Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 237

Αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαραγωγή στη βυζαντινή Αργολίδα – Ιωάννης Δ. Βαραλής

$
0
0

Αμπελοκαλλιέργεια και οινοπαραγωγή στη βυζαντινή Αργολίδα – Ιωάννης Δ. Βαραλής


 

Η Αργολίδα για τον αρχαιολόγο, όποιας καταγωγής και εθνικότητας, είναι ένας από τους πιο ευλογημένους τόπους, γιατί ο μνημειακός της πλούτος ξεπερνά κατά πολύ τις έρευνες που έχουν γίνει στο παρελθόν και τις μελέτες που προσδοκούμε να γίνουν στο μέλλον. Μολονότι με αυτήν την πρόταση θα συμφωνούσαν όλοι – όσοι έχουν σκάψει την αργολική γη και με επιμονή, κόπο και θαυμασμό για τα ευρήματα που τους παρέσχε στο παρελθόν, συνεχίζει να τους παρέχει αφειδώλευτα και θα συνε­χίζει να τους παρέχει και στο μέλλον – τα δεδομένα που αφορούν στην αμπελοκαλ­λιέργεια και την οινοπαραγωγή για την περιοχή αυτή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου είναι εξαιρετικά πενιχρά.

Πράγματι, η καλλιέργεια της αμπέλου δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη, τόσο από τη σπάνι των αποκεκαλυμμένων σχετικών εγκαταστάσεων όσο και από την έλλειψη πληροφοριών στις γραμματειακές πηγές.

Γι’ αυτό ας μου επιτρα­πεί στην παρούσα εργασία να επεκτείνω χρονικά την έρευνά μου, αρχίζοντάς την από την πρώιμη ρωμαιοκρατία και περατώνοντάς την στην πρώιμη νεότερη εποχή. Και από τη θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω τον αρχαιολόγο Γιώργο Τσεκέ, πολύτιμο συνεργάτη μου τα τελευταία χρόνια, για την παροχή πληροφοριών και εποπτικού υλι­κού, καθώς και τον συνάδελφο Χρίστο Πιτερό για τις επισημάνσεις του.[1]

Στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι., μια από τις πιο γνωστές αστικές επαύλεις της παλαιοχριστιανικής πόλης του Άργους διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά δάπεδα: η λεγόμενη «οικία του Γερακάρη» που εν μέρει αποκαλύφθηκε στο οικόπεδο Κολιβίνου, στα βόρεια της αρχαίας Αγοράς, διαθέτει τρικλίνιο κοσμημένο με ένα πολύ ενδιαφέρον ψηφιδωτό, που αποτυπώνει με ευταξία τον τρόπο με τον οποίο δια­τάσσονταν οι κλίνες του στιβαδίου γύρω από την κοινή τράπεζα των συνδαιτυμό­νων[2]. Μπροστά ακριβώς από αυτό, ένα διάχωρο του δαπέδου φέρει την παράστα­ση διονυσιακού θιάσου, έτσι ώστε να είναι ορατή από τους ξαπλωμένους οικοδε­σπότες και την παρέα τους[3]: ο Διόνυσος στο κέντρο κρατά θύρσο κι ακουμπά σε κίονα, γύρω από τον οποίο τυλίγεται κλαδί αμπέλου με φύλλα και τσαμπιά σταφύ­λια από ρόδινες ψηφίδες (εικ. 1).

 

Εικ. 1. Άργος, οικόπεδο Κολιβίνου, λεπτομέρεια του ψηφιδωτού στο τρικλίνιο της οικίας του Γερακάρη (πηγή: Åkerström-Hougen 1974, έγχρ. πίν. 7:1).

 

Η περιοχή πάνω από τον κίονα έχει καταστραφεί, αλλά φαίνεται ότι από κέρας ή στόμιο ασκού έρρεε οίνος που τον συνέλεγε σε κάν­θαρο ένας μικρός έρωτας. Τριγύρω η συνοδεία του Βάκχου δηλώνει εμφατικά στο δάπεδο τον χώρο όπου θα τελούνταν οι χοροί και τα θεάματα για τη διασκέδαση όσων μετείχαν στα συμπόσια που λάμβαναν χώρα στο σπίτι αυτό[4]. Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος για τον ψηφιδωτό τάπητα του πιο επίσημου δωματίου της οικίας δεν αποδεικνύει μόνο την αρχαιολατρεία του πλούσιου οικοδεσπότη, αλλά κυρίως την αρχαιοπρέπεια με την οποία επιθυμούσε ο ιδιοκτήτης να επενδύσει τη χαρά της κατανάλωσης του κρασιού σε στιγμές γιορτής και ευωχίας.

Μπορούμε να φανταστούμε τους συνδαιτυμόνες να τρώγουν και να πίνουν κάποιο θερμό βράδυ ενός αργίτικου καλοκαιριού και να διασκεδάζουν με χορό και μουσική, και γιατί όχι με κάποια θεατρικά δρώμενα. Η κατανάλωση του κρα­σιού θα γινόταν από σκεύη πόσης, όπως αυτά που έχει μελετήσει η αείμνηστη Τασούλα Οικονόμου στην post humus δημοσιευμένη διατριβή της[5]. Λήκυθοι, κανάτες και ποτήρια ποικίλων τύπων έχουν βρεθεί σε ανασκαφές οικιών και νεκροταφείων της πόλης, που χρονολογούνται στον 5ο και τον 6ο αι.[6].

Το κρασί θα ήταν συσκευασμένο σε αμφορείς[7], διαφόρων σχημάτων και προελεύσεων. Αν τα κρασιά, που εικάζεται ότι περιείχαν, αντιστοιχούν με την προέλευση των συσκευασιών τους, τότε οι Αργίτες της εποχής γεύονταν οίνους από κοντινές περιοχές, όπως η Αθήνα και η Κόρινθος, αλλά και από πιο μακρινές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κως, η Κύπρος και η περιοχή της Συροπαλαιστίνης[8].

Για δύο αμφορείς πιθανο­λογείται το εργαστήριο κατασκευής στην Αργολίδα: το αγγείο τύπου Robinson M336[9], κρίνοντας από τη διαφορά του από τα αθηναϊκά του παράλληλα ως προς τη σύσταση του πηλού, και ο αμφορέας τύπου Βερενίκης LRA 2[10], ένα από τα κεραμεικά εργαστήρια του οποίου έχει εντοπιστεί σε παραλιακή θέση ανάμεσα στην Ερμιόνη και το Πόρτο-Χέλι, απέναντι από τη νησίδα Κουνούπι[11], χρονολο­γημένο γύρω στο 600 και στην αρχή του 7ου αι.[12]. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αμφο­ρέας του συγκεκριμένου τύπου, που θεωρείται ότι χρησίμευε κατεξοχήν στο εμπό­ριο του λαδιού[13], χρησιμοποιόταν και στη μεταφορά ρετσινωμένου οίνου, σύμφω­να με αναλύσεις καταλοίπων στο εσωτερικό δειγμάτων αμφορέων του τύπου από το Yassi Ada και την Τορώνη[14]. Είναι, επομένως, εύλογη η υπόθεση ότι τέτοιου είδους αμφορείς θα ήταν δυνατόν να περιέχουν και κρασί που παραγόταν στην Αργολίδα.

Τα σχετικά με την αμπελοκαλλιέργεια στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή Αργολί­δα είναι ελάχιστα. Δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί ίχνη τάφρων για αμπελοκαλλιέρ­γεια, όπως αυτά που έχουν αποκαλυφθεί στην Κάτω Αχαγιά Πατρών[15], τη Νεμέα[16], τον Άγιο Νικόλαο Μεγάρων[17], τον Μακρύγιαλο Πιερίας[18], την Πέλλα[19] ή τη Θέρμη[20]. Πενιχρότερα ακόμη είναι τα ανασκαφικά δεδομένα από εγκατα­στάσεις ληνών: ένας ληνός και ένα συγκρότημα ληνών στη νότια παρυφή της πόλης, καθώς και ένα πιθανό συγκρότημα ληνών στα βόρειά της, αποτελούν τις μόνες μέχρι σήμερα γνωστές ενδείξεις για την οινοπαραγωγή στην πόλη του Άργους κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

Α. Η ανασκαφή του Ιωάννη Παπαχριστοδούλου το 1968 στο κτήμα Σπυρίδω­νος Καμπιτοπούλου (ή Σπυρομήλιου) Ρεκούμη, νοτίως του ναού του Αγίου Κων­σταντίνου, έφερε στο φως κατασκευές που έδιναν «εντύπωσιν … εγκαταστάσεως ληνού»[21]. Πρόκειται για ορθογώνιο πατητήρι (διαστ. 4.40 X 3.75μ.), του οποίου οι από τριγωνικές κεράμους (;) κτιστοί τοίχοι (πλάτ. 0.40μ.) περιέβαλαν δάπεδο στρωμένο με πήλινες πλάκες[22] (εικ. 2). Στο μέσον της ανατολικής πλευράς βρέθη­κε σωλήνας εκροής πάνω από κυκλική κοιλότητα (διαμ. 0.32μ.), η οποία χρησίμευε ως υποδοχή κινητού υποληνίου σε κτιστή βάση. Στη δυτική πλευρά της δεξαμενής εφαπτόταν φρέαρ με εσωτερική πήλινη επένδυση. Ο ανασκαφέας πρότεινε για τα αποκαλυφθέντα την τοποθέτησή τους στα ρωμαϊκά χρόνια.

 

Εικ. 2. Άργος, ανασκαφή κτήματος Καμπιτοπούλου (ή Σπηρομήλιου) Ρεκούμη, ο ληνός (πηγή: Παπαχριστοδούλου 1968, πίν. 73, α).

 

Εικ. 3. Λεπτομέρεια της εικ. 2. (πηγή: Παπαχριστοδούλου 1968, πίν. 73, β).

 

Β. Σε ανασκαφή που άρχισε ο Γιώργος Τσεκές το 1999 και συνέχισε το 2001 ο Χρίστος Πιτερός στο οικόπεδο Ρούσσου, στην Πάροδο Καλλέργη, λίγο βορειότερα από την παραπάνω ανασκαφή, βρέθηκε σύμπλεγμα ληνών και υποληνίων με δάπε­δα από βότσαλα και αύλακες παροχέτευσης, στη βόρεια πλευρά ενός αμαξιτού δρόμου (εικ. 4-5). Δυστυχώς, οι κτιστοί τοίχοι των πατητηριών βρέθηκαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο χωρίς να έχουν διασωθεί τα στόμια των αυλακιών εκροής του μού­στου. Η ομοιότητα των ληνών αυτών με εκείνους που έχουν αποκαλυφθεί στη λεγόμενη «Δυτική οικία» των Λουσών της Αρκαδίας[23] είναι αρκετά εντυπωσιακή.

 

Εικ. 4. Άργος, ανασκαφή οικόπεδο Ρούσσου, Πάροδος Καλλέργη, το συγκρότημα των ληνών από δυτικά (πηγή: Γιώργος Τσεκές).

 

Εικ. 5. Άργος, ανασκαφή οικόπεδο Ρούσσου, Πάροδος Καλλέργη, γενική άποψη του συγκροτήματος των ληνών (πηγή: Γιώργος Τσεκές).

 

Γ. Αναρωτιέμαι μήπως και μια άλλη ανασκαφή έχει ουσιαστικά αποκαλύψει συγκρότημα ληνών. Στο οικόπεδο του πρατηρίου της Shell στην οδό Κορίνθου ήλθε το 1973 στο φως από την Ευαγγελία Δεϊλάκη διθάλαμο οικοδόμημα ρωμαϊ­κών χρόνων («μνημεΐον Α»), κτισμένο «διά μεγάλων πωρίνων κυβολίθων» με δάπεδα στρωμένα με βότσαλα και τοίχους εσωτερικά επιχρισμένους[24]. Στον εσω­τερικό θάλαμο είχαν εξαρχής διαμορφωθεί δύο διάχωρα κατά μήκος του δυτικού τοίχου απέναντι από την είσοδο, ενώ σε επόμενη φάση διαμορφώθηκαν άλλα τρία από οπτοπλίνθους. Προς βορράν αποκαλύφθηκε και δεύτερο κτίσμα του ίδιου τύπου («μνημεΐον Β») με πέντε εξαρχής διάχωρα κατά μήκος των τοίχων. Αν και το συγκρότημα έχει δημοσιευτεί ως ταφικό, δεν βρέθηκαν καθόλου οστά μέσα στις φερόμενες «σαρκοφάγους»[25]. Αν ταυτίσουμε τα διάχωρα αυτά με ληνούς ή με χώρους απόθεσης μούστου ή στέμφυλων, τότε το συγκρότημα των δύο κτιρίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εργαστήριο παραγωγής οίνου, με υπολήνια κινητά ή από φθαρτά υλικά.

Οι παραπάνω τρεις θέσεις, στις οποίες αποκαλύφθηκαν ενδεχομένως ληνοί, μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε κάποιες καταρχάς διαπιστώσεις για την οινο­παραγωγή στο ρωμαϊκό Άργος. Η πόλη δεν ήταν μόνον κέντρο κατανάλωσης κρα­σιού, αλλά και οινοπαραγωγός η ίδια, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα. Τα συγκροτήματα των ληνών δεν βρίσκονταν στο κέντρο, αλλά στις παρυφές της πόλης, πλησίον των αντιστοίχων σκελών των τειχών και πάνω σε πιθανές οδικές αρτηρίες, η ανασκαφή στο οικόπεδο Ρούσσου αποκάλυψε και τμήμα αμαξιτής οδού με κεντρικό αποχετευτικό αγωγό. Έτσι, οι ληνοί ήταν άμεσα προσβάσιμοι για τη μεταφορά των σταφυλιών από τους αμπελώνες, που ενδεχομένως να βρίσκο­νταν σε μικρή απόσταση από τα τείχη. Η συνέχιση των ανασκαφών σε διπλανά οικόπεδα θα μπορούσε να αποκαλύψει και άλλες εγκαταστάσεις, λ.χ. μεγάλους πιθεώνες για την αποθήκευση και την ωρίμανση των παραγόμενων κρασιών.

Εκτός της πόλεως του Άργους είναι γνωστός ανασκαφικά μόνον ο ληνός που εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό του ελληνιστικού πύργου στο Πύργουθι [Πυργούθι (Πύργος), Πρόσυμνα] της Αργο­λίδας. Η ανασκαφή και η σημαντική δημοσίευση της Jenni Hjohlman προσέφερε στην έρευνα ένα από τα πλέον συγκροτημένα σύνολα ληνού με όλα τα συναφή ευρήματα[26].

Το πατητήρι αποτελείτο από έναν καμπύλο τοίχο που απομόνωνε τη νοτιοδυτική γωνία του πύργου, στο εσωτερικό της οποίας σε βαθύτερο επίπεδο στρώθηκε ένα δάπεδο από λίθινες πλάκες σε δεύτερη χρήση, κορινθιακές κεραμί­δες και ρωμαϊκές πλίνθους· τον τοίχο διατρυπούσε στο βόρειο σκέλος πήλινος αγωγός για την απορροή του μούστου, που κατέληγε σε αμφορέα με κυλινδρικό λαιμό, ο οποίος χρησιμοποιόταν ως υπολήνιο[27]. Μέσα στην επίχωση περισυνελέγησαν αμφορείς κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, μεταξύ των οποίων και δύο του τύπου Βερενίκης LRA 2[28]: ο μεγαλύτερων διαστάσεων φέρει ένα εγχάρακτο X σε μια από τις λαβές του, το οποίο θα μπορούσε να έχει γίνει οποιαδήποτε στιγ­μή μετά το ψήσιμο και να είναι δηλωτικό ελέγχου, ιδιοκτησίας ή προορισμού, ενώ ο λεπτότερος φέρει πάνω από τις χτενωτές αυλακώσεις τα εγχάρακτα γράμματα ΛΕ, που δικαίως ερμηνεύθηκαν ως δηλούντα αριθμό, δηλ. χωρητικότητα[29].

Εξάλλου, οι επιφανειακές έρευνες του Σουηδικού Ινστιτούτου στην περιοχή της Πρόσυμνας και των Λιμνών και από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή στη χερσόνησο των Μεθάνων, έδωσαν λίθινα πατητήρια, τα οποία στη βιβλιογραφία ακόμη απαντούν ως ληνοί και ως ελαιοτριβεία[30]. Δεδομένου ότι βρέθηκαν σε υψό­μετρα όχι απαγορευτικά και για ελιές και για αμπέλια, έχουν δημοσιευτεί με αμφι­βολίες ως προς τον προορισμό τους. Τα λίθινα αυτά πατητήρια θα μπορούσαν να είναι ρωμαϊκής εποχής[31]: το πατητήρι στην πλατεία του Παλιού Χωριού, στα δυτι­κά της Πρόσυμνας, ίσως να είναι όντως ρωμαϊκό και να έχει μεταφερθεί στο σημείο όπου εντοπίζεται σήμερα σε πολύ μεταγενέστερη εποχή, όταν στη μέση βυζαντινή περίοδο ιδρύθηκε στη θέση «418» της επιφανειακής έρευνας του Σουη­δικού Ινστιτούτου μια μικρή αγροτική εγκατάσταση: έχουν αναφερθεί τοίχοι κτι­σμένοι με αργούς λίθους και τούβλα, έχουν συλλεχθεί τρία τμήματα από μυλόπε­τρες, ενώ η τριγύρω περιοχή βρίθει από κεραμίδια, τούβλα και όστρακα χρηστικής κεραμεικής[32].

Σε άλλες περιπτώσεις, οι αγροτικές εγκαταστάσεις θα μπορούσαν να είναι σε χρήση σε όλη τη βυζαντινή περίοδο, όπως το σκαλισμένο στον βράχο πατητήρι από τη θέση Μακρογκού στα ανατολικά της Καημένης Χώρας, σε υψό­μετρο 510μ.[33]. Από τη θέση αυτή συλλέχθηκε κεραμεική από αμφορείς τύπου Βερενίκης LRA 2 και από πιθάρι βυζαντινών χρόνων, γεγονός που υποδεικνύει την πολυετή κατοίκηση και μακραίωνη χρήση του χώρου και των εγκαταστάσε­ων[34]. Τα πατητήρια, που έχουν εντοπιστεί και στις δύο επιφανειακές έρευνες, έχουν βρεθεί σε συμφραζόμενα μικρών αγροτικών εγκαταστάσεων σε σημεία κάπως μακριά από τη θάλασσα. Αυτό ενδεχομένως να μπορεί να μας βοηθήσει να φανταστούμε όχι μόνο το είδος των κτισμάτων που θα είχαν κοντά τους, αλλά και τη χρονολόγησή τους, δεδομένου ότι η συγκέντρωση οικισμών σε λόφους της ενδοχώρας είναι περισσότερο χαρακτηριστικό της εποχής μετά το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας.

Στα κείμενα των λόγων του Αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, και στο εγκώ­μιο του Θεοδώρου Νίκαιας για τον βίο του δεν θησαυρίζονται πληροφορίες για καλλιέργεια αμπελιού στην Αργολίδα[35]. Ο άγιος έζησε σε μια δύσκολη περίοδο, ταραγμένη από τις αραβικές επιδρομές και τις σιτοδείες, και γι’ αυτό οι ελεημοσύ­νες του αφορούσαν κατά κύριο λόγο παροχή αλεύρου και άρτων στο πεινασμένο του ποίμνιο (υπάρχει και σχετικό θαύμα)[36].

Στον εγκωμιαστικό λόγο του για την αγία Άννα, ο Πέτρος υμνεί τη μητέρα της Παναγίας ως θεόφυτον άμπελον, η του ευφροσύνης άπαντας πλήσαντα και την της αμαρτίας λύπην εξαφανίσαντα βότρυν βλαστήσασα[37]. Στο εγκώμιό του για τους αγίους Αναργύρους, γράφει ότι η γιορτή τους δεν θα πρέπει να εορτάζεται οργάνοις εκτόποις και άσμασιν, ου τρυφή καταργουμένη και μέθη και γέλωτι[38], αλλά ΰμνοις πνευματικοΐς και ταΐς θείαις αναβάσεσιν εκ της θεωρίας εγγιγνομέναις της των άγιων αγγελικής, βιοτής[39]. Η αντίθεση με το πνεύμα που αποπνέει το παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό της οικίας του Γερακάρη στο Άργος είναι εντελώς χτυπητή.

Τέλος, στον επιτάφιο λόγο για τον Αθανάσιο Μεθώνης, διασώζει ότι ο Αθανάσιος από την επιθανάτια κλίνη του παράγγελλε στους συνεργάτες και τους μαθητές του ού χρημάτων διαταττομένου … ού χρυσού και αργύρου βαλλάντια τοΐς επιτρόποις καταλιμπάνοντος, … ού γης και δένδρων και αμπελώνων και βοσκημάτων, ων ξένος ην[40], αλλά τους μιλούσε για πνευματικά ζητήματα και για την αγάπη προς τον Θεό. Ο άγιος ιεράρχης, που ασκητικά έζησε και ασκητική ζωή παραινούσε να ζήσουν και οι συντοπίτες του, μίλησε λακωνικά για το κρασί και την άμπελο με εκφράσεις που δεν ξεφεύγουν από τα όρια του κοινότοπου εγκωμίου της αγιογραφικής και υμνολογικής γραμματείας της εποχής του[41].

Στα μεσοβυζαντινά γλυπτά της περιοχής της Αργολίδας, επίσης περιλαμβάνο­νται λιγοστά αμπελουργικά θέματα, που βεβαίως έλκουν την καταγωγή τους από γνωστούς και ίσως κοινότοπους συμβολισμούς και συνδέσεις του οίνου με το μυστή­ριο της θείας ευχαριστίας. Γνωστά είναι τα δύο θωράκια με παγόνια που ραμφίζουν τσαμπιά σταφύλια: το πρώτο φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους και προέρχεται από τον ναό της Παναγίας στο Κάστρο της αργίτικης Λάρισας[42], του 1174, ενώ το δεύτερο σήμερα είναι χαμένο. Φωτογραφία του έχει δημοσιευ­τεί μόνον από τη Σέμνη Καρούζου και από αυτήν συνάγεται ότι είχε επαναχρη­σιμοποιηθεί σε κρήνη αυλής μιας οικίας του «Μεγάλου Δρόμου»[43]. Και τα δύο αυτά θωράκια, που τεχνοτροπικά συγγενεύουν, είναι έργα μάλλον ντόπιων τεχνιτών που έδρασαν στην Αργολίδα τον 12ο αι., την εποχή που ιδρύονται οι γνωστές εκκλησίες της λεγόμενης «Σχολής του Άργους»[44].

Στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στον Μέρμπακα, η πώρινη ζωφό­ρος που περιτρέχει τον ναό πάνω από τον κοσμήτη, είναι γεμάτη με ελισσόμενες κληματίδες με αμπελόφυλλα και τσαμπιά σταφύλια[45]. Σε ορισμένα διάχωρα μετα­ξύ των βλαστών περιέχονται και ψάρια, τα οποία από πολύ παλαιά συμβολίζουν τους πιστούς που κολυμπούν στη θάλασσα του κόσμου και είτε ψαρεύονται και σώζονται είτε χάνονται. Αν η εκκλησία αυτή αποτελεί το καθολικό της μονής, που έκτισε ο Λέων, επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου, για να τοποθετήσει στην ασφα­λέστερη περιοχή στη θέση «Βούζη» τις μοναχές της μονής του μετά το 1143, τότε ίσως η ανάγλυφη ζωφόρος να αποτελεί εικαστικό μάρτυρα ότι το μοναστήρι είχε προικιστεί και με αμπελώνα. Διότι ούτε στο Υπόμνημα του Λέοντος ούτε στο Τυπικό της μονής Αρείας γίνεται μνεία για αμπελώνες και προμήθεια ή κατανά­λωση κρασιών[46]. Ωστόσο, στην αυλή της βόρειας πτέρυγας της Αγίας Μονής σώζε­ται ληνός, ενδεχομένως μεταγενέστερος από την εποχή της ίδρυσής της[47].

Θα πρέ­πει να περιμένουμε το 1679, όταν σε έγγραφο με την καταγραφή των υπαρχόντων του μοναστηριού αναφέρεται αμπέλη οπού εβρίσκετε ες το παλεόκάστρο [=Τίρυνθα] στρέματα 4: ήχουν τέσερα, με ελιαίs δένδρα επτά και αχλαδιά μία[48]. Σε άλλο έγγραφο της μονής, του 1695, ο νέος ηγούμενός της Δανιήλ υπόσχεται μεταξύ άλλων νά καμιν και φιτήαν αμπέλη, προφανώς σε άλλα χωράφια της μονής[49].

Μια από τις ελάχιστες και πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που αναφέρο­νται σε αμπελώνες διασώζεται σε χρυσόβουλλο του 1288 του αυτοκράτορα Αν­δρονίκου Β’, ο οποίος με αυτό επικύρωσε στον Θεόδωρο Νομικόπουλο, έναν άγνωστο από αλλού τοπικό μάλλον άρχοντα, δύο κληρονομημένες από τους γονείς του περιοχές, το χωριό Κρανίδι και έναν μεγάλον αμπελώνα στη θέση Γώνα[50]. Η θέση αυτή ταυτίζεται από τους Michael H. Jameson, Curtis N. Runnels και Tjeerd H. Van Andel με τα Ίρια[51].

Είναι γνωστό ότι οι Φράγκοι κυρίαρχοι της περιοχής, μετά το 1212[52], και αργότερα οι Βενετοί από το 1389[53], προστάτεψαν τη γεωργία και ευνόησαν την ανάπτυξη της αμπελουργίας, διατηρώντας εν πολλοίς το παλαιότερο δίκαιο της βυζαντινής περιόδου ως προς την αγροτική παραγωγή[54]. Από την περιοχή του Λιγουριού, που ανήκε μαζί με την Πιάδα στην Καστελλανία της Κορίνθου, τον Σεπτέμβριο του 1365 συλλέχθηκε το σημαντικό ποσό των metri xx κρασιού[55].

Το 1398, έναν χρόνο μετά το έτος της κατάληψης και, συνεπώς της καταστροφής του Άργους από τους Τούρκους[56], η Σύγκλητος της Γαληνοτάτης διατάσσει στον Προ­βλεπτή του Ναυπλίου να μετοικίσει στο Άργος aliquos Albaneses et aliquos alios bonos viros, ώστε vine et alia territoria nostril Comunis colantur nec vadant inculta, με την υποχρέωση να υπερασπίζονται την άμυνα της πόλης[57].

Σε έγγραφο του 1451, η Σύγκλητος απαντά σε παράπονα κατοίκων του Άργους, σχετικά με την κυριότητα ενός αμπελιού[58]. Σύμφωνα με την 184η από τις γνωστές Ασσίζες της Ρωμανίας ο κύριος παρέχει τη γη, ο αμπελουργός φυτεύει το αμπέλι και το καλ­λιεργεί, και από την παραγωγή κάθε αμπελιού δίνει τη μισή σοδειά στον αφέντη του, ενώ την υπόλοιπη μισή κρατά ο ίδιος[59]. Επομένως, το μισό φυτό του ανήκει: μπορεί να το κληροδοτήσει στους απογόνους του ή να το δώσει προίκα στην κόρη του. Πρόκειται, όπως σωστά επισημαίνει ο David Jacoby, για μια επιβίωση και προσεπικύρωση στο νέο δίκαιο της βυζαντινής ήμισοφυτευσίας[60]. Ωστόσο, παρόλα τα μέτρα υπέρ της αμπελοκαλλιέργειας[61] και τον προστατευτισμό της πώλησης σταφυλιών[62], φαίνεται ότι η παραγωγή οίνου στο Ναύπλιο δεν επαρκούσε και ότι υπήρχε κάποιου είδους εισαγωγικό εμπόριο κρασιού: το 1501 η Σύγκλητος απο­φασίζει να δώσει για μια περίοδο ατέλεια εισαγωγής οίνου από την Κρήτη στον κάτοικο του Ναυπλίου Γεώργιο Da Londa[63].

Τον 17ο και τον 18ο αι. μαρτυρείται αμπελοκαλλιέργεια τόσο στο Άργος και το Ναύπλιο, όσο και στην περιφέρεια. Στα 1668 ο Evliya Çelebi μνημονεύει αμπέ­λια στους κήπους των σπιτιών του Άργους και σαράντα ειδών σταφύλια[64], καθώς και αμπέλια με ζουμερές ρώγες που φύονται στις δυτικές συνοικίες του Ναυπλίου: υπολογίζει, βεβαίως κάπως στρογγυλευμένα, πως τριγύρω η πόλη αριθμεί 18.000 αμπέλια[65]. Τέλος, αναφέρει ως περίφημα τα κρεμμύδια, τα σταφύλια και τα σύκα του χωριού Πασά[66]. Επίσης, αναφέρει και τα αμπέλια της Θερμησίας[67]. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει σε χωροτακτικούς χάρτες της Αργολίδας γύρω στο 1700 που δείχνουν τα όρια των αγροτεμαχίων και τα είδη των καλλιεργειών που υπήρ­χαν ή που σχεδίαζαν να ευνοήσουν οι Βενετοί: δύο τέτοιοι χάρτες δείχνουν τα όρια των αμπελώνων στην περιοχή του Κρανιδίου, στις Λάκκες στα νοτιοδυτικά και στα Φλάμπουρα στα νοτιοανατολικά[68].

Το 1715 ο C. Dioicètes διασώζει τη μαρτυρία πως στα ψηλά μέρη του Άργους, στους πρόποδες της Λάρισας προφανώς, καλλιεργούνταν πολλά αμπέλια[69]. Ο W. M. Leake το 1806 παρατηρεί ότι στα υγρότερα μέρη της αργολικής πεδιάδας καλ­λιεργούνται βαμβάκι και αμπέλια[70], καταγράφει τα παράπονα των Αργιτών για τις καταστροφές των αμπελιών από τους Τούρκους του Ναυπλίου[71], και μνημο­νεύει ότι στα χρόνια του ένας μόνο αμπελουργός καλλιεργεί κορινθιακή σταφίδα “on account of the time it takes to bring the plant to perfection”[72]. Το 1822 ο C. M. Schrebian μνημονεύει εισαγωγή κρασιού στο Άργος από τα νησιά[73]. Στα επόμενα χρόνια, κυρίως λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, η αργολική πεδιάδα δεν φαί­νεται να καλλιεργείται συστηματικά, με εξαίρεση την πληθώρα των προϊόντων που δίνει ο Διονύσιος Πύρρος, ο Θετταλός[74].

Από τη δεκαετία του 1830 και εξής καλλιεργείται συστηματικότερα το αμπέλι στην πεδιάδα, και ιδίως η κορινθιακή σταφίδα, ενώ καταβάλλονται προσπάθειες να μετατραπούν σε γόνιμη γη τα βαλτοτόπια. Απόδειξη γι’ αυτό παρέχουν όχι μόνον οι περιγραφές των περιηγητών[75], αλλά και οι καταγραφές της περιουσίας των μοναστηριών που έγιναν τον 19ο αι. Πράγματι το 1833 η μονή Αγίου Δημητρίου Αβγού φέρεται να κατείχε 40 στρέμματα αμπελώνες, η μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά 16 στρέμματα και η μονή Καλαμίου 8 στρέμματα, το 1834 η μονή Αγίου Μερκουρίου Λιγουριού είχε 13 στρέμματα, ενώ το 1837 η μονή Ταλαντίου διέθετε 15 στρέμματα[76]. Οι αμπελώνες αυτοί θα μπορούσαν να κείνται αρκετά μακριά από τις μονές. Μια επιγραφή του 1706 από τη θέση Μετόχι της Παλαιάς Επιδαύρου παρέχει μνεία ληνού που ανήκε στη μονή Αγνούντος: η επιγραφή είχε χαραχθεί σε βάση αρχαίου ιωνικού κίονα και εντοιχιστεί σε κατερειπωμένο κτίσμα[77].

Θα τελειώσω την εργασία αυτή με την πόλη του Άργους, από την οποία και ξεκίνησα. Ο ναός της Παναγίας του νεκροταφείου, το μόνο όρθιο σωζόμενο βυζα­ντινό μνημείο της πόλης, είναι γνωστό στους παλαιότερους και ως Παναγία Αμπελούσα[78]. Σε σχέδιο του Fourmont ζωγραφίζονται κοντά στην εκκλησία της Θεο­τόκου «οι κήποι του επισκόπου»[79]. Επίσης, ο Leake θεωρεί ότι η εκκλησία είναι ο επισκοπικός ναός της πόλης[80]. Η έδρα αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να σχετίζεται με την υποτιθέμενη ταφή του πολιούχου του Άργους, του αγίου Πέτρου, στη συγκεκριμένη εκκλησία[81]. Το γεγονός αυτό θα πρέπει περισσότερο να συσχετιστεί με την απαγόρευση που είχαν επιβάλει η Βενετοί στους ορθόδοξους επισκόπους, ώστε αυτοί να μην έχουν τις έδρες τους στο κέντρο των πόλεων. Αν μια τέτοια άποψη είναι πλησιέστερα στην αλήθεια, τότε η Παναγία η Αμπελούσα έγινε έδρα του επισκόπου Άργους κατά τη διάρκεια μιας από τις δύο περιόδους της Βενετοκρατίας και το αμπέλι να δικαιολογείται πιθανώς από την ανάγκη των επισκόπων να πορίζονται τα χρειώδη για τη θεία ευχαριστία. Όσο για τον τάφο του Αγίου Πέτρου, πολύ αμφιβάλλω αν βρίσκεται στη συγκεκριμένη εκκλησία και όχι σε έναν άλλο ναό της Παναγίας κοντά στο κέντρο της πόλης. Αλλά μια τέτοια μελέτη υπόσχομαι να γίνει με κάποιαν άλλη ευκαιρία.

Όσα πενιχρά δεδομένα εκτέθηκαν στα παραπάνω δεν επιτρέπουν να σχηματι­στεί συνολική εικόνα για την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή στην Αργο­λίδα. Οι ενδείξεις της μέχρι σήμερα έρευνας συντείνουν στο ότι το αμπέλι δεν απο­τελούσε καθόλου κύρια καλλιέργεια της περιοχής στους μεταχριστιανικούς αιώνες και ότι η παραγωγή κρασιού ήταν τόση όση είχε ανάγκη η τοπική κατανάλωση ή και λιγότερη – ποτέ το κρασί της Αργολίδας δεν έγινε εξαγώγιμο προϊόν και ούτε ξεπέρασε τα όρια της τοπικής αγοράς. Η μελλοντική ενδελεχής έρευνα, τόσο στο αρχαιολογικό πεδίο όσο και στην αποθησαύριση και περαιτέρω αξιοποίηση των γραπτών μαρτυριών, είναι βέβαιο ότι θα συμπληρώσει τα κενά της γνώσης μας.

 

Υποσημειώσεις


[1] Επιθυμώ και από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω την επιτροπή του Οίνον ιστορώ για την πρό­σκληση στο συνέδριο με θέμα την «Πολυστάφυλο Πελοπόννησο» και ειδικά τον φίλο και συνά­δελφο στο Τμήμα ΙΑΚΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αναπλ. Καθ. Γ. Α. Πίκουλα, καθώς και την ηγερία των οινικών σπουδών στην Ελλάδα, κ. Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα.

[2] Akerstrom-Hougen 1974, 40, 101-110, 116-117, εικ. 61, 74. Ασημακοπούλου-Ατζακά 1987, 53-56 αρ. 6, πίν. 35α. Dunbabin 2003,170, εικ. 100.

[3] Akerstrom-Hougen 1974, 36,110-116, εικ. 68, έγχρ. πίν. 7:1. Ασημακοπούλου-Ατζακά 1987, 54, πίν. 36-37.

[4] Dunbabin 2003, 68-71, 196-202.

[5] Oikonomou-Laniado 2003.

[6] Oikonomou-Laniado 2003, 40-41, εικ. 75-83 (λήκυθοι), 41-42, εικ. 84-93 (κανάτες), 43, εικ. 99 (ποτήρι).

[7] Oikonomou-Laniado 2003, 36-40, εικ. 61-73.

[8] Oikonomou-Laniado 2003, 36-40, σποράδην.

[9] Oikonomou-Laniado 2003, 38, 45, εικ. 70.

[10] Oikonomou-Laniado 2003, 38-39, εικ. 72.

[11] Oikonomou-Laniado 2003, 38 και σημ. 90. Για τη θέση, βλ. Rudolf 1979, 303-304 σημ. 23 και Jameson – Runnels – Van Andel 1994, 402, 443-444, εικ. 6.23, Α.9. Για τους κλιβάνους, βλ. Zimmerman – Munn 1985, με χρονολόγηση από τον 5ο μέχρι τις αρχές του 7ου αι. Για τους αμφο­ρείς τύπου Βερενίκης LRΑ 2 που περισυνελέγησαν σε επιφανειακή έρευνα της Αμερικανικής Σχο­λής, βλ. Megaw – Jones 1983, 246-247, 258-259, πίν. 24, 2-3 και Rudolf 1979, 305-309, αρ. 1-9, εικ. 3.

[12] Hjohlman 2005, 239 και σημ. 307, με την προηγούμενη βιβλιογραφία.

[13] Για την παραγωγή λαδιού και τη μεταφορά του σε αμφορείς της θέσης αυτής, βλ. Zimmerman – Munn 1985. Γενικά για τον τύπο αυτόν του αμφορέα, βλ. Karagiorgou 2001.

[14] Oikonomou-Laniado 2003, 39 σημ. 125. Βλ. και Hjohlman 2005, 239-240, με συζήτηση και βιβλιογραφία.

[15] Πετρόπουλος 2001, 47-48.

[16] Πίκουλας 2000-03.

[17] Βόρδος 2002.

[18] Μπέσιος 2004.

[19] Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1998, 60-62.

[20] Σκαρλατίδου 2004.

[21] Παπαχριστοδούλου 1968,130, πίν. 73, α-β.

[22] Στο ίδιο.

[23] Μητσοπούλου-Leon 2007, 42-47, εικ. 12-13.

[24] Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1973,109-110, σχέδ. 17, πίν. 105, β-γ.

[25] Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1973,109-111 (τα δυο κτίσματα είχαν ιδρυθεί σε χώρο ελληνιστι­κού νεκροταφείου).

[26] Hjohlman 2005, ιδιαίτερα 135-166, 244-247.

[27] Hjohlman 2005,138, εικ. 6-7, 9-10 (πατητήρι), και 152 αρ. 64, εικ. 26 (αμφορέας-υπολήνιο). Βλ. και όμοιου τύπου αμφορείς που βρέθηκαν στην ίδια περίπου περιοχή, στο ίδιο, 145 αρ. 33-34 και 147 αρ. 37, εικ. 17-18, 20· πρβλ. 245, όπου μάλλον γίνεται σύγχυση μεταξύ του αρ. 64 και του αρ. 37.

[28] Hjohlman 2005,147 αρ. 38-39,161-162, 238-240, 245-247, εικ. 19-20, 33, 35, 100. Στον ίδιο τύπο ανήκουν και τρία θραύσματα (στο ίδιο, 145 αρ. 31 εικ. 18, 238).

[29] Hjohlman 2005,162.

[30] Foxhall 1997, 258-268. Σε άλλες δημοσιεύσεις τα trapeta θεωρούνται αποκλειστικά ως ελαι­οπιεστήρια. Βλ. Jameson et al. 1994, 268-276, 402. Πρβλ. Hahn 1996, 335-336 και Hjohlman 2005, 245-246, για την αμφιγνωμία σχετικά με τη χρήση των εγκαταστάσεων.

[31] Πρβλ. Forsell 1996, 334-336 για trapeta ρωμαϊκής περιόδου, που χρησιμοποιούνταν στα ελαιοτριβεία.

[32] Hahn 1996, 368-369, εικ. 40. Η ανεύρεση εφυαλωμένου οστράκου με αδρεγχάρακτο διάκο­σμο και ενός τμήματος πήλινου λουλά υποδεικνύει ότι η θέση ήταν σε χρήση από τον 13ο μέχρι και τον 19ο αι. (στο ίδιο, 368 αρ. 53-54, εικ. 41-43).

[33] Foxhall 1997, 266 αρ. MS123, εικ. Α1.6.

[34] Koukoulis 1997, 98. Βλ. για τα Μέθανα Buck Sutton 2000,117-119,176, 214-220.

[35] Για τον βίο του αγίου Πέτρου, βλ. Κυριακόπουλος 1976.

[36] Κυριακόπουλος 1976, 242-245, κεφ. 13.

[37] Κυριακόπουλος 1976,118, στίχ. 40-41, απ’ όπου και τα παραθέματα.

[38] Κυριακόπουλος 1976, 84, στίχ. 32-33.

[39] Κυριακόπουλος 1976, 84, στίχ. 34-36.

[40] Κυριακόπουλος 1976, 60, στίχ. 331-334.

[41] Kazhdan 2006, 114-116, για μια κρίση σχετικά με τη θέση των λόγων του αγίου στη μεσο- βυζαντινή γραμματεία.

[42] Μπούρας – Μπούρα 2002, 81, εικ. 65. Βαραλής – Τσεκές 2008, 361 και σημ. 8-9.

[43] Καρούζου 1979, 27, εικ. 14. Πρβλ. και Μπούρας – Μπούρα 2002, 253, εικ. 288.

[44] Για τη «σχολή της Αργολίδας», πρβλ. Βαραλής – Τσεκές 2008, 359 και σημ. 2 με την προγε­νέστερη βιβλιογραφία.

[45] Hadjiminaglou 1992, 91-98, εικ. 69-70, 72-73,76-77, πίν. VI-VII.

[46] Βλ. σχετικά Χώρας 1975, 52-57, 239-252.

[47] Χώρας 1975, 41-42, εικ. 1 αρ. 7.

[48] Χώρας 1975,117-123, ιδιαίτερα 121, αρ. Θ’ και 258, έγγραφο Β’.

[49] Χώρας 1975,129, 259, έγγραφο Γ’. Σε έγγραφο του επόμενου χρόνου, τα αμπέλια της μονής φαίνεται ότι αυξήθηκαν από αφιερώσεις γαιών (στο ίδιο, 260, έγγραφο Δ’).

[50] Dolger 1955: Γών(ι)α. Topping 2000, 27.

[51] Jameson et al. 1994,118 και σημ. 48, 278.

[52] Bon 1969,110, 487.

[53] Recoura 1930, 53 και Bon 1969, 264, για την περιοχή του Ναυπλίου.

[54] Για την αμπελοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο και την Αργολίδα ειδικότερα, βλ. Longnon 1965, 353. Κριμπάς 1956, 332. Για την περίοδο της Β’ Ενετοκρατίας, βλ. Χώρας 1975,129 σημ. 4.

[55] Longnon – Topping 1969, 76 στίχ. 22-23 (έγγραφο IX).

[56] Βλ. σχετικά Loenertz 1970, 20-22, 255, 260-261.

[57] Chrysostomides 1995, 397 αρ. 200 (πρβλ. στο ίδιο, 567 αρ. 301). Για την παρουσία Αλβανών στην Αργολίδα και τις αμπελοκαλλιέργειές τους, βλ. Topping 1980. Jameson et al. 1994, 123-124, 278. Topping 2000, 28

[58] Jacoby 1971, 221-222, 329 αρ. 17.

[59] Jacoby 1971, 36-37.

[60] Jacoby 1971, 37.

[61] Βλ. ενδεικτικά Topping 2000, 28. Thiriet 1959,16-17 αρ. 1011 (απόφαση της 15ης Απριλίου 1401 για το αμπέλι του Leoni Pigassi που το διεκδικεί ο ιερέας Nicolaus Cocho, πρβλ. Recoura 1930, 54), 49 αρ. 1172 (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1404 για εξαγωγή σταφυλιών και για παρα­χώρηση χωραφιών και αμπελώνων σε ξένους), 173 αρ. 1729 (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1419 υπέρ της παραχώρησης εκατό στρεμμάτων στον Giovanni Cunia για φύτευση σιταριού και αμπελιών). Για το πλήρες κείμενο των αποφάσεων αυτών, βλ. Sathas 1881, 18-20 αρ. 237, 123-124 αρ. 344 και 191-192 αρ. 743. Βλ. και Thiriet 1961, αρ. 2841 (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1450 με την οποία επιστρέφουν στην κυριότητα της βενετικής εξουσίας του Ναυπλίου και του Άργους οι αγροί και οι αμπελώνες που είχαν παραχωρηθεί πριν από δέκα έτη και πλέον σε Αλβανούς και άλλους ξένους οφειλέτες, ώστε να δοθούν σε όσους προσφέρουν περισσότερο φόρο).

[62] Luttrell 1966, 51 (γράμμα της 3ης Ιουλίου 1360 από τον Βενετό Bartolo Talenti προς τον Φλωρεντινό Giovanni Acciaiuoli, μεταξύ άλλων με διαμαρτυρία για τον περιορισμό πώλησης στα­φυλιών και σύκων). Topping 2000, 27.

[63] Πλουμίδης 1971, 267 αρ. 49. Πρβλ. μνεία ότι κρασί μαζί με λάδι εισάγονταν από την Αθήνα στο Ναύπλιο το 1481 (Sathas 1880-94, VI, 167). Jameson et al. 1994,125. Topping 2000, 29.

[64] Κωστάκης 1980-81, 280. Seve 1979, 213.

[65] Κωστάκης 1979,119. Κωστάκης 1980-1981, 283. Seve 1979, 213.

[66] Κωστάκης 1980-81, 284. Την ίδια φρασεολογία χρησιμοποιεί για τα προϊόντα του χωριού Απαθία (ή Απάθεια), νοτιοδυτικώς του Γαλατά, όπου και η αγρέπαυλη του Çeyhi Efendi. Βλ. Jameson et al. 1994, 607.

[67] Jameson et al.1994, 609. Topping 2000, 32.

[68] Jameson et al. 1994, 278-280, εικ. 5.12. Topping 2000, 34-36.

[69] Sève 1979, 213, 238.

[70] Στο ίδιο, 214, 288. Leake 1830, 347, 349, όπου σημειώνεται μάλιστα ότι, εξαιτίας της υγρα­σίας, το κρασί δίχως την προσθήκη ρετσινιού γίνεται ξίδι την άνοιξη, πολύ πριν από την καινού­ρια συγκομιδή. Πρβλ. και Frick 1992, 67.

[71] Leake 1830, 348.

[72] Στο ίδιο.

[73]  Sève 1979, 214. Μεταφορά κρασιού στην Ύδρα από το Καστρί και την Τσακωνιά (Topping 2000, 38).

73 Στο ίδιο, 215. Πρβλ. Topping 2000, 40.

[75] Στο ίδιο, 216-217.

[76] Μοσχονά 1980-81, 219-220.

[77] Κριτζάς 1973-74.

[78] Τσακόπουλος 1953, 13 «ένεκα των αμπέλων πού ησαν πλησίον τού ναού». Πρβλ. και τον χαρακτηρισμό του Διονυσίου Πύρρου: πλησίον του ναού της Θεοτόκου εις τάς άμπέλους (Sève 1979, 323).

[79] Στην πραγματικότητα πρόκειται για πέντε αντίτυπα του ίδιου σχεδίου του 1729, βλ. Seve 1979, 390-394, σχέδ. VI-X bis. Seve 1993,12, 32-33 αρ. 1-2.

[80] Sève 1979,186, πίν. XXIV. Seve 1993, 32-33 αρ. 1-2, αρ. [7] και 38-39 αρ. 6.

[81]   Τσακόπουλος 1953, 7. Ζεγκίνης 1968, 294-295. Κυριακόπουλος 1976, 427, 488-489.

 

Βιβλιογραφία


  1. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, ΙΙ. Πελοπόννησος – Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987.
  2. Ι. Δ. Βαραλής – Γ. Τσεκές, Μεσοβυζαντινά γλυπτά από την Αργολίδα, στο Ch. Pennas – C. Vanderheyde (eds.), La sculpture byzantine, VileXlle siecles, Actes du colloque international organise par la 2e Ephorie des antiquites byzantines et l’Ecole frangaise d’Athenes (6-8 septembre 2000), Paris – Athenes 2008, 359-373.
  3. Α. Γ. Βόρδος, Μία περίπτωση αμπελοφυτείας στα Μέγαρα, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον ιστορώ ΙΙ, Η αμπελοοινική της Ιστορία, Κτήμα Εύχαρις, Μούρτιζα Μεγάρων 18.5.2002, Αθήνα 2002, 45-53.
  4. Ι. Ζεγκίνης, Το Άργος διά μέσον των αιώνων, Πύργος 1968.
  5. Σ. Καρούζου, Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979.
  6. Θ. Δ. Κριμπάς, Η Ενετοκρατονμένη Πελοπόννησος, Πελοποννησιακά 1 (1956) 315-346.
  7. Β. Κριτζάς, ΑΔ 29 (1973-1974) Β 1-Χρονικά, 249, πίν. 170 ε.
  8. Κ. Θ. Κυριακόπουλος, Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους Βίος και λόγοι, εισαγωγή – κείμενον – μετάφρασις – σχόλια, εν Αθήναις 1976.
  9. Θ. Π. Κωστάκης, O Evliya Τσελεμπή στο Ναύπλιο, στο Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιον 4-6.12.1976, Πελοποννησια­κά, Παράρτημα 4, εν Αθήναις 1979, 111-120.
  10. Θ. Π. Κωστάκης, O Evliya Τσελεμπή στην Πελοπόννησο, Πελοποννησιακά, 14 (1980-81) 238-306.
  11. M. Λιλιμπάκη – Ακαμάτη, Η καλλιέργεια τον αμπελιού και στοιχεία της λατρείας τον Διόνυσου στην Πέλλα, στο Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19.9.1993, ΠΤΙ ΕΤΒΑ – Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη, Αθήνα 1998, 60-67.
  12. Β. Μητσοπούλου-Leon, Οι ληνοί στις οικίες των Λονσών, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον ιστορώ VI, Αρκαδικά Οινολογήματα, Κτήμα Σπυρόπουλου, Μαντίνεια Αρκαδίας 2.12.2006, Αθήνα 2007, 39-50.
  13. Π. Ν. Μοσχονά, Οικονομικά μονών Ναυπλίας κατά τον ΙΘ’ αιώνα, Πελοποννησιακά 14 (1980-81) 215-221.
  14. Μ. Μπέσιος, Αρχαίοι αμπελώνες στη βόρεια Πιερία, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον ιστορώ ΙΙΙ, T’ άμπελανθίσματα, Κτήμα Γεροβασιλείου, Επα­νομή Θεσσαλονίκης 15.5.2004, Αθήνα 2004, 37-44.
  15. Μπούρας – Λ. Μπούρα, Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002.
  16. Μ. Πετρόπουλος, Οι ρωμαϊκοί ληνοί της Πάτρας, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον ιστορώ, Αμπελοοινική ιστορία και αρχαιολογία της ΒΔ Πελοποννήσον, Κτήμα Μερκούρη, Κορακοχώρι Ηλείας 26-27.8.2000, Αθήνα 2001, 37-51.
  17. Γ. Α. Πίκουλας, Οι αρχαίοι αμπελώνες στο ιερό του Διός στη Νεμέα, Η Ηόρος 14-16 (2000-03) 395-400.
  18. Γ. Σ. Πλουμίδης, Ειδήσεις διά το βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540), Πελοποννησιακά 8 (1971) 261-275.
  19. Ε. Σκαρλατίδου, Αρχαίος αμπελώνας στη Θέρμη (Σέδες) Θεσσαλονίκης, στο Γ. Α. Πίκουλας (ed.), Οίνον ιστορώ ΙΙΙ, T’ αμπελανθίσματα, Κτήμα Γεροβασιλείου, Επανομή Θεσσαλονίκης 15.5.2004, Αθήνα 2004, 27-36.
  20. Α. Π. Τσακόπουλος, Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Νεκροταφείου, στο Συμβολαί εις την ιστορίαν της εκκλησίας Αργολίδος, Β’, Αθήναι 1953, 7-16.
  21. Γ. Α. Χώρας, Η «Αγία Μονή» Άρειας εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, εν Αθήναις 1975.
  22. Akerstrom – Hougen, The Calendar and Hunting Mosaics of the Villa of the Falconer in Argos, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae XXIII, Stockholm 1974.
  23. Bon, La Moree franque. Recherches historiques, topographiques et archeologiques sur laprincipaute d’Achaie (1205-1430), Paris 1969.
  24. Buck Sutton (ed.), Contingent Countryside. Settlement, Economy and Land Use in the Southern Argolid since 1700, Stanford, California 2000.
  25. Chrysostomides, Monumenta Peloponnesiaca. Documents for the History of the Peloponnese in the 14th and 15th Centuries, London 1995.
  26. Dolger, Ein Chrysobull des Kaisers Andronikos II. fur Theodoros Nomikopoulos aus dem Jahre 1288, OCP 21 (1955) 58-62.
  27. M. D. Dunbabin, The Roman Banquet, Images of Conviviality, Cambridge 2003.
  28. Foxhall, Ancient Farmsteads, Other Agricultural Sites and Equipment, στο Chr. Mee – H. Forbes (eds.), A Rough and Rocky Place: The Landscape and Settlement History of the Methana Peninsula, Greece, Liverpool 1997, 257-268.
  29. M. Frick, Ταξιδιώτες και Φιλέλληνες του 19ου αιώνα στην πεδιάδα του Άργους, Ναυπλιακά Ανάλεκτα 1 (1992) 60-85.
  30. Hadjiminaglou, L’eglise de la Dormition de la Vierge a Merbaka (Hagia Triada), Etudes Peloponnesiennes VIII, Paris 1992.
  31. Hahn, The Early Byzantine to Modern Periods, στο B. Wells – C. Runnels (eds.), The Berbati-Limnes Archaeological Survey 1988-1990, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae XLIV, Stockholm 1996, 345-451.
  32. Hjohlman, Pyrgouthi in Late Antiquity, στο J. Hjohlman – Ar. Penttinen – B. Wells (eds.), Pyrgouthi, A Rural Site in the Berbati Valley From the Early Iron Age to Late Antiquity, Excavations by the Swedish Institute at Athens 1995 and 1997, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae LII, Stockholm 2005, 127-266.
  33. Jacoby, La feodalite en Grece medievale. Les «Assises de Romanie», sources, application et diffusion, Paris 1971.
  34. H. Jameson – C. N. Runnels – T. H. Van Andel (eds.), A Greek Countryside: The Southern Argolid from Prehistory to the Present Day, Stanford, California 1994.
  35. Karagiorgou, The Late Roman 2 Amphora: A Container for the Military Annona on the Danubian Border?, στο S. Kingsley – M. Decker (eds.), Economy and Exchange in the East Mediterranean during Late Antiquity, Oxford 2001, 129-166.
  36. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (850-1000), επιμ. Chr. Angelidi, Athens 2006.
  37. Th. Koukoulis, Byzantine Methana, στο Chr. Mee – H. Forbes, όπ. π., 92-100.
  38. M. Leake, Travels in the Morea, II, London 1830.
  39. R.-J. Loenertz, Byzantina et Franco-Graeca, επιμ. P. Schreiner, Roma 1970.
  40. Longnon, La vie rurale dans la Grece franque, JSav (1965) 343-357, 1965.
  41. Longnon – P. Topping, Documents sur le regime des terres dans la principaute de Moree au XIVe siecle, Paris 1969.
  42. T. Luttrell, The Latins of Argos and Nauplia: 1311-1394, PBSR 34 (1966) 31-55.
  43. Chr.Mee et al., Catalogue of Sites, στο Chr. Mee – H. Forbes, όπ. π., 118-210.
  44. H. S. Megaw – R. E. Jones, Byzantine and Allied Pottery: A Con­tribution by Chemical Analysis to Prblems of Origin and Distribution, BSA 78(1983)235-263.
  45. Oikonomou-Laniado, Argos Paleochretienne: contribution a l’etude du Peloponnese Byzantin, BAR IS 1173, Oxford 2003.
  46. Rudolf, Excavations at Porto Cheli and Vicinity: the Early Byzantine Remains, Hesperia 48 (1979) 295-311.
  47. Sakellariou, Latin Morea in the Late Middle Ages: Observations on its Demography and Economy, στο Ch. Dendrinos – J. Harris – E. Harvalia- Crook – J. Herrin (eds.), Porphyrogenita. Essays on the History and Literature of Byzantium and the Latin East in Honour of Julian Chrysostomides, Aldershot 2003, 301-316.
  48. N. Sathas, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, Venise – Paris 1872-1894.
  49. Seve, Voyageurs et artistes a Argos, XVIe-XIXe siecle, Memoire presente a l’Academie des Inscriptions et Belles-Lettres, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris – Athenes 1979.
  50. Seve, Οι Γάλλοι ταξιδιώτες στο Άργος, Sites et monuments XII, Paris – Athenes 1993
  51. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, II. 1400-1430, Paris 1959.
  52. Thiriet, Regestes des deliberations des assemblees venitiennes concernant la Romanie, III. 1431-1463, Paris 1961.
  53. Topping, Albanian Settlements in Medieval Greece: Some Venetian Testimonies, στο E. Laiou-Thomadakis (ed.), Charanis Studies: Essays in Honor of Peter Charanis, New Brunswick, N. Jersey, 1980, 261-271.
  54. Topping, The Southern Argolid from Byzantine to Ottoman Times, στο Buck Sutton 2000, όπ. π., 25-40.
  55. M.- L. Zimmermann-Munn, A Late Roman Kiln Site in the Hermionid, Greece, AJA 89(1985)342-343, 1985.

 

*Ιωάννης Δ. Βαραλής

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Επιστημονικό Συμπόσιο: «Οίνον ιστορώ ΙΧ, Πολυστάφυλος Πελοπόννησος», Αθήνα: ΕΝΟΑΠ, Νεμέα 2009.

 

* Γεννήθηκε στο Βόλο (31-01-1968). Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ (1989) και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στη Βυζαντινή Αρχαιολογία από το αντίστοιχο τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (2001). Έχει συμμετάσχει σε ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ως έκτακτος αρχαιολόγος, στο Άργος, την Παντάνασσα Φιλιππιάδας και τη Νάξο. Στο διάστημα 2010-2017 διηύθυνε την ανασκαφή της εκκλησίας στο Κάστρο της Βελίκας, σε συνεργασία με την Σταυρούλα Σδρόλια, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας. Από το 2021 θα επιβλέψει την ολοκλήρωση της ανασκαφής της βασιλικής του Κιάτου, σε συνεργασία με τη Μαρία Αγρέβη, Τμηματάρχη βυζαντινών και μεταβυζαντινών αρχαιοτήτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας. Έχει συγγράψει μελέτες και δημοσιεύσει άρθρα με θέματα που αφορούν στην παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική, τη βυζαντινή εικονογραφία και γλυπτική και τη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Είναι μέλος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 237

Trending Articles