Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836) – Ηλίας Γιαννικόπουλος, Μνημοσύνη, τόμ. 17 (2006-2009), Εν Αθήναις.
Από την έρευνα και μελέτη του πλουσιότατου σε ανέκδοτο ιστορικό υλικό Αρχείου της οικογένειας Περρούκα του Άργους,[1] συνάγονται ενδιαφέροντα στοιχεία για όψεις του καθ΄ ημέραν κοινωνικού, οικονομικού και πολιτιστικού βίου του λαού μας στην Πελοπόννησο, κατά την περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας και αργότερα. Φυσικά, πολλά από αυτά τα στοιχεία αφορούν την ευρύτερη οικογένεια Περρούκα,[2] η οποία διέπρεψε στα πολιτικά πράγματα της περιοχής Άργους και ολόκληρης της Πελοποννήσου, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα, δεδομένου ότι μέλη της αποτελούσαν επί πολλές δεκαετίες την προυχοντική οικογένεια της πόλης και του βιλαετίου Άργους, με ευρύτερες διασυνδέσεις σε όλη την Πελοπόννησο.
Στην παρούσα εργασία θα παρουσιάσουμε στοιχεία για τη σύζυγο του Νικολάου Περρούκα Αγγελική, μια δυναμική γυναίκα και μια ισχυρή προσωπικότητα, που έζησε βίο μακρό και ταραχώδη, όχι μόνο ως αρχόντισσα του Άργους, αλλά και ως θύμα των μεταβολών της τύχης και της γενικής ανατροπής των πραγμάτων που έφερε η Επανάσταση και τα μετέπειτα γεγονότα.
Σίγουρα, η ζωή της την γέμισε με κάθε είδους βιώματα. Έπαιξε ασφαλώς πρωτεύοντα ρόλο στην ανατροφή των παιδιών της. Πολλούς εξέχοντες Τούρκους και Έλληνες γνώρισε από κοντά, υποδέχτηκε και φιλοξένησε. Έζησε στη σκιά πολυάσχολων και δυναμικών ανδρών. Συμπαραστάθηκε στο δύσκολο έργο του συζύγου και των τέκνων της κατά τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Πολλές φροντίδες και σκοτούρες τους μοιράστηκε, και πολλές συμβουλές ασφαλώς έδωσε με συζυγική και μητρική αγάπη. Συμμερίστηκε τις πίκρες και τις απογοητεύσεις τους και χάρηκε για τις προόδους και τις επιτυχίες τους. Και ως κυρία του οίκου της είχε όλη τη φροντίδα του σπιτιού και της ευρύτερης οικογένειας, επικουρούμενη ασφαλώς από υπηρέτες και βοηθούς.

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Amand Freiherr «Griechenland in Wort und Bild», Lipsie, 1882.
Είχε την τύχη να χαρεί σύζυγο και γιο προεστούς του Άργους, σύζυγο και γιο βεκίλη στην Κωνσταντινούπολη, κουνιάδο και γιο εμπόρους στην Πάτρα. Είχε την ευκαιρία να συμπεθερέψει με πλούσιες και αρχοντικές οικογένειες (Ζαΐμηδες, Σεβαστούς, Βλάσηδες) και να συνάψει κουμπαριές με επιφανείς Αργείτες και προκρίτους άλλων χωριών. Χάρηκε τους γάμους των παιδιών της, Ευδοκίας, Ευγενίας και Ιωάννη.
Δυστυχώς, η μοίρα τής επεφύλαξε και πολλές τραγικές στιγμές, πολλά βάσανα, ξενιτιές, στενοχώριες, θανάτους προσφιλών προσώπων. Μέσα σε λίγα χρόνια, την περίοδο ακμής, τιμής και δόξας της οικογένειας διαδέχτηκε η πλήρης παρακμή, η απότομη πτώση, η φτώχεια, σχεδόν η αθλιότητα. Το 1821 η γη ταράχτηκε κάτω από τα πόδια της. Η οικογένεια έχασε την εξουσία που είχε στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και την επιρροή που ασκούσε σε Τούρκους και Ρωμιούς. Η Αγγελική πήρε το δρόμο της φυγής και της αναζήτησης ασφάλειας σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου μακριά από το Άργος, για να επιβιώσει η ίδια και για να σώσει από την αρπαγή όσα από τα υπάρχοντα της οικογένειας μπορούσε. Τον Οκτώβριο του 1821 νεκροστόλισε πρόωρα το γιο της Ιωάννη, που είχε σαπίσει στα μπουντρούμια της Τριπολιτσάς από τη στιγμή που ξέσπασε η Επανάσταση. Το 1822 έχασε τον άντρα της και τους δύο κουνιάδους της, Σωτήρη και Αποστόλη. Το 1823 μάλλον έχασε το φιλάσθενο γαμπρό της Χριστόδουλο, το «δοτόρο ιατροφιλόσοφο». Το 1824 έχασε πρόωρα και το γιό της Χαραλάμπη, που είχε διατελέσει για λίγο Υπουργός Οικονομικών κατά το 1823. Το 1826 έθαψε την κόρη της Ευγενία.
Όμως δεν ήταν μόνο ο Χάρος που την πίκρανε. Το ίδιο έκανε και η ξενιτιά, κυρίως του μόνου εναπομείναντος γιου της Δημητρίου, ο οποίος από το 1813 διέμενε μονίμως στη Βασιλεύουσα ως βεκίλης της Πελοποννήσου στην Υψηλή Πύλη και ο οποίος μετά την έκρηξη της Επανάστασης δεν ήλθε στην Ελλάδα, όπως τόσοι άλλοι, αλλά διέμενε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, κυρίως για λόγους υγείας, αλλά και υπερασπίζοντας τις εθνικές υποθέσεις από διπλωματικής και πολιτικής πλευράς, γιατί είχε πολλές ικανότητες και μεγάλη μόρφωση.[3]
Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Αγγελική Περρούκα συμμερίστηκε με το γιο της Δημήτριο τους πολύχρονους, πολυδάπανους και σκληρούς αγώνες του για την επίλυση μυρίων προβλημάτων και εκκρεμοτήτων που είχαν αφήσει οι ξαφνικοί θάνατοι των παιδιών της Ιωάννη και Χαραλάμπη, μεταξύ πολλών άλλων και τις πολύκροτες δίκες για το χωριό Διμηνιό[4] και για την παρακαταθήκη του Χαραλάμπη στην Τεργέστη.[5]
Συμμερίστηκε με την Ευδοκία την καθημερινή φροντίδα για την ανατροφή πολυμελούς οικογένειας, αφού εκείνη είχε μείνει χωρίς ουσιαστική βοήθεια από το σύζυγό της, που παρουσίαζε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν ανίκανος για εργασία. Και ως άνθρωπος αισθάνθηκε και αυτή δυσαρέσκεια για ορισμένους συνανθρώπους της, όπως τους ανεψιούς της Απόστολο και Γεώργιο, παιδιά του Σωτήρη, λόγω των πολλών εξώδικων και δικαστικών ενεργειών τους εις βάρος της δικής της οικογένειας, καθώς και τους συμπεθέρους της Βλάσηδες, που ζητούσαν να πάρουν πίσω την προίκα της αδελφής τους Ελένης, χήρας του γιου της Ιωάννη.
Σημασία πάντως έχει ότι η Αγγελική Νικ. Περρούκα, που κατά το πελοποννησιακό ιδίωμα υπογραφόταν και ως Νικολίνα («νηκοληνα περουκα»), από το όνομα του συζύγου της, άντεξε όλες τις δυσκολίες της ζωής, τις ταλαιπωρίες, τις μετακινήσεις εδώ και εκεί, τη στέρηση του πλούτου και της εξουσίας, που την έφερε στα πρόθυρα της φτώχειας και της ανέχειας. Φαίνεται ότι η βαθειά θρησκευτική πίστη της και η γερή σωματική κράση της τήν βοήθησαν να επιβιώσει και να φτάσει σε βαθιά γεράματα. Πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1836 στο Άργος, σε ηλικία 80 ετών!

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Υδατογραφία του Ζαν Νικολά Μακάρ (Jean Nicolas Maquart), 1829. Δημοσιεύεται στο: «Το ταξίδι του Συνταγματάρχη Jean Nicolas Maquart στην επαναστατημένη Ελλάδα (Πελοπόννησος 1828-1831)» – Γεώργιος Η. Κόνδης – Yves Ollivier.
Στο Αρχείο Περρούκα διασώζονται λίγες επιστολές από και προς την Αγγελική Νικ. Περρούκα, προφανώς όχι όλες οι ανταλλαγείσες μεταξύ αυτής και των άλλων (συνήθως παιδιών της). Από αυτές τις επιστολές και από διάφορα άλλα έγγραφα μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες για τη ζωή και τις περιπέτειές της, καθώς και σχετικά με την πατρική της οικογένεια. Ελπίζω ότι η μελέτη των στοιχείων αυτών, θα μας βοηθήσει να διαμορφώσουμε το πορτρέτο της Αγγελικής, αλλά και να γνωρίσουμε καλύτερα τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αργότερα. Ιδιαίτερα θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη θέση και τη σημασία της γυναίκας σε ένα παλαιότερο κοινωνικό περιβάλλον, εν πολλοίς άγνωστο και φαινομενικά πλήρως ανδροκρατούμενο.
Η πρώτη σωζόμενη επιστολή της Αγγελικής Περρούκα είναι του έτους 1817 και η τελευταία του 1836, λίγες εβδομάδες πριν από το θάνατό της. Όλες σχεδόν οι επιστολές είναι αυτόγραφες, γραμμένες με ένα ειδικό ορθογραφικό σύστημα της Αγγελικής, που συνδυάζει απλότητα και σταθερότητα. Τα σημεία στίξεως λείπουν εντελώς, ενώ πολλές είναι οι λόγιες εκφράσεις και λέξεις, έστω και ανορθόγραφα γραμμένες.[6] Δεν γνωρίζουμε αν, πού και πότε έμαθε γράμματα η Αγγελική, αλλά η γραφή της, συγκρινόμενη με τη γραφή άλλων ολιγογράμματων συντακτών της εποχής από απόψεως έκφρασης και καλλιγραφίας, δείχνει ότι η Αγγελική διέθετε αρκετή εκφραστική και γλωσσική ευχέρεια και γραφική άνεση, όσο κι αν υστερούσε στην ορθογραφία.
Από τις επιστολές της Αγγελικής Περρούκα δεν προκύπτουν στοιχεία για την πατρική της οικογένεια, τέτοια όμως στοιχεία ανευρίσκονται διάσπαρτα σε άλλα έγγραφα του Αρχείου. Από συμβολαιογραφικά έγγραφα πληρεξουσιότητας και από πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημητρίου Νικ. Περρούκα του έτους 1826 (έγγρ. 46362), προκύπτει ότι η Αγγελική Περρούκα ήταν κόρη του Ιωάννου Συλιβέργου ή Συλλιβέργου ή όπως αλλιώς εκάστοτε γράφεται. Τον πατέρα της Αγγελικής Ιωάννη Συλίβεργο συναντάμε για πρώτη φορά να υπογράφει ως μάρτυρας σε δικαιοπρακτικό έγγραφο (πωλητήρια ομολογία) του έτους 1751, με το οποίο ο πατέρας του Νικολάου Περρούκα Δημήτριος, μεγάλος γαιοκτήμονας και τοκιστής, αγόρασε στο Άργος κάποιο ακίνητο (έγγρ. 17135/1). Από την υπογραφή του φαίνεται ότι ήταν ολιγογράμματος («ηωανης σιλιβεργου μαρτιρω»). Εξάλλου σε άλλο έγγραφο του Αρχείου ο ίδιος κρατάει χρηματικό λογαριασμό (πρόχειρο κατάστιχο) του πεθερού του για τα έτη 1762-1767 (έγγρ. 17604/1). Δυστυχώς, δεν αναφέρεται το όνομα ή το επώνυμο του πεθερού του. Απ’ όσα ομολογεί η ίδια η Αγγελική, δεν προκύπτει αν ο Ιωάννης Συλίβεργος ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε κτηματική περιουσία ή όχι («εγώ δεν είχα πατρικά πολλά», έγγρ. 46257).
Από έγγραφο του έτους 1776 (έγγρ. 17150) μαθαίνουμε και το όνομα της μητέρας της Αγγελικής, η οποία εκαλείτο Ευδοκία. Επίσης μαθαίνουμε ότι το έτος εκείνο ο Ιωάννης Συλίβεργος είχε αποβιώσει. Πρόκειται για ένα πατριαρχικό επιτίμιο, που απευθύνεται προς τον τότε Μητροπολίτη Ναυπλίου και Άργους και στρέφεται κατά του Αργείτη Τζώρτζη Χρυσοχόου, στον οποίο «η Ευδοκία, γυνή του θανόντος Γιάννη Συλιβέργου και οι εξ αυτού υιοί της, ο Αναστάσιος και Λιμπέρης» είχαν δανείσει 300 γρόσια, τα οποία αυτός αρνείτο να τους επιστρέψει με διάφορες προφάσεις.
Από άλλο έγγραφο της 30 Οκτωβρίου 1781, δηλ. προικοσύμφωνο των όσων δίνει «η κυρία Ιωάννη Συλλιβέργου μετά του υιού της Αναστασίου» ως προίκα σε θυγατέρα της (έγγρ. 17159), μαθαίνουμε ότι υπήρχε και αδελφή Κωνσταντία.[7] Το έγγραφο υπογράφει ο συμπέθερός τους Δημ. Περρούκας και άλλοι Αργείτες, μεταξύ των οποίων και ο ανωτέρω αναφερθείς Τζώρζης Χρυσοχόος, ενώ στο πίσω μέρος καταγράφονται όσα πράγματα εδόθησαν στην νύφη ως «προγαμιαία δωρεά». Τέλος, από τη διαθήκη της Αγγελικής προκύπτει ότι είχε και άλλην αδελφή, ονόματι Ελένη (έγγρ. 46256). Σε ιδιόχειρο έγγραφο του Δημ. Περούκα του έτους 1842 (έγγρ. 49598) δίνονται τα εξής ονόματα αδελφιών της Αγγελικής: Ζωή, Ελένη, Ξανθή και Αναστάσιος. Χρόνος του γάμου της προσδιορίζεται το έτος 1782.
Κατά τον Αργείο συγγραφέα Δημ. Κ. Βαρδουνιώτη,[8] που πρώτος συγκέντρωσε, μελέτησε και φρόντισε για την αποστολή του Αρχείου Περρούκα στην Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα, η μητέρα της Αγγελικής ήταν γόνος της οικογένειας Νοταρά. Ο συγγραφέας φαίνεται να στηρίζεται σε σχετική αναφορά του επιτάφιου επιγράμματος της Αγγελικής Περρούκα, που έχει διασωθεί, και το οποίο θα ιδούμε παρακάτω. Ενδέχεται όμως από το γένος Νοταρά να μην ήταν η ίδια η μητέρα της, αλλά ενδεχομένως η γιαγιά της ή άλλος απώτερος πρόγονός της. Οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις Περρουκαίων και Νοταράδων είναι προφανείς από την συχνή μεταξύ τους αλληλογραφία και τον τρόπο που προσφωνούν αλλήλους, αλλά δεν προκύπτει η ακριβής συγγενική σχέση τους. Πάντως είναι ενδεικτικό, ότι σε κάποια επιστολή του ο Χαραλάμπης Περρούκας αποκαλεί τον Σωτήριο Νοταρά «μπάρμπα» (=θείο) (έγγρ. 17340/50 του 1817).
Από την αλληλογραφία της Αγγελικής Νικ. Περρούκα, αντλούμε πολλές πληροφορίες για την ίδια και το χαρακτήρα της, αλλά και ευρύτερα για τον οικογενειακό βίο των Περρουκαίων και για άλλα πρόσωπα και πράγματα εκείνης της εποχής. Στα γράμματά της εκφράζεται αβίαστα και αφτιασίδωτα ο ψυχικός κόσμος της, τα μητρικά της αισθήματα, αλλά και ο ανθρώπινος πόνος μιας απλής γυναίκας και μάνας, που πολλά είδε και πολλά έπαθε στη ζωή της.
Ήδη από την πρώτη επιστολή της προς τον Δημήτριο, βεκίλη της Πελοποννήσου στη Βασιλεύουσα, τον Απρίλιο του 1817, η Νικολίνα Περρούκα, παρόλο ότι η οικογένειά της βρίσκεται στον κολοφώνα της δόξας και της ακμής της, δεν μπορεί ως μάνα να κρύψει τον πόνο της για τον ξενιτεμό των δυο παιδιών της, του Δημήτρη στην Πόλη και του Χαραλάμπη στην Πάτρα. Όπως γράφει στο Δημήτριο: «εγώ όμως ούτε γράμμα με παρηγοράει, ούτε άλλο με παρηγοράει. Άναψε η λύπη της υστέρησής σου και παρηγοριά δεν έχω».
Θεωρεί βέβαια σημαντική την τιμή που έγινε στο γιο της, αλλά ως γνήσια μάνα νιώθει στην καρδιά της άλλα αισθήματα: «ναι μεν ετιμήθης και το όνομά σου έγινε μεγάλου ανθρώπου και το σπίτι εβάστηξες, όμως δια μένα είναι μεγάλη λύπη, τόσον δια την ευγενείαν σου, όσον και δια τον άλλον (ενν. τον Χαραλάμπη), οπού και εκείνον τον υστερήθηκα». Και επιλέγει, με απλές και αφελείς σκέψεις και με κατάρες για τον αίτιο: «ανάθεμα την ώρα οπού έγινε της Πόλης ο πηγαιμός δια λόγου μου, της δυστυχισμένης μάνας, οπού σας ακούω και δεν σας βλέπω. Τώρα όμως η ευγενεία σας δεν με πιστεύετε ότι είσαστε παιδιά. Σαν ο θεός σας αξιώσει να κάμετε παιδί, τότε καταλαβαίνετε τι πόνο έχει το παιδί. Κόψε ένα δάχτυλο από το χέρι σου, να ιδείς σε πονεί. Έτσι έχω εγώ τρεμούλα δια λόγου σου. Όποιος ήταν αίτιος να γένη ο πηγαιμός της Πόλης, από το θεό να το ΄βρει, οπού σε χώρισε από (μ)προστά μου». Πάντως, και πάλι ως μάνα, διατηρεί την ελπίδα του γυρισμού: «Πάλι ελπίζω στο Θεό να με αφήσει να σε ιδώ, και αν [μ]πεθάνω, να πάω ήσυχη» (έγγρ. 17338/6).
Συχνότατα, και μάλλον δικαιολογημένα, είναι τα παράπονα της Αγγελικής για μη λήψη γραμμάτων από τα παιδιά της, που ασφαλώς είχαν κι αυτά τις δικές τους σκοτούρες. Ειδικά παράπονα διατυπώνει κατά του Δημητρίου, για τον οποίο έχει τη γνώμη ότι την ξέχασε: «εγώ, παιδί μου, βλέπω οπού εξεπόνεσες από μένα, ότι είμαι αμαρτωλή και οι αμαρτίες μου ήτον πολλές». Επειδή δεν της γράφουν, και μη γνωρίζοντας την αιτία, ομολογεί ότι: «χάνω το νου μου δια μυρίους συλλογισμούς» (17352/54).
Μετά την Επανάσταση, καταφεύγει στο Λεωνίδιο απελπισμένη. Ο γιος της Ιωάννης πέθανε, ο Δημήτριος είναι μακριά στην ξενιτιά και ο Χαραλάμπης βασανίζεται μόνος του για τα κοινά, «οπού εκείνος και λιθάρι να ήταν έπρεπε να τρυπήσει, ένας άνθρωπος με δίχως να έχει ένα συγγενή να του ειπεί τα βάσανά του», όπως γράφει η ίδια (έγγρ. 46666). Δεν χάνει όμως την πίστη της και την ελπίδα της στο Θεό: «Εγώ ήμουνα άλλοτε, οπού είχα τους προκομένους υιούς, και έφτασα να απελπιστώ, να είμαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου, ας έχει δόξα ο θεός, γενηθήτω το θέλημά Του». Σε άλλο σημείο γράφει: «τρέχετε και οι δύο δια το Γένος, ας έχει δόξα ο Κύριος και η Παναγία να σας φυλάξει, να τα βγάλετε ε(μ)πρός. Ημείς όμως δεν το πιστεύω δια να τα βγάλουμε πέρα, ότι η ηλικία μας δεν συγχωρεί ούτε λύπες, ούτε στενοχώριες» (έγγρ. 45771). Το έτος 1822 η Αγγελική μετέβη στα Κύθηρα για να επισκεφθεί το γιο της Δημήτριο. Το έτος εκείνο η Πελοποννησιακή Γερουσία εξέδωσε Γενική Διαταγή (έγγρ. 74345), για να μην πειράξει κανείς την αρχόντισσα κατά τη μετάβασή της εκεί.
Τον Σεπτέμβριο του 1823 γράφει στον Δημήτριο: «Να ’χεις την ευκή μου, ν’ αποφασίσεις τον ερχομό σας με το καράβι, οπού ευτού έρχεται με παντιέρα εγγλέζικη. Δεν ημπορώ να υποφέρω τον χωρισμό σας και πάσκισε ν΄ αποφασίσεις τον ερχομό σας να σε ιδώ, να μην [μ]πεθάνω και πάω με τον καημό». Και παρακάτω: «δεν ημπορώ να (β)λέπω τις μανάδες, να καίγομαι, οπού έχουν τα παιδιά τους ο(μ)πρός τους και γω στερημένη. Βάλε ο(μ)πρός την ελπίδα του Θεού και αποφάσισέ το. Πάλι να έχεις την ευκή του Θεού, να κατέβεις» (έγγρ. 46696). Όταν έλαβε γράμμα ότι ο Δημήτριος σκοπεύει να επιστρέψει, του γράφει: «είδον, παιδί μου, και την απόφασίν σας και υπερεχάρηκα, και ο άγιος Θεός να σου δώσει νεύση να το αποφασίσεις με την ευκή της Παναγιάς μια ώρα αρχύτερα και συντομότερα. Να γένει ο γιαλός λάδι, δια να σε φέρει υγιή και καλά, να σε απολάψω με υγεία» (έγγρ. 46697).
Αλλά και το 1824 προσκλαίεται στο Δημήτριο: «πρέπει να στοχαστείς ότι είμαι εις την υστερινή μου ώρα. Εγώ έπαθα του Ιώβη τα βάσανα και ο Κύριος να μου δώσει και την υπομονή του. Παιδί μου, να σου δώσει η Παναγιά μίαν υπομονή και να κάμεις μεγάλο ψυχικό, να έλθεις στο σπίτι σου…». Για να καταλήξει: «αν έχεις φόβον Θεού, να λυπηθείς την μάνα που σε γέννησε. Να μην την γελάσεις, αφήσεις και την γελάσει ο κόσμος…Δεν σε ωφελεί τίποτις, αν δεν προφτάσεις να πάρεις την ευκή μου και να με θάψεις με τα χέρια σου» (έγγρ. 46143). Τα ίδια σχεδόν επαναλαμβάνει σε λίγους μήνες, με μητρικές παραινέσεις: «αν έχεις φόβον Θεού και (ν)τροπή του κόσμου, ν΄ αφήσεις όλας σου τας υποθέσεις, να έλθεις το γληγορώτερο. Και να μπεις σε καράβι μεγάλο, ότι είναι χειμώνας. Και ο ερχομός σας να γίνει από τη Ζάκυνθο…» (έγγρ. 46410).
Επίσης το 1825 γράφει στο Δημήτριο δια χειρός Γ. Σκαλίδη:[9]
«Και χθες δια Ζακύνθου σας έγραψα από την θλίψη της ψυχής μου βιασμένη. Σήμερον από γράμμα του κυρίου Σαρηγιάννη έμαθον την υγείαν σου και την εις Σβίτζεραν (=Ελβετίαν) διατριβήν σου. Μόλις παρηγορήθην ολίγον, πλην αν δεν σε ιδώ, δεν παύουν τα δάκρυα από τα μάτια μου. Πόσας θλίψεις, πόσας περιφρονήσεις, πόσας ταλαιπωρίας δοκιμάζω είναι αδύνατο να σε περιγράψω. Τούτο μόνον σε λέγω, ότι ή με προφθάνεις ζωντανήν ή δεν με προφθάνεις. Όθεν να έχεις την ευκή μου, παράβλεψε κάθε άλλην υπόθεσίν σου ή κοινήν ή μερικήν, και χωρίς να ιδείς ή προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά τρέξε εις τας τρισαθλίους αγκάλας μου. Μην αφήσεις να με θάψουν άλλοι. Αυτήν και μόνον την αμοιβήν σε ζητώ, διότι σε εγέννησα και διότι σε ανέθρεψα. Και αν η ψυχή σου δεν απελιθώθη, μην παραβλέψεις τα μητρικά μου δάκρυα. Ενθυμήσου ότι είναι Θεός, και μην υποφέρεις να βαρυθυμήσω. Υιέ μου, Δημήτριε, μην αυξάνεις τας πληγάς μου με την αργοπορίαν σου, μόνον πρόφθασε, πρόφθασε, πρόφθασε» (έγγρ. 46151).
Για μια φορά ακόμα παραπονείται στο Δημήτριο δια χειρός Γ. Σκαλίδη ότι έχει 6 μήνες να λάβει γράμμα του. Και προσθέτει:
«Η ψυχή σου δεν ήτον ποτέ τοιαύτη, να αρνηθείς την πολυπικραμένην μητέρα σου και μάλιστα ενώ ηξεύρεις ότι έμεινες η μόνη παρηγορία μου. Πώς λοιπόν τώρα μετεβλήθης; Πώς υποφέρεις να παραβλέπεις την τρισαθλίαν μητέρα σου μέσα εις τόσας πληγάς, μέσα εις τόσα βάσανα; Αχ, υιέ μου, γλυκύτατέ μου υιέ, δεν ημπορώ να σε παραστήσω τας πληγάς μου, εις τας οποίας δεν βλέπω καμμίαν άλλην θεραπείαν, ειμή μόνον τον καλόν σου ερχομόν…».
Για να συμπληρώσει με το ίδιο το χέρι της η Αγγελική: «Παιδί μου Δημήτριε, δεν υποφέρω πλέον τον χωρισμό σου, δεν υποφέρω την αδιαφορία σου, δεν στοχάζομαι δια ποία αιτία έγινε τούτο. Δεν λέγω άλλο: δια τας πολλάς μου αμαρτίας» (έγγρ. 46150). Και σε άλλη επιστολή της προς το Δημήτριο του έτους 1826 γράφει με μητρική πικρία: «Παιδί μου, δεν ημπορώ να παραστήσω τη λύπη της ψυχής μου, οπού έχω δια την ευγενεία σου και ως βλέπω εστάθης το άπονο παιδί η ευγενεία σου, να με υστερήσεις τόσους μήνους τα γράμματά σου, δεν με ελυπήθης τις συμφορές οπού με ήβραν, να μου γράψεις δια παρηγορίαν μου» (έγγρ. 46382).
Εννοείται ότι σε όλη την αλληλογραφία της Αγγελικής Περούκα μόνιμη είναι η επιθυμία και λαχτάρα της να ιδεί το γιο της Δημήτριο, «δια να αναπαυθή η ψυχή μου, όσον είμαι εν τοις ζώσιν» (έγγρ. 48812), «η μεγαλύτερη χαρά μου είναι να σε ιδώ ογλήγορα» (έγγρ. 48876), «επιθυμώ να τελειώσης την υπόθεσίν σας, δια να σας έχω πλησίον μου και με αυτό να παρηγορούμαι» (έγγρ. 48770).
Επίσης δεν παραλείπει να ερωτά τα παιδιά της για την υγεία τους και να τους γνωστοποιεί τη δική της:
«σας ειδοποιώ ότι πάλι εζαμπούνεψα, όμως ας έχει δόξα ο Κύριος είμαι καλύτερα και οι λύπες με σικλετίζουν, τόσον της ευγενείας σου, ωσάν και του Χαραλάμπη ένα ζαϊφλίκι των νεύρων, και ήτον φερμένος δια το σιόρ Αυγουστή, ας έχει δόξα ο Κύριος. Ερχάμενος ολίγο ησύχασε και είναι καλύτερα» (έγγρ. 17352/39). Γράφει στον Χαραλάμπη: «να μας ιδεάσετε δια την υγεία σας, και να μην λυπηθείς άλλον, (παρά) εμένα, οπού είδες το χάλι μου και πίκρες και συλλοϊσμούς δεν σηκώνει..» (έγγρ. 17352/54). Δεν διστάζει να τονώσει το ηθικό του Δημητρίου και να του δώσει θάρρος: «δεν ε(ν)τρέπεται η ευγενεία σου να είσαι παληκάρι, να ακούω ότι ζα(μ)πουνεύεις και δεν κάνεις καλή καρδιά να χαίρεσαι και τη νεότη σου και την γνώση σου, οπού ο Θεός σου χάρισε, πλην λυπείσαι δια εμάς. Τελείως να μην συγχίζεσαι, πλην να κάνεις κουράγιο και ο θεός θέλει μας ανταμώσει ε(ν)τός ολίγου» (έγγρ. 45771 του 1822).
Τον Νοέμβριο του 1822 γράφει στο Δημήτριο από το Γεράκι: «δεν μου γράφετε την υγεία σας να πληροφορεθώ, οπού κο(ν)τέβω να χάσω το νου μου από την έννοια σας. Έχω μια παρηγοριά, ότι η ευγενεία σας είστε σε σίγουρο τόπο και είναι η ψυχή μου αναπαμένη. Γράψετέ μου και την υγεία σας να ησυχάσω… Να έχεις την ευκή μου, να μου γράφεις την υγεία σου» (έγγρ. 45773).
Σημαντικές είναι οι ειδήσεις που αντλούμε από την αλληλογραφία της Αγγελικής για τις μετακινήσεις της οικογένειας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Έτσι μαθαίνουμε ότι κατά το έτος 1822 τον μήνα Μάρτιο οι Περρουκαίοι ευρίσκονται για προστασία στο Λεωνίδιο. Όπως γράφει η Αγγελική σε σχετική επιστολή της «υγιαίνομεν ευρισκόμενοι εις το Λενίδι, τα καλύβια του Πραστού». Εκεί παρέμεναν ασφαλείς υπό την προστασία των Τσακώνων (έγγρ. 46608).
Με μεταγενέστερη επιστολή της δίδει την πληροφορία ότι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του ιδίου έτους έφυγαν από το Λενίδι και πήγαν στον Κοσμά και ακολούθως πέρασαν στο Γεράκι, καθ΄ υπόδειξιν του Χαραλάμπη (έγγρ. 46608). Εκεί διέμεναν στο σπίτι του προεστού του Γερακίου και κουμπάρου τους Νικολού Παπαγιώργη (45771). Η Αγγελική δεν ήταν ευχαριστημένη από τη διαμονή της εκεί, αφού θεωρούσε ότι βρισκόταν «σε μια εξορία ανυπόφερτη… εις μία τυραννία, στενό τόπο, οπού είναι δια ζώα όχι ανθρώπους» (έγγρ. 46700). Περισσότερο λυπόταν, γιατί δεν μπορούσε να βγει έξω από το σπίτι, αφού, ιδιαίτερα μετά το σκοτωμό του Κρεββατά (Νοέμβριο 1822) καθημερινοί ήσαν οι «πόλεμοι ολόγυρα» μεταξύ των Μανιατών, ώστε υπήρχε κίνδυνος να γλυτώσουν από τους Τούρκους και «να τους σκοτώσουν οι Ρωμαίοι» (έγγρ. 45772). Από το άλλο μέρος χαιρόταν γιατί βρισκόταν «κο(ν)τά στο Μαραθονήσι» (σημερινό Γύθειο), όπου θα μπορούσε να λαμβάνει ευκολότερα τα γράμματα του Δημητρίου από το εξωτερικό. Όπως τον πληροφορούσε, στο Μαραθονήσι μπορούσαν να παίρνουν τα γράμματά της ο Αντωνάκης και ο καπετάν Γεωργάτζης Θωμόπουλος, που ήσαν φίλοι του κουμπάρου τους Νικολού (Παπαγιώργη ή Γερακίτη). Στο Μαραθονήσι βρίσκονταν επίσης τρεις ακόμα Αργείτες, και οι τρεις κουμπάροι τους, ο Ανυφιώτης, ο Γουναριάνος και ο Ζεγκίνης (έγγρ. 45771, 45776). Στα τέλη Μαρτίου 1823 άφησαν το Γεράκι και επέστρεψαν στο Ναύπλιο.
Από άλλο έγγραφο φαίνεται ότι πολλά πράγματά της (χαλκώματα, οικιακά σκεύη, ρουχισμό και βιβλία) είχε στείλει η οικογένεια Περρούκα για εξασφάλιση στην απρόσιτη μονή της Παναγίας Έλωνας, μεταξύ Λεωνιδίου και Κοσμά (έγγρ. 46415). Επίσης ότι πράγματα της «δοτόραινας», δηλ. της Ευγενίας, είχαν αποστείλει στον κουμπάρο του Σωτήρη Περρούκα Δημ. Κριεζή στην Ύδρα (είχε βαφτίσει το γιο του Σωτήρου, Γεώργιο, έγγρ. 17350/8), ο οποίος όμως ισχυρίστηκε αργότερα ότι τα πράγματα αυτά εκλάπησαν από κάποιον άγνωστο δράστη που μπήκε στο σπίτι του (έγγρ. 46417, 17504/9). Όπως όμως δηλώνει η Αγγελική, κανένας δεν τον πίστεψε. Μάλιστα προσθέτει ότι «εκείνο εστάθη ο θάνατός της (δηλ. της Ευγενίας) από τη λύπη της, και μ΄ άφησε έρημη. Εκείνος ο θάνατος εστάθη η δυστυχία η δική μου, ότι ήταν ένας άνθρωπος οπού δεν εματάγινε» (έγγρ. 46383).
Το καλοκαίρι του 1826, η Αγγελική μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους (την οικογένεια του Αναστασίου Χαραλάμπη από 14 άτομα, την ανιψιά της Ελένη Σ. Περρούκα, τον Γ. Σκαλίδη, τη δούλη της Μαρία, την κόρη της Ευδοκία Ζαΐμη με δύο τέκνα της) μετέβησαν στα Κύθηρα, κατόπιν προτροπής της Διοίκησης, για να ανακουφισθεί από τον συρρεύσαντα εκεί πληθυσμό η πόλη του Ναυπλίου. Διασώζεται το «κοντράτο» (ναυλοσύμφωνο) μεταξύ του Αναστασίου Χαραλάμπη και του καπετάνιου Αναστασίου Αρσένη από την Ιθάκη, για τη μεταφορά 40 ψυχών στο Τσιρίγο «εις την σκάλαν του Καψαλιού», μαζί με τις αποσκευές τους, με την μπομπάρδα «Τηλέμαχος» με σημαία Ιωνική (=Ιονική) (έγγρ. 17414 και 46375, όπου και οι λεπτομερείς όροι του ναυλοσυμφώνου).
Στα Κύθηρα, όπου είχαν συρρεύσει και πολλοί άλλοι πρόσφυγες από την Πελοπόννησο, και όχι μόνο, συνάντησαν και τον Δημήτριο, που είχε ήδη επιστρέψει από το εξωτερικό. Εκεί στις 26 Αυγούστου/7 Σεπτεμ. 1826 άνοιξαν και δημοσίευσαν ενώπιον του νοταρίου της Χώρας (Κυθήρων) Ιωάννου Γεωργίου Λαζιώτη και των μαρτύρων Μιχαήλ Ιατρού, Ιωάννη Χαραλάμπους και Γεωργίου Σκαλίδη τη διαθήκη του μακαρίτη Χαραλάμπη (έγγρ. 46364). Εκεί επίσης συνέταξαν και διάφορα άλλα έγγραφα (πληρεξούσια, διαμαρτυρικά, κλπ.), σχετικά με υποθέσεις τους. Δυο χρόνια περίπου αργότερα, δηλ. το Φεβρουάριο του 1828, επέστρεψαν στο Ναύπλιο, με τη γολέτα «Ποσειδών», ελληνικής σημαίας, με καπετάνιο τον Γεώργιο Δεδάκη. Διασώζεται και αυτό το από 23 Φεβρουαρίου 1828 ναυλοσύμφωνο επιστροφής από το Τσιρίγο (Κύθηρα) στο Ναύπλιο μέσω Σπετσών είκοσι ατόμων της ευρύτερης οικογένειας Περρούκα, με τους φίλους, συγγενείς και όλα τα πράγματά τους, με όλους τους όρους της σύμβασης (έγγρ. 17426).
Στην αλληλογραφία της Αγγελικής Περρούκα βρίσκουμε και γενικότερες ειδήσεις, δηλ. πέραν των στενών οικογενειακών της υποθέσεων. Έτσι, σε επιστολή της του 1819 εκφράζει τη λύπη της για «το μισεμό του άρχον Δραγουμάνου, ότι ήτον παλαιός φίλος» (έγγρ. 17361/15).[10] Επίσης αναφέρει ότι εσκοτώθη ο Κρεββατάς (έγγρ. 45772), ότι επάρθη το Ανάπλι (46608), ότι το Μεσολόγγι βαστάει καλά (έγγρ. 46382), ότι πέθανε ο άρχοντας Σωτήρης Χαραλάμπης (έγγρ. 46382), κλπ.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Αγγελική Περρούκα διέμενε στο Άργος, συντροφιά με τις αναμνήσεις, τις αρρώστιες και τα προβλήματα της ηλικίας της. Όπως φαίνεται από τα γράμματά της, κάνει δίαιτα, της κολλούν αβδέλλες, τα δάχτυλα του χεριού της παθαίνουν ακινησία, έχει διάρροιες, τέσσερες μήνες είναι κατάκοιτη, κλπ. κλπ. Πολύ συχνά παραπονιέται για την υγεία της, αλλά υπομένει στωικά τις δυσκολίες. Όπως γράφει: «εκείνο που με τυραννεί είναι η νύχτα, μα τί να κάμω;». Ή: «τούτη η ζωή δεν ευχαριστεί βέβαια τον άνθρωπον, αλλά τί να κάμω, αφού με ευρήκε; Γενηθήτω το θέλημά Του» (έγγρ. 48812).
Τώρα, τα γράμματα που στέλνει στο Δημήτριο τής τα γράφουν άλλοι, αυτή απλώς υπογράφει («αγγκεληκη περουκα») ή προσθέτει στο περιθώριο ένα μικρό υστερόγραφο. Πολλές αναφορές στην «κυρούλα» τους κάνουν και οι εγγονές της Αγγελική και Ελένη, κόρες της Ευδοκίας, οι οποίες ήδη έχουν μεγαλώσει και αλληλογραφούν με το θείο τους Δημήτριο (έγγρ. 48730, 48742, 48753, 48754, 48756, 48757, 48762, 48763, 48776), αλλά και η ίδια η Ευδοκία, στην πυκνή αλληλογραφία της με τον αδελφό της (έγγρ. 48834, 48836, 48845, 48849, 48860).
Από την αλληλογραφία της Νικολίνας Περρούκα συνάγουμε επίσης πληροφορίες για την περίφημη υπόθεση της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη Περρούκα, η οποία οδήγησε σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες τον Δημήτριο Περούκα, τόσο εναντίον των κληρονόμων τού Προκοπίου Καρτσιώτη στην Τεργέστη, όσο και των πρώτων εξαδέλφων του στη Ελλάδα, στην οποία παραπάνω αναφερθήκαμε.[11]
Από τα γραφόμενα της Αγγελικής, και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, δημιουργείται η εντύπωση ότι ανάμεσα στα πράγματα της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη, που εδόθησαν προς φύλαξη στον Προκόπιο Καρτσιώτη στην Τεργέστη το 1822 ή αρχές του 1823, υπήρχαν πράγματι αντικείμενα (χρήματα και έγγραφα), όχι μόνο του Χαραλάμπη Περρούκα, αλλά και του θείου του Σωτήρη, όπως και της «δοτόραινας», δηλ. της Ευγενίας (κόρης της Αγγελικής). Από επιστολή της προς τον γιο της Δημήτριο από 5 Μαρτίου 1823, η Αγγελική δείχνει να μην έχει αμφιβολίες για αυτό. Γράφει σχετικά: «του κυρ Σωτήρου είναι μια κασέλα πολλά μικρή, οπού είναι εδική του και ένας μουσιαμάς χαρτιά του σπιτιού». Επίσης σε επιστολή της από 14 Φεβρουαρίου 1824, προτρέπει τον Δημήτριο: «Πέρασε από τη Τριγέστη και συμμάζωξε το πράμα του αδελφού σου και πατέρα σου τα χαρτιά, ότι θέλουν τα παιδιά (ενν. του Σωτήρη Περρούκα) τα χαρτιά τους και μ΄ έρρεψαν, και κατέβασέ τα εις τον Αλέξιο Στεφάνου…» (έγγρ. 46143).
Σε άλλη επιστολή της από 28 Νοεμβρίου 1824, ήτοι μετά το θάνατο του Χαραλάμπη, γράφει στο Δημήτριο ότι οι τρεις επίτροποι του θανόντος, Σωτήριος Χαραλάμπης, Μιχαλάκης Ιατρός και κυρ Σταματέλος (Αντωνόπουλος) έγραψαν γράμματα στον Αλέξιο Στεφάνου στη Ζάκυνθο. «Τώρα αποφάσισαν ότι να γράψουν τα παιδιά (του Σωτ. Περρούκα) να φέρουν τα χαρτιά τους από Τριγέστι (τα οποία ευρίσκονται) εις το χέρι του Καρυκιώτη, να έλθουν εις το χέρι του Αλεξίου εις τη Ζάκυνθο. Ίσως γράφουν να έλθουν εις το Ανάπλι. Μέσα εις ένα σεπέτι είναι του πατέρας τους ένα κεμέρι και μια σακκούλα με χαρτιά, μαζί με του πατέρα σου, τα δε άλλα είναι της δοτόραινας και αδελφού σου Χαραλάμπη…» (έγγρ. 46410).
Εξάλλου σε επιστολή της, της 28 Νοεμβρίου 1825, την οποία συνυπογράφει και η Ευδοκία, η Αγγελική αναφέρει δια χειρός Γεωργίου Σκαλίδη:
«Ένα χρόνο τώρα ταλανίζομαι. Εν από τα μεγαλύτερα βάσανά μου είναι η απαίτησις των εξαδέλφων σας, οι οποίοι το μεν στενοχωρούμενοι, το δε υποπτευόμενοι, ζητούν από εμέ το εις Τριέστι εις χείρας του κυρίου Καρτζιώτου πράγμα των, μαθόντες μάλιστα ότι εμποδίσθη από μέρους σας. Επειδή δε ο κύριος Καρτζιώτης ζητεί τας υπογραφάς των κληρονόμων του μακαρίτου Χαραλάμπους, δια να τα δώση, οι ενταύθα γράφομεν το περικλειόμενον προς την εντιμότητά του. Παρακαλώ δε και την ευγενείαν σας, διευθύνων το εσώκλειστον, να τον γράψετε και εκ μέρους σας και να του δώσετε την ορδινίαν να ακούση την διαταγήν των τέκνων του μακαρίτου κυρ Σωτήρου δια το εδικόν τους πράγμα, δια δε το εδικόν μας, όπως κρίνετε συμφερότερον η ευγενεία σου οικονόμησέ το ως νοικοκύρης» (έγγρ. 46147).
Βέβαια με μεταγενέστερη επιστολή τους προς τον ίδιο τον θεματοφύλακα της παρακαταθήκης Προκόπιο Καρτσιώτη από 8 Ιουλίου 1827 (έγγρ. 46380) οι δύο κυρίες εδήλωσαν ότι το 1825 αναγκάσθηκαν από τους αδελφούς Αποστόλη και Γεώργιο Σωτ. Περρούκα να γράψουν προς την ευγενεία του «να τους δοθή πράγμα τους ευρισκόμενο τάχα εις χείρας της ευγενείας σας…», χωρίς να έχουν πλήρη γνώση των πραγμάτων και χωρίς να έχουν ιδεί τη διαθήκη του Χαραλάμπη, η οποία άνοιξε μόλις το 1826, όταν επανήλθε στην Ελλάδα ο Δημήτριος, κατά ρητή επιθυμία του διαθέτη. Επομένως ότι τότε ευρίσκονταν σε πλάνη και ενήργησαν υπό το κράτος ψυχολογικής βίας («εβιάσθημεν»), και ότι «ελήφθησαν παρ΄ ημών τα ειρημμένα γράμματα κατά την θέλησιν και τα λεγόμενα εκείνων», όχι κατά την πραγματική τους βούληση.
Από την αλληλογραφία της Νικολίνας Περρούκα δεν λείπουν και εντελώς οικογενειακές και εμπιστευτικές υποθέσεις, όπως η περίπτωση κάποιας πρότασης συνοικεσίου που έγινε προς την Αγγελική για το γιο της Δημήτριο με μια νεαρή ανεψιά του Πανούτζου Νοταρά, κόρη του Σωτηρίου Νοταρά, ηλικίας μόλις δεκαπέντε ετών κατά το 1829, κάτι που προφανώς εύρισκε την Αγγελική απολύτως σύμφωνη. Τρεις επιστολές της προς το Δημήτριο έχουν γραφεί για αυτό το θέμα. Με διπλωματικότητα αρνήθηκε να δεσμευτεί η ίδια:
«εγώ καμμίαν απόκρισιν δεν έδωσα, λέγοντάς του ότι η ευγενεία σας είσθε εις ηλικίαν να αποφασίσετε ό,τι σας αρέσει και ημπορούν να σας το ειπούν κατευθείαν. Εγώ, παιδί μου, δεν ημπορώ να σας δώσω άλλην συμβουλήν, παρά πως δεν ευρίσκεται άλλο σπίτι με τόσην κατάστασιν και υπόληψιν, μήτε εδώ μήτε εις Ευρώπην».
Ως μητέρα δεν κρύβει τη χαρά της και σε επόμενο γράμμα της, τονίζοντας μάλιστα ότι «τούτο, παιδί μου, είναι πράγμα από τον θεόν τον άγιον αποφασισμένον» (έγγρ. 46074, 46072 και 46073). Στα ανταλλασσόμενα γράμματα περιγράφονται οι τρόποι ολοκληρώσεως του συνοικεσίου με την απαιτούμενη στις περιπτώσεις αυτές μυστικότητα και διακριτικότητα.
Από τις επιστολές της Αγγελικής μαθαίνουμε επίσης λεπτομέρειες για το θάνατο του κουνιάδου της Σωτήρη και του γιου της Χαραλάμπη. Έτσι για το Σωτήρη γράφει ότι «έπεσε με τελίριο, ούτε διαθήκη έκαμε, ούτε εξομολογήθη καθώς έπρεπε» (έγγρ. 46382), ενώ για τη διαθήκη του Χαραλάμπη γράφει ότι «εκείνη, παιδί μου, έγινε την ύστερη ώρα και τίποτις δεν διαλαμβάνει, μόνον διορίζει τα ψυχικά του, άλλο τίποτε δε λέγει. Επειδή ευρεθήκαμε στο Άργος και κανείς δεν ήθελε να έμπει να του το ειπεί, οι επίτροποι δεν ηθέλησαν να την ανοίξουν, επειδή επαράγγειλε να έλθει ο αδελφός του και τότε ν΄ ανοίξει» (έγγρ. 46383).
Δεν χρειάζεται να τονιστεί ότι στις επιστολές της Αγγελικής κυριαρχούν οι διάφορες παραγγελίες και εντολές προς τα παιδιά της για να της εκτελέσουν μερικές επιθυμίες και να της στείλουν πράγματα που θέλει, όπως γιατρικά και φάρμακα, ρούχα, αντεριά, πουκάμισα και τζουμπέδες, φερετζέδες, σάλια, γεμενιά, υποδήματα, υφάσματα για την κατασκευή διαφόρων ενδυμάτων και φορεμάτων, παπλώματα, δαχτυλίδια, κλπ.
Από τη μεριά της αυτή τους στέλνει διάφορα «κεράσματα». Έτσι, το 1818 στέλνει στο γιο της Δημήτριο «δέκα ψωμιά και ένα φωκά (=είδος αγγείου) γλυκό». Το 1822 γράφει στον Χαραλάμπη «να βάλεις τον Φλόκα (επιστάτη τους στο Άργος) να μας αλέσει σιτάρι, να στείλει και άλλο τίποτα, οπού είμαι στενοχωρημένη από όλα. Τί να πρωτοαγοράσω, οπού έχω φαμελιά» (έγγρ. 45778). Τον ίδιο χρόνο γράφει στον Χαραλάμπη από το Γεράκι ότι «σιτάρι εδώ δεν βρίσκεται, αλλούθε το φέρνουν, σιταροκριθή δεκαοχτώ γρόσια τριά(ν)τα οκάδες». Παρακαλεί λοιπόν τον Χαραλάμπη να στείλει τον Νικολή (Φλόκα) να πάει στο Λεωνίδι, να πάρει και να τους στείλει 200 οκάδες και «από τ΄ άλλα κυβερνάμε όπου ημπορέσομεν» (έγγρ. 45772). Ιδιαίτερα στον Δημήτριο, που το 1823 βρίσκεται στα Κύθηρα και του οποίου αναμένει μέρα με την ημέρα τον ερχομό, επαναλαμβάνει φορτικά πολλές παραγγελίες και εντολές για το ποια πράγματα να φέρει μαζί του όταν έλθει και ποια να αφήσει στα Κύθηρα, «σε καλά χέρια, ότι δεν χρειάζουνται» (έγγρ. 46696), ή: «εγώ και πάλι σας έγραψα ότι όσα είναι εις φορτζέρια και εις τα τέγγια να μείνουν, ειδέ τ΄ άλλα όλα να έρθουν» (έγγρ. 46697).
Είναι φυσικό, ως καλή και υπεύθυνη νοικοκυρά, να γνωρίζει με λεπτομέρειες τη θέση κάθε πράγματος, τον τόπο που ευρίσκεται, πού ακριβώς είναι τοποθετημένο και πώς είναι συσκευασμένο (στο μπαούλο, στο δισάκι, στο σεπετάκι, στη κασέλα, στο κιλίμι, στο φορτσέρι, στο μποχτζιά, στα τέγγια, κλπ.). Επίσης γνωρίζει ποια πράγματα είναι δικά της, ποια της νύφης της, ποια του Παναγή (Ιωαννούση), ποια «τω μπαιδιών» (τέκνων του Σωτήρη Περρούκα). Η ίδια διαχειρίζεται τα πράγματα και τα χρήματα, που έχει πάρει μαζί της, ή της έστειλε τον Απρίλιο του 1822 ο Χαραλάμπης στο Λεωνίδιο προς φύλαξη (έγγρ. 45770), ώστε σε πρώτη ζήτηση είναι σε θέση να τα βρίσκει και να τα αποστέλλει. Έτσι, σε επανειλημμένες επιστολές του Χαραλάμπη τού αποστέλλει διάφορα πράγματα ή ποσά χρημάτων σε μαχμουτιέδες (έγγρ. 46597, 45598, 46599), ή γρόσια (έγγρ. 45770).
Είδαμε ότι επιτακτική είναι πάντα η παράκληση της Αγγελικής προς τον γιο της Δημήτριο να επιταχύνει τον ερχομό του στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η μητρική αγάπη και στοργή που την ωθούν σ’ αυτό, αλλά και η εντελώς πρακτική ανάγκη να αναλάβει αυτός, ως ο μοναδικός άντρας της οικογένειας, την ευθύνη για τη διοίκηση του σπιτιού, του δικού του και της αδελφής του, και των πολλών υποθέσεων και εκκρεμοτήτων, τις οποίες δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας οι δύο γυναίκες μόνες τους, παρά το δυναμισμό τους, αφού η μεν Αγγελική ήταν σε μεγάλη ηλικία, η δε Ευδοκία είχε να φροντίσει πολυμελή οικογένεια.
Εξάλλου, αυτοί που τους φθονούσαν ή τους εχθρεύονταν ήσαν πολλοί, όχι λιγότερο τα παιδιά του Σωτήρου, για τα οποία η Αγγελική δεν εκφράζεται καθόλου κολακευτικά. Το 1823 γράφει στο Δημήτριο ότι βασανίζεται «με δίχως να έχω έναν άντρα να δίδει φόβον» (έγγρ. 46666) και τον προτρέπει «να στέκεις με καλή καρδιά και να πετάς όλες τις στενοχώριες, να γένεις γενναίος και υγιής, να κυβερνήσετε και μας, να μη γελάσει ο κόσμος» (έγγρ. 46700).
Σε άλλη επιστολή τον συμβουλεύει να γράψει έστω και ένα γράμμα στο Άργος «δια να μην χάσομεν τα γεννήματα του Λιόντι και Γυμνού… Να γράψεις του Φλόκα, να γράψεις και του παπα-Δημήτρη, να τους προστάξεις, δια να ιδούν νοικοκύρη και (να) φοβούνται να πάρουν τίποτις» (έγγρ. 46693).
Το 1824 γράφει στον Δημήτρη: «να έλθης στο σπίτι σου, ότι εχάθη και πατρικό και αδελφικό» (έγγρ. 46143). Τον πληροφορεί ότι ρωτούν πολλοί φίλοι του, όπως ο Μιχαλάκης Ιατρού, ο κυρ Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Παλαιών Πατρών, ο Κουντουριώτης «γιατί δεν εφάνη τούτος ο άνθρωπος και άφησε το σπίτι του να γκρεμίζεται». Του τονίζει και πάλι ότι «αν ήθελες από τα πέρσι έλθει, ήθελε να έχεις το σπίτι σου πολλά διαφεντευμένο». Με λεπτομέρειες τού εκθέτει ότι το σπίτι τους, καθώς και άλλα ακίνητά τους (μύλος, κτήματα, κλπ.) κινδυνεύουν να πουληθούν, μαζί με τα εθνικά «και όσα είχαμε τούρτζικα». Παραπονείται ότι «όλο το έθνος καζάντισε και μεις χανόμαστε άδικα».
Μία από τις πολλές εκκρεμότητες ήταν και ο χωρισμός της περιουσίας τους με τα ξαδέλφια του, αλλά και η ρύθμιση των σχέσεων με τη νύφη τους και με τους Βλάσηδες, τους «Κοτικιάνους» (από την Κοτίτσα Λακωνίας), όπως τους λέει η Αγγελική, σε μια προσπάθεια να αποφύγει στην περίπτωση αυτή, όπως και αλλού, το γλωσσικό φαινόμενο του τζιτακισμού (Βοστικιάνο, Καρυκιώτη, παπούκια, κιβαϊρικά, κλπ). Ειδικά για τη νύφη της Ελένη παραπονείται ότι «ό,τι κι αν έχει το τραβάει εκείθε και πολύ πράγμα εχάθη του αδελφού σας και εγώ επαράβλεψα δια να λείπω από τις σύνχισες» (έγγρ. 46610). Επίσης παραπονείται για το συμπέθερό της Βλάση, τον «τρελο-Βλάση», όπως τον αποκαλεί: «του Βλάση τα βάσανα μ΄ έρρεψαν και δεν δύναμαι να μιλήσω, τραβίζοντας στα μινιστέρια δια της νύφης το πράγμα, και μου γυρεύει γράμμα να δώσω υπόσκεση σε τρεις μήνους να τους τα δώσω». Ο ίδιος «έκανε ζάπι» (=κατέλαβε) το Διμηνιό και τους μύλους και τα αραποσίτια και τη σταφίδα και συνολικά έπαιρνε από το Διμηνιό 17.000 γρόσια κάθε χρόνο.
Συχνή και επίμονη είναι, ας επαναληφθεί, η υπόμνηση της μητέρας Αγγελικής στο Δημήτριο για την ανάγκη επιστροφής του στην πατρίδα:
«εγώ, παιδί μου, παρηγοριά δεν παίρνω χωρίς να σε ιδώ, και κάνεις μεγάλο άδικο και σε μένα και στο σπίτι του πατέρα σου, ότι η παρουσία σου ήθελε τα διορθώσει όλα, και μας να μας κυβερνήσεις και τις συνφέρον (sic) αποφάσεις να κάμεις και όλα να τα διορθώσεις άφεκτα (=άφευκτα)» (έγγρ. 46382).
Και το 1826 γράφει ξανά στον ίδιο πάντα τόνο, γεμάτη παράπονο και απελπισία:
«Εγώ λυπάμαι και θλίβομαι, όχι δια τον εαυτό μου, πλην δια την ευγενεία σου. Δια εμένα ο κόσμος εχάλασε. Λυπούμαι όμως ότι όλοι οι εχθροί θρασεύονται εις το χάλι του σπιτιού σου. Εγώ ένα θάνατο χρωστάω. Ας γένει με ξένους καθώς απέθαναν και τα’ αδέλφια σου. Πάλι δεν το παντυχαίνω να γίνεις τόσο άσπλαχνος» (έγγρ. 46383).
Συχνές είναι οι απελπισμένες παροτρύνσεις και προτροπές στο Δημήτριο να επιστρέψει στο σπίτι του: «περικαλέσου να σου χαρίζει ο θεός ζωή και υγεία και σήκω να έλθεις στο σπίτι σου, να χωρίσεις με τα ξαδέλφια σου, να ορίσεις το πράμα οπού σου αφήσανε, ν΄ ανοίξεις το σπίτι σου» (έγγρ. 46382). Του υπενθυμίζει ότι: «τώρα είμαστε δίχως κυβέρνηση. Ετρόμαξα να δουλέψω τ αμπέλια. Αν ήταν νοικοκύρης, κάτι μαζωνόταν. Οι ελιές αδούλευτες, θέλουν παραστάτη. Όλοι τις δουλεύουν και παίρνουν, εμείς κοιτάμε». ΄
Μάλιστα, για να του κεντρίσει την άμιλλα αναφέρεται σε γνωστά του πρόσωπα, που έχουν σημειώσει προόδους και έχουν αποκτήσει πλούτη. Του αναφέρει τον Μιχαλάκη Ιατρό «βουληφόρο και πραματευτή», που εκείνη τη χρονιά (1826) είχε κέρδος 50.000 γρόσια «από τις πρέζες» (=λείες), του γνωρίζει ότι ο μουκατάς (οι πρόσοδοι) του Άργους επωλήθη 87.000 γρόσια, ότι τον μουκατά της Κόρθος τον πήρε όλον ο Νοταράς, ότι «Τουμενάν, Χαλτζιάνικα πάσκει (να πάρει) ο Παναγής», ότι του Αναπλίου τα χωριά πήρε ο κυρ Σταματέλος (Αντωνόπουλος), ότι κάποιος Σπύρος έγινε ο πρώτος, ότι αγόρασε με τον Βλάση δεκαπέντε σπίτια και εργαστήριο, ότι ο δικός τους Σκλήρης (επιστάτης των κτημάτων τους) επήρε σπίτι και εργαστήριο και πάσκει να πάρει μέρος του μουκατά, κλπ.
Ακόμα, στις επιστολές της Αγγελικής καταγράφονται διάφορα νέα της πολιτικής ζωής στο Άργος και στο Ναύπλιο. Έτσι μαθαίνουμε ότι το 1823 έπαρχος Άργους είναι ο αδελφός της νύφης της Χρήστος Βλάσης, ότι το 1826 έγινε πληρεξούσιος «με τις διαβολιές του» και πάσχει να γίνει παραστάτης, ότι οι παραστάτες λείπουν στη «Συνέλεψη στη Πιάδα», κλπ. Επίσης μαθαίνουμε ότι με τη μεσολάβηση του (γιατρού Μιχαήλ) Κάββα τα ανίψια της Αποστόλης και Γεώργιος την παρακαλούσαν να κάνει συμπεθεριό της αδελφής τους Ελενιώς με κάποιον Δεληγιάννη,[12] κάτι που αυτή δεν δέχτηκε.
Αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό της, το Σεπτέμβριο του 1830, η Αγγελική Νικ. Περρούκα συνέταξε δύο διαθήκες. Η μία είναι αυτόγραφη (ιδιόχειρη), αλλά ανυπόγραφη (έγγρ. 46257). Η δεύτερη συντάχτηκε στο Άργος, έχει γραφεί με το χέρι του πνευματικού της, πρωτοσύγκελου Θεοδοσίου Κακορόμπη, φέρει ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου 1830 και έχει υπογραφεί από την ίδια την Αγγελική ως ιδιόχειρη, και από ένα μάρτυρα, τον Δημήτριο Λάμαρη (έγγρ. 46256). Η πρώτη ετέθη στο σεπέτι (=καλαθένιο μπαουλάκι) της σφραγισμένη, όπως γράφει η Αγγελική, «δια να ευρεθεί έπειτα από τον θάνατό μου και αναγνωσθεί δημοσίως». Η άλλη εδόθη σφραγισμένη στον ανωτέρω πρωτοσύγκελο προς φύλαξη, «δια να την παρουσιάσει εις τους κληρονόμους μου έπειτα από τον θάνατόν μου, αν κατά περίστασιν ήθελε χαθεί η άλλη την οποίαν εις το σεπέτι μου αφήνω». Η ίδια εξηγεί το γεγονός της συντάξεως δύο διαθηκών με τη δικαιολογία ότι «τούτο το έπραξα δια μεγαλυτέραν ασφάλειαν και δια να μην χαθεί από τας ενεστώσας ανωμαλίας η μία, δια να ευρεθεί η άλλη».
Και στις δύο διαθήκες η διαθέτις εγκαθιστά κληρονόμους της τα μόνα επιζώντα τέκνα της Δημήτριο και Ευδοκία κατά το ½ εξ αδιαιρέτου όλης της περιουσίας της.[13] Εν τούτοις, οι δύο διαθήκες διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους και κατά την έκταση και στη διατύπωση των διατάξεων τελευταίας βουλήσεως της Αγγελικής.[14]
Αξίζει να μεταγράψουμε την ιδιόχειρη διαθήκη της Αγγελικής, λόγω της απλότητας και αυθεντικότητας στην έκφραση της τελευταίας επιθυμίας της, αφού διορθώσουμε την ορθογραφία και τη στίξη της:
«Όσον ο θάνατος είναι κατά τον λόγον του θεού βέβαιος και ένα από τα αναπόφευκτα/χρέη του ανθρώπου, άλλο τόσον είναι βέβαιον και το απροσδιόριστον αυτού. Το απροσδιόρι/στον δε τούτο και αιφνίδιον του θανάτου φοβουμένη και εγώ η υποβεβαιωμένη Αγγελική («Ανγκεληκη»)/Νικολάου Περρούκα και επιθυμούσα τώρα οπού έχω σώας τας φρένας και πάσας τας αισθήσεις της υγείας να διαθέσω εκείνο το ολίγον οπού έχω και κάθε μου δίκαιον (=δικαίωμα), δια να μην αφήσω/ καμμία ψύχρα εις τα τέκνα μου και κληρονόμους μου. Εγώ δούλεψα το οσπίτιον, όχι ποτέ ωσάν/ νοικοκυρά, δούλα και νοικοκυρά. Ποτέ δεν εχώρισα (=ξεχώρισα) τους τέσσερους αδελφούς από τον σύζυγόν μου/ οπού είναι μάρτυς ο άγιος θεός, και υστερήθηκα δια να κοιτάξω ελεημοσύνη ψυχική, δια να/ μην πειράξω τους άλλους αδελφούς και έμεινα καταλυπημένη και της δυστυχισμένης/ ψυχής. Επιζητώ από τα τέκνα μου να μην αμελήσουν δια ψυχική ωφέλεια της πα/ρούσας μου βούλας, πρώτης και ύστερής μου βούλας και απαραβιάστου θελήσεως. Δίδουσα/ την συγχώρεσιν εις όλους τους χριστιανούς και εις όσους αν δια λόγου, έργου ή διανοίας επείρα/ξα και παρακαλούσα από αυτούς όλους την συγχώρεσιν, αποκαθιστάνω δια κληρονό/μους και διαδόχους μου τα δύο μου τέκνα, δηλ. Δημήτριον Περούκα και Ευδοκί/αν Περούκα, σύζυγον του Δη(μητρί)ου Ζαήμη και αυτοί μετά την αποβίωσίν μου να περιλά/βουν….ολίγον οπού ευρεθή εις χείρας τους άπασαν την μπεριουσίαν/ μου, άπασαν, κινητόν και ακίνητον. Να μοιραστή εις δύο με ησυχί/αν αδελφικήν και αγάπην. Δεν είναι πράγμα οπού να είπουν/ ότι κάτι επήραν, μικρά πράγματα, γιατί εγώ δεν είχα πατρικά/ πολλά. Μ’ όλον τούτο εκείνο οπού με καταλαβαίνετε δίκαιο να γίνει/ εις δύο, με την ευκή του θεού πρώτον και ύστερα την εδική μου. Να δώσει/ τον τόπο τον πατρικό μου να φτιάσει σπίτι στο Άργος, δια να μας ψέλνει/ τους γονέους και τους αδελφούς της. Ο υιός μου Δημήτριος είναι φρόνιμος/ και δίκαιος, να κοιτάξει την αδελφή του ως να είχε όλους τους συγγενείς/ του εις τα χέρια του. Έχω ολίγο κιβαϊρικό (τζιβαϊρικό), μια γαλάνα(;), ένα ζευγάρι σκου/λαρίκια και ένα ζευγάρι μπελιζίκια (=βραχιόλια), είναι χάρη της γυναικός του, αν/ ο θεός με αφήσει, της τα δίνω με το χέρι μου. Το ζουνάρι μου το μαλα/ματένιο είναι αφιερωμένο, και αν γίνει εκκλησία, να πουληθεί, να δοθεί/ παράδες εις χτίτορες. Μάλαμα οπού είχε το πράμα μου, δεκαεφτά/ κομμάτια της καδένας είναι μάλαμα, να το μοιράσουν εις δύο. Ένα ζευ/γάρι μπελιζίκια μαλαματένια είναι δικά μου, χωριστά τα έχω./ Να δοθούν της Πηνελόπης. Μέσα εις το πράμα μου ένα ζευγάρι σκου/λαρίκια μαλαματένια να δοθούν της Μαργιώς, οπού με δουλεύει. Δύο/ γερντάνια μαλαματένια και δύο ζευγάρια σκουλαρίκια της Παρα/σκευής και της Ελένης. Τα είχαν αγορασμένα με τα μπαχτσίσια τους./ Να τους δοθούν, δια να μην με βλαστημούν έπειτα. Ήταν δούλες και μου/ τα έδιναν να τα φύλαγα, εβρέθηκαν εις τα χέρια μου. Στο χωριό του Κουτσο/πόδη, με χέρι του Γιαννάκου, κατά το δεφτέρι οπού έχει ο πατέρας σας, την ο/μολογία, ήταν στο όνομα του ντετόρου (=του γιατρού Χριστόδουλου Σεβαστού, συζύγου της κόρης της Ευγενίας), όμως τα άσπρα είναι δικά μου. Τα είχα/ μαζωμένα από το πράγμα του αδελφού μου και τα έστειλα με τον Φλόκα, πεντακόσια γρόσια. Να δοθούν σε δάσκαλο, να διαβάζει παιδιά,/ ορφανά παιδιά. Σε ορφανά και χήρες, όσες έχουν αδύνατα μέρη, να τους βοηθείς/ εις πράγμα οπού δεν δύνουνται, να τους βοηθείς».
Αξίζει να εξαρθεί η τιμιότητα της Αγγελικής, το αίσθημα δικαιοσύνης, η φιλάνθρωπη και φιλόπτωχη διάθεσή της, η θρησκευτικότητά της και η αγάπη της για τα γράμματα και την παιδεία.δ
Η δεύτερη διαθήκη, που γράφτηκε από τον πρωτοσύγκελο, είναι βελτιωμένη και συμπληρωμένη έκδοση της ιδιόχειρης της Αγγελικής. Παρόλο ότι είναι γραμμένη από χέρι λογίου, δεν λείπουν τα σοβαρά ορθογραφικά σφάλματα (εφνίδιον, δηχώνεια, κοινιτόν, κ.ά.). Νέο στοιχείο αποτελεί η διατύπωση ευχής από την Αγγελική προς τον Δημήτριο να παραιτηθεί από το μερίδιό του «με την ευχαρίστησή του» υπέρ της αδελφής του Ευδοκίας, η οποία είναι «επιβεβαρημένη από πολυάριθμον και αδύνατον φαμελίαν». Πάντως σπεύδει να τονίσει ότι η ευχή αυτή δεν δημιουργεί γι’ αυτόν νομική υποχρέωση: «αν δε και η μητρική μου ευχή δεν ισχύσει εις το να παρακινήσει τον ηγαπημένον μου υιόν Δημήτριον να παραιτήσει το μερίδιόν του εις την αυταδέλφην του Ευδοκίαν, θέλω και διορίζω να το λάβει καθώς ανωτέρω διέταξα (το ήμισυ δηλαδή από τα αγαθά μου και δίκαια) και να μην ημπορεί κανείς να τον υποχρεώσει».
Επίσης, ξεκαθαρίζει μερικά πράγματα. Εξειδικεύει ότι δίδει στην Ευδοκία το μερίδιό της από «την σπιτοκαθισιάν (=οικόπεδο), την οποίαν αμέριστον (=αδιανέμητον) έχω μετά της αυταδέλφης μου Ελένης», για να φτιάσει σπίτι. Επίσης ότι είχε δώσει κάποιο ενέχυρο στα χέρια του Μιχαήλ Ιατρού, συνιστάμενο από δεκαπέντε μισχάλια μαργαριτάρια, ένα «καφάσι» μαργαριταρένιο και εικοσιεπτά ρουμπιέδες. Υποχρεώνει λοιπόν τους κληρονόμους της να το «ελευθερώσουν» (=εξοφλήσουν το χρέος) και να δώσουν στην εγγονή της Αγγελική τα 15 μισχάλια μαργαριτάρια, τα δε υπόλοιπα του ενεχύρου να δοθούν στις άλλες αγαπημένες εγγόνες της «εις τον καιρόν του γάμου τους». Υπάρχουν μερικές ακόμα διαφορές από την άλλη διαθήκη, και η διασάφηση ότι όχι τα χρήματα, αλλά οι τόκοι από τα χρήματα του Κουτσοποδίου (1000 γρόσια) να δίνονται «για να πληρώνεται ο διδάσκαλος ενός σχολείου του Κουτσοποδίου, δια την καλήν ανατροφήν των πτωχών και ορφανών, προς άνεσιν της αμαρτωλής μου ψυχής». Επίσης η υπόμνηση ότι ο γιος της Χαράλαμπος της όφειλε 5.000 γρόσια, τα οποία τώρα έχει ο Δημήτριος, τον οποίο υποχρεώνει να πληρώσει από τα χρήματα αυτά δια «δεκαπέντε σαραντάρια» (=μνημόσυνα) και τις άλλες αφιερώσεις.
Όπως παραπάνω αναφέραμε, η Αγγελική Νικ. Περρούκα απεβίωσε στις 8 Μαρτίου 1836, σε ηλικία 80 ετών, όπως έμμεσα συνάγεται από ιδιόχειρη σημείωση του γιου της Δημητρίου ότι είχε γεννηθεί το Μάρτιο του 1756 (έγγρ. 49024α). Η γηραιά αρχόντισσα του Άργους ετάφη λιτά και απέριττα στο νεκροταφείο του ιερού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άργους, από δύο μόνο ιερείς, τον Γεώργιο Καραμουζά και τον Γεώργιο Παπαδημητρίου Λαλουκιώτη (συμβολαιογραφικό έγγραφο του 1843, έγγρ. 49972). Στο 40θήμερο μνημόσυνό της άγνωστος, μάλλον κάποιος ιερωμένος, εξεφώνησε γενικόλογο επιμνημόσυνο λόγο, ο οποίος διασώζεται στο Αρχείο (έγγρ. 49025). Δεν φείδεται πολλών βιβλικών μεταφορικών χαρακτηρισμών για την θανούσα: «Η άμπελος από την οποία πολλοί πολλά ετρυγήσαμεν, αυτή είναι η συκή της οποίας την γλυκύτητα πολλοί πολλά εδοκιμάσαμεν, αυτή είναι η ροιά, αυτή το μήλον, αυτή η ελαία, αυτή και ο φοίνιξ και ό,τι άλλον εύκαρπον και πολλύφυλλον, αυτή η τρισμακάριστος είναι δια την οποίαν ακατάπαυστα έπρεπε ποταμός δακρύων να τρέχει από τα ομμάτιά μας, διότι απώλολεν τρυγητός εξ αγρού, η άμπελος εξηράνθη και αι συκαί ως ωλιγώθησαν».
Άγνωστος παραμένει και ο λόγιος που φιλοτέχνησε σε άπταιστη ομηρική διάλεκτο το έμμετρο επίγραμμα για τον τάφο της. Ίσως είναι κάποιος από τους πολλούς μορφωμένους φίλους του γιου της, πρώην βεκίλη στη Βασιλεύουσα, Δημ. Περρούκα. Το επίγραμμα αυτό έχει ως εξής (έγγρ. 49024α):
Τύμβε, τον ώδε κέκευθας ιαύονθ’ ες μακρόν ύπνον
Οίης τα’ αυ γενεής, ηδ’ αρετής οπόσης;
Αγγελική μεν έην τηδ΄ ούνομα, ξείνε, αγλαόν,
Κερνοτέων Νοταρών τα’ εύχετ’ έμεν’ προγόνων,
Νικόλεων δ’ έχε Περρούκαν πόσιν έξοχ’ άριστον
ανδρών όσσ’ Άργους ενναέται γε λάχον.
Αυτάρ άρ’ ευσεβίης τρόφιμος πέλεν, άσκεέτ’ αυτήν,
έρνος εούσ’ αρεταίς θεσπεσίησι βρίθον.
Εσθλοίς δ’ εν πολλοίσι κακών άλις ουκ αμέθεκτος
Ες χέρας ην ψυχήν παρκατέθηκε θεού.[15]
Θερμή συλλυπητήρια επιστολή αμέσως μετά το θάνατο της Αγγελικής έστειλε στο Δημήτρη Περρούκα στις 12 Μαρτίου 1836 από την Τρίπολη ο φίλος και δικηγόρος του Σταύρος Βαλσαμάκης, κεφαλλονίτικης καταγωγής. Του εξαίρει τις αρετές της μητέρας του και τον προτρέπει να προσέχει τον εαυτό του και να παρηγορηθεί (έγγρ. 49009). Του τονίζει μεταξύ άλλων:
«Δεν αμφιβάλλω ποσώς ότι, καθ’ ό άνθρωπος με ικανήν φρόνησιν, με αρκετήν παιδείαν και έμπλεως γνώσεων των ανθρωπίνων και βιωτικών περιστάσεων, θέλετε υποφέρει την στέρησιν ταύτην με γενναιότητα και ανδρείαν ψυχής, απολαμβάνων την ευχαρίστησιν ότι η μακαρίτις έζησε βίον ώριμον κατά τον χρόνον, άμεμπτον κατά τον τρόπον και ευσεβή κατά την θρησκείαν, και επομένως θέλει απολαύσει βεβαίως όσα η αρετή της τη ητοίμασε και ο εκλέξας ανταμείβει τους τοιούτους. Είθε, φίλε μου, και ημείς και οι λοιποί απόγονοί τους να μεθέξωμεν τοιουτοτρόπως του μεριδίου τους, είθε να μας αξιώσει ο Ύψιστος να δώσωμεν τοιούτον τέλος, να επιτύχωμεν τοιούτον σκοπόν, οποίον προώρισεν ο Δημιουργός δια τοιούτου βίου πλάσματά του. Ενθυμήθητι, φίλε μου, ότι ο βίος πλέον δ’ αυτήν ήτον ποινή, ήτον βάρος, και επομένως απηλλάγη από τα κακά του γήρως και της συνεχούς ασθενείας και τέλος μετέβη εις την ακήρατον μακαριότητα. Ο Κύριος να την μακαρίση και να την αναπαύση εν σκηναίς αγίων».
Επίσης, συλλυπητήρια επιστολή έστειλε προς το Δημήτριο Περούκα στις 26 Απριλίου 1836 από την Αθήνα ο φίλος του, αλλά δικηγόρος και αντίκλητος των αντιδίκων του στη δίκη του Διμηνιού, Ιωάννης Γ. Τυπάλδος (έγγρ. 48957).[16]
Με την πάροδο του καιρού η Αγγελική Νικ. Περρούκα ξεχάστηκε εντελώς, όπως σχεδόν ξεχάστηκε και ολόκληρη η περικλεής οικογένεια του Άργους. Ευτυχώς που το πλούσιο και πολύτιμο Αρχείο της οικογένειας Περρούκα, που φυλάσσεται στο Αρχείο Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Ιστορίας της Ελλάδος, μας έδωσε τη δυνατότητα να αναπλάσουμε αδρομερώς το βίο και τα βιώματά της, να φιλοτεχνήσουμε με αδρές πινελιές το προσωπικό πορτρέτο της και να αναστήσουμε μια εποχή που ανήκει στο ιστορικό παρελθόν του τόπου μας. Η Νικολίνα Περρούκα είναι ένα απτό παράδειγμα του υψηλού και καθοριστικού ρόλου που έπαιξε, και εξακολουθεί να παίζει, η γυναίκα, και δη η σύζυγος και η μάνα, στην ελληνική οικογένεια δια μέσου των αιώνων.[17]
Υποσημειώσεις
[1] Αναλυτική εξωτερική περιγραφή του Αρχείου αυτού, το οποίο αποτελείται από 8.000 περίπου έγγραφα (τα μισά εξ αυτών της περιόδου της Τουρκοκρατίας), έχω επιχειρήσει στην πρόδρομη εισήγηση Ηλία Γιαννικόπουλου, Το Αρχείο Περρούκα του Άργους, Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι 2006, σσ. 333-350, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία. Οι παραπομπές στα έγγραφα του Αρχείου Περρούκα στην παρούσα εργασία, όπως και αλλαχού, γίνεται για λόγους απλότητας και οικονομίας στον ταξινομητικό τους αριθμό.
[2] Δυστυχώς, δεν έχει γραφεί μέχρι σήμερα επιστημονική μονογραφία για την οικογένεια αυτή, ούτε για κάποιο μέλος της. Η παράλειψη ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμα και λίγα χρόνια πριν η μελέτη του Αρχείου δεν ήταν προσιτή στους ερευνητές για τεχνικούς λόγους. Η οικογένεια αυτή ήταν μια από τις επισημότερες και παλιότερες του Άργους, που ήκμασε κυρίως κατά την περίοδο της Β’ Τουρκοκρατίας. Σποραδικές αναφορές στην οικογένεια βρίσκονται σε διάφορα ιστορικά ή απομνημονευτικά έργα. Λεπτομερείς πληροφορίες, στην παλαιότερη εργασία του πρώτου μελετητή του Αρχείου Περρούκα, Δημ. Κ. Βαρδουνιώτη, Η καταστροφή του Δράμαλη, Εν Τριπόλει, 1913, σσ. 255-259. Σήμερα, Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, Οι κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Αθήνα, 2005, όπου όλη η νεότερη βιβλιογραφία. Ακριβείς πληροφορίες για τα γενεαλογικά της οικογένειας, αν και όχι πλήρεις, στην εργασία Βασιλείου Τσιλιμίγκρα, Ιστορική γενεαλογία στην Τουρκοκρατία. Οι πρόδρομες σχέσεις της κοινωνικής συγκρότησης του Άργους, Δαναός, τόμ. ΙΙΙ, Άργος, 2003, σσ. 43-64 (γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας στη σελ. 61). Κατά τα τελευταία χρόνια προ της ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 τα σκήπτρα της εξουσίας κατείχε η οικογένεια του Νικολάου Δημ. Περρούκα. Κατά τη χρονική εκείνη περίοδο ο μεγαλύτερος γιος του Νικολάου Ιωάννης κατείχε το αξίωμα του προεστού του Άργους, ο Δημήτριος υπηρετούσε ως βεκίλης (αντιπρόσωπος) της Πελοποννήσου στη Βασιλεύουσα, ενώ ο μικρότερος Χαραλάμπης ασχολείτο με το μεγαλεμπόριο σταφίδας στην Πάτρα από τα τέλη του 1816. Για τον Χαράλαμπο Περρούκα κατά την προ-επαναστατική περίοδο, έχει γραφεί ειδική και εμπεριστατωμένη μελέτη στηριγμένη αποκλειστικά σε αρχειακό υλικό. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ο Χαράλαμπος Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς (1816-1821). Η εργασία έχει κατατεθεί στα υπό έκδοση Πρακτικά του Γ’ Αχαϊκού Συμποσίου, που έγινε στο Αίγιο το 2006. Την οικογένεια Νικ. Περούκα απάρτιζε ακόμα δυάδα θυγατέρων, δηλ. η Ευγενία, παντρεμένη με τον ιατρό του Άργους και αδελφό του Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία Β’ Χριστόδουλο Σεβαστό και η Ευδοκία, που είχε παντρευτεί το αρχοντόπουλο της Κερπινής Καλαβρύτων Δημήτριο Ανδρουτσάκη Ζαΐμη. Από τα τέκνα του Νικολάου, ο Δημήτριος και ο Χαράλαμπος πέθαναν άγαμοι και άτεκνοι, ενώ ο Ιωάννης και η Ευγενία παρόλο ότι είχαν συνάψει γάμους δεν απέκτησαν τέκνα. Ο Ιωάννης είχε νυμφευθεί το 1814 την κόρη του άρχοντα του Άργους Θεοδώρου Βλάση, Ελένη. Οικογένεια, και μάλιστα πολυμελή, από δύο αγόρια και τουλάχιστον έξι κορίτσια, δημιούργησε μόνο η Ευδοκία. Από τα αδέλφια του Νικολάου Περρούκα, ο Αποστόλης, που διέμενε μονίμως στην Πάτρα και ασχολείτο με το εμπόριο, απέκτησε με την Όρσα Κονταξή δύο κόρες, ενώ ο Γεωργαντάς πέθανε το 1813 μάλλον χωρίς να αποκτήσει οικογένεια. Για τον Αποστόλη Περρούκα έχουμε δημοσιεύσει πλήρη μελέτη, βασισμένη σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό, κυρίως 61 ιδιόχειρες επιστολές του ευρισκόμενες στο Αρχείο της οικογένειας. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ειδήσεις του Αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα, Μνημοσύνη, τόμ. ΙΣΤ΄ (2003-2005), Εν Αθήναις, σσ. 209-231. Γνωστή μέχρι τότε ήταν μόνο η δικαστική εμπλοκή του Αποστόλη και της συζύγου του Όρσας με την αδελφή του πεθερού του Σουζάνα και με το γιο της Δημήτριο, για κάποια κληρονομική διαφορά. Βιβλιογραφία για την υπόθεση αυτή στην εν λόγω εργασία μας. Ο άλλος αδελφός Σωτήριος, που διέμενε μονίμως στο Άργος, είχε νυμφευθεί την Αικατερίνη Γεωργαντά Νοταρά και απέκτησε τρία τέκνα, τον Γεώργιο, τον Αποστόλη και την Ελένη. Για τον γάμο του Σωτήρη Περρούκα με την Αικατερίνη Γεωργαντά Νοταρά, αλλά και για άλλες επιγαμίες μεταξύ των προυχόντων της Πελοποννήσου, βλ. Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 154. Από το Αρχείο Περρούκα προκύπτει ότι υπήρχε και μια αδελφή ονόματι Ευφροσύνη, η οποία είχε παντρευτεί τον Μιχαήλ Ιωαννούση (έγγρ. 17143, 17154/2 και 3), με τον οποίο απόκτησε τον Παναγή, προεστό του Άργους και συχνότατο αλληλογράφο των Περρουκαίων, και την Βιτορία (έγγρ. 17415/7).
[3] Ο Δημήτριος για πρώτη φορά πάτησε οριστικά το έδαφος της Πελοποννήσου κατά το έτος 1826, προερχόμενος από τα Κύθηρα, τα οποία είχε επισκεφθεί προσωρινά και το 1822 και το 1823.
[4] Δεν έχει μέχρι σήμερα γραφεί ειδική μελέτη για την υπόθεση του χωριού Διμηνιού. Στο Αρχείο Περρούκα ευρίσκονται εκατοντάδες έγγραφα, ιδιωτικά (επιστολές) και δημόσια (δικόγραφα) για τις δίκες μεταξύ Περρουκαίων και Βλάσηδων, αλλά και μεταξύ Δημ. Περρούκα και των εξαδέλφων του, τέκνων του Σωτηρίου. Το χωριό αυτό είχε αγοραστεί από τον Τούρκο μεγαλοκτηματία Κιαμήλ μπέη προεπαναστατικά εξ ημισείας από τους Περρουκαίους και τους Βλάσηδες. Ο μακρός διμέτωπος αγώνας του Δημ. Περρούκα για το χωριό Διμηνιό τον έφθειρε σωματικά και ψυχικά και τον εξάντλησε οικονομικά. Διαφωτιστικό για την υπόθεση είναι παλαιό σπάνιο και ανώνυμο φυλλάδιο με τίτλο «Έκθεσις περί της του χωρίου Δυμηνίου υποθέσεως» [Αθήναι, 1840].
[5] Για την υπόθεση της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη Περρούκα, έχουμε δημοσιεύσει εξονυχιστική μελέτη, επί τη βάσει των ευρεθέντων στο Αρχείο Περρούκα σχετικών στοιχείων. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Πολυχρόνιοι δικαστικοί και εξώδικοι αγώνες Δημ. Περρούκα για την απόδοση παρακαταθήκης, Πρακτικά του Ζ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. Γ’ , Αθήναι 2007, σσ. 177-197.
[6] Να ένα μικρό δείγμα: «ελαβον τοεβγενητης αποτον κυρηον κασηματη εσημερης ηλθε ο κυρηος πανουτζος κεμηλησα/μεν πολα ότι θελομεν να ηδουμε τον ανθροπο μας λεγη οτι δια την θεορηα ας στηλη τον γαπροτου/ πρην το δεσομεν κε αν δεν του αρεση ας μη γενη εγο δεν δησταζο θελη σας γραψη η εβδοκηα/ κεο γαπρος σας καλητερα οτι εμηλησαν ελευτερα με τον γερο περησοτερο αποεμενα…» (έγγρ. 46073).
[7] Δεν αναφέρεται στο προικοσύμφωνο ο έτερος γιος Λιμπέρης, ίσως λόγω μεσολαβήσαντος θανάτου του ή λόγω γάμου του και αναχωρήσεως από το πατρικό σπίτι εν τω μεταξύ. Στο Αρχείο διασώζονται διάφορα τουρκικά έγγραφα (σενέτια, χοτζέτια, κλπ.), τα οποία ανήκαν στον έτερο αδελφό Αναστάσιο Συλίβεργο, σύμφωνα με ρητή σημείωση του βεκίλη Δημ. Νικ. Περρούκα. Δεδομένου ότι πολλά δικαιοπρακτικά έγγραφα παλαιότερης εποχής ανήκουν σε κάποιον Αναστάσιο Τσερνωτά, πρέπει να ερευνηθεί αν υπήρχε συγγένεια ή σχέση Συλίβεργων και Τσερνωταίων.
[8] . Βλ. Δημ. Κ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σελ. 255 («Ο Νικόλαος Περρούκας ενυμφεύθη την Αγγελικήν Ιωάννου Συλλιβέργου (ης η μήτηρ Ευδοκία ήτο γόνος της οικογενείας των εν Κορινθία Νοταράδων) και μετά βίον αρχοντικόν απέθανεν την 12 Απριλίου 1822»).
[9] Ο Γεώργιος Νικολάου Σκαλίδης πριν από την Επανάσταση εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα του Δραγουμάνου (Διερμηνέα) του Μορέως. Αθ. Θ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 80. Από τα γραπτά του φαίνεται ότι είχε εξαιρετική μόρφωση. Ήταν δεινός και αλάνθαστος χρήστης της ελληνικής γλώσσας. Παρόλο που ήταν αξιωματούχος της τουρκικής εξουσίας, με τη στάση του βοηθούσε τους Έλληνες, ιδίως μετά την εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία φαίνεται ότι ήταν μυημένος, αν και δεν αναφέρεται στους καταλόγους. Είναι γνωστό το περιστατικό, κατά το οποίο υποκρίθηκε ενώπιον των Τούρκων ότι δεν μπορούσε να διαβάσει κρυπτογραφημένο έγγραφο των Ελλήνων κατά τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, για το οποίο Στ. Ι. Στεφανόπουλου, Απομνημονεύματα…, Εν Τριπόλει 1864, σσ. 25-28. Μάλλον καταγόταν από την Κων/πολη και ίσως ήρθε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Δραγουμάνο Σταυράκη Ιωβίκη. Ήταν φίλος της οικογένειας Περρούκα και κατά τη διάρκεια του Αγώνα ετέθη υπό την προστασία της, όταν αυτή μετέβη στα Κύθηρα το 1826. Τρεις επιστολές της Αγγελικής προς το Δημήτριο από εκεί είναι γραμμένες με το χέρι του Γ. Σκαλίδη. Η αγάπη του προς τους Περρουκαίους φαίνεται και από επιστολή του προς την Αγγελική Νικ. Περρούκα από 2 Νοεμβρίου 1823, την οποία αποκαλεί «ευγενεστάτην και σεβαστοτάτην κυρά του» και την οποία διαβεβαιώνει ότι πολύ τη σέβεται, όχι μόνον αυτήν την ίδια, αλλά, όπως γράφει αφελώς, «και την κατζούλαν (=γάτα) του σπιτιού σας την σέβομαι, δια την αγάπην των μακαρίτων και δια τας τόσας τζιριμόνιας (=περιποιήσεις) οπού απήλαυσα» (έγγρ. 46186).
[10] Πρόκειται ασφαλώς περί του Γεωργίου Ουαλεριανού, τον οποίο διαδέχτηκε στο αξίωμα ο ποστέλνικος (Γιάνκος) Σαμουρκάσης. Βλ. Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 83.
[11] Βλ. σημ. 7 παραπάνω. Οι επιστολές της Αγγελικής είναι διαφωτιστικές. Η ειλικρίνεια και τιμιότητά της δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα της παρακαταθήκης δεν ανήκαν όλα στον Χαραλάμπη, όπως φαίνεται να πίστευε ο Δημήτριος, εκτός αν αυτήν την εντύπωση τής είχαν δημιουργήσει με την επιμονή τους τα ανίψια της. Στην εν λόγω εργασία μας παρουσιάζονται όλα τα περιστατικά της διαφοράς και εξετάζονται όλα τα σχετικά ζητήματα, νομικά και άλλα, που απασχόλησαν τα δικαστήρια στο Ναύπλιο από το 1832 και στην Τεργέστη από το 1836 και μετά, δηλ. μετά το θάνατο του θεματοφύλακα Προκοπίου Καρτσιώτη. Σημειώνεται ότι όταν πέθανε ο Δημήτριος το έτος 1851 η υπόθεση της παρακαταθήκης του Χαραλάμπη, που είχε συσταθεί στα τέλη του 1822 ή αρχές του 1823, δεν είχε βρει ακόμα την οριστική δικαστική λύση της!
[12] Δεν γνωρίζουμε ποιον Δεληγιάννη ακριβώς αφορά το παρόν συνοικέσιο. Ο Μιχαήλ Κάββας είχε νυμφευθεί κόρη του Θεοδοσίου Μιχαλόπουλου, Δραγομάνου του Μορέως, όπως και ο Πανάγος Δεληγιάννης. Ετέρα αδελφή είχε πάρει ο Προκόπιος Καρτσιώτης κατά το γνωστό σκανδαλώδη τρόπο, και ετέρα ο Στάμος Δασκαλόπουλος. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ειδήσεις περί της οικογένειας Δεληγιάννη, από χειρόγραφο Κώδικα του Πανάγου Ι. Δεληγιάννη (1788-1839), Γορτυνιακά, τόμ. Δ’, Αθήναι 2007, σελ. 310, σημ. αρ. 11.
[13] Και από άλλη πηγή, ένα επίσημο πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Άργους του έτους 1843 (έγγρ. 49972α), επιβεβαιώνεται ότι η Αγγελική Περρούκα άφησε ως μοναδικούς κληρονόμους τα δύο παιδιά της, Δημήτριο και Ευδοκία.
[14] Μάλλον ο πρωτοσύγκελος δούλεψε πάνω στο κείμενο της ίδιας της Αγγελικής, που ίσως όταν έγραφε είχε μπροστά της το κείμενο κάποιας άλλης διαθήκης, γιατί το προοίμιό της είναι διατυπωμένο σε λόγια γλώσσα. Το δεύτερο αντίτυπο (του πρωτοσύγκελου) είναι βελτιωμένη και συμπληρωμένη έκδοση του πρώτου.
[15] Το ελεγειακό αυτό επίγραμμα είναι έμμετρο, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο. Σε ελεύθερη απόδοση έχει ως εξής: «Τάφε, αυτός που εσύ καλύπτεις και αναπαύεται σε βαθύ ύπνο,/ από ποια γενιά κατάγεται και πόση είναι η αρετή του;/ Αγγελική, ξένε, είναι το όνομά της το ένδοξο,/ και τους πλούσιους Νοταράδες καυχιέται ότι έχει προγόνους./ Τον Νικόλαο Περρούκα είχε έξοχο σύζυγο, τον πιο άριστο από όλους τους άνδρες που έτυχε να κατοικούν στο Άργος./ Αυτή πάλι μεγάλωσε με ευσέβεια με πολλή φροντίδα,/ όντας ένα κλαδί γεμάτο με θεσπέσιες αρετές./ Έζησε μέσα σε πολλά καλά, αλλά δεν έμεινε αμέτοχη πλήθους συμφορών/ και στα χέρια του Θεού παρέδωσε την ψυχή της».
[16] Σύντομο βιογραφικό του διακεκριμένου νομικού, που πέθανε στην Αθήνα το 1895, βλ. στο «Ανωνύμου», Ιωάννης Τυπάλδος Αλφονσάτος, Ποικίλη Στοά, έτος 12ον, Εν Αθήναις 1896, σσ. 216-217.
[17] Στο Αρχείο Περρούκα διασώζονται εκατοντάδες επιστολές μιας ακόμα γυναίκας, της Ευδοκίας Νικ. Περρούκα, κυρίως προς τον αδελφό της Δημήτριο, περισσότερο κατά τα μετά την Επανάσταση χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του (1851). Από την αλληλογραφία αυτή προκύπτει ανάγλυφη η μορφή της Ευδοκίας, ως μιας αξιόλογης προσωπικότητας και μιας δυναμικής γυναίκας, για την οποία αξίζει να γίνει ξεχωριστή μελέτη.
Ηλίας Γιαννικόπουλος*
Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου
Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836) – Μνημοσύνη, τόμ. 17 (2006-2009), Εν Αθήναις, σσ. 3-26.
Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.
Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.
Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: « Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η «Αμοργός» του»
Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.
Σχετικά θέματα:
- Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)
- Οι προυχοντικές οικογένειες του Άργους (1715-1821)
- Φορολογικές και Οικονομικές πληροφορίες από το αρχείο Περρούκα
- Οικογένεια Περρούκα
- Ιατρική στην Αργολίδα 1800-1820
- Η καθαίρεση του Χαράλαμπου Περρούκα, ως αφορμή του εμφυλίου πολέμου
- Φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες του καζά Άργους κατά την τελευταία προεπαναστατική δεκαετία: τέσσερα δεφτέρια του 1811 και του 1817/1818
- Οι προύχοντες της Πελοποννήσου στα Ορλωφικά και πριν το 1821
- Πολιτικοί όροι και οικονομικές λειτουργίες στην προεπαναστατική Πελοπόννησο
- Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820 – Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή