Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη

$
0
0

Σελίδες Αργειακής Υφαντουργίας: Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη


 

Ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς διαμόρφωσης κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας ενός τόπου, είναι η ίδια η ιστορία των επιχειρήσεών του. Η λειτουργία τους, ο κύκλος εργασιών τους, οι περίοδοι ακμής και παρακμής, αντιστοιχούν στους κοινωνικούς κύκλους οργάνωσης και λειτουργίας και επιδρούν τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τοπική. Ο εξηλεκτρισμός και η εκβιομηχάνιση αποτέλεσαν τους βασικότερους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας στην ελληνική κοινωνία κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου. Όμως, η συμβολή της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας στην αλλαγή των οικονομικών και των κοινωνικών δομών είναι καταλυτική και πολυποίκιλη.

Οι μικρές τοπικές κοινωνίες που αναπτύσσονται μεν παράλληλα αλλά και με ρυθμό περισσότερο εντατικό απ’ ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι αλλαγές αυτές γίνονται περισσότερο αισθητές: γύρω από τις παλαιές αναπτυσσόμενες παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. αγροτικός τομέας) και από τις νέες βιομηχανικές/βιοτεχνικές, διαμορφώνεται ένας σημαντικός οικονομικός ιστός παράπλευρων και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων.

Εμπόριο και υπηρεσίες εξασφαλίζουν ένα μεγάλο τμήμα στον ιστό και λειτουργούν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε ρυθμούς που καθορίζονται άμεσα από τους δυο βασικούς τομείς δραστηριοτήτων. Η σχέση τους είναι συμπληρωματική και οι επιδράσεις ευθέως ανάλογες. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του αγροτικού και βιομηχανικού/βιοτεχνικού τομέα επενεργεί θετικά στην ανάπτυξη του εμπορίου/των υπηρεσιών και το αντίστροφο. Η σημερινή παρατηρούμενη ύφεση των τοπικών οικονομιών πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την σχέση αυτή.

Πριν όμως φτάσουμε στην ύφεση, θα πρέπει να δούμε τις βασικές αλλαγές της αναπτυξιακής διαδικασίας και σε τοπική κλίμακα. Η πρώτη βασική αλλαγή σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα δημιουργείται από τη μετανάστευση του εργασιακού δυναμικού και τη συγκρότηση ενός σημαντικού εργατικού δυναμικού στον τριτογενή τομέα και ιδιαίτερα στη μεταποίηση. Η υφαντουργία κυρίως στο Άργος και η κονσερβοποιία, σε μικρότερο βαθμό, στο Ναύπλιο θα αποτελέσουν τους κύριους αγωγούς της μεταβολής αυτής.

O ιδρυτής του εργοστάσιου υφαντουργίας το 1935, Ιωάννης Λαλουκιώτης (1879-1951).

Η κλωστοϋφαντουργία Ρασσιά-Λαλουκιώτη θα απασχολήσει σε περιόδους ακμής πάνω από 300 εργαζόμενους, ενώ ανάλογη θα είναι η εξέλιξη  και σε μικρότερες παραγωγικές μονάδες.  Το μεγαλύτερο δε μέρος των εργαζομένων στην υφαντουργία είναι γυναίκες, πράγμα που επιτρέπει μια αλλαγή οικονομικής και κοινωνικής θέσης του «άλλου μισού» της κοινωνίας.

Μια δεύτερη σημαντική αλλαγή αφορά στην εισαγωγή μιας νέας εργασιακής κουλτούρας τόσα από την τεχνική όσο και από την κοινωνική και ιδεολογική της άποψη. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στα τεχνικά της χαρακτηριστικά όπως, για παράδειγμα, το μαζικό χαρακτήρα της παραγωγής, την οργάνωση της εργασίας σε βάρδιες, κλπ. Εκείνο που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι να κατανοήσουμε τον «οικογενειακό» χαρακτήρα που λαμβάνει η οργάνωση της εργασίας ως προς την ιδιοκτησία αλλά και ως προς την σχέση ιδιοκτησίας (εργοδότης) και εργαζομένων, καθώς και τη σχέση παραγωγικής μονάδας και κοινωνικού συνόλου. Η τελευταία, οι οικονομολόγοι θα μιλούσαν σήμερα για την «κοινωνική ευθύνη» των επιχειρήσεων, εμφανίζεται με την ανταπόδοση στο κοινωνικό περιβάλλον μέρους των δυνατοτήτων που άντλησαν από αυτό. Έτσι, οι προσφορές εθελοντικού χαρακτήρα αποτελούν τον κυριότερο μηχανισμό της ανταποδοτικής σχέσης.

Η ιδεολογική πλευρά της παρατηρούμενης αλλαγής αφορά κυρίως στην προσπάθεια να δημιουργηθεί η αίσθηση συνυπευθυνότητας των εργαζομένων στην πορεία της επιχείρησης. Από την άποψη αυτή η επιχείρηση Ρασσιά-Λαλουκιώτη παρουσιάζει  μοναδικά δείγματα αυτής της προσπάθειας στην Αργολίδα (με κείμενα στους τοίχους του εργοστασίου) και από τις ελάχιστες γνωστές περιπτώσεις στην Ελλάδα.

 

Τα κείμενα στους τοίχους του εργοστασίου.

 

Τα κείμενα στους τοίχους του εργοστασίου.

 

Τέλος, μια τρίτη σοβαρή αλλαγή αφορά στην κοινωνική σύνθεση του τοπικού πληθυσμού και στην επίδραση που θα έχει η σύνθεση αυτή για την αστική ανάπτυξη. Η αλλαγή μιας καθαρά αγροτικής περιοχής σε αστική με την εισαγωγή νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων (βιομηχανικές/βιοτεχνικές) επιδρά σε πολλά επίπεδα ακόμα και σε αυτό της οικιστικής οργάνωσης. Για μια ακόμα φορά, στην περίπτωση της επιχείρησης Ρασσιά-Λαλουκιώτη, έχουμε ένα μοναδικό δείγμα στην Αργολίδα και σπάνιο για την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου χώρος παραγωγής και κατοικία αποτελούν ενιαίο σύνολο τόσο αρχιτεκτονικά όσο και συμβολικά.

 

Το εργοστάσιο εγκαταλελημενο, λίγο πριν από την κατεδάφισή του.

 

Το εργοστάσιο παραγωγής και η κατοικία αποτελούν ενιαίο σύνολο τόσο αρχιτεκτονικά όσο και συμβολικά…

 

Ο οικογενειακός χαρακτήρας στην οργάνωση της εργασίας συνδέει τον ιδιωτικό χώρο με το δημόσιο, την κατοικία με το εργοστάσιο, δημιουργώντας ένα συμβολισμό τόσο ισχυρό ώστε να μετατραπεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε οδηγό εργασιακής ηθικής: «Το εργοστάσιο είναι το σπήτι μας».  Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της υφαντουργίας «Μπόνη» αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όμως τα αρχιτεκτονικά όρια δεν είναι ορατά και η συμβολική χωροθέτηση είναι αδύνατη.

 

«Το εργοστάσιο είναι το σπήτι μας».

 

Επενδύοντας στην αργειακή υφαντουργία

 

Οι απαρχές της βιομηχανικής/βιοτεχνικής εξέλιξης του τομέα της υφαντουργίας καταγράφονται στους διάσπαρτους οικογενειακούς αργαλειούς στο Άργος και την ευρύτερη περιοχή του. Φαίνεται να υπάρχει άρα ένα εργατικό δυναμικό ήδη διαμορφωμένο, που θα διευκολύνει τις επενδύσεις στην υφαντουργία και τη δημιουργία, ανάλογα και με τις οικονομικές συγκυρίες, μαζικών μονάδων παραγωγής. Ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν αρκετές αναφορές σχετικά με το ρόλο που παίζει η υφαντουργία στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του. Διαβάζουμε σε άρθρο της εφημερίδας «Δαναός» της 4ης Φεβρουαρίου 1896:

«Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φιλέργους γυναίκας, οιαί εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα δια των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ιδρύεται το 1935 η πρώτη τους υφαντουργική επιχείρηση με την επωνυμία «Λαλουκιώτης Ι. – Σούπος Μ.», που θα διατηρηθεί μέχρι και την μεταπολεμική περίοδο (περίπου το 1950). Με την ίδια εξάλλου επωνυμία αναφέρεται και στον Εμποροβιομηχανικό οδηγό του 1950 στον οποίο σημειώνεται ιδιαίτερα η σπουδαιότητα της αργειακής υφαντουργίας για την τοπική οικονομία (νομός Αργολιδοκορινθίας).

Τον Σεπτέμβριο του 1933, η επιχείρηση συμμετέχει με τα προϊόντα της στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και βραβεύεται. Ας σημειωθεί πως για την εποχή εκείνη ένα βραβείο ποιότητας αποτελεί σημαντική κατάκτηση για μια επιχείρηση, εκτός από τη σημασία της ίδιας της συμμετοχής σε ένα αναπτυσσόμενο γεωπολιτικό χώρο όπου η ΔΕΘ αρχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς. Στο τέλος της περιόδου αυτής, η επιχείρηση μετατρέπεται σταδιακά σε νηματουργία και εξελίσσεται οργανωτικά. Ο Κεφαλλονίτης Γ. Ρασσιάς που στο μεταξύ εργάζεται στην επιχείρηση ως αντιπρόσωπος υφασμάτων στην Πελοπόννησο, θα συνδεθεί περισσότερο με την οικογένεια Λαλουκιώτη οργανώνοντας έτσι μια νέα υφαντουργική επιχείρηση με την επωνυμία   «Κλωστήρια Άργους Ρασσιά-Λαλουκιώτη Α.Ε», που μετεξελίσσεται κατά την περίοδο άνθησης της αργειακής υφαντουργίας, από τη δεκαετία του ’60, σε «ΑΡΓΟΤΕΞ Λαλουκιώτη-Ρασσιά Α.Ε.».

 

Βραβείο Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

 

Από την άποψη των τεχνικών προδιαγραφών και του εργατικού δυναμικού η επιχείρηση εμφανίζεται ως μια από της μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη, της αργειακής υφαντουργίας και κατατάσσεται στην κατηγορία της μεταποίησης. Στην περίοδο ακμής της που τοποθετείται μεταξύ των ετών 1955-1975, η επιχείρηση φτάνει να απασχολεί περίπου 350 εργαζόμενους (πλήρους απασχόλησης), με μια εργασιακή δομή που οργανώνεται σε τρεις (3) βάρδιες οκτάωρες και το Σάββατο μέχρι και το πρωί (6η πρωινή) της Κυριακής.

Η παραγωγή αρχίζει με χειροκίνητους αργαλειούς οι οποίοι γρήγορα εξελίσσονται σε ηλεκτροκίνητους και σταδιακά ο μηχανολογικός εξοπλισμός αλλάζει. Το 1989 κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού εισαγόμενων κυρίως υφαντουργικών προϊόντων αλλά και ανάγκης εκσυγχρονισμού της επιχείρησης, γίνεται μια τελευταία προσπάθεια με την ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Μετά το 1975 οι αργαλειοί παύουν να αποτελούν μέρος της παραγωγικής διαδικασίας και η επιχείρηση μετατρέπεται αποκλειστικά σε κλωστήριο.

 

Μηχανές παραγωγής.

 

Η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη εισάγεται κυρίως από την Αυστρία και την πρώην Γιουγκοσλαβία. Πρόκειται κυρίως για τη βισκόζη που εισάγεται σε «μπάλες» περίπου 200kg και σε διάφορους χρωματισμούς. Η κατεργασία της γίνεται στο εργοστάσιο της οδού Ζαΐμη όπου και παράγεται το τελικό προϊόν. Το πελατολόγιο της επιχείρησης βρίσκεται στην εγχώρια αγορά και εκτείνεται ακόμα και στην Β. Ελλάδα (π.χ. Βόλος, Σέρρες, Θεσσαλονίκη) όπου βρίσκεται και ο κύριος όγκος των πελατών.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως η επιχείρηση φαίνεται να είναι μια από τις μεγαλύτερες  της Πελοποννήσου και λόγου του όγκου των συναλλαγών αλλά και του εργατικού δυναμικού να συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση ενός από τα σημαντικότερα υφαντουργικά κέντρα μετά την Πάτρα. Η συνεχιζόμενη έρευνα  ίσως αποδείξει το μέγεθος και το ειδικό οικονομικό και κοινωνικό βάρος τόσο της επιχείρησης, όσο και του τομέα της αργειακής υφαντουργίας.

 

Εργασιακές σχέσεις «οικογενειακής μορφής»

 

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού χαρακτήρα που λαμβάνει η παραγωγική διαδικασία μέσα στον 20ο αιώνα, είναι το πέρασμα από παραγωγικές σχέσεις «οικογενειακού» τύπου σε περισσότερο απρόσωπες και άυλες. Ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο και με την ανάπτυξη των πολιτικών ενός κοινωνικού κράτους, οι επιχειρήσεις οργανώνονται στη βάση «οικογενειακών» πρακτικών και σχέσεων.

Κάρτες εργαζομένων.

Εκτός δηλαδή από το καθαρά ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι σχέσεις ανάμεσα στον ιδιοκτήτη-εργοδότη και τους εργαζόμενους οργανώνεται στη βάση καθαρά προσωπικών χαρακτηριστικών. Ο ένας γνωρίζει τον άλλο, μπορεί να απευθυνθεί άμεσα στον άλλο ακόμα και να διεκδικήσει από αυτόν γνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η σχέση αυτή που ισχύει ακόμα και στις μεγάλες επιχειρήσεις του βιομηχανικού ευρωπαϊκού κέντρου, είναι περισσότερο έντονη και κατανοητή στις μικρότερες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί μάλιστα πως η σχέση αυτή καλλιεργείται και στις μεγάλες επιχειρήσεις ως αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας. Είναι δεκάδες τα παραδείγματα εορταστικών εκδηλώσεων (π.χ. Χριστούγεννα) που οργανώνονται σε εθνικές ή ξένες επιχειρήσεις με απονομή δώρων για τα παιδιά των εργαζομένων, κλπ. Στα πλαίσια αυτά θα κληθούν τα δυο μέρη να λύσουν πιθανά προβλήματα που παρουσιάζονται στο επίπεδο των οικονομικών διεκδικήσεων, των συνθηκών εργασίας και άλλων καταστάσεων. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας αλλάζει τη σχέση αυτή αφού πλέον ο εργαζόμενος δε γνωρίζει τον ιδιοκτήτη (τους ιδιοκτήτες) των μέσων παραγωγής και εκείνος ή εκείνοι δεν γνωρίζουν παρά έναν απρόσωπο αριθμό εργαζομένων.

Η «οικογενειακού» τύπου σχέση λοιπόν είναι πολύ πιο έντονη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις επαρχιακές πόλεις όπου οι κοινωνικές σχέσεις γενικότερα είναι περισσότερο άμεσες και προσωπικές.  Το ίδιο συμβαίνει και στην αργειακή υφαντουργία και, φυσικά, στην επιχείρηση Λαλουκιώτη-Ρασσιά. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης, που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο από τους σημερινούς κληρονόμους της επιχείρησης όπως ο κ. Γερ. Ρασσιάς, είναι το γεγονός ότι πάνω από τα ¾ των εργαζομένων στην επιχείρηση συνταξιοδοτήθηκαν από αυτήν. Με άλλα λόγια, η διάρκεια παραμονής στην επιχείρηση είναι ένας καλός δείκτης για τη σήμανση, μεταξύ άλλων, των σχέσεων «οικογενειακής μορφής» με την οποία οργανώνεται η παραγωγική διαδικασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

Ένας άλλος δείκτης αφορά στη «δανειοδότηση» των εργαζομένων ώστε να ανταποκριθούν σε διάφορες ανάγκες (π.χ. στα έξοδα ενός γάμου, ενός σημαντικού προβλήματος υγείας, κλπ. σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων των εργαζομένων) και στη σταδιακή αποπληρωμή μέσω παρακράτησης ενός ποσού από το μηνιαίο μισθό.

Σπάνια φωτογραφία σε δενδροφύτευση στον Αη Λιά.

Η κοινωνική προσφορά αποτελεί έναν ακόμα δείκτη του τρόπου και της σημασίας που αποδίδεται στην «οικογενειακή» σχέση επιχείρησης, εργαζομένων και στην εμπέδωση της σχέσης αυτής από την τοπική κοινωνία. Οι δενδροφυτεύσεις στο λόφο του Πρ. Ηλία από εργαζόμενους της επιχείρησης και οι εκδρομές που οργανώνονται αποτελούν δυο από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις που διαμορφώνουν το «κοινωνικό πρόσωπο» της επιχείρησης.

Στη νέα αυτή εργασιακή κουλτούρα θα πρέπει να προσθέσουμε και το ιδεολογικό μέρος που πλαισιώνει την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός αισθήματος συνυπευθυνότητας για την επιχείρηση. Είναι μοναδικές οι επιγραφές που υπάρχουν στους τοίχους του εργοστασίου και από τις σπάνιες περιπτώσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα που οι «παραινέσεις» προς τους εργαζόμενους εμφανίζονται με τον τρόπο αυτό. Δεν είναι εύκολο να γνωρίζει κανείς αν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης γνώριζαν ή είχαν ενημερωθεί για ανάλογες πρακτικές στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες κατά την μεταπολεμική περίοδο. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό μιας και οι πρακτικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν ευρέως μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα σε ορισμένες υπό ανάπτυξη χώρες. Όποια κι αν είναι η απάντηση, δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει τη σημασία της πρακτικής καθώς και το ότι διασώζεται μέχρι σήμερα με τρόπο μοναδικό. Η εργασιακή ηθική που προβάλλεται ταυτοποιεί χώρο εργασίας και χώρο διαβίωσης («Το εργοστάσιο είναι το σπήτι μας»), εξυψώνει βασικές αρετές και δεξιότητες των εργαζομένων («πειθαρχία», «πρωτοβουλία», κλπ) και υποδεικνύει το κυρίαρχο χαρακτηριστικό («φιλότιμο») που οδηγεί στην επαγγελματική επιτυχία και την ευτυχισμένη ζωή.

 

Εκδρομή και χορός εργαζομένων στο θέατρο της Επιδαύρου.

 

Το 2001 η επιχείρηση παύει να λειτουργεί και τυπικά. Μαζί της όπως και μαζί με τις άλλες υφαντουργικές επιχειρήσεις κλείνει μια σελίδα της τοπικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας αφήνοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό για τον κόσμο της εργασίας. Είναι αδύνατο να αναφερθούμε στις γραμμές αυτές στους λόγους που οδήγησαν έναν σημαντικό κλάδο στο αδιέξοδο, την κρίση και τελικά την κατάρρευση. Με δυο λόγια θα λέγαμε πως στάθηκε αδύνατη στον ανταγωνισμό όταν, ήδη από τη δεκαετία του ‘60, οι παραδοσιακά κλειστές εθνικές οικονομίες όπως η ελληνική αναγκάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους στο διεθνές εμπόριο και τις αγορές. Η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας από το 1975 και μετά, ο ανασταλτικός ρόλος του τραπεζικού κεφαλαίου και η πλήρης απουσία πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης, αποτέλεσαν τα κυριότερα σημεία της κατάρρευσης για την εθνική και τοπική υφαντουργία.

Περιδιαβαίνοντας τον εργασιακό χώρο δεκάδες πράγματα προσφέρουν εικόνες στον επισκέπτη που δεν τον γνώριζε και αναβιώνουν τις μνήμες σ’ εκείνους που έδωσαν ένα κομμάτι από τη ζωή τους. Οι κάρτες παρουσίας των εργαζομένων βρίσκονται ακόμα εκεί, σταματημένες στην τελευταία εγγραφή, 2001, αλλά συμβολικά παρόντες έτοιμοι να καθαρίσουν τους χώρους, να «λαδώσουν» τα μηχανήματα, να ανεβάσουν τους «γενικούς» για να φτάσει το ρεύμα στους ηλεκτροκινητήρες. Αν κάτι μπορούν ακόμα να μας πουν οι καρτέλες αυτές, αν σε κάτι μπορούν να βοηθήσουν, είναι να καταλάβουμε την αγωνία που φέρνει η αποβιομηχάνιση σε ολόκληρη την κοινωνία. Δεν πρόκειται μόνο για οικονομικά μεγέθη και προβλήματα, αλλά κυρίως για τον εθισμό μας στο ….τίποτα. Ακόμα και αυτή τη συγκεκριμένη εργασιακή ηθική την ανταλλάξαμε με ένα μεγάλο κενό! Ή μάλλον, λάθος! Την ανταλλάξαμε με τη ρεμούλα και τη λογική της αρπαχτής που τόσο απλόχερα μας πρόσφερε ο  μεταπολιτευτικός λαϊκισμός.

 

Γεώργιος Η. Κόνδης*

«Αργολίδα σελίδες», Ένθετο της εφημερίδας «Αργολίδα», Χριστούγεννα 2007.

*Ο Γεώργιος Η. Κόνδης είναι Κοινωνιολόγος, διδάσκων στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

 

Διαβάστε ακόμη:

Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)

Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι

Στην Α΄ Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1926. Το περίπτερο της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα (φωτογραφία Γιώργου Βαφιαδάκη – Πηγή EAJA – ΜΙΕΤ).

Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles