Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821)

$
0
0

Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη (1813-1821) – Ηλίας Γιαννικόπουλος | Πρακτικά του Θ’ Διεθνούς Συνέδριου Πελοποννησιακών Σπουδών – Ναύπλιο 30 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2015. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος Γ’, Αθήνα, 2021.


 

Ι. Μία από τις επιφανέστερες οικογένειες της Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια της Β’ Τουρκοκρατίας ήταν η αρχοντική οικογένεια Περρούκα του Άργους.[1] Κατά τις παραμονές της Επαναστάσεως βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ο κλάδος του Νικολάου Περρούκα, προεστού της πόλης και της επαρχίας. Από τον γάμο του με την Αγγελική Σιλιβέργου ο Νικόλαος Περρούκας απέκτησε πέντε παιδιά, τρία άρρενα και δύο θήλεα: τον Ιωάννη, τον Δημήτριο, τον Χαραλάμπη, την Ευδοκία και την Ευγενία. Από τα άρρενα τέκνα ο Δημήτριος και ο Χαραλάμπης παρέμειναν άγαμοι, ενώ ο Ιωάννης νυμφεύθηκε την Ελένη Βλάση, κόρη του εμπόρου του Άργους Θεοδωράκη Βλάση, χωρίς να αποκτήσουν τέκνα. Ως εκ τούτου ο κλάδος του Νικολάου Περρούκα εντελώς εξέλιπε. Μπορεί η οικογένεια Νικολάου Περρούκα να μην άφησε απογόνους, άφησε όμως για τους επιγιγνομένους ένα από τα πλουσιότερα διασωθέντα ελληνικά Αρχεία.[2] Το Αρχείο αυτό αποτελεί πλουσιότατη πηγή πληροφοριών για την προεπαναστατική και μετεπαναστατική εποχή και αποτελεί την αποκλειστική πρωτογενή πηγή για την παρούσα μελέτη.

ΙI. Τα έγγραφα που αναφέρονται στην εν γένει βεκιλική θητεία του Δημητρίου Περρούκα στην Οθωμανική πρωτεύουσα είναι αποκλειστικά και μόνον επιστολές από και προς αυτόν. Ανέρχονται σε τετρακόσια (400) περίπου, είναι καθ’ ολοκληρίαν ανέκδοτα και βρίσκονται διάσπαρτα στο Αρχείο. Η πρώτη χρονολογικά επιστολή που σώζεται είναι του Δημητρίου Περρούκα προς τον πατέρα του Νικόλαο και έχει αποσταλεί από τη Βασιλεύουσα στις 8 Δεκεμβρίου 1813 (45449).[3] Η τελευταία προεπαναστατική επιστολή του Δημητρίου από την Πόλη είναι της 22ας Δεκεμβρίου 1820 (45506). Ωστόσο, η τελευταία χρονολογικά επιστολή της μεταξύ των Περρουκαίων προεπαναστατικής αλληλογραφίας είναι του Ιωάννη από την Τριπολιτσά προς τον Δημήτριο στις 6 Μαρτίου 1821, την οποία όμως ο Δημήτριος μετά την βεβιασμένη αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη έλαβε στην Ύδρα στις 11 Απριλίου 1821, όταν ήδη είχε εκραγεί στον Μοριά η ελληνική Επανάσταση (46292).

Από απόψεως ποσοτικής, οι περισσότερες επιστολές είναι του έτους 1818 (90 επιστολές), και ακολουθούν τα έτη 1817 (85 επιστολές), 1816 (80 επιστολές), 1815 (47 επιστολές), 1819 (43 επιστολές) και 1820 (40 επιστολές), με πολύ λιγότερες για τα υπόλοιπα έτη. Συχνότεροι αλληλογράφοι του Δημητρίου είναι τα αδέλφια του Ιωάννης (με 67 επιστολές) και Χαραλάμπης (με 66 επιστολές), ο θείος του Σωτήριος (με 26 επιστολές), ο πατέρας του Νικόλαος (με 11 επιστολές) και ο γαμβρός του Χριστόδουλος Σεβαστός (με 10 επιστολές).

Άλλοι επιστολογράφοι του είναι η αδελφή του Ευδοκία και ο σύζυγός της Δημητράκης Ζαΐμης, ο θείος του Απόστολος, ο συμπέθερός του Θεοδωράκης Βλάσης και διάφοροι άλλοι (Δημ. Κριεζής, Χατζηνικόλαος Σέκερης, Γεώργιος Βάρβογλης, Μιχ. Ιατρός, Σταματέλος Αντωνόπουλος, Λιμπέρης Γιαννoυκόπουλος, οι προεστώτες του Μιστρά Κοπανίτσας και Κρεββατάς κ. ά.), καθώς και διάφοροι Τούρκοι (Ησούφ και Ζουλφικάρ μπέηδες, Φεϊζουλάς Λέλες κ.ά.).

Από την πλευρά του, ο Δημήτριος αποστέλλει προς διάφορους παραλήπτες 127 επιστολές, τη μεγάλη πλειονότητα των οποίων στον αδελφό του Ιωάννη (105 επιστολές). Είναι άξιο απορίας ότι δεν έχει διασωθεί ούτε μία επιστολή του Δημητρίου προς οιονδήποτε κατά το 1814, ενώ κατά το έτος 1813 σώζεται μία και μοναδική προς τον πατέρα του, κάτι που μας οδηγεί στο  συμπέρασμα ότι μερικές από τις επιστολές που αντηλλάγησαν δεν έχουν σωθεί. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι πολλές επιστολές δεν ανευρίσκονται στο Αρχείο, μολονότι μνημονεύονται σε άλλες επιστολές ως αποσταλείσες.

Η αλληλογραφία του Δημητρίου με τους συγγενείς του ήταν πυκνή. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν σωθεί τρεις επιστολές του Δημητρίου προς τον αδελφό του Ιωάννη γραμμένες την ίδια ακριβώς ημέρα, μία φορά στις 12 Φεβρουαρίου 1816 (45612, 45613, 45357), άλλη στις 28 Ιουνίου 1816 (45607, 45371/2, 45606), ίσως και άλλοτε. Ήταν επίσης αναλυτική. Έτσι, και τα δύο μέρη είχαν κατά το μέτρο του δυνατού πλήρη γνώση των διατρεχόντων στην Κωνσταντινούπολη και στον Μοριά, σχετικά με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, ακόμα και στις παραμικρότερες  λεπτομέρειες.

Το πλήθος των επιστολών εύκολα εξηγείται, αν ληφθεί υπόψιν ότι η αλληλογραφία αποτελούσε τότε τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονταν σε διαφορετικούς και μεμακρυσμένους τόπους. Η διακίνηση της αλληλογραφίας δεν διεξαγόταν, βέβαια, από κάποια κρατική υπηρεσία, που θα εξασφάλιζε την ασφάλεια και την τακτικότητα της μεταφοράς και της διανομής, αλλά γινόταν με ειδικούς ιδιωτικούς ταχυδρόμους («τατάρηδες») ή, κατά παράκληση, από αξιόπιστους ταξιδιώτες, φίλους, συγγενείς, συμπατριώτες και άλλους, που μετέβαιναν για κάποιο λόγο στον τόπο διαμονής των παραληπτών.[4]

 

Άποψη του Άργους (View of Αrgos), 1829 – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ).

 

Στην περίπτωση του Δημητρίου Περρούκα είναι πολύ συνηθισμένο να αποστέλλονται γράμματα από την Πόλη προς το Άργος, και αντιστρόφως, με Τούρκους άρχοντες, αλλά και με τους ιδιωτικούς «τατάρηδες» των πασάδων, των μπέηδων και άλλων Τούρκων αξιωματούχων, ακόμα και με το ταχυδρομείο της τουρκικής αυλής![5] Τα γράμματα αποστέλλονταν είτε ανοικτά είτε κλειστά και ενίοτε βουλωμένα με βουλοκέρι. Πολλές φορές και τα κλειστά έφθαναν ανοιγμένα και πολλές φορές καπνισμένα για απολύμανση από τυχόν λοιμώδεις νόσους (17311/12 της 28ης Σεπτεμβρίου 1814).

Τα νέα έφθαναν συνήθως με αρκετή καθυστέρηση λόγω των δύσκολων συνθηκών και των υποτυπωδών ταχυδρομικών υπηρεσιών της εποχής. Ταχύτερη φαίνεται πως ήταν η θαλάσσια αποστολή. Σε μια περίπτωση το γράμμα από την Ύδρα έφτασε στην Πόλη σε 4 ημέρες μόνο (17349/22 της 3ης Μαΐου 1818), σε άλλη από το Άργος σε 10 ημέρες, ενώ, αντίθετα, σε άλλη περίπτωση, έκανε πάνω από τέσσερις μήνες δεδομένου ότι εστάλη από τον Πύργο Ηλείας στις 17 Μαρτίου 1819 και ελήφθη από τον Δημήτριο στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιουλίου του ίδιου έτους (45389), κάτι που μάλλον συνέβη κατ’ εξαίρεση. Πάντως, ο μέσος χρόνος καθυστέρησης των γραμμάτων ήταν περίπου ένας μήνας και αυτό το γνωρίζουμε ασφαλώς, γιατί ο Δημήτριος είχε την καλή συνήθεια να σημειώνει στο πίσω μέρος κάθε επιστολής που ελάμβανε την ημεροχρονολογία παραλαβής της.

 

Για την ασφαλέστερη επικοινωνία τους

οι αδελφοί Δημήτριος, Ιωάννης

και Χαραλάμπης χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους

μια κρυπτογραφική γραφή δικής τους επινοήσεως…

 

Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές δεν γίνονται πλήρως κατανοητά από τον σύγχρονο αναγνώστη τα αναφερόμενα στις επιστολές, γιατί γράφονται με αρκετά υπονοούμενα και πολλές ασάφειες για ευνόητους λόγους. Όμως φαίνεται ότι ήσαν πλήρως κατανοητά από τους αλληλογράφους, αφού αυτοί γνώριζαν εις βάθος τις υποθέσεις που τους απασχολούσαν και τα πρόσωπα για τα οποία γινόταν λόγος. Ως εκ τούτου, δηλ. λόγω των πολλών σκόπιμων ασαφειών, πολλές επιστολές είναι αινιγματώδεις και δυσερμήνευτες. Aξίζει επίσης να σημειωθεί ότι για την ασφαλέστερη επικοινωνία τους οι αδελφοί Δημήτριος, Ιωάννης και Χαραλάμπης χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους μια κρυπτογραφική γραφή δικής τους επινοήσεως.[6] Έτσι, πολλά τμήματα των επιστολών τους ή ενίοτε ολόκληρες επιστολές γράφονταν κρυπτογραφικά.

ΙII. Στην παρούσα εργασία δεν θα ασχοληθούμε με όλο το εύρος των θεμάτων που απασχόλησαν τον Δημήτριο Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βεκιλική θητεία του. Εδώ θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε προσωπικά του ζητήματα και σε διάφορες όψεις των ιδιωτικής φύσεως προβλημάτων και θεμάτων που αντιμετώπισε.

Για τους βεκίληδες του Μορέως και για τις δημόσιες ή «κοινές» υποθέσεις τους γνωρίζουμε αρκετά, δεδομένου ότι ο ιστορικός των κοτσαμπάσηδων αναφέρει πολλά και καλά στο περιεκτικό σύγγραμμά του.[7] Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε τίποτε για την ανθρώπινη πλευρά των βεκίληδων. Επίσης, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής τους ή για τις ιδιωτικές ή «ιδιαίτερες» ή «μερικές» υποθέσεις και ασχολίες τους, δηλ. τις υποθέσεις που ήσαν έξω από τα επίσημα καθήκοντα και τις θεσμικές τους αρμοδιότητες και αφορούσαν στον χειρισμό καθαρά προσωπικών ή οικογενειακών υποθέσεων και στην αντιμετώπιση άλλων καταστάσεων.[8]

 

Η παρούσα εργασία, έχει ως αποκλειστικό

αντικείμενο την αναλυτική

αναφορά στην ανθρώπινη πλευρά

του βεκίλη Δημητρίου Περρούκα…

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα εργασία, που ως αποκλειστικό αντικείμενο έχει την αναλυτική αναφορά στην ανθρώπινη πλευρά του βεκίλη Δημητρίου Περρούκα, στα προβλήματα και στις αγωνίες του, στις καθαρά ιδιωτικές υποθέσεις του και στην καθημερινότητα της ζωής του, ελπίζουμε ότι θα καλύψει ένα σημαντικό ιστορικό κενό, αφού με σημείο αναφοράς και κεντρικό πρωταγωνιστή τον Αργείο άρχοντα θα ρίξει άπλετο φως σε άγνωστες πτυχές του καθ’ ημέραν ιδιωτικού βίου των Πελοποννήσιων βεκίληδων και εν γένει των Ελλήνων της προυχοντικής τάξης. Η μη ύπαρξη άλλων σχετικών αρχείων άλλων βεκίληδων δεν μας επιτρέπει, βέβαια, να κάνουμε κάποια συγκριτική έρευνα και, επιπλέον, μας καθιστά επιφυλακτικούς στην παραδοχή μιας άσκοπης και ίσως αβάσιμης γενικεύσεως ή στην προβολή του Δημητρίου ως «παραδειγματικής» περιπτώσεως. Δεν μπορούμε με άλλα λόγια με βεβαιότητα να θεωρήσουμε ότι παρόμοιος με του Δημητρίου θα ήταν ο καθημερινός τρόπος ζωής και των άλλων βεκίληδων, ιδίως των μεγαλύτερων σε ηλικία, εμπειρότερων, πλουσιότερων και διαφορετικής ψυχοσυνθέσεως, όπως ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο παπά Αλέξης Οικονόμου και, κυρίως, ο Ανδρέας Λόντος, για να αναφερθούμε μόνον σε μερικούς γνωστούς συγχρόνους του.

ΙV. Η σημασία των εγγράφων που παρουσιάζουμε εδώ είναι μεγάλη. Τα έγγραφα είναι πολύτιμα κατά πρώτο λόγο για τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του Δημητρίου και άλλων μελών της ευρύτερης οικογένειας Περρούκα, αλλά και για τη διερεύνηση της συγκεκριμένης περιόδου της προσωπικής του ζωής και της βεκιλικής του σταδιοδρομίας. Γενικότερα, όμως, τα έγγραφα αυτά φωτίζουν πολλές πτυχές της καθημερινής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της προεστικής τάξης στην Πελοπόννησο και των βεκίληδων στην Πόλη κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αναδεικνύουν το επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής εξελίξεως της εποχής και τους τρόπους και τα μέσα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονταν σε μακρινές αποστάσεις. Επίσης, παρέχουν ενδείξεις για τη θέση και τις ιδέες των γυναικών της προυχοντικής τάξης στην ελληνική κοινωνία, δίνουν πληροφορίες για τη φύση των οικογενειακών σχέσεων και των συναλλακτικών δεσμών, αλλά και για τη φιλία και συνεργασία μεταξύ των Ελλήνων προεστών και των Τούρκων αξιωματούχων.

Δεν χρειάζεται να τονιστεί ότι σπουδαίο είναι και το λαογραφικό  ενδιαφέρον των εγγράφων, ιδιαίτερα αναφορικά με τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τον υλικό και ηθικό βίο της αρχοντικής και εμπορικής τάξης στην Τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο και στην πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τις ανταλλασσόμενες επιστολές μπορούμε να αντλήσουμε ενδιαφέροντα λαογραφικά ψήγματα για τα ήθη και τις συνήθειες της τότε κοινωνίας, για τον τρόπο ενδύσεως, υποδήσεως, ψυχαγωγίας και διατροφής των ανθρώπων, για το είδος των οικιακών σκευών που χρησιμοποιούσαν, για τον τρόπο και τα μέσα κατασκευής οικιών, για τον τρόπο και τα είδη στολισμού των γυναικών (ρούχων, κοσμημάτων κ.ά.), για το έθιμο των συνοικεσίων και την υποχρέωση των γονέων προς προίκιση των θυγατέρων τους και άλλα.

Σημαντικό είναι επίσης και το γλωσσολογικό ενδιαφέρον των εγγράφων. Αν και στον κύριο όγκο τους επικρατεί η λογία γλώσσα των μορφωμένων αδελφών Περρούκα και οι επιστολές τους είναι καλοδιατυπωμένες, αλάνθαστες ορθογραφικά και συντακτικά και σπανίως εμπεριέχουν μορφικούς και λεκτικούς τύπους άλλων γλωσσών, υπάρχουν και έγγραφα, στα οποία γίνεται ευρεία χρήση της δημώδους διαλέκτου, με πλήθος λέξεων και εκφράσεων της καθομιλουμένης που δίνουν στον λόγο παραστατικότητα και ζωντάνια, ενώ σε πολλά έγγραφα είναι εμφανής η συχνή χρήση ξενικών λέξεων προσαρμοσμένων στο ελληνικό τυπικό, συνήθως τουρκικών, αλλά και ιταλικών (ειδικά από τους ασχολούμενους με το εμπόριο). Πολλές λέξεις είναι άγνωστες σε εμάς σήμερα, όμως αναπαριστούν με τρόπον ανάγλυφο το «μωσαϊκό» λεκτικών ιδιωμάτων και τύπων στο οποίο είχε καταντήσει τότε η κοινή γλώσσα των υποδούλων Ελλήνων (η λεγόμενη «ρωμέϊκη»).

V. Φαίνεται ότι ο Δημήτριος Περρούκας διέθετε πολλά προσόντα και αυτά βοήθησαν στο να διοριστή βεκίλης παρά το νεαρό της ηλικίας του. Από το διαβατήριό του, που εκδόθηκε το 1827 και τον φέρει ηλικίας 35 ετών τότε (46388), συνάγουμε ότι γεννήθηκε το έτος 1792. Επομένως, όταν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη (1813), ήταν μόνον 21 ετών. Από τις επιστολές του αναδεικνύεται εγκρατέστατος της ελληνικής γλώσσας, αλάνθαστος ορθογραφικά και με μεγάλη ευχέρεια διατυπώσεως των σκέψεων και των κρίσεών του. Ήταν ασφαλώς γνώστης της τουρκικής, όπως φαίνεται από επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 1816, στην οποία ο αδελφός του Χαραλάμπης του συστήνει να γράψει σε κάποιον Τούρκο αξιωματούχο στα τουρκικά, «ότι ρωμέϊκα δεν ηξεύρει» (45608).[9] Φαίνεται ότι, εκτός της αρχοντικής καταγωγής του, ήσαν και τα πνευματικά προσόντα του που μέτρησαν, για να επιλεγεί στην επίζηλη θέση του βεκίλη.

Η μελέτη των εγγράφων του Αρχείου Περρούκα μας βοηθά να λύσουμε οριστικά δύο ιστορικά ζητήματα, αφ’ ενός με ποια ιδιότητα μετέβη ο Δημήτριος στην Κωνσταντινούπολη και αφ’ ετέρου πότε ακριβώς έγινε αυτό. Από τη σωζόμενη αλληλογραφία, λοιπόν, προκύπτει ότι ο Δημήτριος δεν μετέβη στην Πόλη εξαρχής ως επίσημος «βεκίλης του Μορέως», αλλά ως βεκίλης της πόλης και της επαρχίας Άργους.[10] Επίσημος «βεκίλης του Μορέως διορίστηκε» κατά τις αρχές του έτους 1817 και μάλιστα εν απουσία του, δηλ. εν όσω βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.[11] Εξάλλου, μέχρι σήμερα γινόταν δεκτό ότι ο Δημήτριος απεστάλη ως βεκίλης στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1812,[12] ενώ από τα έγγραφα αποδεικνύεται ότι αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα, γιατί είναι πλέον ή βέβαιο ότι κατά το έτος 1812 και τους πρώτους μήνες του 1813 ο Δημήτριος βρισκόταν ακόμη στην Ελλάδα.[13]

Δεν διαθέτουμε πληροφορίες για την άφιξη και τις πρώτες ημέρες διαμονής του Δημητρίου στη Βασιλεύουσα. Υποθέτουμε ότι εκεί θα ήλθε σε επαφή με σημαίνοντες φίλους και γνωστούς των Περρουκαίων και άλλους εξέχοντες Έλληνες και θα έκανε γνωριμία με τους επίσημα διορισμένους Πελοποννήσιους βεκίληδες, στην προσπάθεια ομαλής προσαρμογής του στο νέο άγνωστο περιβάλλον της πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία από τις πρώτες επιστολές του από την Πόλη ο Δημήτριος εσωκλείει επιστολή του βεκίλη του Μορέως Αναγνώστη Δεληγιάννη σχετική με συνοικέσιο αδελφού του με θυγατέρα του Αποστόλη Περρούκα στην Πάτρα (45449 της 8ης Δεκεμβρίου 1813).[14] Εκτός από Έλληνες ο Δημήτριος στην Κωνσταντινούπολη θα συνάντησε ασφαλώς και Τούρκους αξιωματούχους συνδεομένους με το Άργος ή γνωστούς στην οικογένεια Περρούκα. Όπως διαπιστώνουμε, μία από τις πρώτες επιστολές του, αυτή της 30ης Νοεμβρίου 1813, την έστειλε προς τον πατέρα του με τον Ζεκιργίαγα, πιθανότατα καταγόμενον από το Άργος, τον οποίο ίσως εγνώριζε προσωπικά (αναφορά στο 45449).

Στην Κωνσταντινούπολη ο Δημήτριος διέμεινε αρχικά και για λίγο χρονικό διάστημα στο Γενή χάνι, όπως φαίνεται από επιστολή του θείου του Σωτήρου που του αποστέλλεται εκεί (17297/2 της 21ης Ιανουαρίου 1814), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε σε κάποιον «ταπεινόν οντά», στον οποίο διέμενε κάποτε και ο πατέρας του Νικόλαος, όταν ήταν και αυτός βεκίλης στην Πόλη.[15] Σε γράμμα προς τον πατέρα του χαρακτηρίζει το σπίτι αυτό ως «μίαν τρύπαν, οπού είναι γνωστή σου» (45380/1 της 7ης Δεκεμβρίου 1816). Στην ίδια επιστολή, όμως, ο Δημήτριος ανέφερε στον πατέρα του ότι εκείνες τις ημέρες κρυπτόμενος από τον σαράφη του και άλλους δανειστές του «ετραβήχτηκε» από αυτόν τον οντά και κάθεται στη συνοικία Σταυροδρόμι, στο σπίτι του Πελοποννήσιου Ιωάννου Αγγελόπουλου.[16] Πάντως, ένα χρόνο αργότερα εξακολουθούσε «να ευρίσκεται τραβηγμένος εκεί» (45670 της 20ης Δεκεμβρίου 1817). Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά ο Δημήτριος συγκατοικούσε με τον βεκίλη Θάνο Κανακάρη με τον οποίο τον ένωνε φιλία. Γνωρίζουμε ακόμα ότι για τις οικιακές ασχολίες και για άλλες εξωτερικές υπηρεσίες χρησιμοποιούσε υπηρέτη ή δούλο, που συνήθως προερχόταν από το Άργος.[17]

 

Κυρίως τον στενοχωρούσε η έλλειψη

επαρκών χρηματικών πόρων, τόσο χρήσιμων

για την επιβίωσή του, αλλά και τόσο αναγκαίων

για τη δωροδοκία των Οθωμανών αξιωματούχων

της Πύλης και των παραφυάδων της.

 

VI. Είναι βέβαιο ότι ο Δημήτριος δεν αισθάνθηκε ευτυχής με την ανάληψη αυτού του απαιτητικού και δύσκολου έργου, που θεωρούσε ότι ήταν ανώτερο από τις νεανικές δυνάμεις του. Από εξομολογητικές μετέπειτα αναφορές του φαίνεται ότι δεν ήθελε να αναλάβει το αξίωμα αυτό, ειδικότερα μετά τον διορισμό του ως «βεκίλη του Μορέως». Ωστόσο, αναγκάστηκε να υποκύψει στις προτροπές των άλλων Αργείων και ιδιαίτερα του πατέρα του, περισσότερο όμως του αδελφού του Ιωάννη, ο οποίος και δέχεται αργότερα τα βέλη των σκληρών παραπόνων του για το γεγονός αυτό. Όπως του γράφει σε κάποια επιστολή στις 26 Απριλίου 1820 «με περιέπλεξας εις το βεκιαλέτι του Μορέως χωρίς να δώσης ώτα ακοής εις όσα δίκαια τότε σοι επρότεινα με τόσα γράμματά μου» (45524). Κυρίως τον στενοχωρούσε η έλλειψη επαρκών χρηματικών πόρων, τόσο χρήσιμων για την επιβίωσή του, αλλά και τόσο αναγκαίων για τη δωροδοκία των Οθωμανών αξιωματούχων της Πύλης και των παραφυάδων της προς ταχύτερη και ευνοϊκότερη επίλυση των ανατεθειμένων σε αυτόν κάθε φορά ποικίλης φύσεως και δύσκολων υποθέσεων. Από επιστολή του αδελφού του Χαραλάμπη πληροφορούμεθα ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1815 η επαρχία Άργους δεν του είχε αποστείλει χρήματα, γεγονός που αποδεικνύει ότι τουλάχιστον μέχρι εκείνη την εποχή ο Δημήτριος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη με δικά του χρήματα ή με χρήματα της οικογένειάς του (17313 της 17ης Σεπτεμβρίου 1815).

 

«Καφενείο στο Τοπ Χανέ» – Antoine-Ignace Melling: Voyage pittoresque de Constantinople et des rives du Bosphore (Paris, 1819) – Getty Research Institute Vol. II.

 

Από τη σωζόμενη αλληλογραφία του Αρχείου φαίνεται ότι τουλάχιστον ένα έτος μετά τη μετάβασή του στην Πόλη ο Δημήτριος εσκόπευε να επιστρέψει στον Μοριά (46030 της 31ης Δεκεμβρίου 1814). Η απόφασή του αυτή προκάλεσε στους οικείους του ποικίλες αντιδράσεις. Την απόφασή του να αναχωρήσει από την Πόλη εκοινοποίησε, εκτός από τον αδελφό του Ιωάννη, και στον γαμβρό του Δημητράκη Ζαΐμη, ο οποίος και εξέφρασε τη χαρά του (17318/3 της 12ης Φεβρουαρίου 1815). Τη χαρά τους εξέφρασαν και η αδελφή του Ευδοκία και η νύφη του Ελένη, που είχαν στενοχωρηθεί πολύ από την απουσία του. Αντίθετα, ο αδελφός του Χαραλάμπης του έγραφε από το Άργος στις 17 Σεπτεμβρίου 1815 ότι, επειδή προς το παρόν ήταν «πάντη ασύμφορος ο ερχομός» του, έπρεπε να πασχίσει να τον εμποδίσει (17313), αφού η παραμονή του εκεί θα ήταν χρήσιμη και στις δικές του εμπορικές φιλοδοξίες. Τον Ιούνιο του 1816 οι Αργείοι θέλησαν να ανανεώσουν τη θητεία του, αλλά ο Δημήτριος εξέφρασε την αντίθεσή του γράφοντάς τους «να κρίνουν όποιον είναι άξιος να έλθη ενταύθα και να αναλάβη αυτό το βάρος…» (45607 της 28ης Ιουνίου 1816). Όμως ο Ιωάννης επικαλούμενος την επιθυμία και των άλλων φιλικά προσκείμενων σε αυτούς προεστών επέμενε: «Μου έγραφες ότι μέχρι 15 Αυγούστου το πολύ θα μισεύσης. Δεν ηξεύρω αν με τα σωστά σου αυτό το λέγεις. Εποχή μισευμού σου αυτή δεν είναι, αν τα πράγματα της πατρίδος δεν λάβουν την τελείαν των διόρθωσιν. Έμεινες 4 χρόνια δια τας υποθέσεις του καζά μας και δια του Μορέως… αν μείνης 6 μήνες ακόμη δεν βλάπτει… επειδή και οι πολλά ολίγοι στενότεροι αδελφοί θέλουν το κάθισμά σου» (45643 της 28ης Ιουλίου 1817).

Η επιθυμία του Δημητρίου να επιστρέψει στον Μοριά ήταν συνεχής και εξακολουθούσε να εκφράζεται και σε επόμενες επιστολές του με αυξανόμενη ένταση. Όμως αυτή η επιθυμία δεν μπόρεσε να εκπληρωθεί επί μία σχεδόν οκταετία, αφού πολλοί παράγοντες, και κυρίως η τροπή των πραγμάτων, καθιστούσαν αδύνατη την επιστροφή του. Με άλλα λόγια, ο πόθος του Δημητρίου να επιστρέψει στην πατρίδα ήταν διακαής, αλλά οι δυσμενείς συνθήκες και η διαρκής χρηματική ένδειά του τον ανάγκαζαν να παραμένει στην Πόλη. Στα τέλη του 1816 θεωρούσε ότι ήδη ήταν δύσκολο να φύγει λόγω των οικονομικών εκκρεμοτήτων του. Όπως έγραφε: «πού να φύγω και πού να πάγω;» (45380/1 της 7ης Δεκεμβρίου 1816). Ωστόσο είκοσι ημέρες αργότερα έγραφε: «Περιμένω όσον τάχος κατά το γράφειν σας το έμβασμα των γροσίων μουκατά δια να φύγω εντεύθεν» (45381/2 της 28ης Δεκεμβρίου 1816). Και σε άλλες επιστολές του ο Δημήτριος εξέφραζε την επιθυμία να τακτοποιήσει τις οικονομικές του εκκρεμότητες και να αναχωρήσει για την πατρίδα. Έντονη ήταν αυτή η επιθυμία του και τον Απρίλιο του 1818, όταν ζητούσε να απαλλαγή των καθηκόντων του, ώστε να βρει την ησυχία του, «την οποίαν η ψυχή μου επιθυμεί, για να λείψη πλέον αυτό το ανυπόφορον βάρος, ότι δεν είναι δια την ράχιν μου» (έγγρ. 45385/11 της 20ης Απριλίου 1818).

Δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τη διαμονή του Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη ούτε μπορούμε να ξέρουμε αν ο τρόπος ζωής του, όπως αναδύεται από τα διασωθέντα ιστορικά τεκμήρια, προσδιοριζόταν από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που ο ίδιος εβίωνε ή ήταν απότοκος της ατομικής ιδιοσυγκρασίας του. Το πιθανότερο είναι να έπαιξαν ρόλο και οι δύο αυτοί παράγοντες.

Πάντως, αντίθετα προς ό,τι θα ανέμενε κανείς για τους βεκίληδες λαμβάνοντας υπόψιν την προυχοντική τάξη από την οποία προέρχονταν, ότι δηλαδή η ζωή τους στην Πόλη θα ήταν οικονομικά άνετη, αν όχι γεμάτη χλιδή και πολυτέλεια, τα έγγραφα του Αρχείου Περρούκα δείχνουν ότι το άκρως αντίθετο συνέβαινε. Τουλάχιστον ο Δημήτριος Περρούκας ασκούσε τα καθήκοντά του με πολλές δυσκολίες και ζούσε βίο λιτοδίαιτο και μονήρη. Οι πολλές ευθύνες του, το νεαρό της ηλικίας του, η ασυνεννοησία με τα αδέλφια του και κυρίως τα πολλά έξοδα που έκανε για τον χρηματισμό των άπληστων Τούρκων αξιωματούχων προς ταχύτερη και ευνοϊκότερη επίλυση των υποθέσεών του, μαζί με την έλλειψη επαρκών κεφαλαίων και χρηματικών πόρων, πολλές φορές τον οδήγησαν σε απελπισία και ψυχολογικό αδιέξοδο.

Πολλά γράμματά του προς  τον αδελφό του Ιωάννη είναι εκφράσεις αγωνιώδους οικονομικής απόγνωσης, γεμάτα από παράπονα και βαρείς χαρακτηρισμούς για αυτόν. Δεν υπάρχει επιστολή του Δημητρίου, στην οποία να μην περιγράφει κάποιο οικονομικής φύσεως πρόβλημα και να μην διατυπώνει απεγνωσμένες παρακλήσεις για τακτοποιήσεις λογαριασμών και αποστολές χρημάτων από τους δικούς του. Δεν ήσαν λίγες οι φορές που ο δυστυχής Δημήτριος ευρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, γιατί αντιμετώπιζε αφόρητες δυσκολίες. Χρήματα δεν του αποστέλλονταν από το Άργος, «πόλιτζες» (συναλλαγματικές) που είχε αποδεχθεί ή έφθαναν εις χείρας του δεν πληρώνονταν στην προθεσμία τους, δάνεια που είχε συνάψει δεν εξοφλούνταν εγκαίρως, λογαριασμοί του δεν έκλειναν, όπως έπρεπε. Ο Δημήτριος, χειριζόμενος πολλές τέτοιες υποθέσεις όχι μόνο δικές του αλλά και Τούρκων, γινόταν πομπός και δέκτης παραπόνων και απαιτήσεων άλλων και πιεζόμενος αυτός αναγκαζόταν με τη σειρά του να πιέζει άλλους, να δανείζεται, για να εξοφλεί τα χρέη του «ξεσκουφώνοντας τον ένα και σκουφώνοντας τον άλλον», όπως χαρακτηριστικά έγραφε (45372/3 κρυπτ. της 26ης Ιουλίου 1816), ευρισκόμενος συνεχώς  σε οικονομική ανάγκη.

Αυτή η έλλειψη χρηματικών πόρων είχε γίνει για τον Δημήτριο πραγματικός «εφιάλτης», που επηρέαζε τον ψυχισμό του και τον τρόπο ζωής του. Τα διασωθέντα τεκμήρια είναι πλέον ή εύγλωττα. Ήδη σε επιστολή του προς τον αδελφό του Ιωάννη της 23ης Φεβρουαρίου 1816, προσκλαιόμενος για τις οικονομικές δυσκολίες του, ανέφερε ότι «υποφέρει τεθλιμμένην ζωήν», ότι η ζωή του κινδυνεύει «για χατήρι του» και ότι αυτός και οι άλλοι προεστοί του Άργους τον αγόρασαν ως σκλάβο και τον επούλησαν στην Πόλη «να δουλεύη σκλαβικώτατα» (45614). Τρεις ημέρες αργότερα έγραφε ότι «εγώ είμαι κατ’ αυτάς χαμένος από τα σικλέτια» (45615 της 26ης Φεβρουαρίου 1816), ενώ μετά διήμερον εδήλωνε ότι «το αδύνατον πνεύμα μου ατόνισε από τας περιστάσεις» (45359 της 28ης Φεβρουαρίου 1816).

Στις 13 Μαρτίου 1816 έγραφε στον Ιωάννη ότι είναι καταστενοχωρημένος για γρόσια, ότι «πανταχόθεν απελπίσθη», ότι «το σικλέτι που δοκιμάζει είναι απερίγραπτον», κατακρίνοντας την αδιαφορία των προεστών του Άργους που «ολίγον τους μέλλει αν ψοφήσωμεν δια τα συμφέροντά των» (45618). Στις 15 Μαΐου 1816 παραπονιόταν και πάλι ότι είχε «υπερβολικήν στενοχωρίαν γροσίων» (45366/1). Σε στιγμή απόγνωσης βρισκόταν και στις 28 Ιουνίου 1816, όταν σε μία από τις τρεις επιστολές που έστειλε στον Ιωάννη την ίδια ημέρα (45371/2) του έγραφε: «Πώς, αδελφέ, με άφησας έτζι και κανένα από τα γραφόμενά μου δεν σου δίδει να καταλάβης πώς εχάθηκα από το σικλέτι… Ε, δια αγάπην του Χριστού πλέον κάμετε ένα έλεος, ότι θα με κτυπήση αποπληξία σήμερον αύριον… Ο Θεός να σας ιδή. Εχάθηκα αδίκως εξ αιτίας υμών…».

Σκληρά παράπονα έκανε στον αδελφό του Ιωάννη και κατά το επόμενο έτος, όταν διορίστηκε πλέον «βεκίλης του Μορέως». Στις 11 Ιουνίου 1817 του έγραφε ότι τον δαιμονίζει με τα καμώματά του, ότι γίνεται ανυπόφορος, ότι τα ψέμματά του δεν έχουν τέλος και άλλα, χρησιμοποιώντας πολλές ανεπίτρεπτες, ανάρμοστες και υβριστικές λέξεις (45384/3). Εξάλλου, στην από 26 Ιουλίου 1817 επιστολή του οργιζόταν κατά του Ιωάννη με τη φράση «από τον Θεόν να το εύρη» και τον παρακαλούσε να του στείλει τα γρόσια του «μουκατά», γιατί αλλιώς «θα τον πάρη η οργή του Κυρίου…» (45384/8).

Τα παράπονα του Δημητρίου συνεχίζονταν και τον επόμενο μήνα. Στην επιστολή της 1ης Αυγούστου 1817 έγραφε στον Ιωάννη ότι τον εδαιμόνισε με το σήμερον-αύριον των γροσίων του «μουκατά» και κατέληγε: «Πού να καταφύγω δεν ηξεύρω, αφ’ ου εδώ ο ίδιος ο αδελφός μου με κτυπάς τόσες μαχαιριές…δεν έμεινε άλλο παρά να σκοτωθώ, αθεόφοβε! Θε να με κτυπήση δαμπλάς απόψε…» (45384/12).

Σε κρυπτογραφημένο τμήμα επιστολής της 7ης Οκτωβρίου 1817 ο Δημήτριος εκμυστηρευόταν στον αδελφό του Ιωάννη ότι είχε χάσει την ησυχία του και ότι αυτός και οι σύντροφοί του δεν είχαν χρήματα παρά μόνον να ζήσουν, ήτοι για το φαγητό τους (45384/15). Δραματική είναι και η μαρτυρία του Δημητρίου ότι τα Χριστούγεννα του 1818 δεν γιόρτασε στο σπίτι του τις άγιες ημέρες, αλλά περιφερόταν στους δρόμους της Πόλης μέσα στην παγωνιά, νήστις και τάλας. Έγραφε σε επιστολή του της 31ης Δεκ. 1818: «Η ευγενεία σας, άρχοντες, εγλενδίζετε τας εορτάς. Ο άγιος Θεός ας σας αξιώση και εις έτη πολλά, εγώ δε λιμοκτονώ σχεδόν και δεν τας γνωρίζω παρά δι’ απλάς ημέρας περιφερόμενος εις το άπειρον ψύχος και τον παγετόν, οπού ο κόσμος φρίττει…» (45817).[18] Παράπονα όμως δεν είχε μόνον κατά του Ιωάννη. Το ίδιο αυστηρός ήταν και προς τον αδελφό του Χαραλάμπη, με τον οποίο είχε συνεργασία και πολλές οικονομικές συναλλαγές. Ιδιαίτερα στην επιστολή του της 5ης Μαΐου 1819 (45708) τον επέπληττε λέγοντας ότι η συμπεριφορά του «δεν είναι ίδιον ανθρώπου επαγγελλομένου το εμπόριον, αλλ’ ούτε τινός άλλου» και ότι το φέρσιμό του είναι «απαραδειγμάτιστον».

Υπό τις συνθήκες αυτές, αλλά ίσως και για προσωπικούς του άλλους λόγους που αγνοούμε, ο Δημήτριος απέκλειε κάθε σκέψη γάμου και δημιουργίας οικογένειας. Σε επιστολή του προς τον Ιωάννη της 13ης Νοεμβρίου 1820 (45416/4), αφού τον κατηγορεί ότι έχει «πολύ σεσαπημένα σπλάχνα και δυσώδη», ενώ αυτός έπαθε, εδυστύχησε, λιμοκτονεί και δοκιμάζει τα μύρια, για να τον υπερασπισθεί «χωρίς να έχη γνωρίση το λεπτόν του ποτέ», καταλήγει: «Εγώ χάρις τω Θεώ μήτε γυναίκα έχω μήτε παιδιά, αλλ’ ούτε σκοπεύω να τα κάμω ποτέ. Και αν είχα ή έχω τι, θέλεις το χαρείς εσύ και οι κληρονόμοι σου» (45416/4).

Όλες αυτές οι δυσμενείς καταστάσεις έβλαψαν την υγεία του Δημητρίου, η οποία φαίνεται ότι μάλλον ήταν επισφαλής. Από τις επιστολές του προκύπτει ότι κατά καιρούς έπασχε από συγκεκριμένες ασθένειες, που τον ενοχλούσαν εξαιρετικά. Συχνά παραπονιόταν για κάποια ωτίτιδα (45330/1 της 1ης Ιανουαρίου 1815, 45330/2 της 6ης Ιανουαρίου 1815, 45357/2 της 16ης Φεβρουαρίου 1816), ενώ σε άλλη επιστολή του, της 28ης Αυγούστου 1816 (45373), έγραφε: «Ήδη είμαι κατάκοιτος από ένα ερυσίπελας οπού εκυρίευσε το πρόσωπόν μου από την άκραν στενοχωρίαν και αδημονίαν μου, ο Κύριος ας με φυλάξη ή και ευδοκήση τον θάνατόν μου, να ελευθερωθώ».

Σε επιστολή παραπόνων προς τον αδελφό του Ιωάννη στις 26 Απριλίου 1820 εξομολογείτο ότι από τις πολλές φροντίδες και σκοτούρες αλλά και από την έλλειψη των αναγκαίων χρηματικών πόρων έφθειρε εντελώς την υγεία του, καταντημένος από τα βάρη του να ζει με «φοντανέλες» (=βοθρία, σπυριά με πύον), με «εξοχάδες» (=αιμορροΐδες), με καθημερινές χύσεις αιμάτων και με «οφθαλμία» (45524). Στις 16 Ιουνίου 1820 ενημέρωνε τον Ιωάννη ότι ήταν κατάκοιτος από ρευματισμούς των ποδών και ότι εκείνη την εποχή είχε μεταβεί  στα ιαματικά λουτρά της Προύσας, προφανώς για θεραπεία των ρευματικών πόνων του (45525). Επίσης στις 10 Δεκεμβρίου 1820 έγραφε στον Ιωάννη ότι τον περισσότερο καιρό περνούσε με ιατρούς και ιατρικά (45416/7).

VΙΙ. Κατά τη διάρκεια της 8ετούς βεκιλικής θητείας του στην Κωνσταντινούπολη ο Δημήτριος Περρούκας ασχολήθηκε με πάμπολλες και ποικίλες «ιδιωτικές» υποθέσεις. Κυρίως αφιερώθηκε στην εξυπηρέτηση οικονομικών υποθέσεων ιδικών του και των οικείων του. Συχνότατη είναι η εκ μέρους του έκδοση, αποδοχή, είσπραξη και πληρωμή συναλλαγματικών, το άνοιγμα και η τήρηση χρηματικών λογαριασμών, η αποστολή και λήψη χρημάτων σε διαφόρους και από διαφόρους κ.λπ. Σε μια προ-τραπεζική εποχή, οπότε υπήρχε έλλειψη χρηματικής ρευστότητας, γινόταν ευρύτατη χρήση «πιστωτικών τίτλων», δηλ. συναλλαγματικών και γραμματίων, που τότε ονομάζονταν με διάφορα ονόματα («πόλιτζες», «ριμέσσες», «καμβιάλες», κ.λπ.). Οι τίτλοι αυτοί απέκλειαν μεν τον κίνδυνο κλοπής των χρημάτων κατά τη μεταφορά τους από τόπου εις τόπον, ενείχαν, όμως, πάντοτε τον κίνδυνο της μη πληρωμής, επειδή ήσαν υποσχέσεις καταβολής χρημάτων και όχι πραγματικές καταβολές. Ήταν φυσικό ο Δημήτριος να αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες, όταν οι «πόλιτζες» δεν εξοφλούνταν καθόλου ή δεν εξοφλούνταν στην ώρα τους, ή ο ίδιος δεν διέθετε χρήματα να τις εξοφλήσει.

Είχε επίσης ο Δημήτριος συνεργασία με διάφορους «σαράφηδες», ασχολείτο δηλαδή με υποτυπώδεις χρηματοτραπεζικές εργασίες και διευκολύνσεις για την εξασφάλιση κάποιας χρηματικής απολαβής («προμήθειας»). Φαίνεται ότι από χρήματα που διέθετε ή δανειζόταν εδάνειζε σε άλλους μικρότερα ποσά με μεγαλύτερο τόκο κερδοσκοπώντας από τη διαφορά του επιτοκίου ή αναζητούσε και εύρισκε πελάτες για τους σαράφηδες επ’ αμοιβή. Και οι περιπτώσεις αυτές δεν ήσαν άμοιρες προβλημάτων. Για παράδειγμα, πολύ ταλαιπώρησε τον Δημήτριο η υπόθεση του Γεωργάκη Μανώλη,[19] που δεν εξοφλούσε χρέος του γύρω στα 2.500 γρόσια και ο Δημήτριος αναγκάστηκε να ζητήσει την επικουρία του εμπόρου Χαραλάμπη Σέκερη στις Σπέτσες, για να εισπραχθούν τα οφειλόμενα (17371/28 της 29 Φεβρ. 1820, 17372/11 της 10 Μαρτίου 1820, 17375/50 της 26 Απριλίου 1820).

Η κυριότερη πάντως οικονομική δραστηριότητά του φαίνεται ότι ήταν η ενοικίαση διάφορων κρατικών προσόδων, δηλ. «μουκατάδων», φόρων, δασμών, «ιλτιζαμίων» κ.λπ. είτε για δικό του λογαριασμό είτε – συνηθέστερα – ως συνεργάτης και συνεταίρος Τούρκων ή Ελλήνων. Αυτό το έκανε είτε εμφανώς είτε αφανώς. Από επιστολή του αδελφού του Χαραλάμπη μαθαίνουμε ότι ο Δημήτριος είχε αγοράσει με τον σαράφη Γεώργιο Παπαδόπουλο κάποιο «μεγάλο σπαηλίκι», το οποίο ο Χαραλάμπης τον συμβούλευε να φροντίσει να πάρει και τον επόμενο χρόνο, γιατί «έχει πολύ ψωμί» (45482 της 17 Δεκ. 1815).

Αλλά οι ασχολίες αυτές δεν ήσαν πάντοτε χωρίς προβλήματα και, επειδή συνήθως βρισκόταν σε αδυναμία να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις του, εντεινόταν το καθημερινό άγχος και η στενοχώρια του. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση με έναν από τους σαράφηδές του. Στην αρχή σαράφης του Δημητρίου στην Πόλη ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Όμως, όταν αυτός του δυσκόλεψε την άντληση κεφαλαίων, τον αντικατέστησε με τον Αθανάσιο Χατζηκωνσταντίνου Μήχογλου ή «τζιελεπή Αθανασάκη», όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε (45333 της 13ης Μαΐου 1815), με τον οποίο, όμως, οι σχέσεις του έφτασαν στο απροχώρητο λόγω της ασυνέπειας του Δημητρίου. Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε σε επιστολή προς τον αδελφό του Ιωάννη στις 26 Νοεμβρίου 1816, ενώ είχε αντλήσει από αυτόν 110 χιλ. γρόσια, που μαζί με τα «διάφορα» (=τόκους) έφτασαν τις 125 χιλ., δεν του είχε καταβάλει τίποτε «κλείνοντας ένας χρόνος» (45375/1)!

Κατά τις αρχές του 1817 ξεκίνησε κάποια εταιρική συνεργασία με τον σαράφη Ιωσήφ Καπνίστα. Εζήτησε, λοιπόν, και από άλλους να συνεργαστούν με αυτόν, όπως ο θείος του Σωτήριος και ο Υδραίος Δημ. Κριεζής (45469 της 19ης Φεβρ. 1817), ο έτερος θείος του Απόστολος, με προσέγγιση του σιορ Μιτσάκη, πρώην κονσόλου της Ρωσίας στην Πάτρα (1737/14 της 23ης Φεβρ. 1817), ο Χανέν Πολίτης (17338/20 της 24ης Μαΐου 1817) και ο Τριπολιτσιώτης έμπορος Γεώργιος Ιωάννου (17338/21 της 25ης Μαΐου 1817). Όμως, σε λίγες ημέρες ο Καπνίστας διέλυσε τη «συντροφία» και κατέφυγε σε μοναστήρι (17338/24 της 6ης Ιουνίου 1817) και επομένως η συνεργασία τους σταμάτησε άδοξα. Δυστυχώς, λίγους μήνες αργότερα τους άφησε χρόνους από πανώλη και «ο ζάβαλης τζιελεπής Αθανασάκης», όπως έγραφε ο Δημήτριος στον Ιωάννη (45384/11 της 24ης Αυγούστου 1817), δημιουργώντας του έτσι μια ακόμα αιτία απογοητεύσεως και οικονομικής δυσχέρειας.

Εμφανής είναι στα έγγραφα του Αρχείου Περρούκα η φιλική σχέση μεταξύ Περρουκαίων και Τούρκων. Αποδεικνύεται ότι ο Δημήτριος Περρούκας εξυπηρετούσε και Τούρκους φίλους του, μπέηδες και αγάδες του Άργους και άλλους, που είχαν οικονομικά συμφέροντα στην Κωνσταντινούπολη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1815 οι Ησούφ μπέης και Ζουλφικάρ μπέης ανέθεσαν στον Δημήτριο να εισπράξει χρήματα από διάφορους οφειλέτες τους και να τα δώσει στον σαράφη τους (45463). Άλλοτε του απέστειλαν «γρόπον» βουλωμένο με 5.000 γρόσια, ενώ στην ίδια επιστολή τους του  εδήλωναν: «…μένομεν κατά πάντα ευχαριστημένοι, οπού σας βλέπομεν εις τες δούλεψές μας πρόθυμους και γνωρίζομεν ότι πολλά μας αγαπάτε και δια λόγου μας είσαστε πρόθυμοι και κοπιάζετε» (17319 της 15ης Απριλίου 1815).

Σε πολλές περιπτώσεις ο Δημήτριος όχι μόνο εξυπηρετούσε Τούρκους άρχοντες, αλλά και συνεργαζόταν μαζί τους εταιρικά, φανερά και αφανώς, όπως ήδη είδαμε, εκμεταλλευόμενος μαζί τους διάφορους «μουκατάδες» και άλλες προσόδους, όπως τον «πάλτο μολυβιού», τον «πάλτο σκαγιών», τις αλυκές, το «ιλτιζάμι του Κρογιού», το «Τσακίρι», τα Μέγαρα και διάφορα άλλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι προκρινόταν συνήθως ο αφανής και διακριτικός τρόπος συνεργασίας, για να μην προκαλούνται οι κάθε μορφής εντόπιοι αντίζηλοι και οι ξένοι δυνάστες. Όταν κάποτε πληροφορήθηκε ο Ιωάννης ότι ο Δημήτριος πήρε τον «ενφιέ πάλτον» (=φόρο καπνού) στο όνομά του, τον επέπληξε ότι «δεν ήτον καλόν» και τον συμβούλεψε γενικότερα: «πρόσεχε  πάντοτε να παίρνη άλλος το όνομα εις όσα προς τους μεγάλους φαίνονται» (17322/13 της 22ας Νοεμβρίου 1815). Σε άλλη περίπτωση τον συμβούλευε να πάρει το φερμάνι για τον «πάλτο σκαγιών εις όνομα τούρκικον», ενώ για την περίπτωση του καπνού τον συμβούλευε: «το τεμεσούκι…ας είναι εις όνομα Ισμαήλ εφέντη», δηλ. του βοεβόδα του Άργους (17322/20 της 19ης Δεκεμβρίου 1815).

 

ο Ιζέτ μπέης είχε υπογράψει δύο χρεωστικές ομολογίες,

τις οποίες δεν ήθελε να εξοφλήσει.

Αφού τον ταλαιπώρησε κωλυσιεργώντας, αφού του

«έλυωσε τα άντερα έξι μήνας πηγαινοφέρνοντάς με

ωσάν τον χαμάλη, σήμερον και αύριον»

 

Βέβαια, μια τέτοια συνεργασία δεν ήταν πάντα ομαλή ούτε πάντα κερδοφόρα για τον Δημήτριο ιδίως σε περιπτώσεις σκληρών και αχόρταγων Τούρκων μπέηδων, όπως ο Ιζέτ μπέης, τον οποίο ο Ιωάννης δυο φορές χαρακτηρίζει «όχεντρα μυστικότατη» (κρυπτ. 45385/6 της 20ης Φεβρ. 1818) και «κακή και μυστικότατη όχεντρα» (κρυπτ. 45385/7 της 22ας Φεβρ. 1818), ενώ ο Δημήτριος αναφέρεται σ’ αυτόν με σκληρούς χαρακτηρισμούς, όπως «άπιστος», «σκυλί», «επίβουλος», «χριστιανομάχος» και άλλους. Όπως εξηγεί ο Δημήτριος σε κρυπτογραφημένο τμήμα επιστολής του της 31ης Ιουλίου 1818, ο Ιζέτ μπέης είχε υπογράψει δύο χρεωστικές ομολογίες, τις οποίες δεν ήθελε να εξοφλήσει. Αφού τον ταλαιπώρησε κωλυσιεργώντας, αφού του «έλυωσε τα άντερα έξι μήνας πηγαινοφέρνοντάς με ωσάν τον χαμάλη, σήμερον και αύριον», όπως γράφει, τον εξανάγκασε να αλλάξει τις δύο ομολογίες σε άλλα ονόματα υπό την εγγύησή του. Η διαδικασία αυτή έγινε με ζημία του Δημητρίου γύρω στα 5.000 γρόσια! Το σπουδαίο είναι ότι ο Ιζέτ μπέης δεν ήθελε να εξοφλήσει το χρέος, επειδή ήλπιζε ότι θα του χαριζόταν λόγω των τόσων εκδουλεύσεων που είχε κάνει στον Ιωάννη και στο σπίτι των Περρουκαίων! Άξια αναφοράς είναι η επισήμανση του Δημητρίου προς τον Ιωάννη να μη μιλήσει πουθενά για το γεγονός αυτό ούτε καν στον πενθερό του, γιατί, αν το μάθει ο Ιζέτ μπέης, «βλαπτόμεθα θανάσιμα» (45385/16).

Όπως και άλλοι προεστοί και βεκίληδες, έτσι και ο Δημήτριος ασχολείτο και με το εμπόριο, συμμετέχοντας σε εμπορικές «συντροφίες» με συγγενείς και οικείους του, όπως ο αδελφός του Χαραλάμπης, ο θείος του Σωτήριος και ενδεχομένως άλλοι, αφ’ ενός προς εξεύρεση πόρου ζωής και αφ’ ετέρου συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Τα σωζόμενα έγγραφα επιβεβαιώνουν τέτοιες οικονομικές ή στενά εμπορικές δραστηριότητες του Δημητρίου στην Πόλη.

Γνωρίζουμε ότι στην αρχή της βεκιλικής σταδιοδρομίας του ο θείος του Σωτήριος τού έστελνε χρήματα για αγορά εμπορευμάτων στην Κωνσταντινούπολη («πράγμα» ή «ψωνίσματα») προοριζόμενων προς πώληση («μπούληση», κατά τον Σωτήριο) στον Μοριά. Μάλιστα σε μια περίπτωση έγραφε στον Δημήτριο ότι «αγροικιόμαστε συντροφίαν ήμισυ και ήμισυ» (17302/3 της 25ης Μαρτίου 1814). Από άλλη επιστολή του ίδιου μαθαίνουμε ότι ο Δημήτριος αγόρασε και του έστειλε για μεταπώληση 142,18 καντάρια σίδερο (17302/4 της 13ης Ιουνίου 1814). Επίσης, κατά τις αρχές του 1816, αγόρασε και έστειλε στον αδελφό του Χαραλάμπη στο Άργος αδιευκρίνιστη ποσότητα κριθαριού (17324/15 της 9ης Φεβρουαρίου 1816).

Ενδιαφέρουσα πρόταση εμπορικής συνεργασίας  έκανε στον Δημήτριο ο Χαραλάμπης και λίγους μήνες αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1816, αυτή τη φορά για την προμήθεια σιταριού. Συγκεκριμένα του ζήτησε να αγοράσει 1.500-2.000 κουβέλια «παστρικό σιτάρι ρώσικο». Το «εγχείρημα» θα ήταν «συντροφικόν εξ ημισείας» μεταξύ των δύο αδελφών (45368/2). Λίγες ημέρες αργότερα έκανε στον Δημήτριο παρόμοια πρόταση και ο θείος του Σωτήριος. Τον παρεκάλεσε, αν εύρη κανένα μικρό «κάρικο» (=φορτίο) από σιτάρι «παστρικό αρναούτι», να το αγοράσει είτε μόνος του είτε με καμμιά μικρή «συντροφία» και να του το στείλει για μεταπώληση στο Άργος (έγγρ. 17330/7 της 19ης Ιουνίου 1816). Με την αγορά σιταριού και πετσιών δεν συναινούσε τον Οκτώβριο του 1814 ο ίδιος θείος του (17311/21), γιατί οι τιμές τους δεν ήσαν συμφέρουσες τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όμως τον επόμενο χρόνο παρήγγειλε στον Δημήτριο μια ποσότητα πετσιών και μάλιστα «γουβάλικων» (=βουβαλικών) «Αντρενελίτικων» (=από την Αδριανούπολη) ή και βοδινών, με το σκεπτικό «ότι αυτού του τόπου εβγαίνουν καλλιώτερα από του Μισιριού (=Αιγύπτου) και Ανατολής» (45466 της 29ης Αυγούστου 1815).

Είναι ενδιαφέρον για τα εμπορικά ήθη της εποχής, με διαχρονική όμως ισχύ, ότι ο πολύπειρος θείος του Δημητρίου, Σωτήριος, τον προέτρεπε να στέλνει σε κάθε αποστολή εμπορεύματος δύο γράμματα με δύο χωριστές λίστες τιμών των εμπορευμάτων, μία με πλασματικές χαμηλές τιμές για το «γιουμπρούκι» (=τελωνείο), «δια να παν συμφώνως», και μία άλλη με τις πραγματικές τιμές αγοράς, στην οποία θα έγραφε το «σωστόν της ψωνίσεως», για να τη δείχνει στους πραγματευτές! Δικαιολογεί μάλιστα τη συμβουλή του αυτή με τη σκέψη ότι «έτσι φέρνονται οι πραματευταί» (17302/4 της 13ης Ιουνίου 1814, 17305 της 18ης Ιουλίου 1814). Άξιος «μαθητής» του πραγματευτή θείου του αναδείχτηκε ο Χαραλάμπης. Όταν το κριθάρι που του έστειλε ο Δημήτριος δεν επωλείτο και εσάπιζε, ώστε «εις το στόμα των αλόγων δεν εμβαίνει», όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια έγραφε, δυο φορές αναγκάστηκε να το ανακατώσει με άλλο καλό και να το πωλήση νοθευμένο (17324/15 της 9ης Φεβρουαρίου 1816,  17328/8 της 13ης Μαρτίου 1816).

 

Άργος (1803), σχέδιο του Βρετανού William Walker (1780-1868).

 

VIIΙ. Τον Δημήτριο Περρούκα επίσης απασχολούσαν πολύ στην Κωνσταντινούπολη διάφορες μικρότερης σημασίας, αλλά συχνότατες, κουραστικές, πολυέξοδες και χρονοβόρες οικογενειακές και φιλικές εξυπηρετήσεις γενικότερα και ειδικότερα κάθε είδους παραγγελίες, οι λεγόμενες από το λαό μας «παραγγολές». Οι παραγγελίες αυτές ήσαν, βέβαια, έξω από τον κύκλο των στενών υπηρεσιακών καθηκόντων του, αλλά δεν έπαυαν να του απορροφούν πολύν ελεύθερο χρόνο και πολλή ζωτικότητα. Φαίνεται ότι ο Δημήτριος δεν έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία στην ικανοποίηση αυτών των παραγγελιών, «πνιγμένος» όπως ήταν από τις σοβαρές υποθέσεις που χειριζόταν και από τα οικονομικά του προβλήματα. Μερικές από αυτές τις παραγγελίες παρουσιάζουμε εδώ, γιατί καθρεφτίζουν μια συγκεκριμένη εποχή και εκφράζουν ένα τρόπο ζωής και μια κοινωνική πραγματικότητα.

Δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι οι περισσότεροι από τους εντολείς του Δημητρίου ανήκαν στον στενό οικογενειακό κύκλο του και ότι εζητούσαν από αυτόν τα πιο απίθανα πράγματα. Με επιστολή του της 17ης Νοεμβρίου 1815 ο Ιωάννης ζήτησε από τον Δημήτριο ένα «μαγκάλι με τον σοφρά του δια τον οντάν και με το καυκί του» (17322), ενώ πέντε ημέρες αργότερα του ζήτησε δέκα ζευγάρια «μεστοπάπουτσα» (=παπούτσια εσωτερικού χώρου), τέσσερα «ζενέ» και 6 αντρίκια  με 3 «μέστια» «περιπλέον μισόν δάκτυλον μακρύτερα και πλατύτερα από τα πρώτα», καθώς και ένα μαργαριτάρι (17322/13 της 22ας Νοεμβρίου 1815).

Πολλές και αναλυτικές παραγγελίες έδινε στον Δημήτριο και ο θείος του Απόστολος από την Πάτρα. Στις  20 Μαΐου 1815 του έστειλε μέσω του Ιωάννη 856 γρόσια, για να τα δώσει σε κάποιον Πετροκόκκινο (45464), ενώ αργότερα, στις 4 Μαρτίου 1816, του εσώκλειε «νότα» με άλλες παραγγελίες (προσκεφαλάδες κ.ά.) παρακαλώντας τον για την ταχεία «ψώνισιν και στάλσιν» τους, επειδή τον Μάιο του έτους εκείνου θα γίνονταν οι γάμοι της κόρης του. Ακόμα ζητούσε δέκα πήχες «σαλί» για ένα «τσουμπέ» (=επενδύτη) δικό του. Μερικές ημέρες νωρίτερα είχε λάβει το «χάλκωμα» που του είχε παραγγείλει (17324/26). Με νεότερη επιστολή τού έγραφε ότι έλαβε τις παραγγελίες, πλην των οκτώ «ελγεμενιών» (=μαντηλιών ή παπουτσιών), του παρεπονείτο ότι τα ποδήματα που του έστειλε ήσαν μικρά, και ζητούσε να του στείλει άλλα  4 ζευγάρια στο μέγεθος του δικού του ποδιού (17330/2 της 9ης Ιουνίου 1816). Μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου πάντως του 1817 δεν τα είχε λάβει (45701) ούτε μέχρι τις 5 Μαΐου 1817 (45658)!

Ο αδελφός του Χαραλάμπης που ασχολείτο με το εμπόριο του ζητούσε συνήθως διάφορα χρηστικά βιβλία και αντικείμενα που του ήσαν αναγκαία κατά την άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του, ενώ ήδη από το 1814 του είχε ζητήσει ένα «δακτυλιδάκι έως 250 γροσίων», για να το κάνη δώρο στη νύφη του Ελένη (45459). Έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου 1816 (17324/15) εζήτησε από τον Δημήτριο το βιβλίο «Επιστολαί εμπορικαί», το οποίο ήταν πεντάγλωσσο (ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και πορτογλέζικα), χρήσιμο για την εμπορική σταδιοδρομία που είχε μόλις ξεκινήσει, ενώ στις 13 Μαρτίου 1816 εζήτησε να του φτιάξη και να του στείλει μια «τζίφυρα δια τα γράμματά του», σφραγίδα με το όνομά του (17328/8). Πάντως μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1816 δεν έλαβε την «τζίφυρα ή τζίνφυλα», γι’ αυτό την ξαναζητά (17333/9). Στις 9 Ιουνίου 1816 ζήτησε να του στείλη «τους νόμους του συστήματος», «την ταρίφαν που το σύστημα πληρώνει εις τα κουμέρκια (=τελωνεία) δια κάθε είδος πραγματειών» και τα «πριβιλέγγια» (=προνόμια) των εμπόρων αυτής της σειράς. Επίσης, τον παρεκάλεσε να βοηθήσει, για να εκδοθεί ένα μπεράτι ή φερμάνι, ώστε να μπορεί να εμπορεύεται στην Πόλη, ζήτησε τις διευθύνσεις μεγάλων εμπορικών οίκων, για να επικοινωνεί και να συνεργάζεται μαζί τους, καθώς και βουλοκέρι και (ξανά) τη βούλα του (17330/3).

Ο θείος του Σωτήριος Περρούκας ήταν ο πιεστικότερος όλων, ιδίως κατά το έτος 1814, οπότε σώζονται και οι περισσότερες επιστολές του προς τον Δημήτριο. Του ζητούσε να του στείλει ένα «κουμάσι» (=είδος υφάσματος) για τη δασκάλα της κόρης του έως 25 ή 30 γροσίων και ένα ζευγάρι υποδήματα μαύρα για τον εαυτό του (17297/2), τέσσερα τσιμπούκια, σαν αυτά που είχε δώσει στους Περρουκαίους ο Μαχμούτ εφέντης, με την παρατήρηση «οι βέργες να είναι σιλμέδες, να είναι από κερμεσί ιμαμέδες, έως 10 ή 15 ή και 20 γρόσια να κοστίζη η βέργα, όχι παραπάνω» (45451), μία ή δύο κασέλες «ξυγκοκέρια μοσκόβικα», ένα ντουλάπι οπού καβουρντίζουν τον «καβέ», δύο «μπρικολέγενα», τέσσερα-πέντε «τετζερέδια», «σαγάνια» «εις διάφορον μπόγι (=μέγεθος)», «μπουρεκότεψα» ή και λεβέτια, «καφέ ιμπρίκια» «δυο τρία μπόγια» (17302/4 της 13ης Ιουνίου 1814), μαργαριτάρια δέκα «μισκάλια» «έως μίας ρόβης σπυρί του χόντρους», ένα «τέλι» για τα τσιμπούκια, και άλλα. Σε επιστολή της 18ης Ιουλίου 1814 (17305), αφού του υπενθύμιζε την αποστολή 3-4 τσιμπουκιών με «οϊντισμένους ιμαμέδες», του έστειλε δύο πέτρες συνθετικές, για να γράψει τα ονόματα Γεώργιος Περρούκας και Αποστόλης Περρούκας, καθώς και δύο δακτυλίδια και μία «βεργέτα», για να τα χαλάσει και να κάνη δύο καινούρια δακτυλίδια, στα οποία να δέση τις πέτρες, για να τα φορούν τα παιδιά του «ότες να έλθουν εις την ηλικίαν τους», δηλ. όταν ενηλικιωθούν. Επίσης, με άλλη επιστολή τού ζήτησε διάφορα υφάσματα ή άλλα είδη, με άγνωστες σε μας ονομασίες («ταμχανά», «περμπάφι», «παντερή»), για να τα δώσει σε διάφορους ή να κάνη «αντερί» και «τσουμπέ» της κόρης του Ελενίτσας (45455 της 17ης Αυγ. 1814).

Φαίνεται, όμως, ότι ο Δημήτριος δεν ήταν τόσο πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον θείο του είτε λόγω πολλών άλλων απασχολήσεων ή ίσως και λόγω οικονομικής αδυναμίας. Έτσι, σε επιστολή του της 17ης Σεπτ. 1814 (17311/11) ο θείος του Σωτήριος ξαναζητά ένα ντουλάπι για το καβούρντισμα του καφέ και ένα μπρικολέγενο, ενώ δεν επιμένει για τα άλλα πράγματα που είχε παραγγείλει (τα άλλα «τώρα ας λείψουν»), θυμίζοντάς του πάλι τις κασέλες με τα κεριά και τονίζοντάς του και πάλι αυτά να είναι της Βάρνας «ως καλύτερα». Εξάλλου, με νεότερη επιστολή του, της 4ης Δεκεμβρίου 1814 (17317/1), ξαναζήτησε έως δέκα μισκάλια μαργαριτάρι, τετζερέδες, τεψιά μπουρεκίου, καφέμπρικα, ένα ζευγάρι ποδήματα μαύρα, ένα «νταμχανέ», ένα «τζιτζικλή» έως 60 ή και 70 γρόσια, 4 τσεμπέρια, μια ροζετίτσα καλή και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια!

Στις 15 Ιουνίου 1817 ο θείος του Σωτήριος του έγραψε ότι αποφάσισαν να κάνουν σπίτι στο Άργος «τώρα οπού έχομεν τα μάτια μας ανοιχτά» και χρειάζονταν τον απαραίτητο «κερεστέ» (=ξυλεία) και τα αναγκαία καρφιά. Ζητούσε, λοιπόν, 100 ή 150 κομμάτια τάβλες πλάτος 5-6 δάχτυλα και χόντρος έως 2 δάχτυλα από φλαμούρι, για τις «μουσάντρες». Επίσης του χρειάζονταν 4 ή 5 καντάρια καρφικού, «να έρχεται 40-45 καρφιά εις την οκά» (45657 της 15ης Ιουνίου 1817). Επίσης του υπενθύμιζε την αποστολή ενός «μπενισιού» (=επενδύτη) και έκλεινε ζητώντας 1.000 «βέργες, ήτοι τσιμπούκια διπλά δια το ταβάνι των οντάδων» (17339/16). Πάντως μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 1817 ο Δημήτριος δεν έστειλε τίποτε, γιατί με επιστολή του εκείνης της ημέρας ο θείος του Σωτήριος του ξαναζητούσε τα ίδια, με την παρατήρηση ότι τον «κερεστέ» και τα υπόλοιπα καρφιά τα έφεραν από τη Βενετία. Επιπλέον, του ζητούσε ορισμένα χάλκινα οικιακά είδη για την προίκα της κόρης του Ελενίτσας, δηλ. 20 «σαγάνια» με τα καπάκια τους, 2 «μπουρεκότεψα», έναν «σοφρά» (=χαμηλό τραπέζι), ένα «ταψί» και 2 «μπρικολέγενα» (45651). Σε επόμενη επιστολή του στις 20 Μαρτίου 1818 ο Σωτήριος παρακαλούσε και πάλι για την αποστολή της ξυλείας, των καρφιών και των χαλκωμάτων που του είχε παραγγείλει και προηγουμένως, συν μερικά ακόμα, όπως 2 «σιαμπτάνια» (=κηροπήγια) μπρούτζινα μεγάλα (έγγρ. 17348/24).

Ενδεικτικό της απροθυμίας ή ολιγωρίας του Δημητρίου να εξυπηρετήσει τον θείο του είναι το γεγονός ότι επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν εκτέλεσε την παραγγελία που του είχε δώσει στις 18 Ιουλίου 1814 και αφορούσε την κατασκευή δύο δακτυλιδιών με τα ονόματα των υιών του Γεωργίου και Αποστόλη! Στις 23 Οκτωβρίου 1818 του έγραψε ξανά ζητώντας αυτά τα δύο δακτυλίδια (17352/17). Αλλά και τα χαλκώματα που είχε πρωτοζητήσει το 1814  τα έλαβε τον Οκτώβριο του 1818, χωρίς όμως τα αιτηθέντα «σαγάνια»! Του έγραψε, λοιπόν, να στείλει στον Κριεζή στην  Ύδρα και «20 σαγάνια με τα καπάκια τους», βάζοντάς τα σε μια «κόφα», για να μην πλακωθούν (17352/17 της 23ης Οκτωβρίου 1818). Στις 19 Μαΐου 1819 υπενθύμιζε στον Δημήτριο τον «τζουμπέ» (17361/33), ενώ στις 30 Οκτωβρίου 1820 τον ενημέρωνε ότι του έχει στείλει ήδη λίστα με διάφορα πράγματα για την κόρη του Ελενίτσα, όπως μετάξι, χρυσάφια και άλλα. Τον παρακαλούσε μάλιστα να βάλη τον κομιστή της επιστολής Νικ. Ζεγκίνη, Αργείον έμπορο, να τα ψωνίση, ως περισσότερον ειδήμονα, «έστοντα και να έχη την μπράξη καλλιώτερα από την λογιότη σου, επειδή και είναι της αυτής τέχνης», όπως έγραφε (17380/10).

 

Η αδελφή του Ευδοκία του ζήτησε διάφορα

κοσμήματα και φορέματα

«…δια να είμαι των άλλων ισότιμη και να

μη νομίσουν ότι μόνον

η ευγενεία τους ηξεύρουν την Πόλιν»

 

Ο γαμβρός του Χριστόδουλος Σεβαστός, μαζί με τα άλλα σοβαρά θέματα που του έγραφε, και που αφορούσαν συνήθως υποθέσεις του αδελφού του Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία,[20] δεν εδίσταζε να του ζητά διάφορα πράγματα, όπως «ένα καλπάκι ζαρνταβά» για τον ίδιο, και ένα φερετζέ και ένα τζουμπελίκι, κατά τη μόστρα που του έστελνε, για τη σύζυγό του Ευγενία, αδελφή του Δημητρίου (45456 της 15ης Σεπτ. 1814). Επίσης, εκ μέρους του αδελφού του Ζαχαρία ζητούσε επιμάνικα, επιγονάτιο και ωμοφόριο (17318/10 της 10ης Μαρτίου 1815). Και σε άλλη επιστολή του περιέκλειε ο Χριστόδουλος σημείωση με παραγγελίες (45336 της 17ης Μαΐου 1815). Στις 25 Ιουνίου 1815 (17320/6) του ζητούσε «εν ψοφάκιον σιγκιαπί» (=πολύτιμο δέρμα από αρνί που γεννήθηκε ψόφιο) για ένα «καλπάκι», «πέντε μπράτσα ρούχον εγγλέζικον δια μπενίσι» και μερικά γουναρικά για τον αδελφό του άγιο Κορίνθου. Εξάλλου, στις 27 Σεπτεμβρίου 1815 (45347) τον επιφόρτιζε να του στείλει ένα άλλο σάλι της κεφαλής, αφού το προηγούμενο «δεν εχρησίμευσεν ως βαρύ και καμπάτικον» (45347). Στις 3 Ιουνίου 1816 τον ενημέρωνε ότι έλαβε τα σταλθέντα «πετένια» και «σιραζέ», του ζητούσε ένα άλλο σάλι της κεφαλής, γιατί το σταλθέν δεν εχρησίμευσε, ωστόσο, στις 2 Δεκεμβρίου 1816 του παραπονιόταν ότι μέχρι τότε δεν είχε λάβει το σάλι της κεφαλής (17333/11).

Η αδελφή του Ευδοκία του ζήτησε διάφορα κοσμήματα και φορέματα (45461 της 3ης Δεκεμβρίου 1814), ενώ άλλη φορά του έστειλε σε ένα κουτάκι μερικές πετρούλες και ένα «φιόρο» (=άνθος), για να τα χαλάσει, επειδή ήσαν «του παλαιού καιρού», και να φτιάξη ένα άλλο κατά το αποστελλόμενο υπόδειγμα, με την  παράκληση μάλιστα «να γίνουν εις ολίγον διάστημα καιρού» (17320 της 2ης Μαΐου 1815). Είναι ενδεικτικό της αμέλειας ή αδιαφορίας του Δημητρίου ότι δύο χρόνια μετά η αδελφή του δεν είχε λάβει τα ζητούμενα, όπως φαίνεται από επιστολή της, της 18ης Νοεμβρίου 1817! Παρ’ όλα ταύτα τόλμησε να ζητήσει ένα ακόμα «φιόρο της νέας μόδας»[21] και έναν φερετζέ ρούχινο. Το φιόρο ήθελε να είναι «φαμόζο και καλής φάμπρικας» και να είναι «εις σχήμα σπαθιού κατά την μόστραν ή εις άλλο είδος οπού να σας αρέση», ο δε φερετζές να είναι από ρούχο «πολλά ψιλόν» και «να ραπτή εις ένα ράπτην τεχνικόν». Αξίζει να παρατεθεί η αιτιολογία του αιτήματος ως εύγλωττο δείγμα φιλαρέσκειας και ματαιοδοξίας: «…οι εδώ αρχόντισσες απέκτησαν και από τέτοια. Λοιπόν, οι δεισιδαιμονίες των γυναικών είναι να συνερίζονται εις τα τοιαύτα. Όθεν και η αδελφή σας ούσα ολίγον υπερήφανη δεν καταδέχεται να είναι των άλλων ολιγότερη. Δια τούτο απεφάσισα να δώσω βάρος της ευγενείας σας, δια να είμαι των άλλων ισότιμη και να μη νομίσουν ότι μόνον η ευγενεία τους ηξεύρουν την Πόλιν» (17341/37).

Στις 5 Αυγούστου 1818 ο Δημήτριος έστειλε στην αδελφή του Ευδοκία ένα μισοφέγγαρο διαμαντένιο αξίας 3.140 γροσίων (45385/15), που αυτή το έλαβε και της άρεσε. Εξάλλου, σε επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 1818 του υπενθύμιζε τα τεντζέρια που είχε ζητήσει ο σύζυγός της Δημητράκης Ζαΐμης και «εκείνο το τεπελίκι (=λοφίο, φούντα)» (17351/12). Ο ίδιος ο γαμβρός του Δημητράκης του εζήτησε ένα γιορντάνι (17319/9 της 4ης Απριλίου 1815), ενώ στις 6 Μαρτίου 1818 του εζήτησε ένα άλογο (17348/8). Η νύφη του Ελένη, φιλάρεσκη και αυτή γυναίκα, επειδή δεν είχε «κανένα πούλουδον (=λουλούδι) καλόν», τον παρακάλεσε να της ψωνίση ένα «της μόδας, καθώς αρέσει της ευγενείας σας, όχι εις το παλαιόν ύφος», στέλλοντάς του 500 γρόσια για τα έξοδα και «ένα βρακοπουκάμισον» ως δώρο. (17333/14 της 5ης Δεκ. 1816). Ένα «βρακοπουκάμισο» του είχε στείλει η ίδια ως δώρο και στα τέλη του 1814 (46030 της 3ης Δεκεμβρίου 1814).

Ο αδελφός του Ιωάννης στις 28 Ιουλίου 1817 του έγραψε ότι ο άγιος Κορίνθου επιθυμούσε «ένα καλόν γεντέκι (=άλογο)» (45643). Ο πατέρας του Νικόλαος εζήτησε δύο ζευγάρια «μεστοπάπουτζα» και δύο ζευγάρια ποδήματα, καθώς και ένα «τόπι» ύφασμα για «τζουμπέδες» (17350/13 της 28ης Ιουνίου 1818).

Είναι χαρακτηριστικό της αμελούς ή αδιάφορης συμπεριφοράς του Δημητρίου ότι αντί να τα αγοράσει στην Πόλη, προτίμησε να γράψει στην Κόρινθο, για να του αποσταλούν από εκεί ένα τόπι «γκιζί» (=ύφασμα), ένα «τζιταρί» ινδικό, 3 ζευγάρια μεστοπάπουτσα κόκκινα και 2 ζευγάρια υποδήματα (45385/16 της 31ης Ιουλίου 1818). Τέλος, στις 9 Δεκεμβρίου 1818 ο πατέρας του εζήτησε ένα «ρακοκάζανο έως μπότζες 18» για το Κουτσοπόδι (17353/7). Εκτός όμως από τους στενούς συγγενείς του υπήρξαν και άλλοι που του ζητούσαν διάφορα πράγματα. Έτσι, ο Δημήτρης Σταθόπουλος, γραμματικός του αδελφού του Χαραλάμπη, εζήτησε να τους αποστείλει μια «τουρκο-φραντζέζικη γραμματική» (17330/32 της 18ης Αυγούστου 1816).

Μερικές «παραγγολές» δεν αφορούσαν πάντα αυτόν που τις έδινε, αλλά κάποιον άλλον, όπως ήδη είδαμε σε αρκετές περιπτώσεις. Έτσι, στις 19 Δεκεμβρίου 1817 ο Χαραλάμπης ζήτησε από τον Δημήτριο εκ μέρους του φίλου και συνεταίρου του Λουδοβίκου Στράνη[22] να του προμηθεύσει 4 τζιμπούκια (17342/12). Εκ μέρους του Στράνη ζήτησε επίσης «δύο λαχούρια, αξίας γύρω στα 1.500 γρόσια το καθένα», με την υπόμνηση ότι τα θέλει αμέσως, γιατί μέλλει να υπανδρεύση την αδελφή του (17347/21 της 29ης Ιανουαρίου 1818). Επίσης, από επιστολή του θείου του Σωτήρου της 19ης Ιουνίου 1816 (17330/7) μαθαίνουμε ότι το «μπενισιλίκι μπράτσα πέντε» που εζήτησε προοριζόταν για τον Σωτήριο Νοταρά από τα Τρίκαλα Κορινθίας,[23] ενώ τα «δύο γιορντάνια μαλαματένια έως γρόσια 45 ή και 50» τα ήθελε  για τις κόρες της «η δοτόραινα» από την ίδια οικογένεια.[24] Τον παρακαλούσε, λοιπόν, να τα στείλει γρήγορα, για να «γλυτώση και αυτός από τη μουρμούρα τους». Όμως σε επιστολή του της 19ης Φεβρουαρίου 1817 έγραφε στον Δημήτριο ότι ακόμη δεν έλαβε τίποτε «και από τα Τρίκαλα μου έβγαλαν την ψυχή» (45469).

Παραγγελίες ή παρακλήσεις για διάφορες εξυπηρετήσεις δεχόταν ο Δημήτριος όχι μόνο από οικείους και φίλους του, αλλά και από Τούρκους. Είδαμε ήδη τις εξυπηρετήσεις που του εζήτησαν οι αδελφοί Ησούφ μπέης και Ζουλφικάρ μπέης στις 10 Φεβρουαρίου 1815 (45463).

Στις 13 Ιουνίου 1815 ο Ιωάννης έστειλε στον Δημήτριο ένα πακέτο μετάξι που του έδωσε ο Μεσούτ εφέντης, για να το παραδώσει στον πατέρα του (17320/2). Στις 9 Απριλίου 1817 ο βοεβόδας του Μυστρά, Χατζή Αχμέτ μπέης, του έγραψε ότι ανέθεσε στον Μεχμέταγα να του αγοράσει μερικά «σερμπετλίκια και άλλα δια το Ραμαζάνι σιερίφι». Ζητούσε λοιπόν από τον Δημήτριο να παρευρεθεί  στην αγορά, για να προσέξει την ποιότητα των αγορασθέντων: «ως ειδήμων, να σταθήτε εις το ψώνος δια την καλιτά (=ποιότητα)» (45660). Επίσης, στις 2 Φεβρουαρίου 1818 ο Νετζίπ αγάς από το Ναύπλιο, κεχαγιάς του μπέη εφέντη, τον παρακάλεσε μέσω του Ιωάννη να του αγοράσει 14 προσκέφαλα από «χεράμι», ένα «μακάτι» (=κάλυμμα) 6,5 πήχεων και δύο μακάτια 5,5 πήχεων από το ίδιο (45385/19).

Εύλογα υποθέτει κανείς ότι ο Δημήτριος Περρούκας όχι μόνο έπαιρνε, αλλά και έδινε ο ίδιος παραγγελίες στο Άργος για διάφορα πράγματα και προς δική του χρήση, αλλά και για να τα δίνη ως «πεσκέσια» ή «εδιέδες» (=δώρα) σε Τούρκους αξιωματούχους και ισχυρούς φίλους του στην Πόλη. Πράγματι, από τα έγγραφα του Αρχείου διαπιστώνουμε ότι γινόταν και αυτό. Στις 18 Ιανουαρίου 1816 ο Δημήτριος εζήτησε από τον Ιωάννη να του στείλει 250 οκάδες βούτυρο και 250 οκάδες μέλι, 10 στάμνες κάπαρη, «πολλά καλά καμωμένη με ωραίον ξίδι», δύο ή τρία σταμνιά ελιές Καλαμών μαύρες στο λάδι, δύο τρία Αναπλιού και τρία τέσσερα Κορώνης, «οπού εκείνες είναι οι πλέον εξαίρετες» (45354/2).

Σε άλλη επιστολή του της 26ης Νοεμβρίου 1816 (45375/1) εζήτησε από τους οικείους του είκοσι οκάδες τραχανά και περικλείοντας μια «μόστρα» (=δείγμα) νήματος, τους παρακάλεσε να στείλουν στην Αρκαδιά «μαξούς πεζόν» να τους φέρει 2 ½ οκάδες, «απαράλλακτον όμως ως εις την μόστραν», για τον κύκλο του «περιφανεστάτου αυθέντη». Στις 15 Δεκεμβρίου 1818 εζήτησε από τον Ιωάννη μερικές σταμνίτσες ελιές, για να τις δώσει στον Αβδουραχμάν μπέη, συγκεκριμένα 2-3 σταμνίτσες ελιές Αναπλίου και 3-4 σταμνίτσες από την Κορώνη ή τον Μυστρά, με την παράκληση να τα στείλουν «με το πρώτο ινκόντρο» και να μην τα καθυστερήσουν «σαν το βαμπάκι» (45385/25).

Ο ίδιος ο Δημήτριος γινόταν παραλήπτης πραγμάτων από τους δικούς του στον Μοριά. Στις 15 Οκτωβρίου 1820, ο πατέρας του Νικόλαος του έστειλε ένα «τουλούμι» λάδι 32 οκάδες, ενώ μια εβδομάδα πριν του είχε στείλει «μερικόν ζαερέ» (=τρόφιμα) (17379/25). Σε γράμμα της ίδιας ημέρας η μητέρα του Αγγελική αποκάλυπτε ότι του έστειλαν μια σακούλα τραχανά, πέντε κεφάλια τυρί, είκοσι «φαρμαγιέλες», και τέσσερες στάμνες με ελιές και κάπαρη (17379/26). Επίσης του εστέλλοντο πράγματα για να δοθούν ως δώρα στην Πόλη σε Τούρκους αξιωματούχους ή εκκλησιαστικούς άρχοντες. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1814 του έγραφε ο γαμβρός του Χριστόδουλος ότι επίστευε «να λάβατε και να δώσατε το βούτυρον» (45456), ενώ στις 10 Μαρτίου 1815 ο ίδιος του ανακοίνωνε ότι «σε πρώτη οκαζιόν» θα του στείλει 10 οκάδες χταπόδι, για να εγχειρισθή στον άγιο Δέρκων[25] (17318/1). Στις 27 Σεπτεμβρίου 1815 (45347) ο ίδιος του έστειλε 100 οκάδες βούτυρο σε τέσσερα τουλουμάκια των 25 οκ., για να δοθούν εξ ημισείας στον Πατριάρχη[26] και στον Άγιο Δέρκων, ενώ ο Θεόδωρος Βλάσης στα τέλη του 1816 τον παρακάλεσε να εγχειρίση σε άδηλο πρόσωπο ένα «τζουβάλι τυρί» (45620). Στις 7 Ιουλίου 1817 (17339/3), ο πατέρας του τού έστειλε σε δύο σακούλες νήμα οκάδες 4. Στις 28 Ιουνίου 1818 ο Δημήτριος Κριεζής με εντολή του Ιωάννη του έστειλε 19 «τουλούμια» με μέλι και βούτυρο (17350/8 και 45385/10 της 29ης Ιουνίου 1818).

Από όλες τις παραγγελίες που έλαβε ο Δημήτριος αξίζει να απομονώσουμε και να μνημονεύσουμε χωριστά αυτές που αφορούσαν σε αποστολή βιβλίων, ώστε να φανεί η πρόοδος που συντελέστηκε στην παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων, τουλάχιστον στα μέλη της προυχοντικής τάξης κατά τα τελευταία προ-επαναστατικά χρόνια.

Είναι εντυπωσιακή η αναζήτηση κάθε λογής νεοεκδιδόμενων βιβλίων, με έργα τόσο της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας, όσο και των μεγάλων Διαφωτιστών. Έτσι, στις 27 Σεπτεμβρίου 1815 (45347) ο γαμβρός του Χριστόδουλος Σεβαστός, σπουδαγμένος στην Ιταλία γιατρός του Άργους, τον επιφόρτιζε να ζητήσει από τον Κυζίκου[27] και ν’ αποστείλει στον Κορίνθου τους προτυπωθέντες τόμους της «Νέας Κιβωτού»,[28] καθώς και γι’ αυτόν τον ίδιο ορισμένα βιβλία. Στις 3 Ιουνίου 1816 αναφορικά με τα βιβλία που εζήτησε, τον προέτρεπε να γράψει στη Βιέννη, για να τους έλθουν εφθηνότερα (45337), ωστόσο στις 2 Δεκεμβρίου 1816 του παραπονιόταν ότι δεν τα είχε λάβει (17333/11).

Ο αδελφός του Χαραλάμπης στις 2 Ιανουαρίου 1816 ζήτησε να του στείλει «τον Παυσανία εις το φραντζέζικον» (17324/1), στις 16 Φεβρουαρίου 1816 (έγγρ. 17324/23) του έστειλε «πούσουλα» (=κατάσταση) με βιβλία στη γαλλική, ενώ από επιστολή του της 19ης Μαΐου 1819 πληροφορούμεθα ότι ο Δημήτριος του είχε στείλει, ασφαλώς κατόπιν αιτήσεώς του, τα βιβλία του «Αναχάρσιδος», του Μοντεσκιέ και του Μιραμπό, χωρίς να αναφέρονται λεπτομέρειες (17361/24).[29] Εξάλλου, στις 27 Ιουλίου 1816 ο εξάδελφός του Γεώργιος, γιος του Σωτηρίου, του εζήτησε έναν «Ηρωδιανό» «της καλλίστης εκδόσεως»,[30] καθώς και τον γεωγράφο «Παυσανία», που τυπώθηκε «μετεφρασμένος εις την καθ’ ημάς τετριμμένην διάλεκτον παρά του Κοραή» (45372/4). Στις 17 Φεβρ. 1817 ο Σωτήριος έγραφε στον Δημήτριο ότι τα εξαδέλφια του τον προσκυνούν και τον παρακαλούν «αν εύρης τίποτες βιβλία οπού γνωρίζεις που τους χρειάζονται», να τα ψωνίσει και να τους τα στείλει (45469), ενώ στις 19 Μαΐου 1819 ο ίδιος του έγραψε να ψάξει για κάποια νέα Λεξικά που βγήκαν και είναι χρήσιμα στον γιο του Αποστόλη (17361/33).

ΙΧ. Φαίνεται ότι ο Δημήτριος έκανε και άλλου είδους εξυπηρετήσεις, ανθρωπιστικού χαρακτήρα, που δεν ήσαν ίσως άμοιρες και κάποιας υστεροβουλίας. Έτσι, γνωρίζουμε ότι εδανείστηκε το ποσό των 6 χιλ. γροσίων προς 15 %, για να τα δώσει ως δάνειο σε κάποιον Δημήτριο, γραμματικό του Τζιδάρμπεη εφέντη, που τα είχε ανάγκη (45338 της 23ης Ιουνίου 1815).

Στις 25 Ιουνίου 1815 ο θείος του Σωτήριος του έγραψε για μια άλλου είδους ιδιωτική υπόθεση. Έμαθε ότι πέθανε ένας Αργίτης, ονόματι Αναγνώστης Φικιώτης. Ζητούσε, λοιπόν, από τον Δημήτριο, αν αναμειγνυόταν στην υπόθεση και εύρισκε χρήματα του θανόντος, να κρατήσει για λογαριασμό του 190 γρόσια, ποσό που του χρωστούσε ο θανών με έγγραφη ομολογία (45465). Σε επόμενο γράμμα τού έγραψε για το ίδιο ζήτημα, αυτή τη φορά όμως διευκρίνιζε ότι τα γρόσια ήσαν μόνο 150 (επομένως στο πρώτο γράμμα του ίσως είχε συνυπολογίσει και τους οφειλόμενους τόκους) και ότι τα ζητούμενα γρόσια δεν χρωστούσε στον Σωτήριο ο ίδιος ο θανών, αλλά ο πατέρας του θανόντος (17320/18 της 23ης Ιουλίου 1815)! Παρόμοια ήταν και η υπόθεση του Αγγέλη, δούλου του Αγίου Δέρκων από το Κάτω Μπέλεσι, που την εποχή του Βελή πασιά φεύγοντας με το ορδί του άφησε «αμανάτι» στον παπα Αναστάση 100 γρόσια. Όμως, κάποια στιγμή ο γαμβρός του και η μάνα του ζητούσαν από τον ιερέα 200 γρόσια για κεφάλαιο και τόκους και απειλούσαν ότι θα φέρουν «μπουμπασίρη» (=κλητήρα). Ο Σωτήρης Περρούκας τους συνεβίβασε στα 152 γρόσια, όμως με επιστολή του στις 8 Μαΐου 1816 παρακαλούσε τον Δημήτριο να βρει τον Αγγέλη και να τον ρωτήσει πόσα ακριβώς χρήματα είχε αφήσει στον παπά. Ένας επιπλέον λόγος, για να κλείσει η υπόθεση, όπως έγραφε, ήταν ότι η μάνα του Αγγέλη κατηγορούσε την θυγατέρα του παπά και της χαλούσε τα συνοικέσια (17329/7).

Τέλος, όπως συνηθιζόταν και τότε, ο Δημήτριος ελάμβανε διάφορες συστατικές επιστολές από γνωστούς, φίλους και συμπατριώτες κυρίως προς βοήθεια και συμπαράσταση σε νέους ανθρώπους που μετέβαιναν στην Πόλη προς βιοπορισμό. Ο θείος του Απόστολος του συνέστησε τον Δημ. Καραμπατά, να τον έχει «εις την έννοιάν του» (45658 της 5ης Μαΐου 1817). Ο Νικόλαος ιερεύς έστειλε του Δημητρίου συστατική επιστολή για τον γιο του Παναγιώτη, να τον έχει εις την «επίσκεψιν και προστασίαν» του. Σύμφωνα με επιστολή του Ιωάννη, ο Παναγιώτης αυτός ήταν «εραστής του μουσικού συστήματος», μάλιστα επρόκειτο περί μεγάλου ταλέντου, του οποίου η επίδοση θα έφερε έπαινο και σ’ αυτούς και στην πατρίδα τους (17338/15 της 11ης Μαΐου 1817, 45640 της 13ης Μαΐου 1817). Τέλος, ο έμπορος της Τριπολιτσάς Γεώργιος Ιωάννου σύσταινε τους αδελφούς του Αναγνώστη και Αντώνιο, οι οποίοι πήγαν στην Πόλη «δια πόρον ζωής», και παρακαλούσε τον Δημήτριο, αν οι βεκίληδες είχαν χρεία γραμματικού, να πάρουν «ή τον ένα ή τον άλλον» (17338/21). Δεν γνωρίζουμε αν ο Δημήτριος έκανε κάποια θετική ενέργεια ή όχι.

Αλλά αυτά, φυσικά, δεν ήσαν τα βασικά καθήκοντα του βεκίλη Δημητρίου Περρούκα. Κύρια αποστολή του ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των προεστών και του λαού της Πελοποννήσου και ειδικότερα των ανθρώπων της πόλης και της επαρχίας Άργους. Έτσι ο Δημήτριος ενεργούσε ως εντολοδόχος και μεσολαβητής των Πελοποννήσιων και Αργείων προεστών ή άλλων φορέων μεταφέροντας τα αιτήματα και προβλήματά τους στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και στην κυβέρνηση του Σουλτάνου και εργαζόμενος για την επίλυσή τους. Όπως ήταν επόμενο, ο Δημήτριος κατά την οκταετή βεκιλική θητεία του έλαβε μέρος στον χειρισμό και στην τελική επίλυση πολλών «κοινών» υποθέσεων και ζητημάτων μεγάλης σημασίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η υπόθεση του χωριού Καλύβια, η υπόθεση της μονής Αγ. Δημητρίου Στεφανίου, η πολυθρύλητη υπόθεση της Άλβενας, οι υποθέσεις των Δουμενών και των Χαλκιάνικων, η πολύχρονη υπόθεση του Διμηνιού, η υπόθεση της κληρονομίας του Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία Β΄ και διάφορες άλλες, που επί πολλά χρόνια και με ανάλωση εκ μέρους του Δημητρίου και χρόνου πολλού και δαπάνης ουχί μικράς, βρήκαν την ευνοϊκή τελική λύση τους. Εκεί όμως που ο Δημήτριος είχε πολύ ενεργό ανάμειξη ήσαν οι υποθέσεις διορισμών και παύσεων των δραγουμάνων και πασάδων του Μοριά.

Από τα σωζόμενα στο Αρχείο Περρούκα έγγραφα λαμβάνουμε γνώση όλων των προσπαθειών του Δημητρίου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναφύονταν ή των αποστολών που του ανετίθεντο. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι με το ζήλο και την αυτοθυσία του, τις υψηλές γνωριμίες του και τα υλικά μέσα που διέθετε, στερούμενος ο ίδιος πολλάκις και αυτών των προς το ζην, πετύχαινε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αλλά αυτά θα τα εξετάσουμε σε επόμενη μελέτη μας, που θα έχει ως κύριο αντικείμενο τον δημόσιο ρόλο και την επίσημη δράση του Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη, ως θεσμικού βεκίλη, αρχικά της πόλης και της επαρχίας Άργους και αργότερα του Μορέως.

X. Αν και στο Αρχείο ανευρίσκονται και πολλές άλλες τέτοιες μικροϋποθέσεις ιδιωτικού χαρακτήρα, που απασχόλησαν τον Δημήτριο στην Κωνσταντινούπολη, εμείς εδώ επιλέξαμε προς παρουσίαση τις πιο χαρακτηριστικές, γιατί με την παρούσα εργασία θέλαμε να φωτίσουμε μερικές πτυχές του χαρακτήρα και της καθημερινής ζωής του Δημητρίου Περρούκα κατά την οκταετή βεκιλική θητεία του, οι οποίες ήσαν μέχρι σήμερα παντελώς άγνωστες.

Αναδείχτηκαν πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς του και φανερώθηκε ο χαρακτήρας και άλλων προσώπων, όπως των αδελφών του και των άλλων συγγενών του. Καταδείχτηκε ανάγλυφα ότι ο βεκιλικός βίος για τον Δημήτριο ήταν πραγματικός «σταυρός μαρτυρίου», που του κόστισε ακριβά σε χρήμα και σε ψυχική και σωματική υγεία και πολλές φορές τον οδήγησε σε απελπισία και ψυχολογικό αδιέξοδο. Ο Δημήτριος απεστάλη να εκτελέσει καθήκοντα για τα οποία δεν ήταν έτοιμος λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Επιπλέον, λόγω της διαρκούς οικονομικής δυσκολίας του ζούσε στερημένη ζωή αναγκαζόμενος να κάνει κάτι που ούτε του άρεσε ούτε τον ικανοποιούσε. Παρά τη διαρκή επιθυμία του να απαλλαγή των βασανιστικών καθηκόντων του και να επιστρέψει στον τόπο του, έμεινε τελικά όμηρος των καταστάσεων και αυτοπαγιδεύτηκε στις οικονομικές υποχρεώσεις και εκκρεμότητές του, παραμένοντας στην Πόλη επί ολόκληρη οκταετία.

Επίσης η παρούσα εργασία έρριξε άπλετο φως στον τρόπο ζωής και τις καθημερινές ασχολίες του Δημητρίου Περρούκα επί τη βάσει εκατοντάδων γραπτών αρχειακών τεκμηρίων, που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν εδώ σε τόση έκταση. Αποδείχτηκαν οι οικονομικές και εμπορικές ασχολίες του, οι ποικίλες εξυπηρετήσεις Ελλήνων και Τούρκων, η συχνή επικοινωνία του με τους συγγενείς του και ιδιαίτερα με τον αδελφό του Ιωάννη, οι διάφορες παραγγελίες που έδωσε ενίοτε στο Άργος και αυτές που κατά καιρούς έλαβε στην Πόλη από τους συγγενείς του για την αποστολή διαφόρων πραγμάτων, καθώς και άλλες «ιδιωτικού» χαρακτήρα υποθέσεις που χειρίστηκε και προβλήματα που αντιμετώπισε.

Παράλληλα και μέσω αυτών των ασχολιών και δραστηριοτήτων του Δημητρίου φωτίστηκαν ενδιαφέρουσες πτυχές της οικογενειακής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής της αρχοντικής τάξης στην Τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Πιο συγκεκριμένα, φωτίστηκαν οι σχέσεις μεταξύ των μελών της και οι σχέσεις μεταξύ προεστών και κρατούντων, που κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια χαρακτηρίζονταν από πνεύμα συνεργασίας. Ιδίως από τις γενόμενες εκατέρωθεν ποικίλης φύσεως «παραγγολές» εμάθαμε πολλά για τον τρόπο ζωής των αρχόντων, για την ένδυση, υπόδηση, τροφή και οικιακή οικονομία τους, για την αλληλογραφία τους, για τα ήθη και τα έθιμά τους, για τις οικοδομικές πρακτικές του και κυρίως για τη γλώσσα του λαού μας, λόγια και δημώδη, που παρά την πρόσμιξή της με αλλογενή στοιχεία δεν έχασε ποτέ τη ζωντάνια και την παραστατικότητά της.

 

 Υποσημειώσεις


[1] Δυστυχώς δεν υπάρχει μονογραφία ειδική για την παλαιά και ακμαία αυτή οικογένεια του Άργους ούτε εκτενής βιογραφία κάποιου μέλους της. Πληροφορίες βρίσκονται διάσπαρτες σε εργασίες μελετητών σχετικές με το Άργος και την οικογένεια ή σε γενικά ιστορικά έργα. Βλ. Φωτίου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου), Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, Εν Αθήναις, 1888, σελ. 68, Δημ. Κ. Βαρδουνιώτη, Η καταστροφή του Δράμαλη, Εν Τριπόλει, 1913, σσ. 255-259, Τάκη Χ. Κανδηλώρου, Η Φιλική Eταιρία, Εν Αθήναις, 1926, σ. 288. Τώρα πλέον πολλά στοιχεία μπορεί να βρει κανείς στο εξαντλητικό έργο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Οι κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Αθήνα, 2005 (σποράδην), καθώς και στη με μορφή βιβλίου εκδοθείσα διδακτορική διατριβή της Όλγας Δ. Καραγεώργου – Κουρτζή, Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη Βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820, Πάτρα 2010, ιδίως σσ. 31-52. Στηριγμένες σε έρευνα του Αρχείου Περρούκα είναι και οι εξής δημοσιευμένες ειδικές εργασίες για διάφορα μέλη της οικογένειας. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ο Χαραλάμπης Περρούκας ως έμπορος στην Πάτρα προεπαναστατικώς, Πρακτικά του Εκτάκτου Αχαϊκού Συμποσίου 2006 (Αίγιον 26-28 Μαΐου 2006), Αθήναι 2009, σσ. 195-218, Του αυτού, Ειδήσεις του Αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα, Μνημοσύνη, τόμος 16 (2003-2005), Εν Αθήναις, σσ. 209-231, Του αυτού, Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836), Μνημοσύνη, τόμ. 17 (2006-2009), Εν Αθήναις, σσ. 3-26.

[2] Το Αρχείο της οικογένειας Περρούκα, που απόκειται από τις αρχές του 20ου αιώνα στο Αρχείο ιστορικών εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου), αποτελείται από 8.000 περίπου έγγραφα, τα μισά από τα οποία είναι της περιόδου της Β΄ Τουρκοκρατίας (1715-1821). Μέχρι πρότινος δεν είχε συστηματικά μελετηθεί λόγω ελλιπούς ταξινομήσεώς του. Ήδη, όμως, έχει αρχίσει η συστηματική μελέτη του από διάφορους ερευνητές. Για μια εξωτερική περιγραφή του Αρχείου βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Το Αρχείο Περρούκα του Άργους, Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Αθήναι, 2006, σσ. 333-350, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία και βιογραφικές πληροφορίες για τα κυριότερα μέλη της οικογένειας. Χρήση των προ-επαναστατικών εγγράφων του αρχείου γίνεται και στη μονογραφία της Αναστασίας Κυρκίνη-Κούτουλα Η οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα. Η περίπτωση της Πελοποννήσου (1715-1821), Αθήνα, 1996, και σε άλλες μελέτες της ίδιας και άλλων ερευνητών.

[3] Σημειώνουμε ότι οι παραπομπές μας στα έγγραφα γίνονται μέσα στο ίδιο το κείμενο προς αποφυγή πληθώρας υποσημειώσεων. Επειδή μοναδική και αποκλειστική πρωτογενής πηγή μας είναι το «Αρχείο Περρούκα» ή «Βαρδουνιώτη» ή «Άργους», όπως κατά καιρούς και από διάφορους λέγεται, για λόγους συντομίας δεν χρησιμοποιούμε τη συνηθισμένη συντομογραφία Ι.Ε.Ε.Ε. μπροστά από κάθε έγγραφο, αφού αυτό εξυπακούεται για όλα τα έγγραφα στα οποία παραπέμπουμε, δεδομένου ότι σε έγγραφα του Αρχείου αυτού και μόνον αναφερόμαστε. Προς αποφυγή πολλών υποσημειώσεων προκρίναμε επίσης την ερμηνεία κάποιων ξενογενών λέξεων μέσα στο ίδιο το κείμενο εντός παρενθέσεων.

[4] Μάλιστα, τις περισσότερες φορές οι εν λόγω ταξιδιώτες δεν μετέφεραν μόνο ένα γράμμα, αλλά δέσμες γραμμάτων, «πλίκους», όπως τους έλεγαν, προς τον ίδιο ή διαφορετικούς παραλήπτες. Όχι σπανίως επιφορτίζονταν και με τη μεταφορά και διανομή μικρών δεμάτων με ποικίλο περιεχόμενο, τα οποία έλεγαν «αμανέτια». Συχνότατη ήταν η αποστολή και διαφόρων χρηματικών ποσών κατάλληλα συσκευασμένων σε «γρόπους», οι οποίοι συνήθως σφραγίζονταν με τη βούλα του αποστολέα (17302/3). Η εξυπηρέτηση γινόταν ενίοτε δωρεάν, αλλά τις πιο πολλές φορές με την πληρωμή κάποιου χρηματικού ποσού. Μεγαλύτερα ή βαρύτερα δέματα μεταφέρονταν κυρίως δια θαλάσσης με την πληρωμή του αναλογούντος ναύλου, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση των εμπορευμάτων. Σε εντελώς επείγουσες και έκτακτες περιπτώσεις, αποστέλλονταν ειδικοί προς τούτο εξουσιοδοτημένοι αγγελιοφόροι («μαξούς τατάρηδες», όπως λέγονταν τουρκιστί), πεζοί ή δια θαλάσσης, οι οποίοι, εκτός από τις επιστολές που εκόμιζαν, μετέφεραν ταυτόχρονα και προφορικά μηνύματα και παραγγελίες. Για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες μεταξύ Κων/πολης και Πελοποννήσου πολλά σε ειδικό κεφάλαιο (8ο) του βιβλίου της Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σσ. 209-214.

[5] Ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι αποστέλλονταν γράμματα από και προς τον Δημήτριο «με τον μπαλτατζήν Μεσούτ εφέντη», «με τον τατάρην του υψηλοτάτου αυθέντου», «με τον Εμίν εφέντη», «με τον σαράφην του υψηλοτάτου εφέντη», «με τον Ιζέτμπεη εφέντη», «με τον τζοχαντάρη του καπού κεχαγιά», «με τους τατάρους του αυθέντη», «μέσα στον πλίκο του βοεβόδα», «στον πλίκο των μπέηδων», «με του Ισμαήλ οντάμπαση το παιδί», «με τον τατάρην οπού ήφερε τον χαζνέ του βόϊβοντα», κ.λπ.

[6] Το σύστημα αυτό εχρησιμοποιείτο, όταν επρόκειτο να αναφερθούν γεγονότα και σκέψεις που δεν έπρεπε να υποπέσουν στην αντίληψη οιουδήποτε άλλου ή να ειπωθούν φράσεις που δεν ήταν επιτρεπτό ν’ ακουστούν από τρίτους. Η κλείδα του κρυπτογραφικού Κώδικα των Περρουκαίων έχει εξευρεθεί από ειδικούς ερευνητές. Τα κρυπτογραφημένα αποσπάσματα των επιστολών έχουν αναγνωσθεί και μεταγραφή και έχουν συγκεντρωθεί σε χωριστό φάκελο του Αρχείου.

[7] Οι «βεκίληδες» ήσαν ειδικά επιλεγμένοι και διορισμένοι αντιπρόσωποι, επίτροποι, εντολοδόχοι, πληρεξούσιοι των προεστών της Πελοποννήσου, οι οποίοι αποστέλλονταν ως εκπρόσωποί τους στην έδρα του Σουλτάνου. Ο θεσμός είχε ξεκινήσει από τους Τούρκους ως ένα είδος ομηρίας ή ενεχύρου σημαντικών προεστών κοντά στον σουλτάνο για την τήρηση της τάξεως και την υποταγή των σκλαβωμένων ραγιάδων στην εξουσία του κατακτητή. Όμως οι Έλληνες με την πολιτικότητα και την ευφυΐα τους κατόρθωσαν να κάνουν τον θεσμό αυτό προνόμιο και σιγά-σιγά τον αξιοποίησαν προς ίδιον όφελος, όπως έκαναν και με το θεσμό των κοινοτήτων. Το θέμα των βεκίληδων του Μορέως έχει επαρκώς μελετηθή. Βλ. Φωτόπουλου, ό.π., σσ. 59-75. Για τις δημόσιες ή «κοινοτικές» υποθέσεις, σελ. 66 επ. Παλαιότερες πληροφορίες στον Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήναι 1939 (σποράδην).

[8] Ο Φωτόπουλος αναφερόμενος στις ιδιωτικές υποθέσεις των βεκίληδων γράφει ότι, επειδή αυτές δεν αφορούν ιδιαίτερα το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του, «δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο ανάπτυξης», δίνει πάντως μερικά ενδεικτικά παραδείγματα, όπως την εμπορική δραστηριότητα ορισμένων βεκίληδων, τη διεκπεραίωση «μερικών» υποθέσεων και την προστασία οικείων και φίλων, τη χρηματική διευκόλυνση κάποιων σημαντικών Πελοποννησίων κ.ά. Βλ. Φωτόπουλου, ό.π.,  σσ. 65-66.

[9] Η μόρφωσή του ξεπερνά αυτήν των δύο άλλων αδελφών του και είναι υψηλότατου επιπέδου με τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Δεν γνωρίζουμε πού έμαθε τα πρώτα γράμματα, κατά πάσα πιθανότητα με κατ’ οίκον διδασκαλία και εν συνεχεία στο σχολείο του Άργους, το οποίο ιδρύθηκε το 1800 με χορηγία του Μητροπολίτη Ναυπλίου Ιακώβου και με την πρωτοβουλία και ενεργό συμβολή της οικογένειας Περρούκα. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ανέκδοτα έγγραφα περί του Μητροπολίτη Ναυπλίου Ιακώβου του από Ωλένης, (1787-1799), Παρνασσός, τόμος ΝΕ΄ (2013-14), Αθήνα 2018, σσ. 92-118. Για το σχολείο του Άργους μακρά υποσημείωση στη σελ. 94, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία. Δεν γνωρίζουμε, όμως, πού συνέχισε τις σπουδές του. Την ιταλική και γαλλική τις έμαθε αργότερα, μάλλον όταν βρισκόταν στην Πόλη.

[10] Τούτο μαρτυρείται από επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 1815 του αδελφού του Ιωάννη, ο οποίος απευθύνεται προς αυτόν με την προσφώνηση «Τω ευγενεστάτω άρχοντι και βεκίλη του καζά Άργους» (17322/21), αλλά επιβεβαιώνεται και από άλλα έγγραφα του Αρχείου, όπου και ο ίδιος ο Δημήτριος και οι αδελφοί του ομιλούν περί των «βεκίληδων» (του Μορέως) ως τρίτων προσώπων, δηλ. ωσάν να μην είναι ο Δημήτριος ένας εξ αυτών. Ενδεικτικά, βλ. επιστολή του αδελφού του Χαραλάμπη, ο οποίος ομιλεί περί «βεκίληδων του Μορέως» χωρίς να συμπεριλαμβάνη σε αυτούς τον Δημήτριο (17330/3 της 9ης Ιουνίου 1816). Ας σημειώσουμε εδώ ότι εκτός από τους επίσημους θεσμικούς «βεκίληδες του Μορέως», που αποστέλλονταν ως πληρεξούσιοι της Πελοποννήσου για την επίλυση των γενικότερων προβλημάτων του τόπου, υπήρχαν και άλλοι «βεκίληδες», οι οποίοι ήσαν πληρεξούσιοι, ειδικά εξουσιοδοτημένοι από διάφορες επαρχίες της  Πελοποννήσου για την επίλυση τοπικών προβλημάτων, όπως ο Δημήτριος για την επαρχία Άργους. Μέχρι τώρα μας ήταν γνωστή η περίπτωση του Ρήγα Παλαμήδη, ο οποίος ενεργούσε επί πολλά έτη στην Πόλη ως βεκίλης της επαρχίας Μονεμβασίας. Βλ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 61, με παραπομπές στο Αρχείο Παλαμήδη που απόκειται στα ΓΑΚ, Γ. Βλαχογιάννη, σειρά Γ΄, φ. 1α.

[11] Σε επιστολή του Ιωάννη προς τον Δημήτριο της 17ης Μαρτίου 1817 (45629) βλέπουμε ότι από τους προεστούς του Μοριά  διορίστηκαν τρεις επιπλέον βεκίληδες, μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος. Οι διορισθέντες τρεις βεκίληδες του Μοριά ήσαν ο Αναγνώστης Παπάζογλου, ο Γρηγόριος Παπαφωτόπουλος και ο ευρισκόμενος ήδη στην Κων/πολη ως βεκίλης του Άργους, Δημήτριος Περρούκας. Ο διορισμός του Δημητρίου επιβεβαιώνεται και από επιστολή του Οθωμανού φίλου του Χατζή Αχμέτ, βοεβόδα του Μυστρά, ο οποίος στις 9 Απριλίου 1817 τον συγχαίρει «για το κοινόν βεκιαλέτι του Μορέως» και του δίνει ευχές στην ελληνική και τουρκική γλώσσα (45660). Από άλλη επιστολή του Ιωάννη προς τον Δημήτριο της 4ης Σεπτεμβρίου 1817 πληροφορούμεθα ότι οι τρεις παλαιοί βεκίληδες του Μοριά, που ευρίσκονταν ήδη στην Κων/πολη κατά την περίοδο αυτή, ήσαν ο Παπαλέξης Οικονόμος, ο Θάνος Κανακάρης και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης (45645). Από αυτά προκύπτει ρητώς ότι τουλάχιστον κατά τα έτη 1817 και 1818 οι διορισμένοι επισήμως βεκίληδες του Μοριά στην Κων/πολη ήσαν έξι (6) τον αριθμό. Για τον ποικίλο αριθμό των βεκίληδων πρβλ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 61 επ., όπου θεωρείται ότι κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια ο αριθμός τους ήταν 4! (Τόσοι όμως υπογράφουν  κάποια επιστολή του παρόντος Αρχείου. Οι άλλοι ίσως δεν υπέγραψαν λόγω διαφωνίας).

[12] Βλ. Βαρδουνώτη, ό.π., σελ. 256, Σταύρου Α. Κουτίβα, Οι Νοταράδες, Αθήναι 1968, σσ. 457-458, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 73

[13] Όπως φαίνεται από επιστολή της 2ας Αυγούστου 1812 προς τον θείο του Σωτήριο (17279), ο Δημήτριος βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Ύδρα. Εξάλλου, από επιστολή του Αναγνώστη Γκελμπερή από την Τριπολιτσά προς τον Δημήτριο στο Άργος σχετική με διάφορα θέματα των Κάτω Χωριών (Λιμποχωρίων) της 14ης Μαΐου 1813 (17285/7) αποδεικνύεται ότι τότε ο Δημήτριος βρισκόταν ακόμη στην Πελοπόννησο. Βλ. επίσης επιστολή του θείου του Απόστολου Περρούκα από την Πάτρα της 19ης Ιουλίου 1813 (45446) στην οποία εκφράζει το παράπονό του ότι εκείνες τις ημέρες έμαθε από ξένους τον «μισευμό του».

[14] Δεν γνωρίζουμε για ποιον αδελφό του ενδιαφερόταν ο Αναγνώστης Δεληγιάννης. Ενδεχομένως για τον Πανάγο. Το συνοικέσιο πάντως δεν ευοδώθηκε, γιατί ο Πανάγος νυμφεύθηκε τελικά την κόρη του δραγουμάνου Θεοδοσίου Ελένη (1815) και η κόρη του Αποστόλη παντρεύτηκε κάποιον Χειλόπουλο.

[15] Βλ. Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 73 (ίσως το 1793).

[16] Ο εν λόγω ιδιοκτήτης είναι μάλλον ο ανεψιός του Πατριάρχη Κων/πόλεως και μετέπειτα εθνομάρτυρα και αγίου Γρηγορίου του Ε΄, Ιωάννης Αγγελόπουλος, έμπορος στην Κων/πολη, γιος του αδελφού του Παναγιώτη. Βλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Γρηγόριος Ε΄, ο εθνάρχης της οδύνης, 2004, σελ. 94. Δεν γνωρίζουμε για πόσο διάστημα διέμεινε στο σπίτι αυτό ο Δημήτριος.

[17] Μερικών γνωρίζουμε και τα ονόματα. Αρχικά είχε ως δούλο κάποιον Γιάννη, ενώ αργότερα του έστειλαν τον Παναγιώτη Χαλασοχώρη, που τον Μάιο του 1815 επέστρεψε στον Μοριά. Στις 18 Ιουλίου 1814 ο θείος του Σωτήριος του έγραφε για τον Χαλασοχώρη «να φυλάξης από δαύτον τα γράμματά σου και τα μυστικά σου και προφύλαξιν κλοπής, επειδή και δεν είναι τριαντάφυλλον να ντο μυριστούμεν…», ενώ στις 11 Ιουνίου 1815 ο αδελφός του Ιωάννης τον συμβούλευε να προσέχη τους ξένους δούλους «ότι εκ τούτων γίνονται πολλά» και του συνιστούσε να παίρνει «όσους έχουν τον πισινόν φόβον» (17320/2). Ο Γιάννης εμφανίζεται ξανά στο Σταυροδρόμι στα τέλη του 1816 (45375/1), ενώ την ίδια περίοδο τον υπηρετεί ξανά ο Χαλασοχώρης (45376), τον οποίο βρίσκουμε δούλο και αργότερα. Μαθαίνουμε, όμως, ότι ο Δημήτριος δεν τον επλήρωνε, γιατί υποτίθεται ότι τον πλήρωναν στο Άργος, κάτι που δεν συνέβαινε. Αυτό αποτέλεσε μια ακόμα αιτία διενέξεων μεταξύ των δύο αδελφών και επιπλήξεων του Δημητρίου προς τον Ιωάννη: «Αδελφέ, με απατάς και με δεικνύεις και εις αυτούς τους δούλους κατζίβελον και αχρείον… Εντροπή σου» (45384/3 της 11ης Ιουνίου 1817). Λίγες ημέρες αργότερα ο Παναγιώτης Χαλασοχώρης ανεχώρησε από την Πόλη για το Άργος (45675). Επίσης είχε υπηρέτη και κάποιον Ηλία, τον οποίον όμως έδιωξε, επειδή «τα ’σιαξε με μια δουλεύτρα του σπιτιού» (κρυπτ. 45384/15 της 7ης Οκτ. 1817).

[18] Διαφορετική εντελώς είναι η εικόνα που δίνεται για έναν άλλο Έλληνα προεστό  και βεκίλη στην Κων/πολη, τον Ανδρέα Λόντο, που ήταν γνωστός ως τύπος εξωστρεφής και γλεντζές. Βλ. όσα γράφει  γι’ αυτόν γνωστός Κων/πολίτης που τον γνώρισε  αυτοπροσώπως στην Πόλη μαζί με κάποιους άλλους Μοραΐτες. Βλ. Νικολάου Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τόμ. Β΄, έκδ. γ΄, Αθήνα 1925, σσ. 70 επ. (με αναφορές και στους Ασημάκη Ζαΐμη, Παπαλέξη, Γρηγόριο Παπαφωτόπουλο και Π.Π. Γερμανό, οι οποίοι, πλην του τελευταίου, ήσαν όλοι βεκίληδες του Μοριά).

[19] Μάλλον πρόκειται για τον Τσάκωνα Γεωργάκη Μανωλάκη από τον Πραστό. Για τον αγωνιστή αυτόν του 1821 υπάρχει εκτενής βιογραφία χωρίς όμως πολλά στοιχεία για την προεπαναστατική δράση του, ιδίως την εμπορική. Βλ. Θάνου Βαγενά, Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης-Μιχαλάκης, Αθήναι 1973.

[20] Δεν διαθέτουμε μονογραφία για τον Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία Β΄. Δύο εργασίες μας όμως φωτίζουν αρκετά τη ζωή και τη δράση του, στηριγμένες σε αρχειακό υλικό του εν λόγω Αρχείου Περρούκα. Βλ. Ηλία Γιαννικόπουλου, Ο Μητροπολίτης Κορίνθου Ζαχαρίας Β΄ (1783-1819) και τα προβλήματα της κληρονομίας του, Παρνασσός, τόμος ΜΘ΄, Αθήναι 2006, σσ. 219-242, Του αυτού, Δέσμη ανέκδοτων επιστολών του Μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία Β΄ (1783-1819), Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι 2010, σσ. 195-252, όπου και περαιτέρω πληροφορίες και όλη η υπάρχουσα βιβλιογραφία.

[21] Είναι εντυπωσιακή η χρήση από την Ευδοκία της λέξης «μόδα», που σχετικά πρόσφατα τότε είχε εισαχθή στο ελληνικό λεξιλόγιο. Κατά τον Κ.Θ. Δημαρά, ο Νεόφυτος Δούκας πρόθυμα μεταχειρίζεται την ιταλική  αυτή λέξη τα έτη 1808, 1809, 1813, 1815. Βλ. Κ.Θ. Δημαρά, Δέκα χρόνια ελληνικής παιδείας στην ιστορική τους προοπτική (1791-1800), Εποχές, τεύχος 44 (Δεκέμβριος 1966), σσ. 510-516 (για τη λέξη «μόδα», σελ. 512 και υποσημειώσεις 5-9). Στην ίδια παράγραφο βλέπουμε ότι τη λέξη «μόδα» χρησιμοποιεί και η σύζυγος του Ιωάννη Ελένη, κόρη του Θ. Βλάση, στην επιστολή της προς τον Δημήτριο.

[22] Ο Λουδοβίκος Στράνης, έμπορος, πρόξενος της Σουηδίας στην Πάτρα, ήταν φίλος και συνεργάτης του Χαραλάμπη. Βλ. Σχετικό λήμμα σε Κώστα Ν. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, β΄ έκδ., Πάτραι 1980, Φωτόπουλου, ό.π., σελ. 209.

[23] Ο Σωτήριος Νοταράς (1750-1844) ήταν γιος του Σπυρίδωνος Νοταρά. Πλούσιος γαιοκτήμονας και προεστός των Τρικάλων. Βλ. Φωτόπουλου, ό.π., (σποράδην). Ειδικότερα, Κουτίβα, ό.π., σσ. 251-261

[24] Η «δοτόραινα» είναι η σύζυγος του «δοτόρου», δηλ. του ιατροφιλοσόφου  Ιωάννου Σπυρίδωνος Νοταρά, που είχε σπουδάσει στην Ιταλία  (1748-1826). Πρόκειται περί της Σμαράγδως Ιω. Νοταρά από άλλον κλάδο της ίδιας πολύκλαδης οικογένειας. Σώζεται το προικοσύμφωνό της του έτους 1798, στο οποίο υπογράφει ως μάρτυρας και ο θείος του βεκίλη Δημητρίου Περρούκα Σωτήριος, που είχε νυμφευθή Νοταροπούλα, κόρη του Γεωργαντά Νοταρά. Αναλυτικά στον Κουτίβα, ό.π., σσ. 247-251. Κατά τον Κουτίβα, από τον γάμο τους ο Ιωάννης και η Σμαράγδω δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, όμως εδώ ρητά τονίζεται ότι η «δοτόραινα» ζητούσε από τον Δημήτριο μέσω του Σωτήρη Περρούκα τα αντικείμενα για τις κόρες της. Επομένως σφάλλεται ο Κουτίβας, γιατί η «δοτόραινα» ήταν πασίγνωστη και ο Σωτήριος γνώστης των προσώπων ως εξ αγχιστείας συγγενής (γαμβρός) των Νοταραίων, εκτός εάν ο Κουτίβας εννοή την έλλειψη αρρένων τέκνων.

[25] Πρόκειται περί του δραστήριου και δυναμικού Πελοποννήσιου Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου από τη Ζουμπάτα Αχαΐας. Εγκωμιαστική βιογραφία του έχει γραφή από τον ιστορικό των Πατρών. Βλ. Στεφ. Ν. Θωμόπουλου, Ο μέγας Δέρκων Γρηγόριος, Δελτίον της Ιστ. και Εθνολ. Εταιρείας, τόμ. Α΄ (1928-1929), τεύχ. Β΄, σσ. 52-100.

[26] Πατριάρχης Κων/πόλεως κατά την περίοδο εκείνη ήταν ο Κύριλλος Στ΄ (1813-1818).

[27] Άγιος Κυζίκου ήταν τότε ο Κωνστάντιος.

[28] Είναι γνωστό ότι η ίδρυση του Πατριαρχικού Τυπογραφείου το 1798 ανήκει στο πνευματικό έργο και την προσφορά του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ κατά την πρώτη του πατριαρχεία. Το 1819 εξεδόθη εις μέγα σχήμα και με 763 σελίδες ο πρώτος τόμος της «Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσης». Λεπτομέρειες για το γεγονός και το έργο, βλ. στη μελέτη Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, Η Κιβωτός της Ελληνικής γλώσσης, Αθηνά, τόμ. Θ΄ (1968), σσ. 223 επ., Χριστοδούλου, ό.π., σελ. 533 επ. Διερωτάται κανείς πώς ο Χριστόδουλος Σεβαστός το 1815 ζητούσε τόμους  έργου εκδοθέντος το 1819! Μάλλον παρεσύρθη από την προκήρυξη εγγραφής συνδρομητών και τη συλλογή χρημάτων που πράγματι είχε αρχίσει το 1815, όπως φαίνεται από διασωθείσες αποδείξεις εγγραφής και πληρωμής του έτους αυτού. Βλ. Φιλ. Ηλιού, Συνδρομητές για την έκδοση της «Κιβωτού», Ερανιστής, τόμ. 19 (1995), σσ. 336-343.

[29] Δεν γνωρίζουμε για ποια ακριβώς έργα ενδιαφέρθηκε ο Χαραλάμπης. Ο «Ανάχαρσις»  αναφέρεται ασφαλώς στο έργο του Jean Jack Barthelemy “Voyage du jeune Anacharsis en Grece”, που ολοκληρώθηκε σε τέσσερις τόμους το 1787 και εκδόθηκε στη Βιέννη το 1797 ο α΄ τόμος σε μετάφραση Σακελλαρίου και ο δ΄ τόμος στο ίδιο μέρος και στην ίδια πόλη από τον Βεντότη και τον Ρήγα Βελεστινλή με τίτλο «Νέος Ανάχαρσις». Ο γαλλομαθής Χαραλάμπης ίσως παρήγγειλε και έλαβε το πλήρες έργο στη γαλλική. Εικάζουμε ότι πρωτότυπα θα ήσαν και τα βιβλία του Μοντεσκιέ και του Μιραμπό, των οποίων αγνοούμε τους τίτλους.

[30] Υπάρχουν τρεις Ηρωδιανοί, ο ιατρός, ο γραμματικός και ο ιστορικός, όλοι του 1ου-3ου αι. μ.Χ. Υποθέτουμε ότι η παραγγελία αφορά στο έργο του ιστορικού Ηρωδιανού, που αναφέρεται στη ρωμαϊκή ιστορία, αποτελείται από 8 βιβλία, εκδόθηκε στη Βενετία το 1790 και αποσπάσματά του ανθολογεί και ο Άνθιμος Γαζής στην «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του (Βενετία 1807).

 

Ηλίας Γιαννικόπουλος*

Δικηγόρος – Διδ. Πανεπ. Εδιμβούργου

Πρακτικά του Θ’ Διεθνούς Συνέδριου Πελοποννησιακών Σπουδών – Ναύπλιο 30 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2015. Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος Γ΄, Αθήνα, 2021.

Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

* Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια το 1947. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και πήρε ο πτυχίο του το 1970. Τον Οκτώβριο του 1974 με κρατική υποτροφία μετέβη για ανώτερες σπουδές στο εξωτερικό. Το 1975 απέκτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Δίπλωμα Εγκληματολογίας, και το 1980 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας (Ph.D.) στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Δικηγόρησε στην Αθήνα.

Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια με εισηγήσεις και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες ομιλίες σε όλη την Ελλάδα με ιστορικό και φιλολογικό περιεχόμενο. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες και δεκάδες βιβλιοκριτικές σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολείται με αρχειακή έρευνα.

Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τις φιλολογικές μελέτες: « Η αρκαδική μυθολογία στην αγγλική ποίηση», «Ο Άγγλος ποιητής Σουίμπωρν και το έργο του «Η Αταλάντη στην Καλυδώνα», «Η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη», «Νικηφόρος Βρεττάκος», «Ο Νίκος Γκάτσος και η «Αμοργός» του»

Είναι μέλος του ΔΣ της «Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας (Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)», της «Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, της «Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου Ελληνισμού», Ομότιμο μέλος της «Εταιρείας των Φίλων του Λαού» κτλ.

 

Σχετικά θέματα:

 

 

Εδώ και το ανάτυπο της ανακοινώσεως σε μορφή Portable Document Format (PDF): Όψεις καθημερινότητας στην ιδιωτική ζωή του Βεκίλη Δημητρίου Περρούκα στην Κωνσταντινούπολη

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles