Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Καφές και καφενεία – Καφενεία του Άργους

$
0
0

Καφές και καφενεία – Καφενεία του Άργους


 

Οι αναφορές στο άρωμα και στη γεύση του καφέ ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα θαυμαστές. Πάντοτε υπάρχει ένας καλός λόγος για το ανεπανάληπτο αφέψημα του καφέ, που μας ξεκουράζει, μας τονώνει και μας κάνει να νιώθουμε ζεστασιά. Ο καφές έχει διεγερτι­κές επιδράσεις. Τονώνει το νευρικό μας σύ­στημα και διατηρεί το πνεύμα μας σε κα­θαρότητα και εγρήγορση. Ποιητές, συγγρα­φείς, καλλιτέχνες και λογής δημιουργοί μα και τεχνίτες και απλοί άνθρωποι του λαού δημιουργούν και εργάζονται συντροφιά μ’ έναν καφέ.

 

Πάντοτε υπάρχει ένας καλός λόγος για το ανεπανάληπτο αφέψημα του καφέ, που μας ξεκουράζει και μας τονώνει…

 

Την αρχαία εποχή ο καφές δεν ήταν γνω­στός και καφενεία δεν υπήρχαν. Οι αρχαίοι εί­χαν στη διάθεσή τους τα «θερμοπώλια» (μα­γειρεία, καπηλειά) τους προδρόμους των ση­μερινών καφενείων, όπου μπορούσαν να απο­λαύσουν ένα ζεστό τσάι του βουνού, ένα χαμο­μήλι ή κάτι άλλο κι ακόμη να φάνε, να πιούν κρασί και να συζητήσουν.

Το καφεόδενδρο, που είναι θάμνος ή μι­κρό δένδρο, κατάγεται από την Αιθιοπία της Αφρικής και μάλιστα από την επαρχία Kaffa, απ’ όπου και η ονομασία του αφεψήματος. Παλιότερα γραφόταν καφφές και καφφενείον (αγγλ. coffee). Φαίνεται πως οι αρχαίοι κάτοικοι της Αιθιοπίας, της άλλοτε Αβησσυνίας, γνώρι­ζαν τις διεγερτικές επιδράσεις των κόκκων του καφέ.

Εξάλλου, σύμφωνα με την παράδοση, ένας Αιθίοπας βοσκός παρατήρησε ότι οι κα­τσίκες του, όταν έτρωγαν τους σταχτοπράσινους κόκκους από τα καφεόδενδρα, γίνονταν ζωη­ρές και χοροπηδούσαν. Οι ίδιοι οι Αιθίοπες προφανώς είχαν δοκιμάσει καφέ πολλούς αιώ­νες πριν από την εμφάνιση των καφενείων. Ε­ξάλλου, είχαν επινοήσει να ρίχνουν κόκκους σε λιωμένο λίπος, το οποίο, όταν πάγωνε, το έκα­ναν μπάλες και το έτρωγαν.

 

Καφφές και καφφενείον.

 

Για πρώτη φορά, στις αρχές του 15ου αιώ­να, εμφανίζονται καφενεία στη Μέκκα, οι «οί­κοι Καφέ», για τους Μωαμεθανούς προσκυνη­τές, οι οποίοι κουράζονταν και ταλαιπωρούνταν πολύ, μέχρι να προσκυνήσουν στο ιερό τέμενος. Είναι η εποχή που αρχίζει η καλλιέργεια του καφεόδενδρου στην Αραβική χερσόνησο, αρχικά στο νότιο τμήμα της, την Υεμένη, μια και η α­πόσταση από την πατρίδα του καφεόδενδρου, την Αιθιοπία, είναι μικρή, και στη συνέχεια σε πολ­λές ακόμη περιοχές της Αραβικής χερσονήσου. Στη συνέχεια η καλλιέργεια του φυτού επεκτά­θηκε σε πολλές χώρες που βρίσκονται μεταξύ των τροπικών του Καρκίνου και του Αιγόκερω, μια και ο καφές πολύ γρήγορα έγινε δημοφιλές αφέψημα σ’ όλο τον κόσμο και αποτελεί το βα­σικό εισόδημα για τους καλλιεργητές του.

Στη συνέχεια επεκτάθηκαν τα καφενεία στην Αίγυπτο και στην Κωνσταντινούπολη, σε χώρες με μωαμεθανικούς πληθυσμούς. Μάλιστα, όταν τα καφενεία βρίσκονταν κοντά σε τζαμιά, οι θαμώνες αποξεχνιούνταν και δεν πήγαιναν για προσευχή και προκαλούσαν την οργή των μουφτήδων, βλέποντας τις προτιμήσεις των πιστών του Αλάχ. Αλλά, παρά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, τα καφενεία στην Κωνσταντινούπολη πολλαπλασιάστηκαν πολύ γρήγορα.

Την ίδια εποχή τα καφενεία κατέκλυσαν όλη την Ευρώπη. Στην Αγγλία το πρώτο ίδρυσε κάποιος Έλληνας στο Λονδίνο το 1652. Ήταν το «Ελληνικόν Καφενείον». Στη Γαλλία το πρώ­το καφενείο ιδρύθηκε στη Μασσαλία το 1654. Λίγο αργότερα, το 1669, πρώτος ο πρέσβης της Τουρκίας στο Παρίσι πρόσφερε καφέ στους κα­λεσμένους του. Στις αρχές του 18ου  αιώνα υ­πήρχαν στο Παρίσι πάνω από 300 καφενεία.

Αλλά τα καφενεία ήταν τόπος όχι μόνο χα­λάρωσης και απόλαυσης ενός καφέ, συντρο­φιά με κάποιους φίλους, αλλά και συνάντησης ομοϊδεατών και ομοτέχνων. Πολλά καφενεία έμειναν ιστορικά, γιατί σ’ αυτά σύχναζαν προ­σωπικότητες της πολιτικής και του πνεύματος. Πολιτικοί, επαναστάτες, αξιωματικοί, δημοσιο­γράφοι, ποιητές, λογοτέχνες, θεατρικοί συγγρα­φείς, λόγιοι, ζωγράφοι και λογής καλλιτέχνες άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία των καφε­νείων.

Τις παραμονές της Γαλλικής επανάστα­σής και κατά τη διάρκεια της, ορισμένα καφε­νεία στο Παρίσι συγκέντρωναν το καθένα τους οπαδούς μιας ορισμένης πολιτικής μερίδας και από τις συζητήσεις και τον επαναστατικό οί­στρο διαμορφώνονταν συνειδήσεις ή λαμβάνονταν καμιά φορά αποφάσεις για περαιτέρω δρά­ση. Από καφενείο ο Κάμιλλος ντε Μουλέν ώ­θησε με τις αγορεύσεις του το πλήθος στην ά­λωση της μισητής Βαστίλλης (14 Ιουλίου 1789, εθνική επέτειος των Γάλλων).

 

Τα παραδοσιακά καφενεία στην ελληνική επαρχία

 

Το παραδοσιακό καφενείο είχε το δικό του χρώμα. Σε εποχές όπου δεν υπήρχε ηλε­κτρικό ρεύμα, επομένως ούτε τηλεόραση ούτε ψυγείο ούτε ηλεκτρικά «μάτια» και άλλα μηχανήματα, το καφενείο απέπνεε ζε­στασιά και ανθρωπιά. Μέσα στη στέρηση και τη φτώχεια ο ταπεινός αγρότης ή εργά­της μπορούσε να περάσει ευχάριστα τον ε­λεύθερο χρόνο του με τους συχωριανούς του, να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει.

Ίσως είναι δύσκολο για τους σημερι­νούς νέους, οι οποίοι συχνάζουν για καφέ στις σύγχρονες καφετερίες, να νιώσουν τη θαλπωρή του παλιού καφενείου, γιατί δεν το έζησαν. Η ζωή στο παλιό καφενείο ήταν συνάρτηση της δύσκολης ζωής των ανθρώ­πων μιας άλλης εποχής, όπου παρά τη φτώ­χεια και την ανημπόρια, οι άνθρωποι ήταν προσηνείς, φιλόξενοι και κουβαρντάδες.

Τα καφενεία ήταν συνήθως ψηλοτά­βανα και είχαν αρκετά τετράγωνα τραπε­ζάκια και μπόλικες ψάθινες καρέκλες, τις κλασικές. Για διακόσμηση είχαν στους τοί­χους αρκετά κάδρα ή φωτογραφίες, τον Ερωτόκριτο με την Αρετούσα, τη μάχη της Κρήτης ή άλλα εθνικού και πατριωτικού περιεχομένου ή το κάδρο του Ελ. Βενιζέλου ή του Βασιλιά. Καμιά φορά υπήρχαν και ωραία ερ­γόχειρα, κεντημένα από τις γυναίκες.

Σε εμ­φανές σημείο ήταν αναρτημένος ένας μα­κρόστενος μαυροπίνακας με τον τιμοκατά­λογο του μαγαζιού. Τελευταίο «προσφερόμενο είδος» του καταλόγου ήταν η προει­δοποίηση «ΒΕΡΕΣΕ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ»(!) Πα­ρά ταύτα, ο καφετζής κατά κανόνα είχε μο­λύβι στο αφτί για τα βερεσέδια που σημεί­ωνε στο τεφτέρι. Επίσης, υπήρχαν διάφο­ρες αφίσες (πάντοτε ενημερωτικού και πο­τέ διαφημιστικού περιεχομένου, όπως αφίσα για τις ασθένειες της ελιάς ή για τις οβί­δες και τα εκρηκτικά του Β’ παγκόσμιου πολέμου, που θα μπορούσαν να εκραγούν και να σκοτώσουν τα παιδιά που τα παίζα­νε. Άλλες αφίσες, αλλά συνήθως σε καφε-παντοπωλεία, παρίσταναν τον ευτυχή έ­μπορο ο οποίος πουλούσε τοις μετρητοίς, και τον δυστυχή που πουλούσε επί πιστώ­σει. Τέλος, η διακόσμηση ολοκληρωνόταν με 2-3 ταινίες, κρεμασμένες από το ταβά­νι, όπου κολλάγανε οι ιπτάμενες μύγες!

 

Καφενείο. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γιώργου Πίττα, «Τα καφενεία της Ελλάδας».

 

Σε μιαν άκρη ο καφετζής είχε το τεζάκι του (πάγκο). Στο επάνω μέρος του τεζακιού ήταν αραδιασμένα τα μπουκάλια με τα ποτά (ούζο, τσικουδιά, κονιάκ, λικέρ, μπουκάλια με συμπυκνωμένο χυμό πορτο­καλιού ή λεμονιού κ.ά.) κι ακόμα κούτες με λαχταριστά λουκούμια και βάζα με γλυ­κά του κουταλιού, από τα οποία δεν έλειπε εκείνο με τη βανίλια για τα «υποβρύχια» κεράσματα: μια κουταλιά βανίλια σε πο­τήρι με κρύο νερό. Στο συρτάρι του τεζακιού έβαζε τα χρήματα, το τεφτέρι με τα βερεσέδια, λογαριασμούς και λογής χρή­σιμα αντικείμενα. Σε μιαν άκρη υπήρχε το βαρέλι με το καλό κρασί και η πλεχτή γυά­λινη νταμιτζάνα με την τσικουδιά. Στη γω­νία ήταν ο νεροχύτης, όπου έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια, καμιά φορά με νερό τσίγκινης φορητής βρύσης, που την είχε στερεώσει με δυο καρφιά.

Σ’ ένα ερ­μάρι, συνήθως με τζάμια, έβαζε τα τσιγά­ρα. Σε ράφια ακουμπούσε τα φλιτζάνια και τις κούπες για τα ζεστά (φασκόμηλο, χα­μομήλι, σουμάδα). Εκεί κάπου κρεμούσε και τα μπρίκια του, καθώς και τα κατρούτσα του, τα μπακιρένια κύπελλα για το κρα­σί. Γιατί καμιά φορά, όταν μερακλωνότα­νε καμιά παρέα, δεν το ’χε σε τίποτα ο καφετζής να μετατρέψει το καφενείο σε τα­βέρνα με τηγανητά συκωτάκια ή με χοιρι­νό από το κουρούπι. Σε άλλο ράφι ακουμπούσε τα χοντρά νεροπότηρα, τα κρασο­πότηρα και τα τσικουδοπότηρα, που τώρα τα λέμε… σφηνάκια. Ακόμα υπήρχε στά­μνα με κρύο νερό κι άλλη εφεδρική, γιατί το νερό της μιας δεν επαρκούσε και η γυ­ναίκα ή ο γιος του καφετζή έτρεχε στη βρύ­ση για νερό. Συνήθως, για κρύο νερό τα καφενεία διέθεταν παγωνιέρα, εφόσον περ­νούσε ο παγοπώλης με το αυτοκίνητό του ν’ αφήσει πάγο. Κι ακόμα μπορούσες να δεις σε μιαν άκρη τα κασόνια με τα μπου­κάλια της γκαζόζας, της πορτοκαλάδας και της λεμονάδας. Τότε δεν υπήρχαν προϊό­ντα πολυεθνικών (σπράιτ, φάντες, κοκακόλες). Καμιά φορά υπήρχανε και ναργιλέ­δες για τους… θεριακλήδες καπνιστές.

Ο εξοπλισμός βέβαια του καφενείου δε σταματούσε εδώ. Για τις κρύες μέρες του χειμώνα χρησιμοποιούσαν το μαγκάλι, που έκαιγε πυρηνόξυλο ή κάρβουνα, αλλά σχε­δόν πάντα υπήρχε η ξυλόσομπα, για να ζε­σταίνεται ο χώρος καλύτερα. Το φθινόπω­ρο ο καφετζής ετοίμαζε τη σόμπα του και στερέωνε τα μπουριά για τον καπνό. Για φωτισμό χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρε­λαίου και λυχνάρια. Όταν όμως έκαναν την εμφάνισή τους τα λουξ, η ατμόσφαιρα άλ­λαξε. Τα λουξ, που έκαιγαν βενζίνη και έ­μοιαζαν με μεγάλα κλεφτοφάναρα, έκαναν τη νύχτα μέρα στο καφενείο με το δυνατό τους φως.

Επίσης, για την ψυχαγωγία των θαμώνων, το καφενείο διέθετε αρκετές τράπου­λες και τάβλι. Συνήθως αυτοί που έχαναν πλήρωναν τα κεράσματα. Αυτά είναι γνω­στά. Συχνά όμως υπήρχε και το γραμμό­φωνο, το οποίο λειτουργούσε με κουρδι­ζόμενο μηχανισμό, και οι δίσκοι του ήταν μεγαλύτεροι από εκείνους του κατοπινού πικάπ.

Αλλά απαραίτητο ήταν και ένα τε­ραστίων διαστάσεων ραδιόφωνο, το οποίο λειτουργούσε με επαναφορτιζόμενη εξωτε­ρική μπαταρία, ίση σε μέγεθος με την μπα­ταρία ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου. Συνήθως οι θαμώνες παρακολουθούσαν το δελτίο ει­δήσεων, γιατί δεν είχαν άλλη δυνατότητα ενημέρωσης, μια και σπανίως κυκλοφορού­σαν εφημερίδες στα χωριά. Ίσως ο καφε­τζής να ήταν συνδρομητής κάποιας επαρ­χιακής εφημερίδας, η οποία έφτανε στο χω­ριό με καθυστέρηση ημερών. Σχεδόν πά­ντα, μετά το δελτίο ειδήσεων ή κατά τη διάρκειά του, άναβε η συζήτηση στο κα­φενείο, το οποίο μετατρεπόταν σε μικρή βουλή ή σε δικαστήριο, για να πάρει απο­φάσεις ή για να καταδικάσει σε κρεμάλα τους κρατούντες και όλους τους πολιτικούς.

Ο καφετζής ήταν ένας απλός άνθρω­πος του λαού, καταδεκτικός και υπομονε­τικός, για να ανέχεται τις ιδιοτροπίες και τις απαιτήσεις του κάθε πελάτη. Φορούσε συνήθως την άσπρη του ποδιά και στο α­φτί του είχε το μολύβι. Λένε πολλοί πως ο μερακλίδικος καφές ψήνεται με τέχνη. Και οι παλιοί καφετζήδες την ήξεραν την τέχνη και τον καφέ τον έψηναν στη χόβολη, στην καυτή στάχτη, για να σιγοβράζει και να κά­νει καϊμάκι. Φυσικά, πολύ γρήγορα έκανε την εμφάνισή του το υγραέριο (πετρογκάζ).

Στις ελληνικές επαρχίες, ακόμα και σή­μερα συναντάμε μια διαφορετική μορφή κα­φενείου, ιδιαίτερα σε μικρά και απομονω­μένα χωριά. Εννοούμε τα πολύ γνωστά σε όλους μας καφεπαντοπωλεία. Τα καφενεία αυτά λειτουργούσαν και ως παντοπωλεία ή μπακάλικα και μπορούσαν να καλύψουν σε γενικές γραμμές τις βασικές ανάγκες μιας οικογένειας. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά λειτουργούσαν και ως κρεοπωλεία. Έσφα­ζε ο καφετζής ένα-δυο κριάρια κάθε Σάββατο, για να καλύψει τις παραγγελίες των πελατών του. Κι ακόμα, σε κάποιες περιπτώ­σεις παραχωρούσε ο καφετζής μία γωνία στον… μπαρμπέρη, για να κουρεύει τους φί­λους και συχωριανούς. Δηλαδή γινότανε ταυτόχρονα και κουρείο. Δεν έπαυε όμως αυτό το πολυκατάστημα να είναι καφε­νείο, όπου οι άνδρες είχαν την ευκαιρία να πιούν τον καφέ τους, να παίξουν το χαρτάκι τους ή το τάβλι τους και να περάσουνε ευ­χάριστα την ώρα τους. Και η μόνη γυναίκα, η οποία εμφανιζόταν ανάμεσα σε τόσους άν­δρες, ήταν η σύζυγος του καφεπαντοπώλη, για να τον βοηθά. Οι άλλες γυναίκες εμφα­νίζονταν για ψώνια και ποτέ για καφέ.

Σήμερα παραμένουν λιγοστά παραδο­σιακά καφενεία στα χωριά. Οι θαμώνες τους είναι λίγα γεροντάκια, που θυμούνται τις παλιότερες εποχές, εκείνα τα όμορφα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης, τότε που το χωριό τους έσφυζε από ζωή, τότε που και οι ίδιοι, πιο νέοι, παίζανε τά­βλι και χτυπούσανε με θόρυβο τα πούλια, τότε που ρίχνανε τα φύλλα της κολτσίνας θριαμβευτικά, τότε που με γέλια και πει­ράγματα αποξεχνιούνταν στον καφενέ ευ­χαριστημένοι. Τώρα στο ίδιο καφενείο έ­χουν την τηλεόρασή τους, το ψυγείο τους, τη θέρμανσή τους κι όλα τα καλά του πο­λιτισμού μας. Ο παλιός καφετζής, αν ζει, σηκώνεται βαριεστημένα να ψήσει κανέ­ναν μερακλίδικο στο πετρογκάζ ή στο η­λεκτρικό μάτι – Πού χόβολη! Μα ζωή ’τανε κι εκείνη; -ύστερα κάθεται σιωπηλός δί­πλα στον πελάτη και παλιό του φίλο και ξεκουκίζουνε μαζί τα βαριά τους κομπολόγια. Τι να περιμένουν πια από τούτη τη ζωή; Το μόνο που περιμένουν είναι να φτά­σουνε και πάλι οι γιορτές, να φτάσουνε παι­διά κι αγγόνια, να ζωντανέψει το φτωχικό τους και να λουλουδίσει το χωριό.

 

Παλιά καφενεία του Άργους

 

Από τα παλιά καφενεία του Άργους μνημονεύουμε λίγα μόνο, τα κεντρικότερα, που βρίσκονταν στην πλατεία του Αγίου Πέ­τρου ή στη γύρω περιοχή. Ξεκινώντας, λοι­πόν, τη σύντομη περιδιάβασή μας, ας με­ταφερθούμε νοερά στην οδό Δαναού, η ο­ποία μας οδηγεί στην κεντρική πλατεία.

Η οδός Δαναού, στα μέσα του περα­σμένου αιώνα ήταν τόπος για ρομαντικούς περιπάτους. Ήταν ο πιο αγαπημένος δρό­μος για τους νέους και τις κοπέλες. Όπως θυμούνται οι παλιοί Αργείοι, στην οδό Δα­ναού γινόταν το νυφοπάζαρο. Η οδός αυτή είχε δεξιά και αριστερά πολλά δένδρα πα­νύψηλα, που απλώνανε τις κλάρες τους και σχηματίζανε ένα υπέροχο πράσινο τούνελ. (Πιπεριές και λίγες ακακίες, φυλλοβόλα δένδρα).

Το χειμώνα οι οδοκαθαριστές μα­ζεύανε τα φύλλα με τα κάρα. Αλλά την ά­νοιξη και το καλοκαίρι ιδίως, η δενδροστοιχία είχε ανεπανάληπτη ομορφιά. Και λέ­γανε τότε, πάμε για βόλτα στη δενδροστοιχία, και το νυφοπάζαρο ξεκινούσε από την Αγία Κυριακή (οδό Θεάτρου). Τα δένδρα κόπηκαν επί Δημάρχου Ευστ. Μαρίνου.

Σ’ αυτό τον υπέροχο δρόμο υπήρχε το καφενείο «Παράδεισος» των αδελφών Ξακουστή. Το είχαν τα αδέρφια Γιώργος, Νί­κος και Κούλα Ξακουστή. (Υπήρχε ακόμη ένας αδελφός, δικηγόρος, ο Σπήλιος). Το καφενείο βρισκόταν στην οδό Δαναού και Καποδιστρίου, εκεί όπου μέχρι πρότινος ή­ταν το κατάστημα οργάνων μουσικής του Ηλιόπουλου [σήμερα κατάστημα Γερμανός]. Οι πελάτες του Παράδεισου των αδελφών Ξακουστή ήταν νεαροί, πολ­λοί από τους οποίους ήταν μαθητές. Όταν το έκαναν σκασιαρχείο από το μάθημα, ε­κεί πήγαιναν. Τα Σαββατοκύριακα, όμως, συνέρρεε η υψηλή κοινωνία του Άργους για θερινό σινεμά.

Επόμενο καφενείο, επί της οδού Δα­ναού, ήταν το καφενείο του Γιώρ­γου Ζαχαράκη. Απέναντι από αυτό ήταν το καφενείο του Φώτη Αλεξόπουλου, εκεί ό­που τώρα υψώνεται το ξενοδοχείο «Μορφέας» των αδελφών Ξιξή. Το καφενείο Αλεξόπουλου ήταν χαμηλό, κεραμοσκεπές, το οποίο κατεδαφίστηκε και κτίστηκε το ξενοδοχείο «Τελέσιλλα», που μετονομάστη­κε σε «Μορφέα».

Προχωρώντας και διασχίζοντας την οδό Νικηταρά, φτάνουμε σ’ ένα πολύ παλιό καφενείο, το «Ηραίον», του Γιώργου Κοτσονάρου και Στέλιου Τσέλιου, στον περί­βολο του οποίου κάποτε δίδονταν παραστά­σεις καραγκιόζη και θερινού σινεμά. Σή­μερα το καφενείο είναι ιδιοκτησίας Αγ. Πέ­τρου.

 

Άργος 1955. Στο κέντρο το Δημαρχείο και τέρμα δεξιά το καφενείο «Ηραίον».

 

Κάνοντας τον κύκλο της πλατείας, στη βορινή πλευρά, εκεί όπου τώρα στεγάζε­ται η Εθνική Ασφαλιστική, ήταν το καφε­νείο του Σπύρου Μήλια. Στον πρώτο όρο­φο ήταν το ξενοδοχείο «Αγαμέμνων» και αργότερα το ξενοδοχείο «Βύρων».

 

Τμήμα της πλατείας Αγίου Πέτρου και ευθεία η οδός Βασ. Κωνσταντίνου. Αριστερά στη γωνία το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ, το χαμηλό με τα κεραμίδια, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1958, δεξιά στο δεύτερο κτίριο ήταν το καφενείο του Σπύρου Μήλια.

 

Στη γωνία Βασ. Κωνσταντίνου και πλατεί­ας Αγίου Πέτρου υπήρχε το λαϊκό καφε­νείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ, χαμηλό με κεραμίδια, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1958, για να χτίσουν στη συ­νέχεια οι αδελφοί Ξηνταρόπουλοι πολυ­κατοικία. Ήταν το μοναδικό ίσως «βενιζελικό» καφενείο του Άργους.

 

Άργος, η οδός Βασ. Κωνσταντίνου τη δεκαετία του 1950. Αριστερά το καφενείο του Βελιζιώτη, το μοναδικό Βενιζελικό καφενείο. Στην ευθεία λίγο πιο κάτω το φαρμακείο του Παπαγεωργίου. Δεξιά το ξενοδοχείο «Ερμής», κάτω από αυτό λειτουργούσε για πολλά χρόνια το βιβλιοπωλείο Διβρή. Το καφενείο του Βελιζιώτη ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννου Μπότσιου. Πριν τον Βελιζιώτη το λειτουργούσε ο ίδιος.

 

Προχωρώντας νότια, φτάνουμε στη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος (σήμερα Τράπεζα Πειραιώς), στο άλλοτε ιστορικό και κοσμικό «Καφενείο Σπύρου Θηβαίου» και μετέπειτα Μπαφίτη. Η ιδιαί­τερα μεγάλη αίθουσα δεν έχει κολόνες. Ό­ταν κτιζόταν στο τέλος του 19ου αι„ τοποθετήθηκε σιδεροδοκός, φερμένος από την Αγγλία, και εκεί ακούμπησαν τα ξύλα της στέγης, τα πάτερα.

Στο «Καφενείο Θηβαί­ου» σύχναζε η υψηλή κοινωνία του Άργους (γιατροί, δικηγόροι, βιομήχανοι κ.λπ.). Μας είπε χαρακτηριστικά κάποιος: «Μόνο αν φορούσες κολλάρο και καβουράκι (καπέ­λο), μπορούσες να μπεις μέσα…». Έμεινε ι­στορικό το καφενείο και για τους χορούς, ιδίως τους αποκριάτικους. Γίνονταν, επί­σης, κινηματογραφικές προβολές, προπολεμικά και μεταπολεμικά.

 

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, δεκαετία 1960.

 

Δίπλα από του Θηβαίου ήταν το κα­φεζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Κώστα Γραμματικού και Κώστα Αργυράκη. Τώ­ρα η «Αίγλη» λειτουργεί ως εστιατόριο. Στον πρώτο όροφο, όπου τώρα λειτουργεί η καφετερία «Αέναον» [έκλεισε πριν λίγα χρόνια], στεγαζόταν η οφθαλμολογική κλινική του Γεωργίου Ζή­ση (1960-1974) και το οφθαλμιατρείο του ίδιου γιατρού μέχρι το 1990. Το διώροφο αυτό κτίσμα ήταν το αρχοντικό του μεγαλέμπορου και Δημάρχου Άργους Χαράλα­μπου Μυστακόπουλου.

 

Άργος, Πλατεία Αγίου Πέτρου, 1937. Σε πρώτο πλάνο, στο κέντρο, το ιστορικό – κοσμικό καφενείο «Σπύρου Θηβαίου», δεξιά το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ (το χαμηλό με τα κεραμίδια), ίσως το μοναδικό «Βενιζελικό» καφενείο του Άργους. Δεξιά από του Θηβαίου, στο διάφορο κτίριο με τη σήμανση «Τράπεζα Αθηνών», λειτούργησε αργότερα το καφεζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Κώστα Γραμματικού και Κώστα Αργυράκη. Πολύ αργότερα, περίπου από το 1994, στον πρώτο όροφο και μέχρι πρόσφατα, λειτουργούσε η καφετερία «Αέναον».

 

Στη γωνία όπου σήμερα στεγάζεται η καφετερία και πιτσαρία «Ρετρό» υπήρχε το καφενείο του Λάζαρου Κούτσα, όπου σύ­χναζαν κυρίως αγρότες.

Άλλο ένα καφενείο, στη νοτινή μεριά της πλατείας, ήταν το καφενείο του Φασα­ρία (Τάσου Αγγελόπουλου) με την επωνυ­μία «Το μυρόφυλλο». Εκεί σύχναζαν εργα­τοτεχνίτες, όπως και σήμερα, αλλά τώρα οι πιο πολλοί είναι συνταξιούχοι.

Φεύγοντας από την πλατεία του Αγ. Πέτρου, ας πάμε στο Σιταροπάζαρο, όπου  υπήρχα το λαϊκό καφενείο του Σταύρου Παπαδάτου. Εκεί σύχναζαν πολλοί μαστόροι. Κάποια εποχή δίδονταν και παραστάσεις από τον καραγκιοζοπαίχτη Αγιομαυρίτη.

Διασχίζοντας την οδό Γενναίου Κολοκοτρώνη, φτάνουμε στη Γούβα, όπου υ­πήρχε το καφενείο του Μπουζιωτόπουλου, σήμερα κρεοπωλείο, απέναντι από τους πά­γκους με τα ψάρια. Εκεί μαζεύονταν πολ­λοί εργάτες, οι οποίοι περιμένανε να βρού­νε δουλειά και να βγάλουνε μεροκάματο. Είναι η περιοχή της Γούβας.

Τέλος, ας μνημονεύσουμε ακόμη ένα λαϊκό καφενείο στην οδό Καλλέργη, του Νίκου Γιαννούλη, δίπλα στο χάνι.

 

Η Γούβα του Άργους

 

Επειδή η Γούβα μνημονεύεται πολύ συχνά σή­μερα, αλλά πολλοί και ιδιαίτερα οι πιο νέοι αγνοούν το τοπωνύμιο, ας μας επιτραπεί να προσδιορίσουμε τη θέση του. Η Γούβα είναι η μικρή άπλα στη συμβολή των οδών Βασ. Κωνσταντίνου, Βασ. Αλεξάνδρου, Τσώκρη και Φείδωνος μαζί με τα γύρω μαγαζιά. Και πραγματικά ήταν κάποτε γούβα, όπου μαζεύονταν τα βρόχινα νε­ρά που κατέβαιναν κυρίως από τις οδούς Βασ. Αλεξάνδρου και Αθ. Μπόνη.

Υπάρχουν πολλές αναφορές στις εφημερί­δες για την αθλιότητα που επικρατούσε στην περιοχή και σε άλλους χωμάτινους τότε δρό­μους. Η εφημ. «Ασπίς» (φ. 46/3-9-1933) σημειώνει ότι «με την πρώτην βροχήν η δημοτική οδός από του Σιδ. Σταθμού μέχρι πλατείας και η οδός Τσώκρη μετεβλήθησαν εις απέραντον τέλμα…». Το πρόβλημα επομένως ήταν γενι­κότερο. Από μαρτυρίες Αργείων πληροφορού­μαστε ότι πράγματι η οδός Τσώκρη είχε πολλή λάσπη, όταν έβρεχε. Τα νερά κατηφόριζαν από τις Πορτίτσες προς την οδό Γούναρη και την οδό Τσώκρη και με τη λασπουριά και τις γού­βες η κατάσταση γινόταν απελπιστική.

 

Οδός Τσώκρη, Γούβα, περ. 1930.

 

Στη Γούβα μαζεύονταν εκατοντάδες άν­θρωποι κάθε πρωί. Ο αριθμός των εργατών αυξομειωνόταν ανάλογα με την εποχή και τις αντί­στοιχες αγροτικές δουλειές (θέρος, τρύγος, το­μάτες κ.λπ.). Γ’ αυτό έκαναν την εμφάνισή τους και πολλές γυναίκες. Στην οδό Τσώκρη, επίσης, υπήρχαν δυο ποδηλατάδικα, του Σελή και του Παγώνη, και ορισμένοι εργάτες νοίκιαζαν πο­δήλατα, για να μεταβούν στις εργασίες τους.

Αλλά το πρόβλημα της λασπουριάς υπήρ­χε και πιο κάτω, στην πλατεία της λαϊκής αγο­ράς, διότι και εκεί υπήρχε γούβα, σχεδόν σε ό­λο το μήκος και πλάτος, από δυτικά όπου βρι­σκόταν ο πύργος του καταβρεχτήρα, μέχρι α­νατολικά στην οδό Φείδωνος και μέχρι νότια (στρατώνες Καποδίστρια).

Πάντως, ο κόσμος ποτέ δεν την είπε την πλατεία «Γούβα», ούτε με τα επίσημα ονόματά της (πλατεία I. Μεταξά και κατόπιν πλατεία Δη­μοκρατίας). Για τους Αργείους είναι η πλατεία της Λαϊκής Αγοράς. Όταν έβρεχε, η απορροή των υδάτων γινόταν από τη νοτινή μεριά και εύρισκαν διέξοδο στην οδό Φείδωνος.

Οι αγρότες παλιότερα άπλωναν λινάτσες και τοποθετούσαν επάνω τα λαχανικά τους. Δεν είχαν πάγκους και τέντες όπως σήμερα. Αλλά όταν έβρεχε τις ημέρες του παζαριού, Τετάρτη και Σάββατο, η λασπουριά και τα λασπόνερα δημιουργούσαν μία αφόρητη κατάσταση.

Τέλος, η λαϊκή τσιμενταρίστηκε επί Δημάρ­χου Μάριου Πρέσβελου (1972-74).

 

Ιστορικά καφενεία της παλιάς Αθήνας

 

Στην Ελλάδα υπήρχαν αρκετά καφενεία σε μερικές πόλεις και προεπαναστατικά. Με τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους τα πρώτα καφενεία που άνοιξαν ήταν στο Ναύπλιο και στο Άργος. Λίγο πριν μετα­φερθεί η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα, άνοιξε στην Αθήνα το καφενείο «Πράσινο δενδρί» από κάποιον Βαβαρό στην Ιερά οδό, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που ήταν ένα είδος λέσχης, γιατί διέθετε και μαγειρείο και εστιατόριο και αναγνωστήριο. Εκεί σύχναζαν ο Δημ. Παπαρρηγόπουλος, ο Άγγελος Βλάχος, ο Αχιλλέας Παράσχος και άλλοι.

Οι αγωνιστές της Επανάστασης συ­γκεντρώνονταν στο καφενείο των Αγωνι­στών στην πλατεία Δημοπρατηρίου. Η μι­κρή αυτή πλατεία στην περιοχή του Μοναστηρακίου, μεταξύ των οδών Αιόλου, Κη­ρυκείου και Πλούτωνος, είναι γνωστή από τους αναγκαστικούς και εκούσιους πλειστηριασμούς κινητών πραγμάτων, που διενεργούνταν σ’ αυτήν. (Εγκυκλ Π.Λ. Μπριτ., τ. 20).

 

«Cafeehaus in Athen». Καφενείο στην Αθήνα. Υδατογραφία σε χαρτί του Ludwig Köllnberger, περ. 1836.

 

Το 1840 στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, συστάθηκε το ιστορικό καφενείο «Ωραία Ελλάς», που για 40 χρόνια ήταν κέ­ντρο συνάθροισης προσωπικοτήτων, οι ο­ποίες διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στην πολιτική και πνευματική ζωή της Α­θήνας. Εκεί συνέρρεαν πολιτικοί, δημοσιο­γράφοι, στρατηγοί του ’21, Βαβαροί αξιω­ματικοί, ξένοι περιηγητές και άλλοι. Ακό­μα, εκεί διημέρευαν οι αντιπρόσωποι των κομμάτων και παρακολουθούσαν παρασκηνιακά τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις και εκεί εξυφάνθηκαν οι συνωμοσίες κατά της πρώτης δυναστείας (του Όθωνος και της Αμαλίας). Στο καφενείο αυτό εγκαινιά­στηκε το πρώτο σφαιριστήριο και εκεί άρ­χισε να λειτουργεί το πρώτο υποτυπώδες χρηματιστήριο. Η «Ωραία Ελλάς» έκλεισε το 1880, όταν άλλα καφενεία άρχισαν να προσελκύουν την πελατεία της.

Τα παλιά καφενεία της Αθήνας δεν ή­ταν τόποι για πολιτικές συναντήσεις και ζυ­μώσεις μόνο, αλλά και τόποι για φιλολογι­κές και λογοτεχνικές συζητήσεις. Στο κα­φενείο Γιαννόπουλου, (Σταδίου και Μου­σών, σήμερα Καραγιώργη Σερβίας), το οποίο απορρόφησε πολλούς από τους θαμώνες του καφενείου «Ωραία Ελλάς», σύχναζαν αρκετοί ποιητές και πεζογράφοι και άλλες προσωπικότητες της διανόησης. Αργότερα, το 1888, στον ίδιο χώρο, αλλά για λίγα χρόνια, στεγάστηκε το «Καφενείο Ζαχαράτου». Κατόπιν μεταφέρθηκε απένα­ντι, στο ισόγειο της οικίας Βούρου. Το κα­φενείο Ζαχαράτου είναι από τα νεότερα πα­λιά ιστορικά καφενεία της Αθήνας. Σ’ αυ­τό (ή στο προηγούμενο του Γιαννόπουλου) σύχναζαν κι έπιναν τον καφέ τους ο Αχ. Πα­ράσχος, ο Εμμ. Ροΐδης, ο Γ. Σουρής κι ακό­μα οι νεότεροι Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Μπάμπης Άννινος, Γρ. Ξενόπουλος και άλ­λοι.

Άλλο ένα ιστορικό καφενείο στην Πλ. Συντάγματος ήταν του Κεραμά, στο οποίο σύχναζαν ρομαντικοί ποιητές, που το είχαν μετονομάσει σε «Κεραμικόν».

Τέλος, κοντά στην Ομόνοια λειτούρ­γησε το καφενείο του Χαύτα, το οποίο έ­δωσε το όνομά του στην περιοχή. Τα «Χαυτεΐα» είναι η μικρή περιοχή στη συμβολή των οδών Σταδίου, Αιόλου, Πανεπιστημί­ου και Πατησίων. Άλλα ιστορικά καφενεί­α στην Ομόνοια ήταν το «Τίβολι», «Των Γερόντων» και «Των ευ φρονούντων», το οποίο ο Σουρής μνημονεύει σε στίχο του: «καφενείον ευφρονούντων / νύχτα μέρα συζητούντων».

 

Πηγή


 

Διαβάστε ακόμη:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles