της επισκοπής Άργους, εμφανίζεται μόλις το 539.
Η επισκοπή Άργους υπαγόταν στη μητρόπολη Κορίνθου, η οποία έως τον 8ο αιώνα, ανήκε στη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. Ο μεγάλος αριθμός ελλαδικών επισκοπών πριν την εικονομαχία συρρικνώθηκε μετά την υπαγωγή τους στον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ανάλογα λοιπόν, μετά διάφορες περιπέτειες και των δύο πόλεων (Άργους και Ναυπλίου), ως συνενωμένων ή χωριστών επισκοπών, τελική ένωσή τους τοποθετείται λίγο μετά το 879 και πρώτος επίσκοπος της ενωμένης επισκοπής (ή καλύτερα των ενωμένων πόλεων) Άργους και Ναυπλίου θεωρείται ο άγιος Πέτρος, ο οποίος μετείχε σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 920.

Άποψη του φρουρίου και της πόλεως του Άργους, V. Coronelli, «Universus Terrarum Orbis», Εκδότης, A. Lazor, Padova, 1713.
Το Ναύπλιο έκτοτε αποτελούσε περιφέρεια της επισκοπής Άργους, αν και συχνά δεν μνημονευόταν επίσημα στον τίτλο του επισκόπου, πιθανώς ως δευτερεύουσα πόλη. Από το 1144 εμφανίζεται και αυτό στα έγγραφα και σε μερικά, μάλιστα, προηγείται.
Το Άργος αποσπάσθηκε από τη μητρόπολη Κορίνθου το 1189 και ανυψώθηκε σε μητρόπολη, χωρίς όμως υποκείμενες επισκοπές. Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας στο Άργος έδρευε λατίνος επίσκοπος και η ορθόδοξη ιεραρχία είχε απομακρυνθεί, ενώ στην πρώτη βενετοκρατία τους Ορθόδοξους ποίμαιναν πρωτοπαπάδες.
Η έδρα του ορθόδοξου ιεράρχη έως το 1212 ήταν το Άργος, το οποίο συνέχισε να αποτελεί έδρα και του λατίνου επισκόπου. Μετά την οθωμανική επίθεση του 1397 η έδρα του προκαθήμενου της εκκλησίας μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο.
Η τοπική εκκλησία, παρά την έλλειψη ποιμενάρχη και τις καταπιέσεις του λατινικού κλήρου, παρέμεινε σταθερή στην Ορθοδοξία και δεν αφομοιώθηκε από τους ετερόδοξους. Η μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου ανασυστήθηκε το 1541 από τον πατριάρχη Ιερεμία Α’ (β’ 1537-1545) και ο ιεράρχης της Δωρόθεος (1541-1547) έδρευε στο Ναύπλιο.
Στα εκκλησιαστικά Τακτικά έως και το 15ο αι. αναγράφεται ο ιεράρχης της περιοχής με τον τίτλο του Άργους. Αμέσως μετά την Άλωση, ο προκαθήμενος της μητροπόλεως τιτλοφορείται Άργους και Ναυπλίου και στην «τάξη» των μητροπόλεων κατέχει την τελευταία θέση στην πελοποννησιακή ιεραρχία. Θεωρείται ότι από το 1690 και εξής, ο τίτλος μετατρέπεται σε Ναυπλίου και Άργους ή απλώς Ναυπλίου.
Ο σύγχρονος της δεύτερης βενετοκρατίας, από Ναυπάκτου και Άρτης, Αθηνών Μελέτιος Μήτρου, στη Γεωγραφία του σημείωνε ότι: Μητρόπολις τὸ πάλαι… καὶ πρωτεύουσα ἦτον τὸ Ἄργος, τετιμημένον τανῦν μὲ θρόνον Ἀρχιεπισκόπου, ἀγκαλὰ πρῶτον ἦτον Ἐπισκοπὴ τοῦ Κορίνθου, σώζει τανῦν μόνον τὸ ὄνομα, οὐ μὴν δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν ἀξίαν. Αντίστοιχα, σύμφωνα με την από τον Αγαμέμνονα Τσελίκα μεταφρασμένη έκθεση του Συνδίκου Καταστιχωτή Marin Michiel, στο Ναύπλιο έδρευε ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος, ο οποίος επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του και στο Άργος, όπου άλλοτε έδρευε επίσκοπος, εκούσια υποτελής του, καταβάλλοντας χρήματα στο ταμείο της Αρχιεπισκοπής. Αλλά και ο περιηγητής – ιατρός Alessandro Pini στην περιγραφή της Πελοποννήσου, την οποία δημοσίευσε ο Αλέξης Μάλλιαρης, αναφέρει ότι οι κάτοικοι του Άργους: Νon vi hanno vescovo essendo l’arcivescovo di Romania col titolo ancora di Argos.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει σαφώς, ότι το Άργος εκκλησιαστικά συνεξετάζεται με το Ναύπλιο. Από τις τρεις σύγχρονες μαρτυρίες όμως, εκτός από την επιβεβαίωση ότι:
- – προηγουμένως ήταν επισκοπή υποκείμενη στη μητρόπολη Κορίνθου,
- – ότι προάχθηκε σε Μητρόπολη, και
- – ότι κάποτε ήταν πρωτεύουσα πόλη, προκύπτουν τα εξής ζητήματα:
- – τί σημαίνει ότι είναι τετιμημένον τανῦν μὲ θρόνον Ἀρχιεπισκόπου,
- – ποιός ο εκούσια υποτελής στη μητρόπολη Ναυπλίου επίσκοπος, ο οποίος κατέβαλε χρήματα στο ταμείο της Μητροπόλεως,
- – και πως συμβιβάζονται με τις πληροφορίες ότι:
- – σώζει τανῦν μόνον τὸ ὄνομα, οὐ μὴν δὲ τὴν ἀρχαίαν ἀξίαν και
- – ότι δεν υπάρχει επίσκοπος, παρά ο μητροπολίτης Ναυπλίου φέρει επίσης τον τίτλο του Άργους.
Είναι όμως, κατά κάποιον τρόπο, δυνατό να θεωρηθεί, ότι το Άργος ήταν τιμημένο με αρχιεπισκοπικό θρόνο, αυτόν του Ναυπλίου και Άργους, αφού ο όρος Αρχιεπίσκοπος χρησιμοποιείται από τους Λατίνους προκειμένου να δηλώσει τον Μητροπολίτη και κατ’ επέκταση ή μίμηση αυτών χρησιμοποιούνταν την εποχή εκείνη. Στον τίτλο αυτό συνηγορεί μάλιστα το γεγονός, ότι, όπως οι Αρχιεπίσκοποι, ο Ναυπλίου και Άργους δεν είχε υποκείμενες επισκοπές. Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα, στο Άργος να έδρευε πατριαρχικός έξαρχος, ίσως αυτός του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος να απέδιδε δίκαια στον υπερκείμενο μητροπολίτη του.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης βενετοκρατίας, είναι γνωστό ότι τη μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους ποίμανε ο Σίλβεστρος, ο οποίος μετά την κατάληψη του Ναυπλίου, κατά την υποδοχή του Morosini, παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν με 2.000 Έλληνες, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη και ορκιζόμενος πίστη στα βενετικά απελευθερωτήρια όπλα. Τότε, μάλιστα, ο ιεράρχης πρόσφερε ετήσια εισφορά 200 ρεαλίων στο Δημόσιο Ταμείο για τις ανάγκες των κυρίαρχων. Ο Σίλβεστρος απεβίωσε στο λιμό του 1687 και τον διαδέχθηκε ο πρώην Ευρίπου Αμβρόσιος. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ του θανάτου του Σιλβέστρου και της εκλογής του Αμβροσίου, τη μητρόπολη κατείχε προεδρικώς ο Αθηνών Μακάριος Πελεκάνος.
Ο βίος και η πολιτεία του Αμβροσίου στη μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά της απεμπόλησης της υποταγής προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και της διάθεσης αυτονόμησης και υπαγωγής στο πολιτειοκρατικό σύστημα της Βενετίας. Ο ιεράρχης, αρχικά εγκατέλειψε τη μητρόπολη Ευρίπου με μέρος του ποιμνίου του, αφήνοντας άλλους στο έλεος των Οθωμανών. Όταν έφθασε στο Ναύπλιο διεκδίκησε τα οφέλη της βενετικής Πολιτείας και παράλληλα συμμετείχε σε Ενωτικές συζητήσεις. Μετά το θάνατο του Ναυπλίου και Άργους Σιλβέστρου κατόρθωσε να ανέλθει στο μητροπολιτικό θρόνο της πρωτεύουσας του Regno di Morea με τη βενετική υποστήριξη, χωρίς εκλογή ή άδεια του Πατριαρχείου και για το λόγο αυτό του επιβλήθηκε επιτίμιο. Ο πατριάρχης Καλλίνικος Β’ (γ’ 1694-1702) δέχθηκε τη συγνώμη του και αναγνώρισε τη μετάθεσή του. Ο πατριάρχης Γαβριήλ Γ’ (1702-1707) όμως, τον έθεσε σε ακοινωνησία επειδή παραβίασε τους Ιερούς Κανόνες: συνεισάκτῳ γυναικὶ συνδιαιτοίσας, αλλά και επειδή χειροτονούσε και προβίβαζε εἰς τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα τοὺς ἀπὸ ἄλλης ἐπαρχίας τυγχάνοντας διὰ φιλοχρηματίαν,… προσέτι ἀμαθεῖς τινας, καὶ χυδαίους, καὶ ὡς εἰπεῖν ἀναλφαβήτους, καὶ τὰ ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας γράμματα καλῶς μὴ μεμαθηκότας, μάλιστα δε ἐν μίᾳ καὶ τῇ αὐτῇ λειτουργίᾳ δύο ἱερέων ἢ καὶ ἱεροδιακόνων.
Ο Αμβρόσιος δεν ζήτησε συγχώρηση για τις πράξεις του και έδειξε ότι αγνοεί τη Μεγάλη Εκκλησία, δημιουργώντας ένα ακόμη ζήτημα με τη συλλογή των πατριαρχικών δικαίων από την Πελοπόννησο. Είναι γνωστό το ζήτημα της διακίνησης της πατριαρχικής αλληλογραφίας και η απαγόρευση της αποστολής χρημάτων στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, σύμφωνα με αναφορά του Γενικού Προνοητή Francesco Grimani σχετικά με τον Αμβρόσιο, σημειώνεται, ότι το φιλότιμο ήταν κάθε χρόνο, 16 gazzettte για κάθε οικογένεια του Ναυπλίου, δύο λίρες για καθεμιά του Άργους και ¼ του ρεαλίου για αυτές του υπόλοιπου διαμερίσματος.
Μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών κατέληγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο προηγούμενος επιφορτισμένος με το καθήκον της συλλογής, Αθηνών Μελέτιος, είχε επιτύχει την αποστολή του. Στον Αμβρόσιο, είχε επίσης ανατεθεί το ίδιο καθήκον, αλλά πιθανότατα αδιαφόρησε. Όταν, όμως, έφθασε στην Πελοπόννησο ο ιερομόναχος Γρηγόριος, προκειμένου να συλλέξει τις εισφορές, συνελήφθη, οι σχετικές πατριαρχικές επιστολές κατασχέθηκαν και απειλήθηκε η δημιουργία διπλωματικού επεισοδίου. Το Πατριαρχείο κατηγόρησε τον κακοαμβρόσιο για το θέμα και ενημέρωσε το ποίμνιό του, ότι εξαιτίας της διαγωγής του ιεράρχη τους θεωρούνται ακέφαλοι και μάλιστα θα αφορίζεται όποιος τον αναγνωρίζει. Τηρώντας μάλιστα την ακοινωνησία, έκτοτε επικοινωνούσε απευθείας με τους ιερείς της μητροπόλεως Ναυπλίου και Άργους και τους συνδίκους της πόλης, η οποία, παρότι δεν κατονομάζεται, είναι το Ναύπλιο.
Για την προσωπικότητα του Αμβροσίου χαρακτηριστική παραμένει επίσης, η επιστολή – έκκλησή του προς τον Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά να ιδρύσει σχολείο στο Άργος με δικά του έξοδα. Του πρότεινε μάλιστα, ότι θα ήταν δυνατό με διαταγή του Πατριαρχείου, δύο αρχιερείς της Πελοποννήσου να δώσουν 200 ρεάλια για ένα δάσκαλο, ο οποίος θα πήγαινε στη χερσόνησο να διδάξει, προκειμένου να διαφυλάξει τα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η κίνηση αυτή του Αμβροσίου, από πρώτη άποψη ώθησε σε συμπεράσματα θετικά για το πρόσωπό του. Από άλλη οπτική πλευρά όμως και ειδικά αν συνυπολογισθεί η χρονική στιγμή του αιτήματός του, μετά, δηλαδή, την απαξίωσή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι δυνατό να θεωρηθεί άριστη πολιτική κίνηση προκειμένου να προσεταιρισθεί το λόγιο και ισχυρό Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Σχετικά με το σχολείο στο Άργος, αν και υπάρχει πληροφορία ύπαρξής του πριν από τη βενετική κατάκτηση, βέβαιο είναι ότι ιδρύθηκε μετά το 1790.

Άργος – Κάστρο των Φράγκων βαρώνων του Άργους από τον οίκο των Enghien, 1843. Σχέδιο του Jean – Alexandre Buchon (1791-1846).
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης βενετικής κυριαρχίας, εποχή πνευματικής ένδειας ο Ηλίας Μηνιάτης παρέμεινε στο Ναύπλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εκλογή του στην επισκοπή Κερνίτ(ζ)σης και Καλαβρύτων, προκειμένου να διδάξει επιστήμες στα παιδιά της πόλης, αλλά και του Άργους, όπως αναφέρεται στο σχετικό αίτημα της Κοινότητας του Ναυπλίου, η οποία είχε αναλάβει και τη μισθοδοσία του.
Γνωστή είναι ακόμη η εμπλοκή του Αμβροσίου στη διεκδίκηση των ενοριακών δικαιωμάτων του νέου ναού του χωριού Μέρμπακα από το μοναστήρι του Αγίου Θεοδοσίου και το μετόχι του, τα οποία είχαν παραχωρηθεί από τους Βενετούς στην οικογένεια Χορτάτση. Στο χωριό Μέρμπακα μάλιστα βρισκόταν η έδρα του μητροπολίτη Ναυπλίου και Άργους μετά το 1715 έως το 1770.
Ο Αμβρόσιος παρέμενε στο Ναύπλιο κάτω από τη σκέπη των κυρίαρχων. Οι Βενετοί αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον ιεράρχη και ποιμένα της πρωτεύουσας του νεοκατακτημένου Βασιλείου τους και συχνά απευθύνονταν σε εκείνον προκειμένου να διακινηθούν οι διαταγές τους σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Μετά την καθαίρεση του Αμβροσίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεωρείται ότι επίτροπος της μητρόπολης Ναυπλίου και Άργους ήταν ο πρωτέκδικος Ναυπλίας Ιωάννης Κληματαράς. Ο Αμβρόσιος αιχμαλωτίσθηκε στο Ναύπλιο κατά την οθωμανική ανακατάληψη της πόλης και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Επόμενος μητροπολίτης, πρώτος της δεύτερης οθωμανοκρατίας, εμφανίζεται, το 1720, ο Μελέτιος, ενώ το 1724 υπάρχει μνεία του Γαβριήλ Ταταράκη ως πρώην Ναυπλίου και Άργους.
Οι Βενετοί όμως, όταν κατέλαβαν την Πελοπόννησο, προσπάθησαν να ανασυστήσουν τη λατινική ιεραρχία και αν και συχνά θεωρείται ότι ίδρυσαν τέσσερις επισκοπές, γεγονός είναι ότι ίδρυσαν επισκοπές στις τέσσερις επαρχίες του Βασιλείου. Την εποχή εκείνη η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Πελοπόννησο είχε:
– α’ την αρχιεπισκοπή Κορίνθου, με υποκείμενες τις επισκοπές Άργους και Ναυπλίου και
– β’ την αρχιεπισκοπή Πατρών, με υποκείμενες τις επισκοπές Αμυκλών, Ανδραβίδας, Κορώνης, Λακεδαιμονίας, Μεθώνης και Ωλένης.
Οι εκλογές των ρωμαιοκαθολικών ιεραρχών διενεργούνταν στη Ρώμη, χωρίς ανάμειξη της Βενετίας. Ήταν μάλιστα πρόσκομμα στη βενετική πολιτική το γεγονός ότι ενώ η Βενετική Γερουσία αποφάσιζε για λογαριασμό των Ορθοδόξων, για τους Λατίνους έπρεπε να στοιχείται με την Αγία Έδρα.
Στις επισκοπικές έδρες της Πελοποννήσου εκλέχθηκαν ιεράρχες, από τους οποίους όμως οι περισσότεροι δεν έφθασαν ποτέ στη χερσόνησο. Ένας από αυτούς είναι και ο επίσκοπος Argensis ή Argolicensis Bernardinus della Chiesa ή «a Venetiis» (1680-1698). Ο Bernardin della Chiesa γεννήθηκε στη Βενετία το 1644 και πέθανε στην Κίνα το 1721. Φραγκισκανός μοναχός στην Ασίζη, ηγούμενος της μονής του Orvieto, κρίθηκε άξιος να μεταβεί στη μακρινή χώρα σε εποχή άνθησης της ιεραποστολής. Το 1680 χειροτονήθηκε τιτουλάριος επίσκοπος Αργολίδας και το 1693 κατείχε την έδρα της Νανκίν, ενώ με βούλλα του 1696, η οποία όμως έφθασε στην Κίνα το 1700, ονομάσθηκε επίσκοπος Πεκίνου.
Επόμενος τιτουλάριος επίσκοπος Αργολίδος, ονομάστηκε, πολύ αργότερα, ο Jean Schmeinder, το 1800. Ας διευκρινισθεί στο σημείο αυτό, ότι ο ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος, ο οποίος έδρευε στο Ναύπλιο έφερε τον τίτλο του Κορίνθου. Σύμφωνα, άλλωστε με τους Ιερούς Κανόνες, απαγορεύεται δύο επίσκοποι με τον ίδιο τίτλο να συνυπάρχουν στην ίδια πόλη.
Στο Άργος, εκτός από την επίσημη ιεραρχία, υπήρχαν απλοί ιερείς του ορθόδοξου δόγματος, και σύμφωνα με διάφορα απογραφικά στοιχεία, δεν υπήρχαν μοναχοί. Κέντρο του μοναχισμού, ανδρικού και γυναικείου, αποτελούσε η ΒΔ Πελοπόννησος, ενώ ακολουθούσαν οι περιοχές Μυστρά, Κορίνθου και Ναυπλίου. Παρατηρείται, η πλήρης απουσία του στις περιοχές Άργους, Έλους, Κορώνης, Ναυαρίνου, Φαναρίου και Χρυσάφων. Στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας όμως, στην περιοχή του Άργους αναφέρονται μοναστήρια και το γεγονός αυτό ωθεί στο συμπέρασμα ότι ο απογραφέας, στην πράξη, δεν διαχώρισε τους μοναχούς της περιοχής του Ναυπλίου από αυτούς του Άργους, αφού είναι άλλωστε γνωστή η δυσκολία καθορισμού των ορίων των εκκλησιαστικών διοικήσεων.
Η βενετική Πολιτεία, παραμένοντας κυρίαρχη και στα πνευματικά ζητήματα, απέγραφε συχνά και τους ρωμαιοκαθολικούς ιερωμένους, όπως επίσης κατέγραφε τις παραχωρήσεις σε αυτούς, καθώς και τη μισθοδοσία τους. Σύμφωνα με μια τέτοια απογραφή, το 1704, στο Άργος υπήρχε ένας μόνο Μινορίτης μοναχός από τους οκτώ συνολικά σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Χρειάζεται επίσης να αναφερθεί ότι στις αναλυτικές απογραφικές καταστάσεις εμφανίζονται ορισμένες φορές τα ονόματα των ενοριακών εφημερίων, όπως επίσης επισημαίνονται οι ενοριακοί ή συνοικιακοί ναοί. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του Catastico Ordinario, που δημοσίευσε η Ευτυχία Λιάτα, στο Άργος μόνον, υπήρχαν 12 ορθόδοξοι, 2 λατινικοί και 18 κατεστραμμένοι ναοί, οι οποίοι, αν και δεν σημειώνεται, ήταν μάλλον ορθόδοξοι, ενώ στην περίπτωση των τζαμιών αναφέρονται 2 σε καλή κατάσταση και 3 κατεστραμμένα.
Η θρησκευτική ανοχή των Βενετών ωφέλησε την ανοικοδόμηση και αγιογράφηση ναών και μονών στην Πελοπόννησο, αφού οι νέοι κυρίαρχοι δεν αντιτάχθηκαν στην ίδρυση ή κατασκευή νέων, ούτε και στην επισκευή των κατεστραμμένων. Κατά τη διάρκεια της βενετικής κατάκτησης, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική παρουσιάζει αξιόλογα έργα.
Το 1699 λοιπόν, ανοικοδομήθηκε στο Άργος ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πάνω στα ερείπια παλαιότερου μεσοβυζαντινού ναού με την ίδια τυπολογία. Γνωστός αγιογράφος φορητών εικόνων είναι ο Αργείος Νατάλιος, δύο έργα του οποίου σώζονται στο ναό του Ελκομένου στη Μονεμβασία, ενώ έργα του ιερέα και οικονόμου του Άργους, Ιωάννη, βρίσκονται στο ναό του Αγίου Δημητρίου της Τροιζήνας και στη μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου στα Τρίκαλα Κορινθίας.
Στα πλαίσια της ενδυνάμωσης του λατινικού δόγματος, χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Γαληνοτάτης, εντάσσεται η πρόταση του Γενικού Προνοητή Francesco Grimani για την οργάνωση ή ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων στην Πελοπόννησο. Πρότεινε την ίδρυση 25 ρωμαιοκαθολικών μονών, ανάμεσα στις οποίες μία στο Άργος, πρόταση η οποία μάλλον δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Στη διάρκεια των βενετο-οθωμανικών συγκρούσεων το Άργος έγινε πολεμικό θέατρο και για τον λόγο αυτό υπέστη καταστροφές, με αποτέλεσμα να παραμείνει αγροτικό, σε αντίθεση με τον αστικό χαρακτήρα της πρωτεύουσας Ναυπλίου. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το λογιστικό κατάστιχο της εκκλησιαστικής περιουσίας, σύμφωνα με το οποίο, στην περιοχή του Ναυπλίου η Ορθόδοξη Εκκλησία κατείχε σημαντικότερη αστική περιουσία από αυτήν του Άργους, όπου υπερίσχυε αισθητά η αγροτική.
Το 1700 επιχειρήθηκε πλήρης αποδελτίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας και καταχώρησή της σε συγκεντρωτικό λογιστικό κατάστιχο. Οι πληροφορίες από όλες τις περιοχές ταξινομήθηκαν σε έναν πίνακα, ο οποίος περιείχε, σε ομάδες, όλες τις κατηγορίες οικονομικού ενδιαφέροντος. Με την έννοια αυτή, καταγράφηκαν ως ξεχωριστές μονάδες οι ναοί και οι μονές κάθε διοικητικού διαμερίσματος, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εκκλησιαστική διαίρεση. Αγνοήθηκαν οι ναοί, οι οποίοι δεν κατείχαν περιουσία, ενώ ιδιαίτερα επισημάνθηκαν τα μετόχια, τα σταυροπήγια και οι ιδιοκτησίες πατρωνείας. Με τα παραπάνω δεδομένα διευκολύνθηκε η αποτίμηση της περιουσίας κάθε μονάδας ειδικά, αλλά και κάθε επαρχίας. Για παράδειγμα, στην πόλη του Ναυπλίου, την περιοχή της και τα χωριά Κοφίνι, Κούτσι, Μπολάτι, Μανδαλά, Κουρτάκη, Αλμουσάχη κ.ά., δεν καταγράφονται μονές, αλλά μόνον 56 ναοί, ενώ στην περιοχή του Άργους, η οποία όμως περιλαμβάνει επίσης το Δαμαλά, την Πιάδα και την Τσακωνιά, καταγράφονται 30 μονές και 73 ναοί.
Συνοπτικά, είναι δυνατό να ορισθεί η αστική εκκλησιαστική περιουσία, αφού:
- – Στο Ναύπλιο υπήρχαν 90 οικίες και κελιά, ενώ στο Άργος 325.
- – Επίσης, 8 οικοδομήσιμα οικόπεδα στο Ναύπλιο έναντι 2 του Άργους.
- – Ακόμη, 2 οικίες με εργαστήρια στο Ναύπλιο, αλλά καμμία στο Άργος.
- – Μία μόνον καλύβα στο Ναύπλιο και καμμία στο Άργος.
- – Και τέλος 9 εργαστήρια στο Ναύπλιο και 4 στο Άργος.
Αντίστοιχα παρουσιάζεται η αγροτική εκκλησιαστική περιουσία της περιοχής:
- – Υπήρχαν 72 αμπέλια σε αξινάρια στο Ναύπλιο και 1645 στο Άργος.
- – Μόνον 325 ελαιόδεντρα στο Ναύπλιο, ενώ 6652 στο Άργος.
- – Επίσης 9 γήπεδα στο Ναύπλιο και 25 στο Άργος.
- – 65 χωράφια σε στρέμματα στο Ναύπλιο, αλλά 2278 στο Άργος.
- – Κανένα χωράφι σε ζευγαριές στο Ναύπλιο, ενώ 101 στο Άργος.
- – Ακόμη, 16 οπωροφόρα δένδρα στο Ναύπλιο, έναντι 577 του Άργους.
- – Και 5 περιβόλια στο Ναύπλιο, αλλά 22 στο Άργος.
- – Μόνο 2 τμήματα αμπελιών στο Ναύπλιο, αλλά παραδόξως κανένα στο Άργος.
- – Όμως, 1 ελαιοτριβείο στο Ναύπλιο και 3 στο Άργος.
- – Κανένας πύργος στο Ναύπλιο, αλλά 5 στο Άργος.
- – Και τέλος, 1 μόνον ιχθυοτροφείο, 16 υδρόμυλοι, 1 ανεμόμυλος, 3 νεροτριβές και 54 μελίσσια στο Άργος.
Και στις δύο περιοχές δεν αναφέρονται σταφιδάμπελα, φούρνοι ή πευκώνες εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας.
Σε αδρές γραμμές, όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης βενετοκρατίας η εκκλησιαστική ιστορία του Άργους ήταν συνυφασμένη με αυτήν της πρωτεύουσας Ναυπλίου και ακολουθούσε την κοινή μοίρα της Πελοποννήσου.
* Δέσποινα Στεφ. Μιχάλαγα
«Bενετία – Άργος: σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του». Διεθνής επιστημονική συνάντηση, Άργος, 11-12 Οκτωβρίου 2008. Πρακτικά, Αθήνα – Βενετία, 2010.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Για την ανάγνωση της ανακοίνωσης συμπεριλαμβανομένων και των βιβλιογραφικών παραπομπών, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η εκκλησιαστική ιστορία του Άργους κατά τη δεύτερη βενετοκρατία
* Η Δέσποινα Μιχάλαγα γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής (1987) και του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής (1992) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε ειδικός μεταπτυχιακός υπότροφος (ΕΜΥ) (1988-1994), υποστήριξε διδακτορική διατριβή με θέμα Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Πελοποννήσου κατά τη Β’ Βενετοκρατία (1685-1715) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ Θεολογίας ΕΚΠΑ (2006).
Εκλέχθηκε λέκτορας (2008) στο Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ, με γνωστικό αντικείμενο την Εκκλησιαστική Ιστορία των Νεότερων Χρόνων (15ος αι. και εξής). Υπηρέτησε ως Λέκτορας (2010-2017) και σήμερα βρίσκεται στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή (2017-).
Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα στρέφονται στην έρευνα των πηγών της Νεότερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας, του ελληνικού χώρου κυρίως, και την έκδοση εκκλησιαστικών, ιστορικών και νοταριακών τεκμηρίων.
Διαβάστε ακόμη:
- Απογραφή του πληθυσμού και των κτισμάτων του Άργους κατά την Β΄ Βενετοκρατία (1698)
- Συγκρούσεις στην πεδιάδα του Άργους μεταξύ Βενετών και Οθωμανών κατά την εκστρατεία του Francesco Morosini στην Πελοπόννησο (τέλη 17ου αιώνα)
- Η κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού του Άργους στα τέλη του 14ου αιώνα.
- Εκκλησιαστικά του Ναυπλίου – Η Λατινική Αρχιεπισκοπή
- Επίσκοποι Άργους & Ναυπλίας