Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all 234 articles
Browse latest View live

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους

$
0
0

 

Οι 7 Σάλπιγγες

Οι 7 Σάλπιγγες

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους, από την «Αργολική Πολιτιστική Πρόταση»


«Μακάριος όποιος τ’ αναγνώσει και εκείνοι που ακούουν τα λόγια της προφητείας

και τηρούν τα γραμμένα σ΄ αυτήν, γιατί ο καιρός είναι κοντά».

 

Ένα από τα σημαντικότερα θεολογικά κείμενα, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, παρουσιάζεται δραματοποιημένο από την Πολιτιστική Αργολική Πρόταση στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίου Πέτρου Άργους την Κυριακή 6 Απριλίου 2014 στις 17:30.

Είναι η πρώτη φορά στην Αργολίδα κατά την οποία η συνάντηση ενός Πολιτιστικού Συλλόγου και της Εκκλησίας καταλήγει σε μια τόσο σημαντική παραγωγή και παρουσίαση.

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη συγγράφηκε το 95 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Δομιτιανός. Ο Ιωάννης είχε εξοριστεί στην Πάτμο και ο Χριστιανισμός κινδύνευε να κλονιστεί από τους απηνείς διωγμούς. Είναι το μοναδικό αποκαλυπτικό βιβλίο που η Εκκλησία συμπεριέλαβε στον κανόνα της Αγίας Γραφής. Αποτελείται από τρία μέρη που περιγράφουν με έντονα συμβολικό τρόπο: την αποκαλυπτική κατάσταση της Εκκλησίας, τη μελλοντική Βασιλεία του Θεού και τον θρίαμβο του Χριστού στη μάχη του με τις αντίθετες δυνάμεις. Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος.

Σκηνοθεσία : Νικόλας Ταρατόρης. Αφήγηση : Νικόλας Ταρατόρης, Γιώργος Τασιάς, Αντώνης Σιούτος. Ύμνοι : Βυζαντινή Xορωδία Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου υπό την διεύθυνση του Iωάννη Χαβιαρλή.


Filed under: Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αργολική Πολιτιστική Πρόταση, Ειδήσεις, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Πέτρου Άργους, Πολιτισμός, The Revelation of John

Στυλιανός Ροδαρέλης –«Ισπανικό Θέατρο»

$
0
0

Στυλιανός Ροδαρέλης«Ισπανικό Θέατρο»


 

Η Πολιτιστική Αργολική Πρόταση σας καλεί την Παρασκευή, 9 Μαΐου και ώρα 9.30 το βράδι, στο Θεατράκι της οδού Ατρέως 37, στα Γεφύρια του Άργους, όπου θα μιλήσει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Στυλ Ροδαρέλης με θέμα το «Ισπανικό Θέατρο», ενώ παράλληλα θα παρουσιάσει τρία αποσπάσματα από θεατρικά έργα με την βοήθεια των φοιτητών του.

 

Ισπανικό Θέατρο

 

Ο Στυλιανός Ροδαρέλης γεννήθηκε το 1959 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Από το 2008 είναι μέλος Ε.Ε.ΔΙ.Π. με αντικείμενο Ισπανικό θέατρο – Ισπανική γλώσσα και ορολογία θεάτρου.

Σπούδασε στη Σχολή Κινηματογράφου Κ.Ε.Α. και στα πανεπιστήμια της Βαρκελώνης Instituto del Teatro και U.A.B.. Έχει ανεβάσει αρκετά θεατρικά έργα στην Ισπανία και στην Ελλάδα. Έχει συμμετάσχει σε δυο Πολιτιστικές Ολυμπιάδες 1992 Ισπανία και 1996 Ινδία.

Από το 1993 έως το 2006 δίδαξε στις Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης Δ. Φωτιάδη, Αρχή, Ίασπις και Κ.Ε.Α.. Για δυο χρόνια δίδαξε το μάθημα της θεατρολογίας στο Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο Γέρακα.

Από το 2004 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών ενώ από το 2006 κάνει θεματικές διαλέξεις και στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει ιδρύσει τις Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης «Αρχή» (1993) και «Ίασπις » (1995). Η Είσοδος είναι ελεύθερη.


Filed under: Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Διάλεξη, Ειδήσεις, Θέατρο, Πολιτιστική Αργολική Πρόταση, Πολιτισμός, Στυλιανός Ροδαρέλης - «Ισπανικό Θέατρο»

Ακρίσιος

$
0
0

 

Η μορφή του Ακρίσιου σε τμήμα ληκύθου (460 - 450 π.Χ.)

Η μορφή του Ακρίσιου σε τμήμα ληκύθου (460 – 450 π.Χ.)

Ακρίσιος 


 

Μυθολογικός βασιλιάς του Άργους. Γιος του Λυγκέως και της Υπερμνήστρας, πατέρας της Δανάης και σύζυγος της Ευρυδίκης, κόρης του Λακε­δαίμονος και της Σπάρτης. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, γιος του Άβαντα, βασιλιά της Αργολίδας, και της Αγλαΐας, και δίδυ­μος αδελφός του Προίτου.

Ο Άβαντας άφησε το βασίλειό του στους δύο γιους του με τη συμβουλή να βασιλεύουν εκ περιτροπής. Αλλά οι αδελφοί έτρεφαν μίσος ο ένας για τον άλλο και η έχθρα τους έγινε μεγαλύτερη όταν ο Προίτος κοιμήθηκε με την κόρη του Ακρισίου Δανάη. Επειδή ο Ακρίσιος αρνή­θηκε να του δώσει το θρόνο στο τέλος της περιόδου του, ο Προίτος πήγε στην αυλή του Ιοβάτου, βασιλιά της Λυκίας, παντρεύτηκε την κόρη του και γύρισε με ισχυρό στρατό. Κανένας όμως δεν νίκησε και αναγκάστηκαν να μοιραστούν το βασί­λειο. Ο Ακρίσιος πήρε το Άργος και τα περίχωρά του, ο Προίτος την Τίρυνθα, το Ηραίο και την αργολική ακτή.

Ο Ακρίσιος, που σύμφωνα με αυτή την εκδοχή είχε νυμφευθεί την Αγανίππη, δεν είχε γιους, αλλά μόνο αυτή την κόρη, τη Δανάη, που την είχε αποπλανήσει ο Προίτος. Όταν ρώτησε το μαντείο με ποιον τρόπο μπο­ρούσε να αποκτήσει άρρενα κληρονόμο, πήρε την απάντηση: «Δεν θ’ αποκτήσεις γιους και ο εγγονός σου θα σε σκοτώσει». Για να αποφύγει αυτή την τύχη, φυλάκισε τη Δανάη σε έναν υπόγειο θάλαμο του ανακτόρου του, του οποίου τους τοίχους έστρωσε με χάλκινες πλάκες και τον οποίο φρουρούσαν άγρια σκυλιά. Όμως, παρ’ όλες αυτές τις προφυλάξεις, ο Ζευς μπήκε στο θάλαμο με μορφή χρυσής βροχής και η Δανάη γέννησε τον Περσέα.

 

Μη τολμώ­ντας να σκοτώσει την κόρη του, ο Ακρίσιος την κλείδωσε, μαζί με το βρέφος, σε μια ξύλινη κιβωτό που την έριξε στη θάλασσα. Κοντά στη Σέριφο, ένας ψαράς που λεγόταν Δίκτυς ανακάλυψε το κιβώτιο και το πήγε στον αδελφό του, το βασιλιά Πολυδέκτη, που ανέθρεψε τον Περσέα στο σπίτι του.

Αργότερα, όταν ο Ακρίσιος έμαθε πως ο Περσέας ζούσε και είχε γίνει γνωστός για τους άθλους του, φοβήθηκε και έφυγε από την αργο­λική Λάρισα, όπου έμενε, και πήγε στην πελασγική, που βρισκόταν στον Πηνειό. Ο Περσεύς, μαθαίνοντας πως στη θεσσαλική Λάρισα γίνονταν αγώνες, έσπευσε να λάβει μέρος σε αυτούς. Εκεί, πετώντας το δίσκο τραυμάτισε άθελά του τον Ακρίσιο σοβαρά, ο οποίος στη συνέχεια πέθαινε. Έτσι ο χρησμός επαληθεύτηκε.

 

Πηγή


  • Γιάννης Λάμψας, «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη», Εκδόσεις Δομή, Τόμος ‘Α, Αθήνα, χ.χ.

Filed under: Άργος - Ιστορικά, Μυθολογία Tagged: a mythological king of Argos, Acrisius, Ancient Greek, Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολίδα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ακρίσιος, Μυθολογία, Περσέας, Τίρυνθα

Πατούρα Σοφία

$
0
0

Πατούρα Σοφία – Διευθύντρια Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών


 

Σοφία Πατούρα

Σοφία Πατούρα

Η Σοφία Πατούρα κατάγεται από την Καρυά Αργολίδας (οικισμός Χούνη), όπου τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση φοίτησε στο Μπουσουλοπούλειο Γυμνάσιο και Λύκειο του Άργους από το οποίο έλαβε το απολυτήριο Λυκείου. Συμμετέχοντας στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, εισήχθη επιτυχώς στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Τέχνης), από την οποία πήρε το πτυχίο της το 1974. Κατά το σχολικό έτος 1974-1975 εργάσθηκε ως καθηγήτρια Ιστορίας σε Ιδιωτικό Εκπαιδευτήριο του Άργους.

Στη συνέχεια, με υποτροφία του Υπουργείου Εξωτερικών (Πρόγραμμα Μορφωτικών Ανταλλαγών), πήγε στη Ρουμανία για μεταπτυχιακές σπουδές και την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στη Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου.

Κατά την περίοδο των μεταπτυχιακών της σπουδών (Ιανουάριος 1976 – Σεπτέμβριος 1980), υπό την επιστημονική καθοδήγηση δύο διαπρεπών πανεπιστημιακών δασκάλων και ελληνιστών, του ακαδημαϊκού Emil Condurachi και του σπουδαίου αρχαιολόγου Ion Barnea, παρακολούθησε μαθήματα, σεμινάρια, διαλέξεις και ανασκαφικές έρευνες σχετικές με το αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής της.

Τον Σεπτέμβριο του 1980 υποστήριξε την διατριβή της και έλαβε τον τίτλο της διδάκτορος στην Ιστορία και Αρχαιολογία. Ο θεματικός τομέας στον οποίο εξειδικεύθηκε είναι: οι Μεταναστεύσεις των Λαών κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (Πρώιμο Βυζάντιο).

Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάσθηκε για μικρό χρονικό διάστημα σε Γυμνάσιο της Αθήνας, ως καθηγήτρια Ιστορίας. Τον Φεβρουάριο του 1981 προσελήφθη στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο οποίο εργάζεται έως σήμερα.

Στη διάρκεια των 33 ετών επαγγελματικής σταδιοδρομίας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών πέρασε επιτυχώς, κατόπιν επιστημονικών κρίσεων, από όλες τις ερευνητικές βαθμίδες και το 2007 ολοκλήρωσε την βαθμολογική εξέλιξή της, καταλαμβάνοντας το βαθμό της Διευθύντριας Ερευνών.

 

Τα επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντά της συνοψίζονται στις παρακάτω θεματικές ενότητες:

 

• Εξωτερική πολιτική και Διπλωματία του Βυζαντινού Κράτους.

• Ιδεολογία, θρησκεία και πολιτική (Ύστερη Αρχαιότητα, Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος).

• Οι αιχμάλωτοι και οι όμηροι κατά την Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα.

• Οι μεταναστεύσεις των λαών κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Πρώιμο Μεσαίωνα (οι βαρβαρικοί λαοί της δουναβικής μεθορίου).

• Το Βυζάντιο και οι Άραβες (πολιτικές, διπλωματικές και πολιτισμικές σχέσεις).

Στη διάρκεια τής έως σήμερα επαγγελματικής θητείας της α) έχει οργανώσει πολλά συνέδρια / συμπόσια, ημερίδες και διάφορους κύκλους επιστημονικών διαλέξεων και σεμιναρίων, ή συμμετάσχει σε αυτά β) έχει μιλήσει σε 40 περίπου διεθνή και εθνικά συνέδρια/συμπόσια, ημερίδες και επιστημονικές εκδηλώσεις και γ) είναι ενεργό μέλος πολλών ιστορικών εταιρειών.

 

Το συγγραφικό της έργο έχει ως ακολούθως:

 

Α. Μονογραφίες

1) Πολιτιστικές σχέσεις του Βυζαντίου με τους λαούς του Δούναβη κατά τους 4ο και 5ο αιώνες, Βουκουρέστι 1980, σελίδες 200 (διδακτορική διατριβή στη ρουμανική γλώσσα).

2) Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10ος αι.), έκδ. ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1994, σελίδες 174.

3) Χριστιανισμός και παγκοσμιότητα στο Πρώιμο Βυζάντιο: από τη θεωρία στην πράξη, έκδ. ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σελίδες 456.

4) Η μεθόριος του Δούναβη και ο κόσμος της στην εποχή της μετανάστευσης των λαών (4ος-7ος αι.), έκδ. ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2008, σελ. 301.

 

Β. Επιστημονική και τυπογραφική επιμέλεια (Editing)

 

1) Η Ελληνική Γραφή κατά τους 15ο και 16ο αιώνες, έκδ. ΙΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2000, σελ. 568.

2) Διπλωματία και πολιτική: ιστορική προσέγγιση, έκδ. ΕΙΕ, Αθήνα 2005, σελ. 372.

 

Γ. Επιστημονικές μελέτες

- 50 περίπου επιστημονικές δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή ξενόγλωσσα περιοδικά, πρακτικά συμποσίων και συνεδρίων, σύμμεικτους τόμους.

 

Κυριώτερες μελέτες

 

- Romans and Barbarians on the banks of the Danube: Settlements and Trade (4th – 6th Centuries), στοντόμο Life on the Rivers of South-East Europe: historical Aspects of the spacial Planning of Settlements and Transport Networks, Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών/Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών (υπό εκτύπωση).

- Constantine as common bishop (κοινός επίσκοπος) and common protector of the world (κοινός των απανταχού κηδεμών), στοντόμο Nis and Byzantium Symposium XII, The collection of scientific works, Nis 2014 (υπόεκτύπωση).

- The Revolt of Vitalianus in Scythia Minor (Dobrudja), his Wanderings in Thrace and the political Manoeuvres of Anastasius, στον υπό έκδοση τιμητικό τόμο για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του αείμνηστου καθηγητή καιμέλους της Ακαδημίας Επιστημών της Ρουμανίας, Ion Barnea (1913-2004), Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου.

- Πόλεμος και διπλωματία: πολιτισμικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις της βυζαντινής αυλής στον κόσμο των Αράβων (9ος – 10ος αι.), Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Το Βυζάντιο στην ιστορική συνέχεια (Δελφοί, 8 – 10 Ιουλίου 2011), Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών (υπό εκτύπωση).

- Two landmark events in the history of Arab-Byzantine relations and the “law of war”: the fall of  Thessaloniki (904) and the recapture of Crete (961), Graeco-arabica 12, Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου Κρήτης  (υπόεκτύπωση).

- Οι όμηροι και η ομηρεία από την Αρχαιότητα έως το τέλος του Βυζαντίου στις ελληνικές πηγές: συνοπτικό περίγραμμα, στο Αντικήνσωρ. Τιμητικός τόμος Σπύρου Τρωιάνου, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τομέας Ιστορίας και θεωρίας του Δικαίου, Αθήνα 2013.

- Οι αιχμάλωτοι και η εξημέρωση του πολέμου: το παράδειγμα των βυζαντινο-αραβικών σχέσεων, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Byzantium and the Arab World: Encounter of Civilisations (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 16-18 Δεκεμβρίου 2011), Θεσσαλονίκη 2013.

-  The Byzantine court and the arab caliphate: mutual attempts at rapprochement at the peak of the arab-byzantine struggle (9th-10th c.), in Arabia, Greece and Byzantium: Cultural Contacts in Ancient and Medieval Times, vol. II [proceedings of the International Symposium on the Historical Relations between Arabia the Greek and Byzantine World (5th century BC – 10th century AD), Riyadh, 6-10 December, 2010), King Saud University, Riyadh 2012, 241-248.

- Arab and Byzantine Prisoners in the Reign of Leo VI the Wise: Images from Contemporary Byzantine Sources, Graeco-arabica 11 (2011), σελ. 399- 413.

- Les invasions dans les Balkans pendant les IVe-Vie siecles, in the volume. Pour une Grande Histoire des Balkans: des Origines aux Guerres Balkaniques, Association International d’ Etudes Sud-Est Europeen, Paris 2005, pp. 115-145.

- Όψεις της βυζαντινής διπλωματίας, στον τόμο, Διπλωματία και πολιτική: ιστορική προσέγγιση (έκδ. Σοφία Πατούρα-Σπανού), Aθήνα 2005, σελ. 131-164.

- H παγκοσμιότητα της Aυτοκρατορίας και οι εκχριστιανισμοί των λαών της Aφρικής και της Aραβικής Xερσονήσου κατά την προϊσλαμική εποχή, Graeco-arabica 9-10 (2004), σελ. 311-331.

- O Δούναβης στις ιστοριογραφικές πηγές κατά την περίοδο της μεταναστεύσεως των λαών: μύθοι και πραγματικότητα, Iστορικο-γεωγραφικά 9 (2001-2002), σελ. 399-412.

- Bιοτεχνική παραγωγή και συναλλαγές στις ελληνικές αποικίες της δυτικής ακτής του Eυξείνου Πόντου (4ος-6ος αι.), στον τόμο: H Kαθημερινή ζωή στο Bυζάντιο: τομές και συνέχειες στην Eλληνιστική και Pωμαϊκή Περίοδο, Aθήνα 1989, σελ. 279-290.

-  Tο Bυζάντιο και ο εκχριστιανισμός των λαών του Kαυκάσου και της Kριμαίας (6ος αι.), Σύμμεικτα 8 (1989), σελ. 405-434.

- L’ Oeuvre de reconstitution du limes danubien à l’ époque de l’empereur Justinien Ier, Revue des Études Sud-Est Européennes 18 (1980), σελ. 95-109.

 

Δ. Δημοσιεύματα επιστημονικής εκλαΐκευσης

- 60 περίπου άρθρα, λήμματα και κεφάλαια σε λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και σύμμεικτους ιστορικούς τόμους (κυρίως σε συνεργασία με την Εκδοτική Αθηνών).

 

Ε. Δημοσιεύματα στον Τύπο

-14 εκτενή άρθρα και βιβλιοπαρουσιάσεις στις εφημερίδες “Καθημερινή της Κυριακής” και “Βήμα της Κυριακής”, με επίκεντρο το Βυζάντιο.

- Συνέντευξη στη εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” με αντικείμενο ένα ελληνο-αραβικό συνέδριο στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας (Δεκέμβρης 2010).

- 4 εκτενή άρθρα στα περιοδικά “Αντί ” και “Ηλιαία” με βυζαντινά θέματα.

Σημειώνεται τέλος ότι στην κατοχή της βρίσκεται από πολλών ετών το πολύτιμο για τη νεότερη ιστορία του Άργους και γενικότερα του νεοελληνικού κράτους αρχείο (αλληλογραφία) του Δημητρίου Βαρδουνιώτη (Αργείος Λόγιος 1846-1924). Για τη μελέτη και την έκδοσή του συνεργάζεται ήδη με την νεοελληνίστρια, ομότιμη Διευθύντρια Ερευνών του ΕΙΕ, κα Ρωξάνη Αργυροπούλου. Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού στηρίζει θερμά αυτή την προσπάθεια και έχει αναλάβει την έκδοσή του.

Είναι παντρεμένη με τον Χρίστο Σπανό, οικονομολόγο, και έχει δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο, πτυχιούχο του τμήματος πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την Αγγελίνα, ασκούμενη δικηγόρο.

 


Filed under: Λογοτέχνες - Ιστορικοί, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βυζαντινολόγος, Βιογραφίες, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιστορικός, Πρόσωπα, Πατούρα Σοφία, Πελοπόννησος, Συγγραφέας

Δαλαμανάρα (Τοπωνύμια)

$
0
0

Δαλαμανάρα (Τοπωνύμια)


 

Δαλαμανάρα [1]. Δύο χιλιόμετρα ανατολικά του Άργους και πάνω στον εθνικό δρόμο Άργους-Ναυπλίου, βρί­σκεται το πεδινό χωριό Δαλαμανάρα, δημιούργημα ίσως των χρόνων της πρώτης Ενετοκρατίας. Για την προέλευση του καταφανώς βε­νετσιάνικου αυτού τοπωνυμίου, κατέ­φυγε ο γράφων στον «Κατάλογον χει­ρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Αγίου Μάρκου εν Βενετίᾳ», τον ο­ποίο είχε δημοσιεύσει ο Σπ. Μ. Θεο­τόκης κατ’ επιλογήν εκ της VI και VII σειράς, στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ [2]. Εκεί ανα­φέρεται ότι υπάρχει χάρτης με σχέ­διο της μάχης του Άργους, που έδω­σαν οι Ενετοί εναντίον των Τούρκων στη θέση La Manara την 10η Ιουνίου 1695.

Όπως φαίνεται στο φωτοαντίγραφο που παραθέτουμε παρακάτω, το όνομα του χωριού Δαλαμανάρα δίνει αφορμή να υποθέσει κανείς ότι είναι το ίδιο το αναφερόμενο στο ενετικό σχέδιο, La Manara, με την πρόθεση και το άρθρο dalla, όπως π.χ. στο επώνυμο Dalla Porta [3]. Το επώνυμο το απαντούμε στον An­drea Manara, που διορίστηκε το 1473 στο Magnifico Rezimento στη Με­θώνη, και το 1475 εκλέγεται soprastante de luoci [4]. Τον Ιούλιο του 1482, πάλι στη Μεθώνη, διορίζεται ο Manara από τον dominum castellanum et provisorem Mothoni, «protomagister cedronum» (επιστάτης ερ­γατών; κωπηλατών;) [5].

 

Σχέδιο της μάχης του Άργους, που έδωσαν οι Ενετοί εναντίον των Τούρκων στη θέση La Manara την 10η  Ιουνίου 1695.

Σχέδιο της μάχης του Άργους, που έδωσαν οι Ενετοί εναντίον των Τούρκων στη θέση La Manara την 10η Ιουνίου 1695.

 

Συμπληρωματικές πληροφορίες σχετι­κές με το επώνυμο Manara, οφείλον­ται στην Ιταλίδα φιλόλογο Μ. Borra, και είναι οι ακόλουθες:

«…Υπάρχει στην ιταλική ιστορία μία οικογένεια Manara, της οποίας η ύπαρξη και η σπουδαιότητα μαρτυρείται από το Μεσαίωνα. Η οικογένεια αυτή προέρχεται από το Borgo Val di Taro, στην επαρχία Parma, και έλαβε τίτλο ευγενείας από τους δούκες Farnese, κυρίους της Parma και Piacenza. Ένας από τους Farnese αυτούς, ο Alessandro, γιος του Ottavio, υπήρ­ξε γενναίος στρατηγός και διακρίθηκε στη ναυμαχία του Lepanto το 1571. Σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, οι Farnese που έλαβαν μέρος στις επι­χειρήσεις εναντίον των Τούρκων στο πλευρό των Ενετών, συνοδεύονταν από διάφορα άτομα, που ανήκαν σε οικο­γένειες με τις οποίες είχαν δεσμούς».

Μια τέτοια μπορούσε να ήταν και η οικογένεια Manara. Έτσι μπορεί, εν­δεχομένως, να εξηγηθεί η εμφάνισή της στο Μοριά. Μια ακόμη υπόθεση θα μπορούσε να είναι και η εξής: Ο Luciano Manara, ο ήρωας της επαναστάσεως εναντίον των Αυστριακών το 1848, που είναι γνωστή ως «Οι πέντε ημέρες τού Μι­λάνου», γεννήθηκε στις 25/3/1825 στο Antegnate της επαρχίας Bergamo. Το Antegnate αυτό διετέλεσε υπό την ενετική κυριαρχία από το 1428 μέχρι το 1796, και ίσως να μην αποκλείεται η παρουσία μελών αυτής της οικογέ­νειας στο στρατό της Ενετίας.

Και τέλος, μία τρίτη πιθανή εξήγη­ση θα μπορούσε να είναι και η εξής: Στη βενετσιάνικη διάλεκτο υπάρχει η λέξη manara, που σημαίνει τσεκούρι (ιταλικά manaja). Σύμφωνα με αυτό το δεδομένο, θα ήταν αρκετά πιθα­νόν ένας οποιοσδήποτε Ενετός, φθά­νοντας σ’ αυτό τον τόπο, να τού έδω­σε αυτή την ονομασία La Manara, εξαιτίας κάποιου περιστατικού πού ίσως συνέβη εκεί»[6].

Στη Μεσσηνία και την Κορινθία, μανάρα λέγεται το μεγάλο τσεκούρι. Και μανάρι στη Σάμο.

  

Τάκης Μαύρος

Τάκης Μαύρος, «Συμβολή στο Τοπωνυμικό της Αργολίδας», Εθνογραφικά τόμος 2ος (Ανάτυπο), έκδοση, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο, 1979-80.

 

Υποσημειώσεις


[1] Η Δαλαμανάρα (Τοπική Κοινότητα Δαλαμανάρας – Δημοτική Ενότητα Άργους), ανήκει στον Δήμο Άργους – Μυκηνών, κατά την απογραφή του 2001 είχε 730 κατοίκους.

[2] Έτος Γ’ (1930), τ. 20ν, σελ. 363.

[3] Κ. Σάθα, Μνημεία, VI, 284.

[4] Κ. Σάθα, Μνημεία, StatutaetCapitula, IV, 161.

[5] Αυτόθι, σελ. 185.

[6] Βιβλιογραφία: Albo nazionale famiglie nobili dello stato Italiano, Milano 1965, p. 400. Enciclopedia Italiana, Roma 1934. Miarana E., Luciano Manara, Milano 1932, Passim.

 


Filed under: Άργος, Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δαλαμανάρα, Ενετία, Πελοπόννησος, Τοπωνύμια, La Manara

Τημένιον, το λιμάνι του αρχαίου Άργους. Αναφορές αρχαίων και νέων συγγραφέων και ενδείξεις για την τοποθεσία, από το τέλος του 18ου αιώνα

$
0
0

«Τημένιον, το λιμάνι του αρχαίου Άργους. Αναφορές αρχαίων και νέων συγγραφέων και ενδείξεις για την τοποθεσία, από το τέλος του 18ου αιώνα». Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, 28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.


 

 

Εισαγωγή και μεθοδολογικές διευκρινίσεις

 

Η ονομασία Τημένιον στη μυθολογική εποχή προσδιόριζε τοποθεσία και, πιθανώς, μικρό οικισμό και, στην ιστορική εποχή του αρχαίου Άργους, το επίνειο και λιμάνι του, αλλά και την απόληξη των μακρών τειχών τα οποία οι Αργείοι είχαν επιχειρήσει, τότε, να οικοδομήσουν. Σήμερα, προσδιορίζει παράλια έκταση δυτικότερα της κωμόπολης της Νέας Κίου και αμέσως μετά από αυτήν, η οποία υπάγεται στα όρια του Δήμου Άργους και, από μια εικοσαετία, περίπου, αναπτύσσεται σε τόπο συχνά αυθαίρετης κατοικίας για κατοίκους του Άργους και των περιχώρων του.

 

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

 

Για γνωστούς, πλέον, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους (μετοίκηση γηγενών αργείων στην Αθήνα, αμέσως μετά την περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου, επι­κράτηση του προτύπου άγριας κερδοσκοπίας επί της γης και συναφής εξασθένηση της ιστορικής μνήμης, που αντικαταστάθηκε από αόριστες και φλύαρες αναφορές στα περασμένα «μεγαλεία»), η ονομασία διατηρήθηκε από την αρχαία εποχή μέχρι τις μέρες μας αλλά τόσο η προέλευσή της, όσο και ο ακριβής τόπος τον οποίο προσδιόριζε αρχικά, παραμένουν σε κατάσταση νεφελώδους αορι­στίας. Σε τούτο έχουν ασφαλώς συμβάλει δύο αντικειμενικοί παράγοντες, δηλαδή η αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους από την αρχαία εποχή και η έλλειψη συγκεκριμένων αρχαιολογικών ερευνών.

Ως προς τον πρώτο παράγοντα σημειώνουμε ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η ριζική αλλαγή της παραλίας του Αργολικού Κόλπου, η επέκταση των θαλάσσιων υδάτων και η μετατροπή της παραλίας περίπου από τη θέση Κιόσκι (μετά το σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός»), μέ­χρι τη Λέρνη – Μύλους σε βαλτώδη έκταση, που τμήμα της διασώζεται ως υγροβιότοπος βόρεια του σημερινού «Τημενίου». Η νέα μορφολογία και η αποφορά που αναδυόταν από τους βάλτους εμπόδιζε, ακριβώς, ταξιδιώτες και ερευνητές, από τα τέλη του 18ου αιώνα, να επιχει­ρούν τη διαδρομή Λέρνης – Ναυπλίου από την παραλία, με μία γραπτή, αρχειακή, πλέον, εξαίρεση, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).

Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).

 

Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).

Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα μέλη της Γαλλικής Επιστημο­νικής Αποστολής στην Πελοπόννησο, το 1829, αποφεύγουν και αυτά τη διαδρομή παραλιακά, γι’ αυτό και παρουσιάζεται κενό στο έργο τους ως προς το σημείο τούτο. Είναι, επίσης, γνωστό ότι η αποξήρανση των παραλιακών βαλτωδών εκτάσεων, των οποίων η ύπαρξη συνέβαλλε παλαιότερα, ως ένα βαθμό, και στην ελονοσία που ενδημούσε στην Αργολίδα, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην εργασία των προσφύγων από την Κίο της Μ. Ασίας, που ίδρυσαν την κωμόπολη της Νέας Κίου. Αποξηραντικά έργα πρέπει να είχαν αρχίσει από την οθωνική εποχή, αφού στην περιοχή Κιόσκι οικοδομήθηκε το κτίριο του Ιπποφορβείου (έχει ενταχθεί στις εγκαταστάσεις του «Πελαργού»).

Ως προς τον δεύτερο παράγοντα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν έχει γίνει αρχαιολογική έρευνα, έστω και ολοκληρωμένη σωστική ανασκαφή, στην περιοχή, κατάσπαρτη, όπως θα δείξουμε, από υπολείμματα κτιρίων και εγκαταστάσεων της αρχαίας εποχής, αλλά και της εποχής της Τουρκοκρατίας και μετέπειτα (ιδιαίτερα στην περιοχή Σερεμέτι, όπου και ό,τι απέμεινε από τον «Πύργο του Νικηταρά»), όπως και από αρχαιολογικά μέλη. Κάτοικοι και κτηματίες έχουν, άλλωστε, ειδοποιήσει κατά καιρούς την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στην παρούσα μελέτη γίνεται απογραφή των αναφορών αρχαίων συγγραφέων για το Τημένιον, αλλά και δύο συγγραφέων του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με τρόπο συστηματικό και αξιόλογο, ακόμα και υπό τα σημερινά δεδομένα, με την τοπογραφία του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του, δηλαδή των Αντ. Μηλιαράκη και I. Κ. Κοφινιώτη.

Πέρα από αυτούς, προχωρούμε στην κατα­γραφή και ανάλυση ενδείξεων για την τοποθεσία του Τημενίου, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Πρό­κειται για ενδείξεις χαρτογραφικές, για άλλες από αναφορές και αναλύσεις ταξιδιωτών, όπως και για στοιχεία από πληροφορίες του τοπικού Τύπου. Τέλος, λαμβάνονται υπόψη κάποιες προφορικές μαρτυρίες και καταθέσεις. Το υλικό προέρχεται από βιβλιογραφική, από αρχειακή και από επιτόπου έρευνα. Οι δύο πρώτες έγιναν στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, κατά κύριο λόγο, όπως και στο Παρίσι, στα Archives Nationales και στα αρχεία του Γαλλικού Στρατού (Château de Vincennes). Οι πληροφορίες του τοπικού Τύπου προέρχονται από αποδελτίωση και κατάταξη των σχετικών αποκομμάτων – φωτοτυπιών κατά ενότητες, για την περίοδο από το 1827 μέχρι σήμερα. Εκτός από τον καθαυτό σκοπό της μελέτης, έμμεσος στόχος της είναι η παροχή ενός, έστω και ατελούς, ιστορικού υποβάθρου, για μελλοντική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, η οποία θα φέρει σε φως ενδιαφέροντα στοιχεία της τοπογραφίας και της οργάνωσης του χώρου, τόσο κατά τους αρχαίους όσο και κατά τους νεότερους χρόνους.

 

Αρχαίοι συγγραφείς για το Τημένιον και την περιοχή του

 

Ο Ηρόδοτος [1], στην αφήγησή του για τη σύγκρουση Αργείων και Σπαρτιατών και για την εισβολή του Κλεομένη στις περιοχές της επικράτειας του Άργους, γράφει [2]: «Αργείοι δε εβοήθεον πυνθανόμενοι ταύτα επί θάλασσαν ως δε αγχού μεν εγίνοντο της Τίρυνθος, χώρω δε εν τούτω τω κείται Σήπεια ούνομα, μεταίχμιον ου μέγα απολιπόντες ίζοντο αντίοι τοίσι Λακεδαιμονίοισι».

Ο Θουκυδίδης [3], στο τμήμα της ιστορίας του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο που αναφέρεται στην εμπλοκή του Άργους σε αυτόν, κατά το καλοκαίρι του δεκάτου πέμπτου έτους του, γράφει [4]: «Ο δε δήμος των Αργείων εν τούτω, φοβούμενος τους Λακεδαιμονίους και την των Αθηναίων ξυμμαχίαν πάλιν προσαγόμενός τε και νομίζων μέγιστον αν σφάς ωφελήσαι, τειχίζει μακρά τείχη ες θάλασσαν, όπως, ην της γης είργωνται, ή κατά θάλασσαν σφάς μετά των Αθηναίων επαγωγή των επι­τηδείων ωφελή. Ξυνήδεσαν δε τον τειχισμόν και των εν Πελοποννήσω τινές πόλεων. Και οι μεν Αργείοι πανδημεί, και αυτοί και γυναίκες και οικέται, ετείχιζον και εκ των Αθηνών αυτοίς ήλθον τέκτονες και λιθουργοί. Kαι το θέρος ετελεύτα. Του δ’ επιγιγνομένου χειμώνος Λακεδαιμόνιοι ως ήσθοντο τειχιζόντων, εστράτευσαν ες το Άργος αυτοί τε και οι ξύμμαχοι πλην Κορινθίων υπήρχε δε τι αυτοίς και εκ του Άργους αυτόθεν πρασσόμενον. Ήγε δε την στρατιάν Άγις ο Αρχιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς. Και τα μεν εκ της πόλεως δοκούντα προϋπάρχειν ου προυχώρησεν έτι · τα δε οικοδομούμενα τείχη ελόντες και καταβαλόντες και Υσιάς χωρίον της Αργείας λαβόντες και τους ελευθέρους άπαντας ους έλαβον αποκτείναντες ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις».

Ο Στράβων [5] αναφέρει ειδικά για το Τημένιον, στα Γεωγραφικά του[6] : «Των δ’ Αργείων αι τε Πρασιαί και το Τημένιον, εν ω τέθαπται Τήμενος, και έτι πρότερον το χωρίον, δι’ ου ρει ποταμός ή Λέρνη καλουμένη, ομώνυμος τη Λίμνη, εν η μεμύθευται τα περί την Ύδραν. Το δε Τημένιον απέχει του Άργους εξ και είκοσι σταδίους υπέρ της θαλάττης, από δε του Άργους εις το Ηραίον τεσσαράκοντα, ένθεν δε εις Μυκήνας δέκα. Μετά δε το Τημένιον η Ναυπλία, το των Αργείων ναύσταθμον το δ’ έτυμον από του ταις ναυσί προσπελείσθαι».

Ο Πλούταρχος [7], στη βιογραφία του Αλκιβιάδη, δίδει τις εξής πρόσθετες λεπτομέρειες για την κατασκευή τειχών [8]: Ούτω δε των Λακεδαιμονίων εκπεσόντων, στρατηγός αποδειχθείς ο Αλκιβιάδης ευθύς Αργείους και Μαντινείς και Ηλείους συμμάχους εποίησε τοις Αθηναίοις. Και τον μεν τρόπον ουδείς της πράξεως επήνει, μέγα δ’ ην το πεπραγμένον υπ’ αυτού, διαστήσαι και κραδάναι Πελοπόννησον ολίγου δειν άπασαν (…). Μετά δε την μάχην ευθύς επέθεντο καταλύειν εν Άργει τον δήμον οι Χίλιοι και την πόλιν υπήκοον ποιείν Λακεδαιμόνιοι δε παραγενόμενοι κατέλυσαν την δημοκρατίαν. Αύθις δε των πολλών εξενεγκαμένων τα όπλα και κρατησάντων, επελθών ο Αλκιβιάδης την τε νίκην εβεβαίωσε τω δήμω, και τα μακρά τείχη συνέπεισε καθείναι και προσμίξαντας τη θαλασσή την πόλιν εξάψαι παντάπασι της Αθηναίων δυνάμεως, και τέκτονας και λιθουργούς εκ των Αθηνών εκόμισε και πάσαν ενεδείκνυτο προθυμίαν, ουχ ήττον εαυτώ κτώμενος ή τη πόλει χάριν και ισχύν. Έπεισε δε και Πατρείς ομοίως τείχεσι μακροίς συνάψαι τη θαλάσση την πόλιν».

Τέλος, ο Παυσανίας [9], στα Κορινθιακά, [10] γράφει για το Τημένιο και την περιοχή του: Απέχει δε Αργείων της πόλεως τεσσαράκοντα και ου πλείω στάδια ή κατά Λέρναν θάλασσα. Κατιόντων δε ες Λέρναν πρώτον μεν καθ’ οδόν έστιν ο Ερασίνος, εκδίδωσι δε ες τον Φρίξον, ο Φρίξος δε ες την θάλασσαν την μεταξύ Τημενίου και Λέρνης. Από δε Ερασίνου τραπείσιν ες αριστερά σταδίους όσον οκτώ, Διοσκούρων ιερόν έστιν ανάκτων πεποίηται δε σφισι κατά ταύτα και εν τη πόλει τα ξόανα. Αναστρέψας δε ες την ευθείαν τον τε Ερασίνον διαβήση και επί τον Χείμαρρον ποταμόν άφιξη (…). Εκ Λέρνης δε ιούσιν ες Τημένιον (το δέ Τημένιον έστιν Αργείων, ωνομάσθη δε από Τημένου τον Αριστομάχου καταλαβών γαρ και εχυρωσάμενος το χωρίον επολέμει συν τοις Δωριεύσιν αυτόθεν τον προς Τισαμενόν και Αχαιούς πόλεμον) ες τούτο ουν το Τημένιον ιούσιν ο τε Φρίξος ποταμός εκδίδωσιν ες θάλασσαν και Ποσειδώνος ιερόν εν Τημενίω πεποίηται και Αφροδίτης έτερον και μνήμα έστι Τημένου τιμάς έχον παρά Δωριέων των εν Αργεί. Τημενίου δε απέχει Ναυ­πλία πεντήκοντα, εμοί δοκείν, σταδίους, τα μεν εφ’ ημών έρημος, οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Ποσειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι (…). Έστι δε εκ Λέρνης και ετέρα παρ’ αυτήν οδός την θάλασσαν επί χωρίον ο Γενέσιον ονομάζουσι προς θαλάσση δε του Γενεσίου Ποσειδώνος ιερόν έστιν, ου μέγα. Τούτου δέχεται χωρίον άλλο, Απόβαθμοι γης δε ενταύθα πρώτον της Αργολίδος Δαναόν συν ταις παισίν αποβήναι λέγουσιν».

Από τα αποσπάσματα αυτά γίνεται σαφές ότι στην αρχαία εποχή η περιοχή του Τημενίου ήταν προσιτή σε πλοία, ότι οι Αργείοι, κινητοποιώντας όλον τον πληθυσμό της πόλης και κατά προτροπή του Αλκιβιάδη, που συνέβαλε στην αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στο Άργος, επιχείρησαν να οικοδομήσουν μακρά τείχη, με τη συνδρομή και τεχνιτών από την Αθήνα, ώστε να ενώσουν την παραλία με την πόλη, ότι οι Σπαρτιάτες τα κατεδάφισαν, καθώς και ότι κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. στο Τημένιον υπήρχε ιερό του Ποσειδώνος και άλλο για την Αφροδίτη, όπως και ο τάφος του Τημένου. Σημειώνουμε πρόσθετα ότι, αν θεωρηθεί ως απόλυτα αξιόπιστος ο Στράβων (ενώ ο Παυσανίας σιωπά ως προς το σημείο αυτό, αν και γράφει ότι, στην εποχή του, το Ναύπλιον ήταν έρημο), «ναύσταθμος» του Άργους ήταν η πόλη αυτή, στην εποχή του τέλους του 1ου π.Χ. και των αρχών του 1ου μ.Χ. αιώνα.

 

Χαρτογραφικές απόψεις για το Τημένιον

 

Από τον εντοπισμό και την επισήμανση χαρτών, ιδιαίτερα της Πελοποννήσου, που χρονολογούνται ακόμα και από το τέλος του 16ου αιώνα, αναδεικνύεται η μεγάλη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την τοποθεσία του Τημενίου, ενώ δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν (και ποιοι) από αυτούς στηρίζονται, ενδεχομένως, σε επισημάνσεις οικοδομικών υπολειμμάτων ή και τυχόν επιτό­που ευρημάτων. Οι αναφορές που κάνουμε, όπως και η δημοσίευση ορισμένων χαρτών, έχουν, εννοείται, χαρακτήρα ενδεικτικό, για να εικονίσουμε του λόγου μας το αληθές. Έτσι, λοιπόν, στους χάρτες του Mercator, όπως και σε άλλον του 1590 [11], το Τημένιον τοποθε­τείται σε απόσταση από την παραλία, στην ενδοχώρα. Το ίδιο συμβαίνει και με χάρτη στηριγμένο σε σημειώσεις του ίδιου και σχεδιασμένο από τον Ρ. Briet και άλλους (Παρίσι, 1705) [12].

Αντίθετα, το Τημένιον απουσιάζει από το χάρτη του λοχία Grognard, του 1745, ο οποίος ήταν πιλότος στην Τουλόν και τον είχε ετοιμάσει για τον κόμητα του Maurepas [13]. Ενώ στο χάρτη του Robert de Vangondy, υιού, του 1752 [14], το Τημένιον εμφανίζεται πάλι στην ενδοχώρα και ανατολικά της μιας και μοναδικής εκβολής των ποταμών, για να εμφανιστεί στην ακτή και δυτικά της ίδιας εκβολής, δέκα χρόνια αργότερα, στο χάρτη του d’Anville. [15] Στο έργο του Choiseul – Gouffier, το 1782 [16] από ταξίδι που είχε κάμει το 1776, το Τημένιον δείχνεται στο χάρτη της Αρχαίας Ελλάδας (και όχι σ’ εκείνον της Νέας Ελλάδας), στην εκβολή των ποταμών Ινάχου και Χαράδρου, ενώ στο χάρτη του Barbie du Bocage, σχεδιασμένο τον Οκτώβριο του 1785 και αναθεωρημένο το 1798, ο οποίος συνόδευε το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, τοποθετείται στην ακτή, ανατο­λικά της εκβολής του Ινάχου [17]. Στην ακτή τοποθετείται και στο χάρτη του D. Macpherson (1807) [18].

 

Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

 

Στο έργο του Sonnini, που συντάχθηκε με εντολή του Λουδοβίκου 16ου[19], δεν επισημαίνεται το Τημένιο, που καταχωρήθηκε στη Γαλλική μετάφραση του έργου του Bartholdy, με εντυπώσεις από το ταξίδι του 1803-1804 (ο χάρτης είχε συνταχθεί το 1807)[20]. Αλλά και δεν εμφανίζεται σε άλλο χάρτη του Barbie du Bocage, που σχεδιάστηκε με διαταγή της κυβέρνησης το 1807 και δημο­σιεύθηκε το 1814, «με βάση τις παρατηρήσεις του Choiseul-Gouffier, του Fauvel, του Foucherot και άλλων, όπως και εκείνες των ελλήνων γεωγράφων Μελέτιος και Δημήτριος» (τα ονόματα των ελλήνων στα ελληνικά, πιθανώς να εννοείται ο Δανιήλ Φιλιππίδης)[21].

Ρητή αναγραφή «ερείπια του Τημενίου» βρίσκουμε σε μεταγενέστερο χάρτη του Lapie (Παρίσι, 1826), του οποίου το σχετικό απόσπασμα αναδημοσιεύουμε, με βάση «διάφορες πληροφορίες, υλικά κλπ.» και η τοποθεσία εμφανίζεται πολύ δυτικότερα των δύο εκβολών του Ινάχου και του Χαράδρου. Αντίθετα, καμία μνεία δεν γίνεται, δύο χρόνια αργότερα, σε χάρτη (1:500.000) που, σε λιθογραφία του F. G. Levrault, δημοσιεύεται στο Στρασβούργο, όπως και στο χάρτη της Ελλάδας που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο του βιβλίου του J. Emerson, Letters from the Aegean, Λονδίνο (1829) ο οποίος δεν είχε, πάντως, επισκεφθεί την Αργολίδα.

 

Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).

Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).

 

Πολύ σημαντικό είναι ότι, με βάση το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, του J.-J. Barthélémy, Άτλας που συντάσσεται και, το 1830, τυπώνεται από τον Α. M. Tardieu, εμφανίζει το Τημένιον στην ακτή, αλλά… δυτικά της μοναδικής εκβολής των Ινάχου – Χαράδρου[22]. Όπως και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η «άποψη» που εμφανίζεται σε χάρτες με βάση τα δεδομένα της Γαλλικής Επιστημονι­κής Αποστολής στην Πελοπόννησο. Στον πρώτο από αυτούς, που βρίσκεται στα αρχεία του Γαλλι­κού Στρατού [23], πάνω στην ακτή και κάτω από εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «Μεγάλο έλος» και «ελώδεις εκτάσεις», υπάρχει η ένδειξη «λιμάνι του Άργους», ακριβώς στην κοινή εκβολή δύο ποταμών που δεν προσδιορίζονται. Στον δεύτερο, που συντάχθηκε στο γαλλικό Υπουργείο Πολέ­μου, κατά διαταγή του Πρωθυπουργού και Υπουργού Πολέμου, υπό τη διεύθυνση του Pelet και με συντάκτες και σχεδιαστές μέλη της Αποστολής (1833) [24], δεν εμφανίζεται το Τημένιον. Ενώ στον τρίτο από αυτούς [25] υπάρχει η ένδειξη «ερείπια» πολύ κάτω, προς Ν., από την εκβολή του Ερασίνου, στην ακτή, και σε απόσταση από τους Μύλους. Το Τημένιον εμφανίζεται και στο χάρτη που συνοδεύει το έργο του E. Curtius, Peloponnesos, Γκότα (1852), μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και των Ινάχου – Χαράδρου.

Φτάνουμε στον 20ο αιώνα. Στο χάρτη της Αργολίδας, που δημοσιεύεται στη 2η έκδοση (1911) του Guide Joanne  το Τημένιον εμφανίζεται στην ενδοχώρα, αλλά με ερωτηματικό, σε ευθεία γραμμή προς Ν. της Δαλαμανάρας, ενώ κοντά στην Τίρυνθα μνημονεύεται και η Σήπεια [26]. Στην πρώτη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού, που αρχίζει να δημοσιεύεται από το τέλος της δεκαετίας του 1920, καταχωρείται χάρτης της Αργολίδας, που συντάχθηκε από τον Γ. Ζαγκάκη, «επί τη βάσει των χαρτών Α. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδου», όπου το Τημένιον εμφανίζεται στις εκβολές της Πάνιτσας (Χαράδρου) και του Ξεριά (Ινάχου). Τέλος, στον Guide Bleu του 1932 δημοσιεύεται με τις ίδιες ενδείξεις, όπως και στον Guide Joanne του 1911, χάρτης της Αργολίδας, όπου και πάλι το Τημένιον εμφανίζεται στην ίδια θέση και με ερωτηματικό. Ήταν η πιο συνετή και πραγματιστική άποψη, με βάση όσα εκθέσαμε μέχρις εδώ, ερμηνευόμενη από το ότι συντάκτης του Οδηγού για την Ελλάδα, του 1911, ήταν ο G. Fougères, Διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής στη Σορβόννη.

 

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

 

Αναλύσεις, μαρτυρίες και ευρήματα κατά το 19ο αιώνα

 

Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούμε σε αναλύσεις, σε μαρτυρίες και σε ευρήματα για την περιοχή του Τημενίου, κατά το 19ο αιώνα, προσπαθώντας, έτσι, να φτάσουμε σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία, αλλά και επισημαίνοντας – το λέμε ευθύς εξαρχής – τη σύγχυση που διατρέχει ακόμη και τις αναφορές αυτές. Αρχίζουμε με τον αναπόφευκτο Pouqueville, ο οποίος στο έργο του Ταξίδι στο Μοριά, την Κωνσταντινούπολη και την Αλβανία, Παρίσι (1805), αναφέρει ότι: «Δεν φαίνεται πια τίποτε από το αρχαίο φρούριο (sic) του Τημενίου, που θα πρέπει να απείχε ένα τέταρτο της λεύγας από τον Ερασίνο αλλά στο ίδιο μέρος υπάρχει έλος, που μου είπαν ότι χρησιμοποιείται στην εξάτμιση του νερού για τις αλυκές (sic). Δεν σταματάμε να βλέπουμε ορυζώνες και χωράφια με άσπρες παπα­ρούνες» [27].

Είναι χαρακτηριστικό των όσων εκθέσαμε στην εισαγωγή ότι σε απομνημονεύματα ξένων αγωνιστών, που παρέμειναν για καιρό στην Ελλάδα, όπως του Maxime Reybaud [28], και οι οποίοι περιέγραψαν με ακρίβεια τους τόπους που γνώρισαν, δεν βρίσκουμε καν μνεία του Τημενίου, ενώ δίδονται πολλές λεπτομέρειες για την τοπογραφία και την εικόνα που τότε παρουσίαζαν οι γειτο­νικοί Μύλοι. Η προσέγγιση του Barbie du Bocage, με την εικόνα που μας παρέχουν τα ανέκδοτα χειρό­γραφα του αρχείου του, τα οποία βρίσκονται στη Γενναδειο [29], παρουσιάζει ενδιαφέρον περισσό­τερο από επιστημολογική, παρά από καθαρά επιστημονική πλευρά, δηλαδή περισσότερο μάς ενη­μερώνει για το πώς ο ίδιος χρησιμοποίησε πληροφορίες των Fauvel και Foucherot, του 1780-1782, αλλά και του 1793 (δεύτερο ταξίδι του Fauvel), παρά μας διαφωτίζει για την τοπογραφία της περιο­χής κατά την εποχή εκείνη.

Μεταφέρουμε πληροφορίες του Fauvel, από εγγραφή του Σεπτεμβρίου 1793 στο χειρόγραφο του [30] : «(…) πέρα από το έλος της Αλκυόνης φαίνονται δεξιά, πάνω σ’ ένα βουνό, τα ερείπια του φρουρίου του Τημενίου, του οποίου απομένουν ακόμη κάποιοι πύργοι, μακρύτερα, αριστερά, στην άκρη της θάλασσας βρίσκεται άλλο έλος, που οι περισσότεροι σύγχρονοι περιηγητές ονομάζουν έλος της Λέρνης (…). Το φρούριο του Τημενίου βρισκόταν 50 σταδίους από το Ναύπλιο, σήμερα η διαδρομή αυτή γίνεται σε δύο ώρες με τα πόδια. Αφού περάσουμε το Τημένιον βρίσκουμε μικρό ποτάμι, που κάνει μύλους να γυρίζουν. Μύλη (σ.σ. στα ελληνικά, στο κείμενο) είναι το όνομα αυτού του τόπου. Ο ποταμός αυτός θα πρέπει να είναι ο Φρίξος».

Προφανώς ο Fauvel είδε τα ερείπια του φρουρίου των Μύλων και … τα ταύτισε με το ανύπαρκτο φρούριο του Τημενίου (στην ίδια σύγχυση θα περιέπεσε και ο Pouqueville) και θα πρέπει να αναφέρω ότι σε άλλο χειρόγραφο του, του 1809 [31], γράφει ότι «της Λέρνης δεσπόζει ένα οχυρό (fortin)», δίχως ν’ αναφέρεται, πλέον, στο Τημένιον. Στο έργο, πάντως, του Barbie du Bocage, Τοπογραφική και ιστορική περιγραφή της πεδιάδας του ‘Αργους και ενός τμήματος της Αργολίδας  [32], έργο που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον (1834) και αποτελεί δημοσίευση χειρογράφου του, υπάρχουν ακριβείς υπολογισμοί, με βάση την σε βάθος ανάλυση των αναφορών αρχαίων συγγραφέων και το υπόμνημα του Mentelle, προς τη γαλλική Ακαδημία – το οποίο δεν μπορέσαμε να συμβουλευθούμε -, υπολογισμοί που συναντούν το αμετάτρεπτο όριό τους, δηλαδή την ακριβή, επιτόπια έρευνα. Ο συγγραφέας, με συνείδηση προφανώς του ορίου αυτού, σημειώνει εύλογα, πάντως, ότι «θεωρώ πως αν γίνονταν ανασκαφές σε αυτό το μέρος της πεδιάδας, κάλλιστα θα μπορούσαν να βρεθούν κάποια θεμέλια».

Πολύ μεγαλύτερη σημασία, από τις πηγές που αναφέραμε μέχρις εδώ, έχει, νομίζω, το άγνωστο και ανέκδοτο χειρόγραφο του Auguste Lagarde, μέλους της “Brigade Topographique” της Επιστημονικής Αποστολής του 1829, και αγνώστων λοιπών στοιχείων [33], που περιέχει ακριβέστα­τους υπολογισμούς και φέρει τον τίτλο: Δρομολόγιο από το Ναυαρίνο στο Ναύπλιο, μέσω Αρκα­δίας (σ.σ. Κυπαρισσίας) Σιδηροκάστρου, Σινάνου (σ.σ. Μεγαλόπολης), Τριπολιτζάς, Μύλων – Μάιος 1829. Αφού σημειώσει ότι από τον Αχλαδόκαμπο στους Μύλους η απόσταση είναι, με άλογο, τρεις ώρες και 59 λεπτά, προχωρεί προς το Ναύπλιο από την παραλία και, αφού περάσει από τέσσερις γέφυρες, σημειώνει στη συνέχεια και κατά σειρά : «Άργος στα αριστερά, το μέρος όπου βρισκόμαστε και το Ναύπλιο βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Βράχοι ή ερείπια σε περισσότερο νερό, μέσα στη θάλασσα, δεξιά. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μολυσματικά έλη. Η θάλασσα εισβάλλει στην παραλία».

Και μετά πλησιάζει στο Ναύπλιο. Στο τέλος του χειρογράφου του, στη στήλη «περιγραφικές λεπτομέρειες», ο Lagarde αναφέρεται στην οχύρωση του Ναυπλίου και γράφει ότι τα έλη καλύ­πτουν όλο το βάθος του Αργολικού κόλπου, από τους Μύλους μέχρι το Ναύπλιο. Ενώ στην τελευ­ταία σελίδα και σε ειδική στήλη, όπου αναγράφει αποστάσεις «που υπολογίστηκαν κατά προσέγ­γιση, σε χρόνο και σε μέτρα», αναφέρει την απόσταση Μύλων – Ναυπλίου, από την παραλία, σε δύο ώρες και 22 λεπτά καθώς και σε 8.142,26 μέτρα. Η μαρτυρία του Lagarde αποτελεί και τη μοναδική αναφορά, γνωστή μέχρι σήμερα, μέλους της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής, για την περιοχή του Τημενίου. Ούτε στο δημοσιευμένο έργο της Αποστολής, ούτε σε έργα μελών της, όπως του Bory de Saint-Vincent [34], συναντούμε την παραμικρή άλλη μνεία.

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, ας αναφέρουμε μαρτυρίες που συναντήσαμε στον τοπικό Τύπο. Στην εφημερίδα Ο Άργος, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο, βρίσκουμε το 1845 την εξής είδηση [35]: «Προ ολίγων ημερών ανεκαλύφθησαν κατά τύχην εις εν τεμάχιον εθνικής γης κατά το Τημένιον δύω αρ­χαιότητες. Δεν ηδυνήθημεν να ίδωμεν τας αρχαιότητας ταύτας, διότι οι ευρόντες αυτάς τας απέκρυψαν, και μόλις χθες ο διοικητής Αργολίδος κατώρθωνε να παραλάβη την μιαν των αρχαιοτήτων τούτων, την οποίαν δεν ίδομεν ακόμη. Επληροφορήθημεν δε, ότι η αρχαιότης αυτή είναι ανάγλυφον παρασταίνον πέντε πρόσωπα, και φέρον επί της κεφαλίδος τας λέξεις Αριστόδημος ανέθηκε υφ’ έκαστον των τριών προσώπων ανά εν των εξής ονομάτων Μύσιος, Χρυσανθίς, Δαμάτηρ υπό τα δύω άλλα πρόσωπα δεν υπάρχει καμμία επιγραφή. Την δε άλλην αρχαιότητα, ο Διοικητής δεν κατώρθωσεν εισέτι να ανακάλυψη, άλλ’ ως επληροφορήθημεν αυτή είναι προτομή τις εστεμμένη, φέρουσα επί του βάθρου την επιγραφήν Ο δάμος ανέθηκε».

Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον, και Ο Άργος επανέρχεται στο θέμα μετά λίγες μέρες, με μακροσκελέστατο άρθρο του [36], όπου δίδει μεγάλα αποσπάσματα αρχαίων συγγρα­φέων για την περιοχή της Λέρνας, αλλά τους προτάσσει το εξής σχόλιο:

 

«Η εύρεσις των δύω αρ­χαιοτήτων, περί ων εκάμομεν μνείαν εις το τελευταίον φύλλον μας, διήγειρε την περιέργειαν των φιλοκάλων Αργείων και Ναυπλιέων, και τίνες προτίθενται δι’ αδείας της Διοικήσεως να επιχειρήσωσιν ανασκαφάς κατά την Λέρναν και το Τημένιον».

 

Η εφημερίδα σύντομα επανέρχεται στο θέμα [37], με το εξής νέο σχόλιο, που περιέχει και πολύ­τιμες πληροφορίες ως προς τις αρχαιότητες και την τύχη τους στην Αργολίδα, την εποχή εκείνη :

 

«Το υπουργείον των Εσωτερικών παρήγγειλε την ενταύθα διοίκησιν ίνα εναπόθεση τας εν Τημενίω ευρεθείσας αρχαιότητας παρά τω ενταύθα Γυμνασίω, όπου διέταξε να εναποτίθενται και όσα άλλα λείψανα της αρχαιότητος ευρεθώσιν, ή προσφερθώσι δωρεάν από φιλοκάλους.

Το μέτρον του υπουργείου περί συστάσεως Μουσείου αρχαιοτήτων εις Ναύπλιον είναι ωφελιμώτατον, και δεν αμφιβάλλομεν ότι, όσον ούπω θέλουν φιλοτιμηθή πολλοί να προσφέρωσι τας ανά χείρας των αρχαιότητας.

Εύκολον είναι και εις Άργος, και εις Κορινθίαν, να ευρεθώσι πολύτιμα λείψανα αρχαιο­τήτων, άλλ’ ο εν ισχύϊ Νόμος, όστις κηρύττει ιδιοκτησίαν του δημοσίου όλας τας υπό εθνικήν γην ευρισκομένας παρ’ οιονδήποτε αρχαιότητας, είναι ή μεγαλύτερα αιτία, δι’ ην οι χωρικοί οσάκις ανακαλύψωσί τι, ει μεν είναι ευμετακόμιστον, το πωλούσιν εις τους έξωθεν ερχομένους ξένους, ει δε είναι πολύ ογκώδες το καλύπτουσι, δια να μη γίνη γνωστόν εις τας αρχάς και δημευθή.

Αι περί αρχαιοτήτων διατάξεις του νόμου έχουσιν ανάγκην μεταρρυθμίσεως, και ο αρμόδιος υπουργός ήθελε πράξει έργον ωφέλιμον, εάν υπέβαλλε νέον περί των αρχαιοτήτων νομοσχέδιον, επιστηριζόμενον εις βάσεις λογικωτέρας και εθνωφελεστέρας.

Ο περί αρχαιοτήτων Νόμος της Ρώμης δύναται να χειραγωγήση τους συντάκτας του νέου νομοσχεδίου.

Θέλομεν εκάστοτε δημοσιεύει προθύμως τα ονόματα εκείνων, οίτινες ήθελον ευαρεστηθή να πλουτίσωσι το μουσείον της Ναυπλίας, συνεισφέροντες τας εις χείρας των υπάρχουσας αρχαιό­τητας».

 

Δεν περνούν πολλές μέρες και Ο Άργος δημοσιεύει άρθρο («διατριβήν») [38], υπογραφόμενο από τον Α. Βλάσση, μέλος, όπως ο ίδιος γράφει, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που αναφέρεται με μεγα­λύτερη, προφανώς, ακρίβεια στα ευρήματα του Τημενίου, τα οποία είχαν ήδη ασφαλισθεί στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, τότε Μουσείο του Νομού. Πρόκειται, ίσως, για το σύνολο των ευρημάτων, αν και ο Βλάσσης δεν μνημονεύει επιγραφή ως προς την ανδρική προτομή. Κατά τον συγγραφέα, λοιπόν, του άρθρου είχαν βρεθεί:

«Α. Κεφαλή λίθου ανδρός τίνος, συντετριμμένον έχουσα τον τράχηλον.

Β. Βάθρον εκ του αυτού λίθου, εφ’ ω ίστατο η προτομή αύτη.

Γ. Εικών επίσης λίθου, παριστώσα εν αναγλύφω, ως ανέγνωμεν, εν ενί εκάστω των τριών προσώπων.

ΤΟΝ ΜΥΣΙΟΝ

ΤΗΝ ΧΡΥΣΑΝΘΙΔΑ (παρά δε αυτήν δύω εικόνες παίδων) ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ (παρ’ αυτήν θρόνος).

Άνωθεν δε της εικόνος ανέγνωμεν ΑΡΙΣΤΟΔΑΜΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ».

Και ο Βλάσσης διατυπώνει την εύλογη ερμηνεία ότι το ανάγλυφο παρίστανε τον Μύσιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του, υποδεχόμενους την Δήμητρα όταν εκείνη έφτασε για πρώτη φορά στην Αργολίδα και το συνδέει με τη γιορτή της Δήμητρας που τελούσαν στη Λέρνη, όπως και με τις πλη­ροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για τον τάφο του Τημένου και για τον ίδιο.

Τέλος, με επιφύλαξη διατυπώνει και την υπόθεση ότι το ανάγλυφο είχε αφιερωθεί από τον Αριστόδημο, αδελφό του Τημένου και του Κρεσφόντη, ή από τα παιδιά του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος του άρθρου του, προτρέπει την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει έστω και μικρή ανασκαφή στην περιοχή όπου βρέθηκαν οι αρχαιότητες, ενώ η σύνταξη της εφημερίδας γρά­φει ότι δεν εκφράζει καμία κρίση ως προς τα αναγραφόμενα, προφανώς επειδή συμφωνεί μαζί του.

Με τις μαρτυρίες αυτές κλείνουμε την παρούσα ενότητα αλλά, όπως θα δούμε στην επόμενη, συμπληρωματικά στοιχεία για άλλα ίχνη κτιρίων παραθέτει ο I. Κοφινιώτης, που σχεδόν μόνον αυτός ασχολήθηκε με την τοπογραφία της περιοχής στο τέλος του 19ου αιώνα.

 

Οι νεότεροι συγγραφείς

 

Από τους νεότερους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την τοπογραφία της περιοχής, ο Αντ. Μηλιαράκης [39], στηριζόμενος και στις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, γράφει για τα ιερά που υπήρχαν εκεί, για τα τείχη και την κατεδάφισή τους, προσθέτοντας ότι «τούτο ήτο αποβάθρα θαλασσία της των Αργείων πόλεως», ότι «κείται εν τω δήμω Άργους» και ότι (Στράβων) «την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι παρά την παραλίαν, αμέσως προς μεσημβρίαν της πόλεως Άργους». Και προσθέτει ότι «περί το Τημένιον και πλησίον της Τίρυνθος εκείτο η Σηπεία, ένθα υπήρχεν ιερόν άλσος του Άργους».

Στο έργο του, που δημοσιεύεται έξι χρόνια αργότερα [40], ο I. Κοφινιώτης αφιερώνει εκτενές μέρος του κεφαλαίου του στις πόλεις «περί το Άργος» και στο Τημένιο, αξιοποιώντας τους αρ­χαίους συγγραφείς αλλά και αναφέροντας τα εξής σημαντικά στοιχεία από την τοπογραφία της εποχής του: «Την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι σήμερον παρά την παραλίαν αμέσως προς Μεσημ­βρίαν της πόλεως Άργους, εκεί δηλ. ένθα είνε η γέφυρα και το μαγαζείον του Μπάρμπα – Γιάννη, αν και το Τημένιον απέχει του μεν Άργους είκοσι και εξ σταδίους, της δε Ναυπλίας πεντήκοντα. Παρά την θέσιν ταύτην ευρίσκει τις εσκορπισμένα συντρίμματα κεράμων, αγγείων, παρά την ακτήν δε θεμέλια εκ μεγάλων λίθων τετραγώνων, άτινα δηλούσιν ότι ενταύθα ήτο η θαλάσσια αποβάθρα και ο λιμήν των Αργείων. Διευθυνόμενοι εντεύθεν εις το Άργος συναντώμεν λείψανα των μακρών τειχών (…) Πορευόμενός τις από του Τημενίου προς τους Μύλους κατά την ακτήν συναντά παχύτατον ψηφιδωτόν έδαφος προχωρούν εις την θάλασσαν, όπερ είναι τόσω στερεάς εργασίας, ώστε παρέχει αντίστασιν εις την σταθεράν κίνησιν των κυμάτων. Μεταξύ του Τημενίου και της Τιρύνθου έκειτο η Σήπεια (ως εκ του ονόματος φαίνεται, ότι ήτο υγρά και τελματώδης κατοι­κία) (…). Προχωρούντες εκ του Τημενίου προς την Λέρνην, μεταξύ της θαλάσσης και της αμαξιτής οδού ευρίσκομεν τον περίφημον κήπον Αγά τινος, ανήκοντα σήμερον εις τον κ. Κωνσταντίνον Μπελάλη. Περιηγούμενος τω 1812 μ.Χ. ο Chateaubriand είδεν εντός του κήπου τούτου λεύκας αναμεμι­γμένος μετά κυπαρίσσων, άφθονα εσπεριδοειδή δένδρα, μηλέας και συκάς εκ Λομβαρδίας».

Από την εποχή εκείνη μέχρι εντελώς πρόσφατα το Τημένιον δεν φαίνεται να απασχόλησε ιστορικούς ή ερευνητές. Αξίζει, όμως, ν’ αναφερθούμε σε δύο νεότατους συγγραφείς και στις από­ψεις που εκφράζουν σχετικά με το θέμα, δίχως να έχουν, όμως, προβεί σε ιδιαίτερες και νέες έρευνες. Ο Ν. Παπαχατζής, αναφερόμενος στο Τημένιον, μέσα από τη μνημειώδη έκδοσή του του Παυσανία, γράφει [41]: «Το Τημένιο βρισκόταν στην ακροθαλασσιά, μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και του Ινάχου, κοντά στη Νέα Κίο και στον εκεί αραιό συνοικισμό, στον οποίο τελευταία (sic) δόθηκε το όνομα Τημένιο. Άλλοτε στην ακροθαλασσιά υπήρχαν αρχαίοι οικοδομικοί λίθοι. Σήμερα η θάλασσα, σε μεγάλη απόσταση από τη γραμμή της παραλίας, είναι αβαθής και φαίνεται πως έχει κατακλύσει την περιοχή του ιερού. Σ’ απόσταση 60-65 μέτρων από τη σημερινή ακτή φαί­νονται, σε πολύ αβαθή νερά, ίχνη μώλων. Επειδή το Τημένιο ήταν η πλησιέστερη στο ‘Αργος παρα­λιακή θέση, τα μακρά τείχη θα χτίζονταν μεταξύ ‘Αργους και Τημενίου».

Αν και ο Παπαχατζής γράφει ότι οι οικοδομικοί λίθοι υπήρχαν άλλοτε στην παραλία, δημοσιεύει φωτογραφία όπου, όπως σημειώνει, «διακρίνονται κατάλοιπα λιμενικών εγκαταστάσεων». Στο Τημένιο αναφέρεται και ο Emilio Peruzzi, στο έργο του για τους Μυκηναίους [42], αναφερό­μενος στα δύο λιμάνια του ‘Αργους (Τημένιον-Ναύπλιον) και αναπαράγοντας απλώς το απόσπασμα του Στράβωνα.

 

Πληροφορίες, υπολείμματα και ευρήματα σήμερα

 

Είχα αρχίσει να συγκεντρώνω τα πρώτα στοιχεία για την παρούσα μελέτη, όταν κάτοικος της περιοχής Νέας Κίου, ο Παν. Ζαφείρης, με συνάντησε σε επιτόπια επίσκεψή μου και επέστησε την προσοχή μου σε ορισμένα ευρήματα και υπολείμματα κτιρίων, προς την ενδοχώρα και σε άμεση ευθεία από τους ογκολίθους που εξακολουθούν να φαίνονται σε αβαθή νερά της παραλίας, ανατο­λικά του «Πελαργού». Πρόκειται για την περιοχή που ακόμα και σήμερα ονομάζεται «Σερεμέτι», ονομασία που συναντάμε ακόμα και στους χρόνους του Καποδίστρια. Νέα επίσκεψή μου – που επανέλαβα μετά ένα χρόνο, με τον τέως Γεν. Γραμματέα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Ρ. Aupert, οπότε και έγιναν ακριβέστερες φωτογραφήσεις (τρεις από τις φωτογραφίες δημοσιεύ­ουμε εδώ) – έγινε στις 14-10-1982, σε θέση που απέχει γύρω στα 1.500 μ. από τη θά­λασσα και περίπου 300 από την κοίτη Ινάχου.

Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».

Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».

Στη θέση αυτή υπήρχε παλαιός ναός, του «Αγιαννάκου», που κατά την παράδοση είχε οικοδομηθεί από τον αγωνιστή Νικήτα Σταματελόπουλο («Νικηταρά τον Τουρκοφάγο»), μετά το θάνατο του Καποδίστρια και προς τιμήν του. Ο Νικηταράς κατείχε μεγάλη έκταση στο Σερεμέτι [43] και έκτισε και κατοικία («πύργος του Νικηταρά»), που μεγάλο μέρος της σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 και σήμερα απομένει τμήμα των εξωτερικών τοίχων, σε κτηματική έκταση ιδιοκτησίας Π. Ε. Μπόμπου. Για το κτίριο αυτό, όπως για το σπίτι του Θ. Κολοκοτρώνη (στα «Κολοκοτρωνέϊκα», έκταση που ανήκει σε απογόνους της οικογένειάς του, και βρίσκεται εκατέρωθεν του δρόμου Άργους – Ναυπλίου, κοντά στη διασταύρωση του παρακαμπτηρίου προς Λάλουκα), αλλά και για το σπίτι του Μιαούλη (πέτρινης κατασκευής, αριστερά του δρόμου προς Ναύπλιο και πριν περάσουμε τα πρώτα σπίτια της πόλης, σήμερα ιδιοκτησίας χήρας Χιλέλη), δεν είχε και δεν έχει ληφθεί καμία πρόνοια από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.

Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.

Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.

Ο παλαιός ναός κατεδαφίστηκε το 1980, στη θέση του οικοδομήθηκε άλλος (του τύπου «μικρός, περικαλλής, νεοπαραδοσιακός»), αποκαλύφθηκαν αρχαία μέλη, που είχαν χρησιμοποιηθεί προφανώς ως οικοδομική ύλη στον παλαιό ναό, πολλά σκεπάστηκαν από τα νέα μπάζα, ενώ βρήκαμε πλακωμένο και φωτογραφήσαμε βάθρο με ίχνη επιγραφής. Σε διπλανή ιδιοκτη­σία, εντοπίσαμε πολλά όστρακα, και υπολείμματα τάφου ή ναού Βυζαντινής εποχής, που φωτο­γραφήσαμε επίσης. Κατά τον P. Aupert, το βάθρο ανάγεται στη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Π. Ζαφείρης μου υπέδειξε και αλλού αρχαιολογικά μέλη και μου ενεχείρισε φωτοτυπίες τριών εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού τα οποία είχαν συνταχθεί μετά από ενέργειές του, τόσο για έρευνες στην περιοχή όσο και για παράδοση των αρχαιολογικών μελών που κατείχε ο ίδιος, και είχαν κοινοποιηθεί και στον ίδιο. Κατά τις βεβαιώσεις του, στις αρχές του 1989, τίποτε δεν είχε προχωρήσει μέχρι τότε.

 Τέλος, παρουσιάζονται ευρήματα από διάνοιξη θεμελίων για οικοδόμηση παραθεριστικής κατοικίας πολύ κοντά στη θάλασσα, στο σημερινό οικισμό του Τημενίου.

Θα πρέπει να σημειώσω, επίσης, ότι κατά τη μαρτυρία του αργείου φιλάρχαιου Αρίσταρχου Τσακόπουλου, γιου του γνωστού ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου, τόσο ο πατέρας του, από τις αρχές του αιώνα όπως βεβαίωνε, όσο προ ετών και ο ίδιος, στους σωζόμενους ογκολίθους κοντά στον «Πελαργό» εντόπιζαν μεγάλους σιδερένιους κρίκους, του τύπου που τοποθετούνται σε προκυμαίες λιμανιών, για δέσιμο πλοιαρίων και μικρών πλοίων. Εξάλλου, έθεσα υπόψη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής τα παραπάνω στοιχεία, επισκεφθήκαμε τη Νέα Κίο και την παραλία της με τον Albert Hesse, που είχε έρθει στο Άργος για τοπογραφική έρευνα, με ηλεκτρονικές μεθόδους και με στόχο τον εντοπισμό των τειχών της αρχαίας πόλης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προχωρήσει πρόγραμμα για ανάλογο εντοπισμό θεμελίων κτιρίων στην περιοχή του Τημενίου. Κατά τη γνώμη του Χαρ. Κριτζά, με τον οποίο επισκεφθήκαμε την παραλία του Τημενίου το φθι­νόπωρο του 1985, η φωτογράφηση από αερόστατο, όπως εκείνη στην οποία είχε συμμετάσχει προ ετών για την Παλαιά Επίδαυρο, θα έλυνε ίσως κάποια προβλήματα, τουλάχιστον ως προς τα υπο­λείμματα που βρίσκονται στα αβαθή νερά, κοντά στον «Πελαργό».

 

Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ' Εφορείας.

Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ’ Εφορείας.

 

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, είναι ανάγκη να επισημάνω δύο εντελώς πρόσφατα γεγονότα που δημιουργούν άμεσους κινδύνους για ενδεχόμενες σύγχρονες και συστηματικές έρευνες με σκοπό τον οργανωμένον εντοπισμό αρχαίας υποδομής στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου δηλαδή από Κιόσκι μέχρι το τέλος των ορίων του σημερινού οικισμού Τημένιον. Πρόκειται για την επέκταση της αυθαίρετης δόμησης, δεύτερης και τρίτης κατοικίας, στην περιοχή του δεύτερου, που πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε ο τοπικός τύπος να φθάσει να την καταγγέλλει, σημειώνοντας και τις ανοχές των Αρχών, ήδη από το φθινόπωρο του 1989 αλλά και για το «σχέδιο», που φαίνεται να προωθείται σήμερα, για μπάζωμα της παραλίας, εμπρός από τον οικισμό του Τημενίου, σε από στάση μερικών δεκάδων μέτρων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέου δρόμου, ο οποίος θα οδηγεί μεσόγεια από τη Νέα Κίο στους Μύλους, περνώντας μέσα από τον τελευταίο υγροβιότοπο που απέ μείνε σ’ όλη την περιοχή των επαρχιών Άργους και Ναυπλίου, τον γνωστό με το όνομα «Βάλτος» η «Ρουμάνι». Και στην περίπτωση αυτή παρατηρείται η ίδια ανοχή των κρατικών αρχών.

 

Συμπεράσματα

 

Τόσο από τις μαρτυρίες και αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όσο και από νεότερες μαρτυ­ρίες και αναλύσεις, συνδυασμένες και με ευρήματα ή υπολείμματα στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου, κύριες λιμενικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να βρίσκονταν ανατολικά των εκβολών των ποταμών Ινάχου (Ξεριά) και Χαράδρου (Πάνιτσας), κοντά στο σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός» και στη θέση «Κιόσκι», όπου και σήμερα εντοπίζονται υπολείμματα αποβάθρας (;). Όμως, ολόκληρη η περιοχή της παραλιακής ζώνης, από Κιόσκι μέχρι σχεδόν και τα όρια των Μύλων, περικλείει στοιχεία που δείχνουν θέσεις οικοδομημάτων ή μνημείων. Αλλά και στην άμεση ενδοχώρα (περιοχή Σερεμέτι), υπάρχουν απτότατες μαρτυρίες για ύπαρξη δόμησης της αρχαίας και ρωμαϊκής εποχής, αλλά και της εποχής της τουρκοκρατίας και μετέπειτα.

Η παντελής έλλειψη οργανωμένης αρχαιολογικής έρευνας, σήμερα αλλά και κατά τον 19ο αιώνα, όχι μόνον επέτρεψε την εξαφάνιση σημαντικών υπολειμμάτων της αρχαίας εποχής και οικοδομημάτων της νεότερης, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρήσουμε ότι και σήμερα εκ των πραγμάτων επιτρέπει τη συνέχιση καταστροφών και «εξαλείψεων» στοιχείων και άλλων υπολειμ­μάτων. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν, πλέον, πολλά χρονικά περιθώρια για αναβολές, αν θέλουμε να προλάβουμε τη «ροή των πραγμάτων». Από καθαρά οικονομική πλευρά, η οποία προβάλλεται φορτικά και, ίσως, όχι εντελώς άτοπα στις μέρες μας, η χρηματοδότηση μιας σύγχρονης και πολύ­πλευρης επιστημονικής έρευνας στην περιοχή είναι πολύ πιθανό ότι θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός «νέου προσώπου» για την ίδια τη Νέα Κίο και για την Αργολίδα γενικότερα, με συναφή προ­σέλκυση πολλαπλών επισκεπτών εκεί. Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης είναι γνώστης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το (μη) σύστημα προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου μας. Μολοντούτο, θεωρεί ότι δεν είναι εντελώς μάταιη η προηγούμενη υπόμνηση και επίκληση…

 

Υποσημειώσεις


 

 

[1] 484 – 410 π.Χ. Οι χρονολογήσεις για τους πέντε αρχαίους συγγραφείς είναι από το Λεξικό Ελευθερουδάκη. Οι υπογραμμίσεις στα κείμενά τους, δικές μας.

[2] Ηρόδοτος, VI 77.

[3] 470 – 494 π.Χ.

[4] Θουκυδίδης, V 82, 5-83, 1-2.

[5] 67 π.Χ.-23 μ.Χ.

[6] Στράβων, VIII 6, 2.

[7] 46-127 μ.Χ.

[8] Πλούταρχος, Αλκιβ. 15, 1-6.

[9] Περιηγήθηκε και έγραψε μεταξύ 150 και 180 μ.Χ.

[10] Παυσανίας, II 36, 6-7 και 38, 1-4.

[11] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Τοπογραφία, φ. 47.

[12] Ό.π.

[13] Ο χάρτης φέρει τις ενδείξεις Carte de l’Archipel, présentée à Monseigneur le Comte de Maurepas par le Sr. Gro­gnard, pilote entretenu au Département de Toulon-1745, τρίτο φύλλο, Archives Nationales, NN 147, 29.

[14] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graecia vêtus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή, δίχως μνεία τόπου εκτύπωσης, βρί­σκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 230.

[15] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graeciae antiquae specimen geographicus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή και “Louvre”, ό.π.

[16] M. G. F. Α. de Choiseul – Gouffier, Voyage pittoresque de la Grèce I. H δημοσίευση του πρώτου μέρους του δεύτερου τόμου έγινε πολύ αργότερα, το 1809.

[17] Η Αργολίδα, η Επιδαυρία, η Τροιζηνία, η Ερμιονίδα, η νήσος Αίγινα και η Κυνουρία – για το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, χαρακτικό του P. F. Tardieu και σχεδίαση από τον L. Aubert. Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, Τοπογραφία, φ. 47.

[18] Ό.π.

[19] Μετάφραση στα αγγλικά του έργου του, Travels in Greece and Turkey, Λονδίνο (1801). Ο χάρτης μεταξύ της Εισαγωγής και της σ. 1.

[20] J. L. S. Bartholdy,Voyage en Grèce II, Παρίσι (1807).

[21] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 237.5.

[22] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.

[23] Service Historique de l’Armée de Terre (στο εξής, S.H.A.T.), 4.10.C/65.

[24] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.

[25] Ό.π. (σημ. 24).

[26] Η 2η έκδοση φέρει την ένδειξη «αναθεωρημένη και διορθωμένη». Βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[27] Σ. 500 της πρωτότυπης γαλλικής έκδοσης, απ’ όπου και η μετάφρασή μου. Αντίτυπό της βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[28] M. Reybaud, Mémoires de la Grèce II, Παρίσι (1825), για τη Λέρνη και την περιοχή της, αναφορές στις σ. 12-15.

[29] Τα χειρόγραφα αυτά αγοράστηκαν το 1889 από τον Γεννάδειο και φέρουν τον κωδικό αριθμό βιβλιοθήκης MSS 124-147. Ημιτελής βιογραφία του L. F. S. Fauvel από τον Ph.-E. Legrand δημοσιεύθηκε στη RA (1897), σ. 41-66, 185-201, 385-404. Εκεί και πληροφορίες για τον Foucherot. Για το πρώτο ταξίδι του Fauvel στην Ελλάδα, βλ. τη μελέτη του C. G. Lowe, Hesperia 5 (1936), σ. 206-224. Η μελέτη αυτή περιέχει το κείμενο του πρώτου τετραδίου του χειρογρά­φου του Fauvel, το οποίο μαζί με το δεύτερο βρίσκεται στα χφ. του Barbie du Bocage, ό.π., αρ. 133. Βιογραφία του τελευ­ταίου βλ. στο Grand Larousse Encyclopédique του 1960 : γεννήθηκε στο Παρίσι το 1760, όπου και πέθανε το 1825. Μαθη­τής του d’Anville (το 1777), διορίστηκε στο γεωγραφικό τμήμα της βιβλιοθήκης του Βασιλιά (1792), έγινε προϊστάμενος κτηματολογίου στο Υπουργείο των Εσωτερικών (1797) και καθηγητής στη Faculté des Lettres του Παρισιού, το 1809 (κοσμήτορας της το 1815). Έγραψε έργα γεωγραφίας και συνέταξε και Άτλαντα για την αρχαία ιστορία.

[30] Δεύτερο τετράδιο του Fauvel, υπογραμμένο από τον ίδιο, με τη χρονολογική ένδειξη “Le 5 Vendémiaire de l’An II” (που αντιστοιχεί στις 26, 27 ή 28 Σεπτεμβρίου 1793) και απευθυνόμενο «στον πολίτη Monges, Πρόεδρο της Ακαδημίας». Το χφ. φέρει την επισημείωση «Δεύτερο ταξίδι του κ. Φωβέλ». Το απόσπασμα που μεταφράζω είναι από τη σ. 7. Γεννάδειος, MSS 133.

[31] Το χφ. φέρει τη χρονολογία “8 Germinal An IO” (1809), το απόσπασμα που μεταφράζω είναι στην πίσω σελίδα του φύλλου αρ. 33. Γεννάδειος, MSS 134.

[32] Το βιβλίο τυπώθηκε στο βασιλικό τυπογραφείο του Παρισιού και βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.

[33] S.H.A.T., MR. 1628. Το χφ. αποτελείται από 34 σελίδες και κάθε σελίδα είναι χωρισμένη σε επτά στήλες, από τις οποίες κάθε μία και με τη σειρά περιέχει ονόματα τόπων, αποστάσεις μεταξύ σημαντικών σημείων, προσδιορισμό των σημαντικών σημείων (απ’ όπου και το απόσμασμα που παραθέτουμε, στη σ. 33), μήκος δρόμων, πλάτος δρόμων, περι­γραφικές λεπτομέρειες και γενικές παρατηρήσεις. Το όνομα του Lagarde δεν περιλαμβάνεται σε δημοσιευμένους κατα­λόγους, όπως από τον Μ. Α. Duheaume, των μελών, ανωτέρων και κατωτέρων, του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στο Μοριά, στο οποίο ανήκε και η Brigade Topographique.

[34] J.-B. Bory de Saint-Vincent, Relation du voyage de la Mission scientifique de Morée I, Παρίσι – Στρασβούργο (1837-1838).

[35] Τυπογραφείο του πρωτοπόρου της τυπογραφίας στην Αργολίδα, Κυδωνιέα Κ. Τόμπρα (τότε συνεταίρου με τον Κ. Ιωαννίδη), συντάκτης του ο Αθαν. Μπαρκουκόπουλος, φύλλο της 12-1-1845.

[36] Φύλλο της 26-1-1845.

[37] Φύλλο της 9-2-1845.

[38] Φύλλο της 3-3-1845, με συντάκτη τον Κ. Δ. Καρόπουλο. Το άρθρο του Α. Βλάσση δημοσιεύεται με τον τίτλο «Αρχαιολογικά» και φέρει την ένδειξη, στο τέλος, «Εν Ναυπλίω τη 28 Φεβρουαρίου 1845».

[39] Α. Μηλιαράκης, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας, μετά γεωγραφικού πίνακος τον Νομού, Αθήναι (1886), σ. 45.

[40] I. Κ. Κοφινιώτης, Ιστορία του Άργους, μετ’ εικόνων, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, Αθήναι (1892). Ο Κοφινιώτης τελικά δεν δημοσίευσε παρά έναν τόμο, με την ιστορία του αρχαίου Άργους. Στον αθηναϊκό Τύπο είχαν καταχωρηθεί ολοσέλιδες διαφημίσεις, για αναγγελία της έκδοσης του τόμου με την ιστορία του ‘Αργους των μετέ­πειτα χρόνων. Ο τόμος αυτός δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και δεν γνωρίζω που μπορεί να βρίσκονται σήμερα τα σχετικά χει­ρόγραφα, αν υπάρχουν ακόμη.

[41] Παπαχατζής 1976. Το απόσπασμα από τη σ. 294, σημ. 1 – όπου και η φωτογραφία με αρ. 327.

[42] E. Peruzzi, Mycenaeans in Early Latium, Ρώμη (1980).

[43] Πολύ σημαντικό για το θέμα αυτό είναι έγγραφο του Εκτάκτου Επιτρόπου Αργολίδας Κωνστ. Ράδου, με αρ. 4331 και ημερομηνία 18-12-1829 (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Καποδιστριακό αρχείο, Γραμματεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, φ. 6), το οποίο απευθυνόταν στη Γραμματεία αυτή και αφορούσε πληροφορίες που εκείνη, με το έγγραφο της αρ. 334, του είχε ζητήσει για ορισμένα «εθνικά λειβάδια» του Άργους. Ο Ράδος γράφει σχετικά: Εν υπάρχει από το Κιόσκι μέχρι του Τρικαλύτη, εκτάσεως στρεμμάτων ως έγγιστα πεντακοσίων, και άλλο είναι κατά το Σερεμέτι, το οποίον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα, εκτάσεως στρεμμάτων και τούτο ως έγγιστα πεντακοσίων. Το χόρτον ωριμάζει πρωϊμότερα εις το Σερεμέτι, το όποιον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα. Το άλλον είναι ελεύθερον, και συμφέρει να διορισθώσι επιστάται εις την φύλαξίν του». Και ο Ράδος συνεχίζει με αναφορά σε άλλα 1400 στρέμματα εθνικής γης κοντά στο Ναύπλιο, που παρέμεναν και αυτά αφύλακτα. Για τον Νικηταρά και το Σερεμέτι έχουμε εντοπίσει και άλλα έγγραφα που σκοπεύουμε να δημοσιεύ­σουμε μελλοντικά. Σημειώνουμε εδώ, σε σχέση και με όσα αναφέραμε στις τρεις τελευταίες ενότητες της μελέτης μας, ότι καταπατήσεις και αυθαίρετες καλλιέργειες εθνικών γαιών γίνονταν σε όλη τη διάρκεια της οθωνικής εποχής, ακόμα και γύρω από το Ιπποφορβείο, όπως ρητά αναφέρεται σε έγγραφα και σε χάρτες των χρόνων εκείνων.

 

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης

«Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου,  28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.

 


Filed under: Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Αργολίδα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βασίλης Κ. Δωροβίνης, Γαλλική Σχολή Αθηνών, Ιστορία, Λιμάνι, Περιηγητές, Πελοπόννησος, Πολεοδομία, Τημένιο, Τοπογραφία

Τημενίδες (Τημενίδαι)

$
0
0

Τημενίδες (Τημενίδαι)


 

Τημενίδαι. Βασιλική δυναστεία του Άργους, που είχε ιδρυθεί από τον Τήμενο. Λέγεται πως αυτοί οι Βασιλιάδες ίδρυσαν και το Μακεδονικό Βασίλειο. Ο Θου­κυδίδης αναφέρει (Β’ 99) πως την παραθαλάσσια Μακεδονία κατέκτησαν πρώτοι ο πατέ­ρας του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του, που ήταν Τημενίδες και κατάγονταν, στους παλαιούς χρόνους, από το Άργος.

«Αλλά την περί την θάλασσαν εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν πρώτον και εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι πρόγονοί του Τημενίδαι, οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος και οι οποίοι εξεδίωξαν από μεν την Πιερίαν τους Πίερας […], και από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους […]. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης […] και εξουσιάζουν ήδη πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν […]. Επίσης, εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς […] και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον των Τημενιδών κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων, όπως τον Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της καθαυτό Μακεδονίας» (Θουκυδίδης 2.99).

 

Γενεαλογικό δέντρο

Γενεαλογικό δέντρο

 

Αλλά και ο Ηρόδοτος λέει (Η’ 38) πως υπάρχει στη Μακεδονία ποταμός που οι απόγονοι των Αργείων τον θεωρούν σωτήρα και του προσφέρουν θυσίες, γιατί αυτός ο ποταμός, αφού πέρασαν οι Τημε­νίδες, πλημμύρισε τόσο πολύ ώστε δεν μπόρεσαν οι ιππείς που τους καταδίωκαν να τον περάσουν. Οι Τημενίδες λοιπόν, φτάνοντας σε άλλο μέρος της Μακεδονίας, κατοίκησαν κοντά στους κήπους που λέγο­νταν πως ανήκαν στον Μίδα τον Γόρδιο. Αφού κατέλαβαν αυτό το μέρος οι Αργείοι, το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για να υποτάξουν και την υπόλοιπη Μακεδονία.

 

Πηγή


  •  Γιάννης Λάμψας, «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη», Εκδόσεις Δομή, Τόμος ‘Δ, Αθήνα, χ.χ.

 

Σχετικά θέματα:


Filed under: Άργος, Μυθολογία Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αλέξανδρος ο Μέγας, Βιογραφίες, Ιστορία, Μυθολογία, Πελοπόννησος, Τήμενος, Τημενίδαι

Τήμενος

$
0
0

Τήμενος


 

 

Τήμενος: Ηρακλείδης, βασιλιάς και νομοθέτης του Άργους, γιος του Αριστόμαχου και δισέγγονος του Ύλλου, του γιου της Δηιάνειρας και του Ηρακλή, γιου του Δία και γενάρχης των Τημενιδών. Ηρακλείδες ονομάζονταν οι Δωριείς ως απόγονοι του Ηρακλή, οι οποίοι μετά το θάνατο του τελευ­ταίου εκδιώχθηκαν από τον Ευρυσθέα.

Επέστρεψαν μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα, με αρχηγό τον Ύλλο. Όμως αναγκάστηκαν και πάλι να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, γιατί δεν ήταν ο ορισμένος από τη Μοίρα χρόνος. Παρερμηνεύοντας χρησμούς του μαντείου των Δελφών, ο Ύλλος και, αργότερα, ο εγγονός του Αριστόμαχος προσπάθησαν να επιστρέψουν και πάλι στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν. Στους γιους του Αριστόμαχου Τήμενο και Κρεσφόντη ανατέθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση, ο Τήμενος πήρε το Άργος και πάντρεψε την κόρη του Υρνηθώ με τον Ηρακλείδη Δηιφόντη. Αυτό όμως προκάλεσε την οργή των γιων του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που λουζόταν μόνος του σε ένα ποτάμι. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, αποκλήρωσε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στον Δηιφόντη.

Ο Στράβων αναφέρει ότι υπήρχε τάφος του Τήμενου στο γνωστό Τημένιο, επειδή από τη θέση εκείνη έκανε επίθεση και κατέλαβε το Άργος, όπου έγινε κατόπιν βασιλιάς και νομοθέτης. Άλλο ένα Τημένιο μνημονεύεται ΒΑ του Άστρους Κυνουρίας σε α­νάμνηση της νίκης του Τήμενου κατά των Σπαρτιατών.

 

 

Πηγές


 

  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
  • Γιάννης Λάμψας, «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη», Εκδόσεις Δομή, Τόμος ‘Δ, Αθήνα, χ.χ.

 

Σχετικά θέματα:

 

 


Filed under: Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βιογραφίες, Ηρακλής, Ηρακλείδες, Ιστορία, Μυθολογία, Τήμενος, Τημένιο, Tímenos

Το Άργος στον Όμηρο και στους αρχαίους τραγικούς

$
0
0

Το Άργος στον Όμηρο και στους αρχαίους τραγικούς


 

 

Το Άργος είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας και αποτελεί ένα απέραντο διαχρονικό «μουσείο» με πολυάριθμα και μοναδικά ευρήματα, που τοποθετούνται σε κάθε ιστορική περίοδο. Στηριγμένοι στην ανεξάντλητη και συναρπαστική αργολική μυθολογία και ιστορία ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές μας, Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς δημιούργησαν αθάνατα και ανυπέρβλητα λογοτεχνικά έργα. Λίγες ελληνικές πόλεις αξιώθηκαν με τόσους επαίνους από τα αρχαία χρόνια, ακόμη και από τους θεούς.

Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος σε μια ωδή του επικαλείται τις χάριτες να υμνήσουν την πόλη του Δαναού και των θυγατέρων του, τη θεϊκή κατοικία της Ήρας, γιατί κοσμείται από αμέτρητη δόξα και θαυμαστά έργα:

 «Υμνήστε, Χάριτες, του Δαναού την πόλη και τις πενήντα λαμπρόθρονες τις κόρες του. Υμνήστε το Άργος, όπου η Ήρα έχει το λαμπρό της δώμα, αντάξιο της θείας καταγωγής της. Από δόξα άφθαρτη το Άργος απαστράπτει χάρη στα επιτεύγματα των τολμηρότατων τέκνων του».[1]

Το Άργος κατέχει κορυφαία θέση ανάμεσα στις πόλεις, που κατά την αρχαιότητα πρωταγωνίστησαν στην πορεία του ελληνικού έθνους. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του το Άργος υπερείχε όλων των πόλεων σε ολόκληρο το χώρο, που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα [2]. Κατά τον Παυσανία «οι Αργείοι είναι εκείνοι από τους Έλληνες, που αμφισβητούν πιο πολύ απ’ όλους στους Αθηναίους την αρχαιότητα και τα δώρα που λένε ότι έχουν από τους θεούς» [3].

Όσοι ασχολούνται με τη μελέτη της ιστορίας και της μυθολογίας γνωρίζουν ότι το Άργος υπήρξε γενέτειρα πόλη και τόπος καταγωγής επιφανών ανδρών και ηρώων του παρελθόντος. Από το Άργος κατάγονται δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της μυθολογίας μας. Ο Ηρακλής, πασίγνωστος στην υφήλιο για τους περίφημους άθλους του, και ο Περσέας, βασιλιάς του Άργους, ο οποίος, αφού σκότωσε τη Μέδουσα και παντρεύτηκε την Ανδρομέδα, ο πατέρας της οποίας ήταν απόγονος της Ιούς του Άργους, αντάλλαξε το βασίλειο του Άργους με τον Προίτο και βασίλευσε στην Τίρυνθα και τις Μυκήνες.

 

Περσέας (Μπενβενούτο Τσελίνι)

Περσέας (Μπενβενούτο Τσελίνι)

 

Κόρη του μυθικού Βασιλιά του Άργους Ίναχου ήταν η Ιώ, που τράβηξε κάποτε την ερωτική προσοχή του Δία και εξόργισε την Ήρα που, για να την τιμωρήσει, την ανάγκασε να περιπλανιέται καταδιωκόμενη μέχρι τη Σκυθία και τον Καύκασο για να καταλήξει στην Αίγυπτο, όπου γέννησε τον Έπαφο. Δισέγγονος της Ιούς ήταν ο Δαναός , που με συμβουλή της Αθηνάς κατασκεύασε ένα πλοίο με πενήντα κουπιά, πήρε τις κόρες του, τις γνωστές Δαναΐδες, και ήρθε στα πάτρια εδάφη στο Άργος, την πατρίδα της προ-γιαγιάς του Ιούς.

Ο εγγονός του Άδραστου, Διομήδης, γιος του Τυδέως και της Διείπυλης, βασιλιάς του Άργους, οδήγησε 80 πλοία εναντίον της Τροίας, συνοδευόμενος από τους πιστούς του φίλους, τον Σθένελο και τον Ευρύαλο. Τα ηρωικά του κατορθώματα στην Τροία ήταν πολλά και δίπλα στον Αχιλλέα ο Διομήδης υπήρξε ο πιο γενναίος ήρωας του Ελληνικού στρατεύματος.

 

Ο Διομήδης πληγώνει την θεά Αφροδίτη.

Ο Διομήδης πληγώνει την θεά Αφροδίτη.

 

Πολλά ήταν και τα πρόσωπα που διακρίθηκαν κατά την ιστορική εποχή στο Άργος. Ο ηγεμόνας του Άργους Φείδων, απόγονος του βασιλιά του Άργους Τήμενου, είναι ο πρώτος Έλληνας που το 755 π.Χ έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα και ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο της Ελλάδας και της Ευρώπης στην Αίγινα, που ήταν τότε αποικία του Άργους [4]

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.

Η Τελέσιλλα ήταν λυρική ποιήτρια από το Άργος, που έζησε τον 5ο – 6ο αιώνα π.Χ. και έμεινε ονομαστή από τα μελικά της ποιήματα, αλλά και το ηρωικό θάρρος της, αφού, όταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης εκστράτευσε εναντίον του, κατάφερε να συγκεντρώσει και να εξοπλίσει τις γυναίκες της πόλης σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο και έσωσε το Άργος, αφού οι Σπαρτιάτες δεν τόλμησαν να τα βάλλουν με γυναίκες, γιατί, αν τις νικούσαν, θα τους κατηγορούσαν ότι νίκησαν γυναίκες και, αν έχαναν, θα έλεγαν ότι νικήθηκαν από γυναίκες, όπως καταγράφει ο Παυσανίας[5].

Στο Αργείον εργαστήριον διέπρεψε ο σημαντικός γλύπτης και χαλκοπλάστης Αγελάδας (520-480 π.Χ.), κοντά στον οποίο μαθήτευσαν ο Μύρων και ο επίσης αργείος γλύπτης Πολύκλειτος, που μαζί με το Φειδία ήταν οι σημαντικότεροι της κλασικής εποχής, καθιέρωσε τον κανόνα των αναλογιών και των συμμετριών του ανθρώπινου σώματος και κατασκεύασε χρυσελεφάντινα αγάλματα, όπως εκείνο της Ήρας για το Ηραίο του Άργους.

Το Άργος από τα πανάρχαια χρόνια συνοδεύεται από πλήθος επιθέτων, όπως Ιναχία γη, Φορωνικόν, κλυτόν, κοίλον, πολυδίψιον, Ίασον, Ίππιον, Ιππόβοτον, Πελοποννήσιον, παλαιόν, πολύπυρον (πυρός και σπυρός = σίτος), πλούσιο δηλαδή σε σιτάρι, αφού στο Άργος πρωτοκαλλιεργήθηκε ο σίτος, ούθαρ αρούρης, φιλτάτη πόλις της Ήρας.

Ξεχωριστή θέση όμως κατέχει το Άργος στον Όμηρο και στους αρχαίους τραγικούς ποιητές. Ο Όμηρος αποδίδει το όνομα Άργος στην πόλη του Ίναχου στην Αργολίδα, έδρα του Διομήδη (Β 559), στην αργολική πεδιάδα (Β 287), σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Α 30), στην κεντρική θεσσαλική πεδιάδα, επικράτεια του Αχιλλέα (Β 681) και γενικά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Ζ 456).

Το όνομα του Άργους στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου έχει υποκαταστήσει ολόκληρη την Ελλάδα και τα ονόματα Αργείος και Δαναός είναι συνώνυμα με το εθνικό όνομα Έλληνας, γεγονός που υποδεικνύει ότι στους χρόνους αυτούς το Άργος ήταν η καρδιά του ελλαδικού κόσμου. Το σύνολο εκείνων που εκστράτευσαν στην Τροία ο Όμηρος το αποκαλεί Αχαιούς και Δαναούς και Αργείους, εφόσον το Άργος υπό τον Αγαμέμνονα είχε την γενική αρχηγία της τρωικής εκστρατείας. Ακόμα και η σπαρτιάτισσα ωραία Ελένη αποκαλείται Αργεία. Ίσως διότι όλοι οι βασιλικοί οίκοι της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων και των οίκων των Μακεδόνων, προέρχονταν από το Άργος.

Στον περίφημο «Κατάλογο νεών» στη Β ραψωδία της Ιλιάδας, όπου ο Όμηρος απαριθμεί τα πλοία με τους στρατιώτες, που εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, σημαντική θέση κατέχει το Άργος, το οποίο με στρατό και από τις γειτονικές πόλεις και με αρχηγό το βασιλιά του Διομήδη συμμετείχε και διακρίθηκε στον Τρωικό Πόλεμο:

 

«Της πυργόστηθης Τίρυνθας και τ’ Άργους τους λεβέντες

κι όσους μες στη βαθύκολπη Ασίνη κι Ερμιόνη

και στην Τροιζήνα κάθονταν, και όσοι στην Ηιόνα

και στην αμπελοφύτευτη Επίδαυρο μα κι όσους

στην Αίγινα και Μάσητα των Αχαιών λεβέντες

τρεις τους οδήγουν, ο γέρος Διομήδης και το τέκνο

του Καπανέα του τρανού, ο Σθένελος, και τρίτος

του Μηκιστέα το παιδί, ο Ευρύαλος, το εγγόνι

του Ταλαού, κι όλων αυτών ο Διομήδης πρώτος

κι είχαν μαζί τους μελανά ογδόντα πλοία φέρει»[6]

 

Υπάρχει μάλιστα και παράδοση ότι ο Όμηρος ήρθε κάποτε στο Άργος, για να τιμήσει τα κατορθώματα των Αργείων Ηρώων, που τον ενέπνευσαν στα έπη του. Οι Αργείοι άρχοντες μάλιστα τόσο ενθουσιάστηκαν, που τον τίμησαν με πλούσια και ακριβά δώρα, αποφάσισαν ομόφωνα να τελούν θυσίες προς τιμήν του και του έστησαν ανδριάντα, όπου τοποθέτησαν χάλκινη εικόνα του, κάτω από την οποία χάραξαν την επιγραφή:

«Εδώ βρίσκεται ο θεϊκός Όμηρος, ο οποίος την πολυφημισμένη Ελλάδα, όλη με γλαφυρή σοφία εκόσμησε. Ιδιαίτερα δε τους Αργείους, που την θεόκτιστη Τροία γκρέμισαν ως τιμωρία για την καλλίκομη Ελένη, για χάρη του ο μεγάλος μας δήμος του έστησε αυτόν τον ανδριάντα και με τιμές αθανάτων τον περιβάλλει» [7].

 

Όμηρος, 1663. Έργο του Ολλανδού Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (1606-1669). Λάδι σε καμβα, 107Χ82 εκ. Stedelijk Museum Amsterdam.

Όμηρος, 1663. Έργο του Ολλανδού Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (1606-1669). Λάδι σε καμβα, 107Χ82 εκ. Stedelijk Museum Amsterdam.

Ο Όμηρος συγκαταλέγει το Άργος ανάμεσα στις τρεις πιο αγαπημένες πόλεις της θεάς Ήρας: «Τρεις είναι οι πιο αγαπητές πόλεις για μένα, το Άργος, η Σπάρτη και η πλατύδρομες Μυκήνες» [8]. Επίσης το Άργος περιλαμβάνεται ανάμεσα στις επτά πόλεις που φιλονικούσαν για το ποια είναι γενέτειρα του Ομήρου: «Επτά πόλεις φιλονικούν για την καταγωγή του σοφού Όμηρου, η Σμύρνη, η Χίος, ο Κολοφών, η Ιθάκη, η Πύλος, το Άργος και η Αθήνα» [9]. Τα εφάμιλλα της Ιλιάδας χαμένα έπη “Θηβαΐς” και “Επίγονοι” κάνουν μνεία για το κλέος του αρχαίου Άργους. Η Θηβαΐς, αρχαίο ελληνικό έπος άγνωστου συγγραφέα, που αφηγείται την ιστορία του πολέμου μεταξύ των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη, αρχίζει με τη φράση «Άργος άειδε, θεά, πολυδίψιον, ένθεν άνακτες κίνησαν…» και εννοεί τον πόλεμο κατά της Θήβας.

Το όνομα Άργος ως ουσιαστικό ή ως επίθετο (αργείος, αργεία) αναφέρεται σε 15 από τις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας του Ομήρου και στις 23 από τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας. Συνολικά και στα δύο έπη του Ομήρου αναφέρεται 232 φορές, 45 φορές στην Οδύσσεια και 187 φορές στην Ιλιάδα. Οι αναφορές αυτές καταγράφονται στο πρωτότυπο κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Στις διάφορες έμμετρες μεταφράσεις των δύο ομηρικών επών είναι πολύ περισσότερες, αφού οι μεταφραστές πολλές φορές, αν οι ανάγκες του μέτρου τους εξυπηρετούν, χρησιμοποιούν το επίθετο Αργείοι για να αποδώσουν και το Αχαιοί ή Δαναοί του πρωτότυπου, που χρησιμοποιεί, όπως είπαμε, ο Όμηρος για όλους τους Έλληνες, που πολιόρκησαν την Τροία.

Συγκεκριμένα, από 1 φορά αναφέρεται στις ραψωδίες β, κ, μ, ρ, τ, φ και ψ της Οδύσσειας και στις ραψωδίες Σ, Φ, Ψ της Ιλιάδας. Από 2 φορές αναφέρεται στις ραψωδίες θ και σ της Οδύσσειας. Από 3 φορές στις ραψωδίες α και ω της Οδύσσειας και στην Α της Ιλιάδας. Στη ραψωδία λ της Οδύσσειας αναφέρεται 4 φορές. Από 5 φορές αναφέρεται στη ραψωδία ο της Οδύσσειας και στη ραψωδία Ω της Ιλιάδας. Από 6 φορές στη γ της Οδύσσειας και στις Γ, Η και Π της Ιλιάδας. Από 7 φορές στις ραψωδίες Ε και Ζ της Ιλιάδας. Από 8 φορές στις ραψωδίες Θ, Λ, Ρ και Τ της Ιλιάδας. Στη ραψωδία Ξ της Ιλιάδας το Άργος και Αργείος αναφέρεται 9 φορές και στη ραψωδία Μ 10 φορές. Από 11 φορές αναφέρεται στις ραψωδίες Δ, Κ και Ν της Ιλιάδας, 12 φορές στη ραψωδία δ της Οδύσσειας, από 13 φορές στις ραψωδίες Ι και Ο της Ιλιάδας, 15 φορές στο Β της Ιλιάδας και 17 φορές στο Ψ της Ιλιάδας.

Ο πιο συχνός χαρακτηρισμός του Άργους στα ομηρικά έπη γίνεται με το επίθετο «αλογοτρόφο» [Ἄργεος ἱπποβότοιο]. Είναι δηλαδή η πόλη που τρέφει άλογα. Συνολικά 10 φορές αποδίδεται στο Άργος ο χαρακτηρισμός αυτός, 4 φορές στην Οδύσσεια [10] και 6 φορές στην Ιλιάδα [11].

Η φράση «ντροπή αργείτες» [αἰδὼς Ἀργεῖοι] χρησιμοποιείται 4 φορές στην ιλιάδα[12] με στόχο να προκαλέσει το φιλότιμο όλων των συγκεντρωμένων στρατιωτών σε κάθε περίπτωση, και όχι μόνο των Αργείων, και να τους παρακινήσει να μην υποχωρούν στους αντιπάλους τους, αλλά να συνεχίσουν με περισσότερη αποφασιστικότητα τον αγώνα τους.

Συχνότατη είναι η χρήση του επιθέτου «αργείος» και στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα, που συνοδεύει πολλά ουσιαστικά (αργίτικα πλοία, αργίτικη πολιτεία, αργίτικος στρατός, αργίτικος λαός, αργίτικα λημέρια, αργίτικη χώρα, αργίτικα ξεφτέρια, αργίτικα χέρια, αργίτικο ασκέρι, αργίτικα καλύβια, αργίτικα φουσάτα, αργίτικα άλογα κ.α.) και αναφέρεται φυσικά σε όλο το στράτευμα, που πολιορκούσε την Τροία.

Αργίτισσα όμως χαρακτηρίζεται και η Ελένη, η πέτρα του σκανδάλου, που προκάλεσε, σύμφωνα με το μύθο, τον τρωικό πόλεμο. Συνολικά 12 φορές, 4 στην οδύσσεια και 8 στην Ιλιάδα [13] συνοδεύει την Ελένη το επίθετο «αργεία», που σημαίνει Ελληνίδα, αφού είναι γνωστό ότι η Ελένη ήταν γυναίκα του σπαρτιάτη Μενέλαου. Το επίθετο αργίτισσα όμως αποδίδεται 2 φορές στην ιλιάδα [14] και στη θεά Ήρα, που ήταν προστάτιδα του Άργους και σταθερός συμπαραστάτης των Ελλήνων στην Τροία μαζί με τη θεά Αθηνά.

Μία φορά, τέλος, στο Άργος αποδίδεται το επίθετο «Πολυδίψιον» [15], συνηθισμένο και από άλλους αρχαίους συγγραφείς, επειδή το Άργος αντιμετώπιζε συχνά πρόβλημα λειψυδρίας σε περιόδους ξηρασίας.

Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας). Musée du Louvre.

Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας). Musée du Louvre.

Είναι προφανές ότι όσα αποδίδονται στο Άργος και στους αργείους από τον Όμηρο, δεν αφορούν τη συγκεκριμένη πόλη και τους ανθρώπους της. Αφορούν όλους όσους εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας από κάθε πόλη του ελλαδικού χώρου, που καλύπτεται από τα επίθετα Αργείοι, Αχαιοί και Δαναοί, αφού οι όροι Ελλάδα και Έλληνες είναι μεταγενέστεροι του Ομήρου. Με το όνομα των Αργείων, Αχαιών και Δαναών δηλώνεται η δράση και ο πολιτισμός των ανθρώπων, που με την πρωτοβουλία και την αρχηγία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα έφτασαν στην Τροία και πολέμησαν με τους ντόπιους.

Η σπουδαιότητα όμως του πολιτισμού του Άργους φαίνεται και από τους τραγικούς ποιητές, πολλές τραγωδίες των οποίων αναφέρονται στο Άργος. Συγκεκριμένα οι μισές περίπου από τις συνολικά 33 τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών της κλασικής εποχής, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, έχουν θέματα και πρωταγωνιστές, που σχετίζονται με την πόλη του Άργους, το όνομα της οποίας αναφέρεται συχνά στους στίχους τους και ακούγεται κάθε φορά που παίζεται μια τραγωδία σε θέατρο της Ελλάδας ή του εξωτερικού.

Ειδικότερα, τα θέματα των πέντε από τις επτά σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου σχετίζονται με το Άργος. Οι Ικέτιδες του Αισχύλου δεν είναι άλλες από τις Δαναΐδες, τις 50 κόρες του Δαναού, που έφυγαν μαζί με τον πατέρα τους από την Αίγυπτο και ζήτησαν καταφύγιο στο Άργος, την πατρίδα των προγόνων τους, για να αποφύγουν το γάμο με τα εξαδέλφια τους, τους 50 γιους του Αιγύπτου. Ο βασιλιάς του Άργους καταφεύγει στην κρίση του Δήμου, που αποφαίνεται υπέρ της παροχής ασύλου στις 50 ικέτιδες. Ο Αιγύπτιος απεσταλμένος, που έρχεται να τις πάρει, δεν κατορθώνει να τις αποσπάσει από τους βωμούς, όπου έχουν καταφύγει.

Στους «Επτά επί Θήβας» ο Πολυνείκης, που εκστρατεύσει εναντίον του αδελφού του Ετεοκλή, όταν εκείνος αρνείται να του παραχωρήσει την εξουσία της Θήβας, οργάνωσε στρατό από το Άργος με τη βοήθεια του Άδραστου, βασιλιά του Άργους, την κόρη του οποίου είχε παντρευτεί κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άργος.

Philippe Chery, "Costume for Agamemnon" (1802).

Philippe Chery, “Costume for Agamemnon” (1802).

Το θέμα της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου έχει άμεση σχέση με το Άργος. Στην πρώτη τραγωδία της τριλογίας Αγαμέμνων περιγράφεται η επάνοδος στο Άργος από την τρωική εκστρατεία του Αγαμέμνονα με πολλά λάφυρα και την αιχμάλωτη Κασσάνδρα. Στη δεύτερη τραγωδία «Χοηφόροι» ο Ορέστης συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο Πυλάδη επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Άργος, για να θρηνήσει στον τάφο του πατέρα του. Και στην Τρίτη τραγωδία «Ευμενίδες» ο Ορέστης ευχαριστεί την Αθήνα και τον Απόλλωνα και ορκίζεται αιώνια συμμαχία της πατρίδας του, του Άργους, με την Αθήνα.

Και ο Σοφοκλής έγραψε δύο τραγωδίες με θέματα σχετικά με το Άργος. Στην «Αντιγόνη» η Αντιγόνη αποφασίζει να παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα και να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη, που πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Στην Ηλέκτρα, η ομώνυμη ηρωίδα ζει στο Άργος θρηνώντας τον πατέρα της Αγαμέμνονα και κατηγορώντας ανοιχτά τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον άντρα της Αίγισθο για τη δολοφονία του. Η αδελφή της, η Χρυσόθεμις, συμμερίζεται τη στενοχώρια της Ηλέκτρας και εύχεται και αυτή να επιστρέψει ο αδελφός τους Ορέστης και να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του.

Αλλά και οι μισές περίπου από τις σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη έχουν θέματα που σχετίζονται με το Άργος. Η  «Ιφιγένεια εν Ταύροις» ξεκινάει με το κακό όνειρο, που είδε τη νύχτα η Ιφιγένεια, ότι πέθανε στο Άργος ο αδελφός της Ορέστης. Στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», όταν η νηνεμία δεν επιτρέπει να σαλπάρουν για την Τροία τα πλοία, που βρίσκονται αγκυροβολημένα στην Αυλίδα, ο Αγαμέμνονας με συμβουλή του μάντη Κάλχα αναγκάζεται να καλέσει την κόρη του Ιφιγένεια από το Άργος, με τη δικαιολογία ότι πρόκειται να την παντρέψει με τον Αχιλλέα, και να την θυσιάσει, για να στείλουν οι θεοί ούριο άνεμο στα πανιά τους.

Στον Ορέστη ο Ορέστης και η Ηλέκτρα καταδικάζονται από τους Αργείους σε θάνατο, επειδή σκότωσαν τη μητέρα τους. Στις Ικέτιδες oι μητέρες των Αργείων στρατηγών, που έπεσαν στη Θήβα, ικετεύουν το βασιλιά των Αθηνών Θησέα να τις βοηθήσει να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς γιους τους.

Στην Ηλέκτρα, που αρχίζει με το χαιρετισμό «Ω γης παλαιόν Άργος, Ινάχου ροαί», ο Ορέστης και ο Πυλάδης συναντούν σε μια άθλια καλύβα την Ηλέκτρα, που ζει μια πολύ σκληρή ζωή , επειδή ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα την πάντρεψαν με ένα φτωχό χωρικό. Ακολουθεί η αναγνώριση των αδελφών, οι οποίοι εκδικούνται τον πατέρα τους σκοτώνοντας τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα και στο τέλος οι Διόσκουροι ορίζουν ο Πυλάδης να πάρει σύζυγο την Ηλέκτρα και ο Ορέστης να πάει στην Αθήνα, για να δικαστεί από τον Άρειο Πάγο.

Η τραγωδία του Ευριπίδη «Ηρακλής μαινόμενος» αρχίζει ως εξής: “Ο Αμφιτρύων είμαι. Αργείος. Γιος και του Αλκαίου. Απ’ τον Περσέα κρατώ». Ο Ηρακλής επιστρέφει από τον κάτω κόσμο, όπου είχε πάει να φέρει τον Κέρβερο. Η Ήρα, ισόβιος εχθρός του Ηρακλή, στέλνει την Ίριδα και τη Λύσσα, που προκαλούν διασάλευση του λογικού του ήρωα, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας ότι είναι η γυναίκα και τα παιδιά του εχθρού του Ευρυσθέα.

Στις «Φοίνισσες», τέλος, ο Ευριπίδης αποδίδει την ευγενική καταγωγή των προγόνων του Οιδίποδα στην Αργείτισσα Ιώ, η οποία μεταμορφωμένη σε αγελάδα κατέφυγε στην Αίγυπτο εξαιτίας του έρωτα του Δία. Ο τρισέγγονός της Κάδμος από τη Φοινίκη ήρθε στη Βοιωτία από την Τύρο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του. Γιος του Κάδμου και της θεάς Αρμονίας ήταν ο Πολύδωρος, γιος του Πολύδωρου ο Λάβδακος και γιος του Λάβδακου ο Λάιος, ο πατέρας του Οιδίποδα.

Καμία άλλη ελληνική πόλη δεν είχε τόση φήμη και τόσες συχνές αναφορές στα κείμενα της ιστορικής περιόδου ως την αρχαϊκή εποχή, όση το Άργος. Μόνο η Αθήνα το ξεπέρασε κατά την κλασική περίοδο, όταν η πόλη αυτή αναδείχτηκε σε πνευματικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας. Η προνομιακή αναφορά του Άργους στα ομηρικά έπη και στην αρχαία τραγωδία διαιωνίζει τη φήμη της πόλης μέχρι σήμερα σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Γιατί ποιος πολιτισμένος άνθρωπος ανά τους αιώνες δεν έχει διαβάσει τον Όμηρο και δεν έχει παρακολουθήσει παράσταση αρχαίας τραγωδίας;

Σήμερα, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε στην αρχαία αίγλη του Άργους και εκείνη των Μυκηνών, αφού τα δύο ιστορικά ονόματα ταυτίζονται στο νεοπαγή δήμο «Άργους – Μυκηνών». Για την ιστορία και την αίγλη των Μυκηνών αρκεί να αναφερθεί ότι υπάρχουν 200 περίπου κείμενα περιηγητών σε διάφορες γλώσσες, οι οποίοι από την αρχαιότητα και, κυρίως, από το 15ο μ. Χ. αιώνα πέρασαν από τις Μυκήνες και έγραψαν τις εντυπώσεις τους σε βιβλία, που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα. Τα βιβλία αυτά χρησιμοποιούνται ως ιστορικές πηγές, αλλά διαιωνίζουν τη φήμη του βασιλείου του Αγαμέμνονα και του γειτονικού Άργους. Παραμένουν όμως άγνωστα και ανεκμετάλλευτα.

Πώς αξιοποίησαν οι νεότερες γενιές Αργείων αυτό το τεράστιο πολιτιστικό κεφάλαιο, που μπορούσε να επενδυθεί στη σύγχρονη τουριστική βιομηχανία; Εκτός από το όνομα της πόλης, υπάρχει κάτι σήμερα, που να συνδέει τη σημερινή πόλη με την αρχαία ιστορία της στα μάτια του επισκέπτη της; Πώς καταλαβαίνει ο σημερινός επισκέπτης του Άργους ότι βρίσκεται στην αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας;

Οι αρχαίοι Αργείοι είχαν αναγείρει προς τιμή της Τελέσιλλας μεγάλη στήλη, στην οποία παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος, που το παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της. Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους, μπροστά από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης, και σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας [16]. Οι νεότεροι Αργείοι δε φρόντισαν να δημιουργήσουν κάποιο αντίστοιχο μνημείο της ένδοξης λυρικής ποιήτριας του Άργους ή ένα μνημείο του Φείδωνα, που να συνδέεται με το νόμισμα και τους οβολούς ή οβελούς, από τους οποίους προήλθε και η ονομασία της δραχμής, του νομίσματος του νεοελληνικού κράτους μέχρι την καθιέρωση του ευρώ.

Το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, που με τα ευρήματά του θα μπορούσε να συνδέσει την ιστορία της πόλης με τις αναφορές της στα αρχαία κείμενα και τα ομηρικά έπη, παραμένει υποβαθμισμένο και στεγάζεται στην οικία του αγωνιστή του 1821 Δημήτρη Καλλέργη. Υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην αρχαιότητα και την επανάσταση του 1821 ή με τον τρόπο αυτό προκαλείται σύγχυση και υποβαθμίζεται και η αρχαία και η νεότερη ιστορία της πόλης;

Το αρχαίο θέατρο του Άργους, ένα από τα μεγαλύτερα και το μοναδικό με το κοίλο του σκαλισμένο στο φυσικό βράχο, δε συνδέθηκε με την παρουσία του Άργους στις αρχαίες τραγωδίες. Εκείνες που έχουν θέμα τους το Άργος ή αναφέρονται στο Άργος θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παίζονται στο θέατρο της πόλης. Καθένας θα ήθελε και θα ερχόταν να παρακολουθήσει μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, που παίζεται στο «φυσικό της χώρο».

Η λεπτομερής καταγραφή της παρουσίας του Άργους στα ομηρικά έπη και στις αρχαίες τραγωδίες θα μπορούσε να γίνει αφορμή για τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής πολιτικής στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης με στρατηγικό στόχο την ανάδειξη του Άργους με την αξιοποίηση της πλούσιας πολιτιστικής του παράδοσης. Διαφορετικά η εργασία αυτή έχει μόνο «φιλολογικό» ενδιαφέρον και καμία αξία για τη σημερινή πόλη και τους ανθρώπους της.

  

Υποσημειώσεις


 

[1] «Δαναού πόλιν αγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κοράν Χάριτες, Άργος Ήρας δώμα θεοπρεπές υμνείτε. Φλέγεται δ’ αρεταίς μυρίαις έργων θρασέων ένεκεν». [Πινδάρου Επίνικοι, Νέμεα 10, 1]

[2] «Το δε Άργος τούτον τον χρόνον προείχε άπασι των εν τη νυν Ελλάδι καλεομένη χώρη» (Ηροδότου, Ιστορίαι,1,1)

[3] «Ελλήνων οι μάλιστα αμφισβητούντες Αθηναίους ες αρχαιότητα και δώρα παρά θεών φασίν έχειν, εισίν Αργείοι» [Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις 1,14,2]

[4] «Καί μέτρα εξεύρε τά Φειδώνια καλούμενα καί σταθμά καί νόμισμα κεχαραγμένον τό τέ άλλο καί τό αργυρούν» [Στράβων Η, 3,33]

[5] Τελέσιλλα δὲ οἰκέτας μὲν καὶ ὅσοι διὰ νεότητα ἢ γῆρας ὅπλα ἀδύνατοι φέρειν ἦσαν, τούτους μὲν πάντας ἀνεβίβασεν ἐπὶ τὸ τεῖχος, αὐτὴ δὲ ὁπόσα ἐν ταῖς οἰκίαις ὑπελείπετο καὶ τὰ ἐκ τῶν ἱερῶν ὅπλα ἀθροίσασα τὰς ἀκμαζούσας ἡλικίᾳ τῶν γυναικῶν ὥπλιζεν, ὁπλίσασα δὲ ἔτασσε κατὰ τοῦτο ᾗ τοὺς πολεμίους προσιόντας ἠπίστατο. ὡς δὲ ἐγίνοντο οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ αἱ γυναῖκες οὔτε τῷ ἀλαλαγμῷ κατεπλάγησαν δεξάμεναί τε ἐμάχοντο ἐῤῥωμένως, ἐνταῦθα οἱ Λακεδαιμόνιοι, φρονήσαντες ὡς καὶ διαφθείρασί σφισι τὰς γυναῖκας ἐπιφθόνως τὸ κατόρθωμα ἕξει καὶ σφαλεῖσι μετὰ ὀνειδῶν γενήσοιτο ἡ συμφορά, ὑπείκουσι ταῖς γυναιξί. [Παυσανίου, Κορινθιακά, 20]

[6] [Ιλιάδα, Β, 559-564]

[7] «Θείος Όμηρος οδ’ εστίν ος Ελλάδα την μεγαλαύχην πάσαν εκόσμησεν καλλιεπώς σοφίη, έξοχα δ’ Αργείους, οι την θεοτειχέαν Τροίην ήρειψαν ποινήν ηϊκόμου Ελένης˙ ου χάριν έστησεν δήμος μεγαλόπτολις αυτόν, ενθάδε και τιμαίς αμφέπει αθανάτων» [Ι. Κοφινιώτη, Ιστορία του Άργους, πρόλογος, σελ. στ’]

[8] «Ήτοι εμοί τρεις μεν πολύ φίλταταί εισί πόληες Άργος τε Σπάρτη τε και ευρυάγεια Μυκήνη». [ Ιλιάδα, Δ, 51]

[9] «Επτά πόλεις μάρνανται σοφήν δια ρίζαν Ομήρου, Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, Άργος, Αθήναι». [Ελληνική Ανθολογία, 3]

[10] Οδύσσεια γ 263, δ 99, ο 239 και 274.

[11] Ιλιάδα Β 287, Γ 75, Ζ 152, Ι 246, Ο 30 και Τα 329.

[12] Ιλιάδα Ε 786, Θ 228, Ν 95 και Ο 502.

[13] Οδύσσεια δ, 185 και 296, ρ 118 και ψ 218 και Ιλιάδα Β 177, Γ 458, Δ 19 και 174, Ζ 323, Η 350, Ι 141 και 282.

[14] Ιλιάδα Δ 8 και Ε 908.

[15] Ιλιάδα, Δ, 171

[16] «ὑπὲρ δὲ τὸ θέατρον Ἀφροδίτης ἐστὶν ἱερόν, ἔμπροσθεν δὲ τοῦ ἕδους Τελέσιλλα ἡ ποιήσασα τὰ ᾄσματα ἐπείργασται στήλῃ: καὶ βιβλία μὲν ἐκεῖνα ἔῤῥιπταί οἱ πρὸς τοῖς ποσίν, αὐτὴ δὲ ἐς κράνος ὁρᾷ κατέχουσα τῇ χειρὶ καὶ ἐπιτίθεσθαι τῇ κεφαλῇ μέλλουσα. ἦν δὲ ἡ Τελέσιλλα καὶ ἄλλως ἐν ταῖς γυναιξὶν εὐδόκιμος καὶ μᾶλλον ἐτιμᾶτο ἔτι ἐπὶ τῇ ποιήσει. [Παυσανίου, Κορινθιακά, 8]

 

Αλέξης Τότσικας


Filed under: Άργος, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Μυθολογία Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άρθρο, Ήρα, Όμηρος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αγαμέμνονας, Αισχύλος, Ευριπίδης, Ιστορία, Μυθολογία, Πίνδαρος, Πελοπόννησος, Σοφοκλής, Τροία, Τότσικας Αλέξης

Ηλέκτρα

$
0
0

Ηλέκτρα


 

 

Ηλέκτρα: βασιλοπούλα των Μυκηνών, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, Ο πρώτος που την αναφέρει είναι ο Αισχύλος στις Χοηφόρους του. Βοήθησε τον αδερφό της Ορέστη να σκο­τώσει τη μητέρα τους και τον ερα­στή της Αίγισθο για τη δολοφονία του πατέρα τους.

 

Ορέστης και Ηλέκτρα. Αρχαιολογικό μουσείο Νάπολης.

Ορέστης και Ηλέκτρα. Αρχαιολογικό μουσείο Νάπολης.

 

Η Ηλέκτρα πα­ντρεύτηκε τον εξάδελφο της Πυλάδη, ο οποίος ήταν και αδελφικός φίλος του Ορέστη και του παραστεκόταν, επειδή τον κέντριζαν οι ερινύες ως μητροκτόνο, και μαζί πήγαν στην Ταυρίδα, σύμφωνα με εντολή του μαντείου (πρβλ. «Ιφιγέ­νεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη). Από το γάμο Ηλέκτρας – Πυλάδη γεννή­θηκαν δυο αγόρια, ο Στρόφιος και ο Μέδων.

 

Παράσταση από λευκανική ερυθρόμορφη πελίκη του 4ου αιώνα π.Χ.  όπου απεικονίζονται  Ο Ορέστης, ο Ερμής και η Ηλέκτρα καθισμένη στο μνήμα του Αγαμέμνονα. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

Παράσταση από λευκανική ερυθρόμορφη πελίκη του 4ου αιώνα π.Χ. όπου απεικονίζονται
Ο Ορέστης, ο Ερμής και η Ηλέκτρα καθισμένη στο μνήμα του Αγαμέμνονα. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

 

Η Ηλέκτρα έγινε πολύ γνωστή από τους αρχαίους δραματουργούς και αγαπήθηκε πολύ. Μετά τον Αισχύλο, έγινε ηρωίδα τραγωδιών του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, του Ρωμαίου Ατιλίου και πολλών νεότερων ποιητών. Ο Όμηρος δεν τη μνημονεύει και φαίνεται πως αντικατέστησε κάποια Λαοδίκη των ομηρικών επών. Πολλά ανάγλυφα, εικόνες σε αγγεία και αγάλ­ματα παριστάνουν σκηνές από τη ζωή της Ηλέκτρας. Ονομαστό είναι το σύμπλεγμα του Μουσείου της Νάπολης.

 

Η Ηλέκτρα στο μνήμα του Αγαμέμνονα, Sir William Blake Richmond (British, 1842-1921).

Η Ηλέκτρα στο μνήμα του Αγαμέμνονα, Sir William Blake Richmond (British, 1842-1921).

 

Πηγές


  • Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
  • Γιάννης Λάμψας, «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη», Εκδόσεις Δομή, Τόμος ‘Δ, Αθήνα, χ.χ.

 


Filed under: Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Elektra, Greek mythology, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αγαμέμνονας, Αισχύλος, Βιογραφίες, Ηλέκτρα, Ιστορία, Μυθολογία, Πρόσωπα

Τισαμενός

$
0
0

Τισαμενός – Μ’ Βασιλεύς του Άργους


 

Ο Τισαμενός ήταν γιος του Ορέστη και της Ερμιόνης, θυγατέρας του Μενέλαου και της Ελένης. Βασίλευσε στο θρόνο του Άργους, των Μυκηνών και της Σπάρτης, μετά την αναχώρηση του πατέρα του στην Αρκαδία. Κατά τον Παυσανία βασίλευσε μετά το θάνατο του Ορέστη.

 

 «Ορέστου δε αποθανόντος εσχε Τισαμενός την αρχήν Ερμιόνης της Με­νελάου και Ορέστου παις» (Παυσ. Β’, Χ VIII,7).

Η επικράτειά του απλώνονταν από το Άργος μέχρι τη Σπάρτη. Όταν έγινε η κάθοδος των Ηρακλειδών, αρχικά τους απέκρουσε και σκότωσε τον Ηρακλείδη Αριστόμαχο, αργότερα όμως ηττήθηκε από τους γιους του Αριστόμαχου, Τήμενο, Κρεσφόντη και Αριστόδημο και έπεσε στην μάχη [1]. Μετά το θάνατο του Τισαμενού έπαψε οριστικά η δυναστεία των Ατρειδών μετά από τόσο ένδοξο και πολυτάραχο βίο. Γιοι του Τισαμενού ήταν ο Πανθέλιος, ο Άγωρις και ο Δαμάσιος.

 

Υποσημείωση


 [1] Απολλόδωρος II,8,2.

 

Πηγή


 

  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.

 


Filed under: Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Ατρείδες, Βασιλείς του Άργους, Βιογραφίες, Ιστορία, Μυθολογία, Ορέστης, Τισαμενός, Tisamenos

Δηιφόντης

$
0
0

Δηι­φόν­της – ΜΒ’ Βασιλιάς του Άργους


 

 

Ο Ηρακλείδης Δηιφόντης ήταν γιος του Αντιμάχου και δισέγγονος του Ηρακλή, σύζυγος της Υρνηθούς, κόρης του βασιλιά του Άργους Τημένου. Ο Τήμενος τον έκανε στρατηγό και σύμβουλό του σε όλες τις πολεμικές του επιχειρήσεις, αντί των γιων του, ενώ τον προόριζε και για διάδοχό του στον θρόνο [1]. Αυτό κίνησε το φθόνο των γιων του Τημένου, οι οποίοι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον πατέρα τους. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, αποκλήρωσε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στον Δηιφόντη [2]. Παρ’ όλα αυτά κατόρθωσαν να γυρίσουν και να ξαναποκτήσουν το θρόνο του Άργους, ενώ ο Δηιφόντης με τη γυναίκα του κατέφυγαν στην Επίδαυρο, αφού ο Πιτυρέας, τελευταίος βασιλιάς του τόπου, παρέδωσε χωρίς μάχη τη χώρα στον Δηιφόντη και τους Αργείους. Οι Αργείοι τότε χωρίστηκαν στα δύο, γιατί ο στρατός προτιμούσε τον Δηιφόντη και την Υρνηθώ από τους γιους του Τημένου.      

Ο Κείσος, και οι άλλοι γιοι του Τημένου θέλησαν να πείσουν την αδελφή τους Υρνηθώ να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Όταν έφτασαν στην Επίδαυρο έστειλαν κήρυκα στην αδελφή τους πως θέλουν να της μιλήσουν. Τότε άρχισαν να κατηγορούν τον Δηιφόντη και να την παρακαλούν να γυρίσει στο Άργος, υποσχόμενοι ότι θα της δώσουν σύζυγο πολύ καλύτερο που να είναι άρχοντας σε μεγαλύτερο και ευτυχέστερο τόπο. Εκείνη αρνήθηκε, αποκαλώντας τους πατροκτόνους [3] έτσι την άρπαξαν με τη βία, ο Δηιφόντης τους καταδίωξε και σκότωσε τον Κερύνη, οι υπόλοιποι θανάτωσαν την Υρνηθώ.

Οι Ε­πι­δαύ­ρι­οι την ­τίμησαν και την έθαψαν εκεί, ιδρύοντας ηρώο. Οι Αρ­γεί­οι αργότερα τη ­λάτρευσαν και ίδρυσαν και αυτοί κενοτάφιο. Προς τιμή της Υρ­νη­θούς ονομάστηκε «Υρ­νη­θίς ή Υρ­νη­θία» μία από τις τέσσερες Δωρικές φυλές του Άρ­γους. Κατά τον Πο­λύ­αι­νο ο Δηι­φόν­της ­βο­ή­θ­η­σε τους Δω­ρι­είς στην κατάληψη πολλών κτήσεων του Άρ­γους.

Η Υρνηθώ και ο Δηιφόντης απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Αντιμένη, τον Ξάνθιππο, τον Αργείο και την Ορσοβία. (Παυσ. Β, 28, 6). Μετά τον Δηι­φόν­τη, ανήλθε στο θρόνο του Άρ­γους, ο Κεί­σος, γιος του Τη­μέ­νου.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] «Τή­με­νος δέ ἐκ μέν το­ῦ φα­νε­ροῦ Δη­ϊ­φόν­τη τῷ Ἀν­τι­μά­χου το­ῦ Θρα­συ­ά­νο­ρος το­ῦ Κτη­σὶπ­που το­ῦ Ἠ­ρα­κλὲ­ους στρα­τηγῷ πρός τάς μά­χας ἐ­χρή­σα­το ἀν­τὶ τῶν υἱ­­ῶν καὶ σύμ­βου­λον ἐς πάν­τα εἶ­χεν, ἅ­τε αὐ­τὸν τε ἐ­κεῖ­νον πε­ποι­η­μέ­νος πρὸ­τε­ρον ἔ­τι γαμ­βρὸν καὶ τῶν παὶδων ἀ­ρε­σκό­με­νος τῷ Ὑρ­νη­θοῖ μά­λι­στα, ὑ­πο­πτεύ­ε­το δέ ἤ­δη καὶ τήν βα­σι­λεί­αν ἐς ἐ­κείνην καὶ Δη­ϊ­φόν­την τρέ­πειν. Ἐ­πε­βου­λεύ­θ­η δέ τού­των ἕ­νε­κα ὑ­πὸ τῶν υἱ­­ῶν». (Παυσ. Β’, XIX,27,31,5).

[2] Με­τὰ τόν φὸ­νον το­ῦ Τη­μὲ­νου τό βα­σί­λει­ον πε­ρι­ῆλ­θεν εἰς τὰς χεὶρας το­ῦ Δη­ϊ­φόν­του καὶ τῆς Ὑρ­νη­θοῦς, βρα­δύ­τε­ρον δέ ὁ Δη­ϊ­φόν­της κα­τα­δι­ω­κό­με­νος ἀ­πὸ τοὺς υἱ­ούς το­ῦ Τη­μὲ­νου κα­τέ­φυ­γεν εἰς τήν Ἐ­πίδαυ­ρον, ὃ­που ὁ ἐ­κε­ῖ ἄρ­χων Πι­τυ­ρεὺς πα­ρὲδω­σε»…λέ­γου­σι ἀ­μα­χεί τήν γῆν Δη­ϊ­φόν­τη καὶ Ἀρ­γεὶοις». (Παυσ. B’ XXVI,2).

[3] «Κεῖ­σος καὶ οἱ λοι­ποί Τη­μέ­νου παῖ­δες μά­λι­στα ἤ­δε­σαν Δη­ϊ­φόν­την λυ­πή­σον­τες, εἰ δι­α­λῦ­σαὶ πὼς ἀπ᾽ αὐ­το­ῦ τήν Ὑρ­νη­θώ δυ­νη­θε­ῖ­εν. Ἀ­φὶ­κον­τα οὖν ἐς Ἐ­πίδαυ­ρον Κε­ρύ­νης καὶ Φάλ­κης∙ Ἀρ­γαί­ῳ γὰρ τῷ νε­ω­τὰ­τω τὰ ποι­ού­με­να οὐκ ἤ­ρε­σκεν. Οὗ­τοι δέ στή­σαν­τες τὸ ἅρ­μα ὑ­πό τὸ τεῖ­χος Κή­ρυ­κα ἀ­πο­στέλ­λου­σι πα­ρά τὴν ἀ­δελ­φὴν, ἐλ­θε­ῖν δῆ­θεν ἐς λό­γους αὐ­τῇ βου­λὸ­με­νοι. Ὡς δέ ὑ­πή­κου­σε κα­λοῦ­σιν, ἐν ταῦ­θα οἱ νε­α­νί­σκοι πολ­λὰ μὲν Δη­ϊ­φόν­του κα­τη­γὸ­ρουν, πολ­λὰ δέ αὐ­τὴν ἱ­κέ­τευ­ον ἐ­κε­ὶ­νην ἐ­πα­νεί­κειν ἐς Ἄρ­γος, ἀλ­λὰ τε ἐ­παγ­γε­λό­με­νοι καὶ ἀν­δρὶ δώ­σειν αὐ­τὴν Δη­ϊ­φόν­του τὰ πάν­τα ἀ­μεί­νο­νι καὶ ἀν­θρώ­πων πλει­ὸ­νων καὶ γῆς ἄρ­χον­τι εὐ­δαι­μο­νε­στέ­ρας. Ὑρ­νη­θώ δέ τοῖς λε­χθε­ῖσιν ἀλ­γὴ­σα­σα ἀ­πε­δὶδου σφὶσι τήν ἴ­σην, Δη­ϊ­φόν­την μὲν αὐ­τῇ τε ἄν­δρα ἀ­ρε­στόν εἶ­ναι φή­σα­σα καὶ Τη­μέ­νῳ γέ­νε­σθαι γαμ­βρόν οὐ μεμ­πτόν, ἐ­κεί­νοις δέ Τη­μέ­νου προ­σή­κειν σφα­γε­ῦσιν ὀ­νο­μά­ζε­ται μᾶλ­λον ἢ παι­σὶν∙ Καὶ τὴν μὲν οὐ­δὲν ἔ­τι ἀ­πο­κρι­νό­με­νοι συλ­λαμ­βά­νου­σι, ἀ­να­θέν­τες δέ ἐς τὸ ἅρ­μα ἀ­πή­λαυ­νον». (Παυσ. B’ XXVIII 4,5).

 

Πηγές


 

  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.
  • Γιάννης Λάμψας, «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη», Εκδόσεις Δομή, Τόμος ‘Δ, Αθήνα, χ.χ.
  • Παπαχατζής Νικ., «Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, Κορινθιακά – Λακωνικά»,  Αθήνα, 2004.

Filed under: Άργος, Άργος - Ιστορικά, Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Deiphontes, Hyrnetho, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βασιλείς, Βιογραφίες, Δηι­φόν­της, Ιστορία, Μυθολογία, Πιτυρέας, Τήμενος, king of Argos

Ομιλία στο Δαναό με θέμα: «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους»

$
0
0

Ομιλία στο Δαναό με θέμα: «Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους»


 

 

ΣΗΜΑ ΔΑΝΑΟΥO Σύλλογος Αργείων «O Δαναός» έχει την τιμή και την ευχαρίστηση να σας αναγγείλει, ότι  την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014   και ώρα 6.30 μ.μ. στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Αργείων «ο Δαναός» θα μιλήσει:

ο κ. Χρήστος Πιτερός Αρχαιολόγος με θέμα:

«Τοπογραφία και μνημεία του νεότερου Άργους».

Θα προβληθούν σχετικές διαφάνειες και θα ακολουθήσει συζήτηση

 

Χρήστος Πιτερός

 

Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και Αρχαιολογία και Τέχνη στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως αρχαιολόγος του Υπουργείου Πολιτισμού, υπηρέτησε αρχικά στη Βοιωτία (Θ΄ ΕΠΚΑ) και στη συνέχεια στην Δ΄ ΕΠΚΑ στην Αργολίδα, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2010.

Έχει διενεργήσει μεγάλο αριθμό σωστικών ανασκαφών στη Θήβα, τη Λιβαδειά, το Δήλεσι, τη Σαλαμίνα, στον τύμβο των Σαλαμινομάχων, την Ερέτρια, την Επίδαυρο, την Ασίνη, το Ναύπλιο, την Τίρυνθα, το Τημένιο και κυρίως στην αιώνια πόλη του Άργους, όπου επικεντρώθηκαν εξ αρχής τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα, όπως η οχύρωση, η πολεοδομική οργάνωση, η τοπογραφία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής και η αργειακή πλαστική. Έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια και έχει δημοσιεύσει πολλές και σημαντικές επιστημονικές εργασίες, αλλά και εκλαϊκευτικά άρθρα στον αθηναϊκό και τοπικό τύπο.

Αρκετές από αυτές, αναφέρονται στο Άργος, όπως: «Το Αρχαίο Στάδιο του Άργους», «Οι Πυραμίδες της Αργολίδας», «Συμβολή στην Αργειακή Τοπογραφία», «Προτάσεις για την ανέγερση ενός νέου Μουσείου στο Άργος», «Η Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Λάρισας του Άργους», «Η Ακρόπολη της Λάρισας και τα τείχη της πόλης του Άργους», «Η λατρεία των Διοσκούρων στο Άργος», «Το Άργος και ο Χάραδρος», « Υστεροαρχαϊκή επιτύμβια στήλη από το Άργος», «Το Μυκηναϊκό Άργος», «Ηραία τα εν Άργει», «Θέρμες του Άργους, ένας τεκές και ένα καφενείο στα χρόνια της Επανάστασης και της Ανεξαρτησίας», το θεωρούμενο ως « Σπίτι του Μακρυγιάννη» στο Άργος.

 Διετέλεσε Διευθυντής της συστηματικής ανασκαφής Ελληνογαλλικής Συνεργασίας στην Αρχαία Αγορά του Άργους, Αναπληρωτής Διευθυντής της Δ΄ ΕΠΚΑ και Πρόεδρος της Επιτροπής έκδοσης του περιοδικού «Ναυπλιακά Ανάλεκτα» (VII, 2009).

 


Filed under: Ειδήσεις - Πολιτισμός Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Greek History, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Διάλεξη, Ειδήσεις, Πολιτισμός, Χρήστος Πιτερός, lecture

Κείσος

$
0
0

Κείσος – ΜΓ’ Βασιλιάς του Άργους


 

Ο Κείσος ήταν ο μεγαλύτερος από τους γιους του βασιλιά του Άργους Τημένου. Ο Κείσος και τα αδέλφια του παραμερίστηκαν από τον πατέρα τους, ο οποίος προόριζε το θρόνο του Άργους για το Δηιφόντη, στρατηγό – σύμβουλό του και σύζυγο της κόρης του Υρνηθούς. Αυτό κίνησε το φθόνο των γιων του Τημένου, οι οποίοι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον πατέρα τους. Ο Τήμενος όμως δεν πέθανε αμέσως, εξόρισε τους γιους του και έδωσε το βασίλειό του στο Δηιφόντη. Παρ’ όλα αυτά κατόρθωσαν να γυρίσουν και να ξαναποκτήσουν το θρόνο του Άργους, ενώ ο Δηιφόντης με τη γυναίκα του κατέφυγαν στην Επίδαυρο.

Ο Κείσος, και οι άλλοι γιοι του Τημένου θέλησαν να πείσουν την αδελφή τους Υρνηθώ να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Όταν έφτασαν στην Επίδαυρο έστειλαν κήρυκα στην αδελφή τους πως θέλουν να της μιλήσουν. Τότε άρχισαν να κατηγορούν το Δηιφόντη και να την παρακαλούν να γυρίσει στο Άργος, υποσχόμενοι ότι θα της δώσουν σύζυγο πολύ καλύτερο που να είναι άρχοντας σε μεγαλύτερο και ευτυχέστερο τόπο. Εκείνη αρνήθηκε, αποκαλώντας τους πατροκτόνους. Τότε την άρπαξαν με τη βία. Ο Δηιφόντης τους καταδίωξε και σκότωσε τον Κερύνη, οι υπόλοιποι θανάτωσαν την Υρνηθώ.

Με το Δηιφόντη στην Επίδαυρο και το θάνατο της Υρνηθούς, ανήλθε στο θρόνο του Άργους ο Κείσος ως διάδοχος του Τημένου και νόμιμος κληρονόμος. Παιδιά του Κείσου ήταν, ο Μήδωνας, ο Φλίας, ο Θέστιος, ο Μάρωνας και ο Αλθαιμένης.

 

Πηγή


  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.

 

Σχετικά θέματα:

 


Filed under: Άργος, Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βασιλείς του Άργους, Ιστορία, Κείσος, Μυθολογία, Πελοπόννησος, Τήμενος, Τημένιο, Τημενίδαι

Μή­δων (Μήδωνας) –ΜΔ’ Βασιλιάς του Άρ­γους

$
0
0

Μή­δων (Μήδωνας) – ΜΔ’ Βασιλιάς του Άρ­γους


 

 

Ο Μή­δωνας ήταν γιος του Κείσου βασιλιά του Άρ­γους, ανήλθε στο θρόνο του Άρ­γους, ως διάδοχος του πατέρα του, ελάχιστα είναι γνωστά για αυτόν το βασιλιά. Επί της εποχής του η βασιλεία είχε αρχίσει να παρακμάζει και το πολίτευμα να γίνεται περισσότερο φιλελεύθερο, ο Παυ­σα­νί­ας σημειώνει: «Οι Αργείοι όμως, καθώς ανέκαθεν αγαπούσαν την ισότητα και την αυτονομία, περιόρισαν στο ελάχιστο την εξουσία των βασιλέων, ώστε στο Μήδωνα γιο του Κείσου και στους απογόνους του να μείνει το όνομα μόνο της βασιλείας».

 

«Ἀρ­γε­ῖ­οι δὲ, ἄ­τε ἰ­ση­γο­ρί­αν καὶ τὸ αὐ­τό­νο­μον ἀ­γα­πῶν­τες ἐκ πα­λαι­ο­τά­του, τὰ τῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν βα­σι­λέ­ων ἐς ἐ­λά­χι­στον προ­ὴ­γα­γον, ὡς Μή­δω­νι τῷ Κεί­σου καὶ τοῖς ἀ­πο­γό­νοις τό ὄ­νο­μα λει­φθῆ­ναι τῆς βα­σι­λεί­ας μό­νον». (Παυσ. Β΄. XIX, 2).

 

Πηγές


 

  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.
  • Παπαχατζής Νικ., «Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, Κορινθιακά – Λακωνικά», Αθήνα, 2004.

Filed under: Άργος, Μυθολογία, Πρὀσωπα Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Βασιλείς, Βιογραφίες, Ιστορία, Μυθολογία, Μή­δων, Μήδωνας, Τημενίδες

Αριστοδάμιδας – ΜΕ’ Βασιλιάς του Άργους

$
0
0

Αριστοδάμιδας – ΜΕ’ Βασιλιάς του Άργους


 

Ο Αριστοδάμιδας (7ος αιώνας π.Χ.), Τημενίδης και αυτός, ανήλθε στο θρόνο του Άργους μετά το Μήδωνα. Άγνωστο όμως είναι, αν στο ενδιάμεσο είχε βασιλεύσει άλλος. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για το βίο του, έκτος του ότι γιοι του ήταν, ο περίφημος βασιλιάς του Άργους και διάδοχός του, Φείδωνας και ο Πέρδικας [i] ή Κάρανος, ο ιδρυτής των Αιγών [ii] πρώτης πόλης του βασιλείου της Μακεδονίας και πρόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 

 Υποσημειώσεις


 

[i] Οι Αιγές στους αιώνες: Στα νότια του ποταμού Αλιάκμονα, στη «Μακεδονίδα γη» του Ηροδότου, στους πρόποδες των Πιερίων, του αρχαίου «Μακεδονικού όρους», βρίσκονται αι Αιγεαί, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων, που το όνομά της σημαίνει «ο τόπος με τα πολλά κατσίκια».

«Αι Αιγεαί» ήταν μια πόλη «κατά κώμας», ένα ‘ανοιχτό’ πολεοδομικό μόρφωμα με το «άστυ» στο κέντρο και πολλούς μικρούς και μεγάλους οικισμούς ολόγυρα, ο αριθμός των οποίων δικαιολογεί τον πληθυντικό του ονόματος, όπως συμβαίνει με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις, όπως αι Αθήναι, αι Θήβαι, αι Φεραί κ.λ.π. Tο μόρφωμα αυτό που αναπτύχθηκε οργανικά στο χρόνο αποτυπώνει στο χώρο το αρχαιότροπο μοντέλο μιας κοινωνίας στηριγμένης στην αριστοκρατική δομή των γενών με σημείο αναφοράς και πόλο συνοχής τη βασιλική εξουσία.

Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ο Περδίκκας Α΄, ένας Δωριέας από το Άργος, απόγονος σύμφωνα με την παράδοση της γενιάς του Ηρακλή, γίνεται βασιλιάς των Μακεδόνων. Οι Αιγές γίνονται το λίκνο των Τημενιδών, της δυναστείας που θα βασιλέψει για τρεισήμισι αιώνες στη Μακεδονία και θα δώσει στην ανθρωπότητα τον Φίλιππο Β΄ και τον Μέγα Αλέξανδρο, που ξεκινώντας από τις Αιγές άλλαξαν την ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου.

Στις βασιλικές ταφικές συστάδες της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών που βρέθηκαν ως τώρα, τεκμηριώνεται η μεγάλη ακμή της πόλης. Όσο βασιλεύει ο Αλέξανδρος Α΄ (498-454 π.Χ.) οι Αιγές γίνονται κέντρο του σημαντικότερου ελληνικού κράτους του βορρά. Στα χρόνια του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών αποδεικνύεται φιλόξενο λιμάνι για μεγάλους καλλιτέχνες που θα λαμπρύνουν με την παρουσία τους τη ζωή της πόλης. Ο σπουδαίος ζωγράφος Ζεύξις θα διακοσμήσει το νέο ανάκτορο του βασιλιά και ο Ευριπίδης θα συνθέσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του.

Η μεγάλη ώρα για τη Μακεδονία και τις Αιγές, όμως, θα σημάνει με την ανάρρηση στο θρόνο του Φιλίππου Β΄, που θα συγκεντρώσει γύρω του την αφρόκρεμα της διανόησης με αποτέλεσμα η αυλή του να γίνει μήτρα παραγωγής πολιτισμού, όπως η Αθήνα του Περικλή. Ο Φίλιππος Β΄ είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα, που εξωράισε τις Αιγές μεταμορφώνοντας ριζικά την εικόνα της πόλης.

Το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. οι γενικότερες πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις αναγκάζουν τον Μακεδόνα βασιλιά και την οικογένειά του να μένει όλο και πιο συχνά στην Πέλλα, το λιμάνι στη βόρεια πλευρά του Θερμαϊκού που αναπτύσσεται γρήγορα σε μεγάλη πόλη. Ωστόσο, οι Αιγές παραμένουν το πατροπαράδοτο κέντρο, ο τόπος όπου βρίσκονται τα παλάτια και οι τάφοι των βασιλιάδων και εξακολουθούν να τελούνται οι κρίσιμες ιερές τελετές και οι μεγάλες γιορτές του βασιλείου.

Το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, εκλεγμένος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, αποφάσισε να γιορτάσει στις Αιγές την παντοδυναμία του με μια πρωτοφανή σε λαμπρότητα γιορτή. Καθώς, ακολουθώντας την ιερή πομπή, έμπαινε στο θέατρο, συνάντησε το μαχαίρι του δολοφόνου και έπεσε νεκρός μπροστά στα μάτια των συγκεντρωμένων. Ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς και φρόντισε να θάψει τον πατέρα του στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών με τιμές που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

Στην αρχή της άνοιξης του 334 π.Χ. ο νεαρός βασιλιάς θα ξεκινήσει από τις Αιγές την μεγάλη εκστρατεία που θα τον κάνει κοσμοκράτορα. Οι νέες τάσεις και τα ρεύματα που γεννήθηκαν στο περιβάλλον του Φιλίππου Β΄ θα μεταλαμπαδευτούν από τον Αλέξανδρο στην Ελληνιστική Οικουμένη και θα γίνουν τα θεμέλια του λαμπρού νέου κόσμου.

Η ιστορία του κόσμου άλλαξε, όμως, η παλιά βασιλική καθέδρα πέρασε στο περιθώριο. Ακολουθώντας τη μοίρα του βασιλείου οι Αιγές καταστράφηκαν μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ξέπεσαν και σιγά-σιγά ξεχάστηκαν. Ώσπου το 1977 η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται.

Κείμενο: Αγγελική Κοτταρίδη – Πηγή: http://www.aigai.gr

[ii] Αιγές (Βεργίνα): Στα δυτικά, νοτιοδυτικά πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης.

Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.

 

 

 

Πηγές


  • Άγγελος Χρ. Κλειώσης, «Αργείων Βασιλέων Μέλαθρον, Λυκαυγές – Λυκόφως», Αργειακά Γράμματα, 1976.
  • ΙΖ ΕΠΚΑ – http://www.aigai.gr

Σχετικά θέματα:


Filed under: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Aristodamidas, Άργος, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αριστοδάμιδας, Αιγές, Ιστορία, Μυθολογία, Μέγας Αλέξανδρος, Πέρδικας, Τημενίδες

Χάραδρος (Ξεριάς)

$
0
0

Χάραδρος (Ξεριάς) – Ποταμός Αργολίδας


 

 

«…κι ο Χάραδρος που κυλάει ογκόλιθους στο ρέμα του»

Στάτιου «Θηβαΐς» 4, 711.

Πάνω από το Άργος, υψώνεται ο λόφος όπου ήταν χτισμένη η ακρόπολη Λάρισα και σήμερα ορθώνονται τα καλοδιατηρημένα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου. Από τις επάλξεις του, βλέπει κανείς το αργολικό πεδίο και την πλατιά κοίτη ενός μεγάλου χειμάρρου, που περιβάλλει τον λόφο και την πόλη από βορειοανατολικά. Είναι το ρέμα του Χάραδρου, αριστερού παραπόταμου του Ίναχου.

 

Ο ποταμός στην αρχαιότητα

 

Η επικλινής ρεματιά του Χάραδρου συγκεντρώνει νερά από τα βουνά Κτενιάς – το αρχαίο Κρείον, ίσως το Κρεοπώλον του Στράβωνα – και Αρτεμίσιο, έχοντας μικρές πηγές στα χωριά Κρυονέρι και Κρύα Βρύση του πρώτου. Ορμητικός τον χειμώνα, προκαλεί καταστροφές απειλώντας, όπως και στην αρχαιότητα, τις παρυφές του Άργους, ενώ ξεραίνεται το καλοκαίρι, για τούτο και το νεώτερο όνομά του Ξεριάς, συνηθισμένη προσφώνηση πολλών χειμάρρων [1]. Βόρεια της πόλης, έχει ανασκαφεί αναλημματικός τοίχος, κατά μήκος της δεξιάς απότομης όχθης του, μήκους 2.350μ. ύψους 2,5μ. και πάχους 0,70μ. Πρόκειται για εντυπωσιακό αντιπλημμυρικό έργο κλασικής εποχής.

Ο ρόλος του Χάραδρου στη δημιουργία του επίπεδου χώρου, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το προϊστορικό Άργος, υπήρξε καθοριστικός. Μεταφέροντας χαλίκι και χώματα, πρόσχωσε σταδιακά το χαμηλό έδαφος, ανυψώνοντας την επιφάνειά του από 1,5-5μ. και μετατοπίζοντας αναγκαστικά την κοίτη του όλο και ανατολικότερα. Η διαμόρφωση αυτή έγινε ανάμεσα στο 2800 έως το 2350 π.Χ. όπως προκύπτει από τελευταίες αρχαιολογικές έρευνες [2]. Η θέση Αμμούτσα [3], στη δεξιά του όχθη κάτω από τη Λάρισα, υποδεικνύει τις ποσότητες της άμμου που έχει εναποθέσει ο Χάραδρος στις κατεβασιές του.

Ο άνω ρους του ήταν παράλληλος στο αρχαίο πέρασμα της Πρίνου, μία από τις διεξόδους της Αργολίδας στην Αρκαδία. Ο Παυσανίας [4] τον αναφέρει σαν χείμαρρο, που κοντά του ήταν κτισμένη η πόλη Οινόη [5]. Η τελευταία εντοπίζεται νοτιοανατολικά του μικρού ορεινού χωριού Αρία (τ. Μάζι), όπου βρέθηκαν και λείψανα αρχαίου γεφυριού, πάνω από τον βορειότερο βραχίονα του Χάραδρου, για την εξυπηρέτηση του δρόμου Άργους- Οινόης – Μαντίνειας, ο οποίος ξεκινούσε από τη βορειοδυτική πύλη Δειράδα των αργείτικων τειχών απέναντι από τον ποταμό. Υπολείμματα της Οινόης σώζονται κοντά στη διασταύρωση του δρόμου για την Αρία στην αριστερή όχθη του ποταμού, στη θέση Αγριλιόβουνο, όπου εντοπίστηκαν και ίχνη αρματοτροχιών πριν και μετά τον οικισμό Μερκούρι, σημάδια της διέλευσης του παραποτάμιου δρόμου της Πρίνου [6].

Η διαδρομή του περί τα 18 Κm, είναι σε μεγάλο μέρος της ορεινή, με άδενδρες όχθες. Σχολιάζοντας ο Vischer την ξηρασία του Χάραδρου και του Ίναχου, παρατηρεί πως «Ούτε μπορεί κανείς να δει στις όχθες κανενός τους, τους θάμνους και τα φυτά, που πλαισιώνουν τις όχθες ακόμα και αδύναμων μικρών ποταμών». Στα μισά της πορείας του έχει ανατολικά του το όρος Λυκώνη. Παραρρέει το ύψωμα της Λάρισας, τον λόφο της Δειράδας (Προφήτης Ηλίας) και συμβάλλει στον Ίναχο ανατολικά του Άργους στην παλιά θέση Καρακάκτσα. Στο γρήγορο πέρασμά του από την Πελοπόννησο του 1859, ο Γάλλος Ernest Breton [7] στάθηκε λίγο εδώ: …διασχίσαμε το μικρό ποτάμι του Ίναχου, πατέρα της μυθολογικής Ιούς, και τον Ξεριά, τον αρχαίο Χάραδρο, αρκετά κοντά στο σημείο που τα δυο ισχνά ρέματά τους ενώνονται, για να πέσουν στην θάλασσα. Τις σπάνιες φορές όμως, που στις θεομηνίες του χειμώνα τα δυο ποτάμια πλημμυρίζουν, το μέρος αυτό μοιάζει με πεδίο αμφίρροπης μάχης δυο υγρών θηρίων για όποιον βρει το θάρρος και την αντοχή να πλησιάσει.

Στον επιμήκη με βραχώδεις κορφές λόφο Μακρυρράχι ή Μακ(υ;)ροβούνι, κοντά στο Άργος στη δεξιά του όχθη, βρέθηκαν προς τη μεριά του ποταμού νεολιθικά ερείπια τείχους της 3ης χιλιετηρίδας και σημεία πύλης, καθώς και ενδείξεις ανακτόρου στα ενδότερα, που αποδόθηκαν στο Φορωνικό άστυ [8], την πρώτη πόλη στον κόσμο, σύμφωνα με τους αρχαίους. Στις όχθες του, όπως αναφέρει ο περιηγητής Πολέμων (2ος π.Χ. αι.), ο γιος της Νιόβης Άργος, που έφερε από τη Λιβύη το πρώτο σπέρμα πυρών (σιτηρών) και δημιούργησε έτσι το «πολύπυρον Άργος» [9], έχτισε ιερό της Δήμητρας Λίβυσσας, «εν τω Άργει εν Χαράδρα ούτω καλουμένω τόπω». [10]

Οι όχθες του στην περιοχή του Άργους, ήταν υπαίθριο δικαστήριο, όπου δικάζονταν τα στρατιωτικά αδικήματα, πριν ο στρατός των Αργείων μπει στην πόλη. Ο Θράσυλος, ένας Αργείτης στρατηγός που το 418 π.Χ. συνθηκολόγησε με τον εισβολέα Σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, κατηγορήθηκε για προδοτικό ενδοτισμό και προτού καν δικαστεί στον Χάραδρο, ο όχλος άρχισε να τον λιθοβoλεί. Κατάφερε να γλιτώσει ζητώντας άσυλο σε βωμό [11].

Στο ίδιο σημείο σκοτώθηκε στις 24 Απριλίου του 1821 ο γιος της Μπουμπουλίνας Γιάννης Γιάννουζας, σε μάχη που δόθηκε από σώμα Αργείων και Σπετσιωτών, πολεμώντας: «…εις τον Ξεριάν τον Κεχαγιάν εμβαίνοντα εις το Άργος…» [12], ταμπουρωμένος πίσω από το «χτίριο», δηλαδή την αντιπλημμυρική μάντρα του ξεροπόταμου [13]. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ξεριάς και η γέφυρά του θα γίνει ο τόπος, όπου διαδραματίστηκε ένα ακόμη θλιβερό επεισόδιο της επανάστασης του 1821, η δολοφονία του Yδραίου πλοίαρχου Aντώνη Oικονόμου. Αλλά και στην κατοχή έχουμε ηρωισμούς της Αντίστασης στον Ξεριά.

 

Ο Χάραδρος μπερδεύει τους περιηγητές

 

Πολλοί περιηγητές (Fourmont, Κινέ, Dodwell, Τραντ, Πουκεβίλ, Urquhart) πίστεψαν ότι η κοίτη του Ξεριά είναι ο Ίναχος, πράγμα φυσικό λόγω του εύρους της και της γειτνίασής της με το Άργος και αφού ο τελευταίος θεωρείτο ποταμός του Άργους. Εξυπακούεται ότι κανένας ντόπιος δεν θα είχε την παραμικρή δυνατότητα να λύσει την παρεξήγηση. Περιγράφει λοιπόν ο δεύτερος, μιλώντας ουσιαστικά για το Χάραδρο: Η πραγματική αρχαιότητα του Άργους είναι ο Ίναχος. Στα βόρεια της πόλης διασχίζεις μια ξέρα από βότσαλα στο ίδιο επίπεδο με την υπόλοιπη πεδιάδα και το πλάτος της είναι διακόσια δέκα βήματα. Τα βότσαλά του είναι ασβεστόλιθοι. Βρίσκεις και μερικά απομεινάρια από βασάλτη[14]. Παρόλο που ο χειμώνας ήταν πολύ βροχερός, δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα νερό, και αλλού δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για τα βότσαλα του Ινάχου, που πληγώνουν τα πόδια μιας νέας κοπέλας, που λυγίζει καθώς κουβαλάει ένα φορτίο της από πράσινο κριθάρι... Ο ίδιος μαρτυρεί ότι την εποχή του ταξιδιού του, κάποιος σχολαστικός αστυνόμος απαιτούσε από τους αγωγιάτες άδεια διάβασης από την κοίτη του.

Ο Πουκεβίλ βρήκε τους Αργείους να επισκευάζουν ένα μακρύ φράγμα στον ποταμό του Άργους, το οποίο είχαν κτίσει για να προστατέψουν την πόλη τους τόσο από τις πλημμύρες του, όσο και από τις αμέτρητες κροκάλες που παρασύρουν τα νερά του τις χειμωνιάτικες βροχές. Ίσως να πρόκειται για την ίδια τοποθεσία, όπου είδαμε πως υπήρχε το αρχαίο αντιπλημμυρικό ανάχωμα. Ενώ εδώ συγχέει τον ποταμό αυτόν με τον Ίναχο, λίγο πριν σωστά ταυτίζει τον Ξεριά με τον αρχαίο Χάραδρο, σημειώνοντας μάλιστα πως «διασχίζεται από ένα πέτρινο ανάχωμα με τρεις κάμαρες». Δυστυχώς, δεν δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για το έργο αυτό. Με λίγη τόλμη θα μπορούσαμε να το συσχετίσουμε με το ρωμαϊκό υδραγωγείο, που έφερνε στο Άργος τα νερά του Κηφισού.

Ο Τραντ εξέδραμε από το Άργος, για να επισκεφτεί μια σπηλιά, άντρο ενός κλέφτη που τον έλεγαν Τζοκρίση. Όπως προκύπτει από την περιγραφή, η σπηλιά ήταν ανοιγμένη μέσα σε ψηλό κατακόρυφο βράχο πάνω από την κοίτη του κατά τον Τραντ Ίναχου, δυτικά και όχι μακριά από το Άργος. Όμως, ο τελευταίος για μεγάλο διάστημα, βόρεια αρχικά και δυτικά στη συνέχεια του Άργους, διαρρέει χώρο πεδινό, έτσι ώστε τέτοια σπηλιά δεν μπορεί να υπάρξει στις όχθες του, αντίθετα με τον Χάραδρο, που ανταποκρίνεται στην περιγραφή αυτή, όπως και στο χαρακτηριστικό της μεγάλης κατωφέρειας της κοίτης του. Αλλά να τι λέει ο Άγγλος:

 

αν κρίνουμε από το βάθος και το πλάτος, πρέπει να ήταν ποταμός μιας κάποιας σημασίας, αλλά ακόμα και τώρα στα μέσα του Γενάρη είναι αρκετά ξερός. Η κλίση του εδάφους είναι τόσο απότομη, που το νερό που συγκεντρώνεται από το λιώσιμο του χιονιού ή τη βροχή στα βουνά, μεταφέρεται σε λίγες ώρες και καθώς ορμάει κάτω με μεγάλη βία, σχηματίζεται ένα κανάλι, αρκετά δυσανάλογο με την ποσότητα του μεταφερόμενου νερού.

 

Ο Mure αφού πέρασε τον Ίναχο, φτάνοντας στο Άργος διηγείται βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους: Η ξερή κοίτη του χειμάρρου που περάσαμε αμέσως πριν μπούμε στο Άργος, συνήθως κατά λάθος θεωρούμενου από τους ταξιδιώτες ως Ίναχος, παρ’ όλο το μεγαλύτερο εύρος της και τον ορμητικότερο χαρακτήρα του ρεύματός της, ευκαιριακά κατεβάζει νερό και δεν μπορεί να ανταγωνισθεί για την τιμή του ονόματος μ’ έναν γείτονα που η διαδρομή του είναι μακρύτερη και πιο μέσα στην καρδιά της περιοχής του Άργους (γιατί ο Ίναχος ήταν ποταμός όχι της πόλης αλλά της περιοχής) και τα νερά του οποίου αν όχι διηνεκή, σπάνια αφήνουν την κοίτη του ολότελα ξερή.

 

Χάραδροι και Χαράδρες

 

Το όνομα αυτό υπήρχε ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, αφού σε εννέα πήλινες επιγραφές διαβάστηκε υπό τη μορφή Κα-ρα-ντο-ρο [15]. Η λέξη προέρχεται από το χαράσσω. Χάραδροι ποταμοί στην Ελλάδα υπήρχαν σε Αχαΐα, Μεσσηνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ήπειρο [16]. Με τους δυο τελευταίους συνάπτονται και ομώνυμες πόλεις. Αναφέρεται και χάραδρος, που πρέπει να ήταν παραπόταμος του Ευρώτα. Τέλος, ο Στράβων [17] αναφέρει τοπωνύμιο της Μεσσηνίας, ο Εκαταίος [18] Χάραδρο ποταμό της Ασίας, ο δε Στ. Βυζάντιος λιμάνι της Κιλικίας.

Συναφές τοπωνύμιο είναι η Χαράδρα. O Hσύχιος εξηγεί: Χαράδρα: χείμαρρος, ποταμός, κατάγει δε ούτος παντοία εν τω ρεύματι και κατασύρει” και Χαράδραι: αι χαράξεις του εδάφους και οι κοίλοι τόποι από των καταφερομένων ομβρίων υδάτων. Ο Σουΐδας: Χαράδρα: Διώρυξ πηλού μεστή, όλεθρον ουχ ύδωρ έχουσα και Χαράδραι: αι διαιρέσεις κατά σχίσματα και οι χείμαρροι γης. Έτσι αποκαλούνταν στην αρχαιότητα ο ποταμός Νεμέα, το ρέμα του Μαραθώνα, η ρεματιά του Αμφιαράειου στον Ωρωπό, ο χείμαρρος του αρκαδικού Ορχομενού που καταλήγει στον παραπόταμο του Λάδωνα τον Τράγο και όπως είδαμε, ο ίδιος ο αργολικός Χάραδρος.

 

Υποσημειώσεις


[1] Κορίνθου, Μαντινείας, Κυνουρίας (παραπόταμος Τάνου), Βυτίνας (π. Μαλοίτας), Αργολίδας (παραπόταμος Ποταμιάς), Λακωνίας (παραπόταμος του Ευρώτα) κ.ά.

[2] Βλ. «Το Μυκηναϊκό Άργος», άρθρο του αρχαιολόγου Χ. Ι. Πιτερού στην Καθημερινή της 31-5-’98.

[3] Το τοπωνύμιο συναντάμε και στον Ίναχο, στην περιοχή της Στέρνας.

[4] 2, 25, 2.

[5] Είναι αξιοσημείωτο το ότι και στον αττικό Χάραδρο του Μαραθώνα, υπήρχε πόλη Οινόη.

[6] Γ.Α. Πίκουλα «Οδικό δίκτυο και άμυνα», εκδόσεις Horos, Αθήνα, 1995.

[7] 1812-1875. Συγγραφέας αρχαιολογικών και ιστορικών βιβλίων.

[8] Α. Σ. Αρβανιτόπουλος (Πρακτ. Αρχ. Εταιρείας 1917).

[9] Ιλ. Ο, 372.

[10] Απ. XII. F.H.G. III 119. Ο εκδότης των αποσπασμάτων του Πολέμωνα Preller πιστεύει πως πρόκειται για το Χάραδρο.

[11] Θουκιδίδης 5, 60. Ο κορυφαίος Αθηναίος ιστοριογράφος, αναφέρει αυτά στον «Πελοποννησιακό πόλεμο».

[12] Φωτάκος.

[13] Σ. Παναγιωτόπουλου «Λάρισα η Αργεώτις», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1959.

[14] Πέτρωμα σκοτεινού χρώματος και μεγάλης αντοχής.

[15] Πινακίδες της Πύλου. Ventris-Chadwick 148, α. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για αναφορά στο μεσσηνιακό Χάραδρο.

[16] Πρόκειται αντίστοιχα για τους χειμάρρους Βελβιτσιάνο, Τζαμή (παραπόταμο του Παμίσου), Βρασιάτη, ένα παραπόταμο του φωκικού (ή και βοιωτικού) Κηφισού   και τον ποταμό Λούρο.

[17] 8, 360.

[18] F.H.Graec. I Hecataei, 251.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 

 


Filed under: Άργος, Αρχαίοι Ποταμοί, Μυθολογία Tagged: Ancient river, Argolikos Arghival Library History and Culture, Charadros ancient river, Άργος, Αρχαίοι Ποταμοί, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δάρμος Κώστας, Μυθολογία, Ξεριάς, Πελοπόννησος, Χάραδρος

Δερβένι (Ποταμός)

$
0
0

Δερβένι (Ποταμός)


 

Με το όνομα αυτό είναι σήμερα γνωστός ο αριστερός παραπόταμος του Ινάχου που πηγάζει από το όρος Τρητό στην Κορινθία, λίγο βορειότερα από το γραφικό παλιό χάνι του Ανέστη, που είναι χτισμένο στην όχθη του. Διασχίζει τα στενά των Δερβενακίων, ρέοντας παράλληλα στη νεώτερη οδό Κορίνθου- Άργους. Η αβαθής και σκιερή ρεματιά με τα πλατάνια διασταυρώνεται αλλεπάλληλες φορές με τον δρόμο, προσφέροντας καταφύγιο στους ταξιδιώτες που θέλουν να ξεκουραστούν για λίγο. Περιβάλλεται από τους λόφους Αγριλοβούνι (Α.) και Παναγόρραχη (Δ.), και χύνεται στον Ίναχο λίγο βορειότερα της πόλης. Αξιοσημείωτα είναι τα ερείπια ενός μυκηναϊκού πύργου, που σώζονται κοντά στην αριστερή όχθη του Λικιμιώτικου ρέματος που χύνεται στο Δερβένι βορειότερα από το Φίχτι.

Πρώτος ο Fourmont στον χάρτη του της πεδιάδας του Άργους, αλλά και άλλοι σοβαρότεροι όπως ο Steffen, τον ταυτίζουν με τον Κηφισό, μάλλον με επιπόλαιη σπουδή, αγνοώντας τα σχετικά αρχαία κείμενα, αφού ο Στράβων ρητά γράφει για τον τελευταίο ότι πηγάζει από το Λύρκειο. Η νεότερη ονομασία του προέρχεται από την περσική λέξη δερβένδ, που ήλθε σε μας από τους Τούρκους, εξελληνίσθηκε σε Δερβένι και σημαίνει Πύλη ή Κλεισώρια. Oι σοβαροί Steffen και Lolling (1884), στο χάρτη των περιχώρων των Μυκηνών, τον ονομάζουν περιέργως και Κηφισό εκτός από Δερβενάκι και Καραμάνη.

Μάχη στα στενά των Δερβενακίων  - Θεόδωρος Βρυζάκης

Μάχη στα στενά των Δερβενακίων – Θεόδωρος Βρυζάκης

Στην κλεισούρα του ρέματος, έγινε στις 26 Ιουλίου του 1822 η πρώτη φάση της μάχης των Δερβενακίων και της καταστροφής του Δράμαλη. Από εκεί περνούσε ο κατά μέγα μέρος λιθόστρωτος πολυσύχναστος δρόμος, γνωστός με το όνομα «Αφεντικός», ένα από τα περάσματα προς την Κορινθία, παράλληλος αρχικά στην κοίτη του ποταμού. Οι Τούρκοι αιφνιδιασμένοι προσπάθησαν στη συνέχεια διαδοχικά να περάσουν από τις ανατολικότερες στενοπορίες του Αγίου Σώστη και του Αγιονορίου.

O Άγγλος τυχοδιώκτης Τρελώνη, σύντροφος του Βύρωνα και γαμπρός του Ανδρούτσου, πέρασε από εδώ και σημειώνει στις αναμνήσεις του[1]: Στον δρόμο για την Κόρινθο (από το Άργος) περάσαμε από τα στενά των Δερβενακίων. Για δυο λεύγες περίπου, ακολουθούσαμε ένα μουλαρόδρομο που προχωρούσε παράλληλα μ’ ένα φιδωτό ποταμάκι, στη μέση δυο απόκρημνων βράχων. Το προηγούμενο φθινόπωρο……είχε συμβεί το εξής: …οι Έλληνες έσφαξαν τους Τούρκους σαν ένα κοπάδι πρόβατα….

 

Υποσημείωση


[1] Τρελλώνη Εδουάρδου, «Αναμνήσεις της Ελληνικής Επαναστάσεως», Βιβλ. Ν. Καραβία, Αθήναι, MCMLXXVII.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 


Filed under: Αρχαίοι Ποταμοί Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Derveni, Άργος, Αρχαίοι Ποταμοί, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δάρμος Κώστας, Δερβένι, Ιστορία, Πελοπόννησος, Ποταμός

Μια συναινετική διοίκηση – Η Αριστερά στη Δημαρχία του Άργους (Σεπτ. 1944-Ιαν. 1945)

$
0
0

Πριν 70 χρόνια

Μια συναινετική διοίκηση

Η Αριστερά στη Δημαρχία του Άργους (Σεπτ. 1944-Ιαν. 1945)


 

 

«Ο Έλληνας δεν έχει συμφιλιωθεί με τον εμφύλιο. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει συμφιλιωθεί με τον Άλλον, τον διαφορετικό, τον αντίθετο…. πως δεν συμφιλιώθηκε με τον εαυτό του.»

Θόδωρος Τερζόπουλος

 

Ένα από τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης στον επιστημονικό – ερευνητικό τομέα υπήρξε η αποφασιστική στροφή προς την περίοδο της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου. Μέχρι σήμερα δύο κύρια ρεύματα έχουν διαμορφωθεί σχετικά, εκείνο με συμπάθειες στο χώρο της Αριστεράς και το μεταγενέστερο που αποκαλείται “αναθεωρητικό”. Δεν θα υπεισέλθουμε με το παρόν άρθρο στην ήδη σχεδόν οριοθετημένη διαφορά, αλλά θα θέλαμε να επισημάνουμε το ότι, κατά τη γνώμη μας, δύο μεθοδολογικές ελλείψεις ή χαρακτηριστικά σημαδεύουν τις δύο τάσεις. Την πρώτη, η έλλειψη ανθρωπολογικών προσεγγίσεων, μάλιστα σε πόλεις της επαρχίας και στον ύπαιθρο χώρο όπου εδραία ανθρωπολογικά δεδομένα διαμόρφωσαν νοοτροπίες, ευνόησαν πράξεις και οδήγησαν σε γεγονότα σαφώς αποδοκιμαστέα, που όμως δεν ποδηγετήθηκαν από κεντρικές πολιτικές οργανώσεις. Τα διαβόητα φαινόμενα ακραίας, μάλιστα, βίας, όπως ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, είναι καιρός να ερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν κατάματα. Επίσης, είναι καιρός να ερευνηθούν με επάρκεια τα φαινόμενα εσωτερικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, σε εποχή μάλιστα που πολιτικά υπεύθυνοι, όπως ο Ζαχαριάδης, ανασύρονται από μία κάποια λήθη, για να στηθούν σε βάθρα.

Ως προ το δεύτερο ρεύμα, παρατηρούμε καταρχήν μία σαφή τάση για καταχρηστικές γενικεύσεις (extrapolations) ή εξίσου καταχρηστικές μειώσεις και σμικρύνσεις, ιδιαίτερα του βάρους γεγονότων και των σημασιών τους, που ασφαλώς δεν συμβάλλουν διόλου στην αντιμετώπιση, με τη δέουσα αντικειμενικότητα, των πτυχών της περιόδου που αναφέραμε. Οργανωτικές πλευρές διογκώνονται ενώ ατομικά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά γενικεύονται, για να καλύψουν την πολύμορφη συχνά υφή κινημάτων και τάσεων.

Για το θέμα που αφορά η παρούσα δημοσίευση, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι εντάσσεται σε γενικότερη μελέτη μου για την πόλη του Άργους κατά την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Ποιο το γενικότερο ενδιαφέρον; Νομίζω ότι πρέπει να στραφεί η προσοχή μας στην έρευνα της καθημερινής ζωής της ελληνικής ενδοχώρας κατά την περίοδο αυτή, των νοοτροπιών που αναδύθηκαν τότε, μέσα από την ιδιομορφία οικιστικών συνόλων αλλά και περιφερειακών κοινοτήτων. Η περίπτωση της πόλης του Άργους παρουσιάζει το ενδιαφέρον ενός οικιστικού κέντρου μικρομεσαίου μεγέθους, κατά τη δεκαετία 1940-1950, που διατηρεί ανέπαφα τα βασικά οικιστικά του χαρακτηριστικά, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ου. Επιπλέον, αποτελεί την πόλη με το μεγαλύτερο πληθυσμό (περίπου 10.000) του τότε ενιαίου νομού Αργολιδοκορινθίας, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, αλλά και το παραγωγικό κέντρο του (βιομηχανία εριουργίας και οινοποιίας, εντατική γεωργία στην περιφέρειά του – οπωροκηπευτικών, καπνού και αρχή καλλιέργειας εσπεριδοειδών), επιπλέον όμως και εμπορικό κέντρο του νομού (με πλήθος εργαστηρίων και μηχανουργείων).

 

Μερική άποψη του Άργους πριν το 1936.

Μερική άποψη του Άργους πριν το 1936.

 

Κατά την περίοδο της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων από την πόλη, μέχρι την αρχή του Ιανουαρίου 1945, γίνεται στο Άργος ένα “πείραμα” διοίκησης του από την Αριστερά, μετά από διαπραγματεύσεις με επιτροπή αντιπροσωπευτική του χώρου της συντηρητικής παράταξης, που τότε περιλάμβανε πρόσωπα του χώρου του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος και εκείνου των βενιζελογενών, και μετά από τη διοργάνωση λαϊκών συνάξεων, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κανονική διενέργεια εκλογών. Κατά την περίοδο που προηγήθηκε (Απρ. 1941-αρχές Σεπτ. 1944) δήμαρχοι και μέλη ενός ολιγάριθμού Δημοτικού Συμβουλίου διορίζονταν από τις αρχές της Κατοχής, δίχως να είναι σαφές σήμερα με ποια κριτήρια και από ποιους, ιδίως από την ελληνική πλευρά, γίνονταν υποδείξεις προσώπων.

Τόσο στο Άργος όσο και στο Ναύπλιο υπήρχαν μονάδες Χωροφυλακής και μονάδες των Ταγμάτων Ασφαλείας, ενώ επικεφαλής του Τμήματος Χωροφυλακής Άργους βρέθηκε ο Δ. Κουρκουλάκος, άνθρωπος μετριοπαθής. Ταυτόχρονα, είχε σχηματιστεί και μονάδα Πολιτοφυλακής, με μέλη συντηρητικούς πολίτες. Από την πλευρά του ΕΛΑΣ, μονάδες του 6ου Συντάγματός του, με επικεφαλής τον επίσης μετριοπαθή Εμμ. Βαζαίο, ήταν αυτές που με έδρα το ημιορεινό χωριό Γκέρμπεσι (σήμερα Μιδέα) είχαν άμεση ανάμειξη στα όσα συνέβησαν στο Άργος.

Το γενικότερο κλίμα στην Αργολιδοκορινθία και γενικότερα στην Πελοπόννησο ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνο και βαρύ, μάλιστα στα ορεινά της Αργολίδας εμφυλιοπολεμικό. Στην ίδια την πόλη του Άργους είχαν σημειωθεί σποραδικές εκτελέσεις και απαγωγές πολιτών με ιδιαίτερες βιαιοπραγίες από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι από την άνοιξη του 1944 σημειώνεται δραματική αύξηση των εκτελέσεων πολιτών από τα γερμανικά στρατεύματα, κοντά σε δύο σημεία εισόδων του Άργους: στο μαντρότοιχο της παλαιάς εκκλησίας του Αγ. Βασιλείου και στα κυπαρίσσια του αναχώματος της Πάνιτσας στο δρόμο προς Κουρτάκι. Προ ετών τα κυπαρίσσια αυτά κόπηκαν σύριζα ώστε να «εφαρμοστεί» πρόβλεψη του σχεδίου πόλεως για δημιουργία ενός άθλιου δρομίσκου.

Μετά τους πρώτους μήνες του 1944, εντάθηκαν επιθετικές ενέργειες των ανταρτών κατά των δυνάμεων Κατοχής, μάλιστα με τη γενική ενθάρρυνση του συμμαχικού παράγοντα και με την παρουσία Άγγλων “συνδέσμων” στην Αργολιδοκορινθία.

Για τη ζωή στην πόλη υπάρχουν πολλαπλές γραπτές και κάποιες προφορικές μαρτυρίες, εκτός από επίσημα έγγραφα, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε αδρή εικόνα τόσο για την καθημερινή ζωή στην πόλη, όσο και για ορισμένα γεγονότα. Σημαντικό τεκμήριο αποτελούν τα σημειωματάρια του δασκάλου και ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου, τα οποία ουδέποτε δημοσίευσε και ελάχιστα χρησιμοποίησε σε μεταγενέστερα δημοσιεύματα για την περίοδο αυτή. Τα έγραφε “δι’ εαυτόν”, αποτελούν εκπληκτική για την αντικειμενικότητά τους καταγραφή, αν και ο ίδιος ήταν τοποθετημένος στον συντηρητικό χώρο, με ακριβή όχι μόνο τη χρονολόγηση, αλλά και με σημείωση της ώρας που παρατηρούσε και έγραφε.

Δύο γεγονότα θεωρώ ότι επηρέασαν τις εξελίξεις στο Άργος: η επικείμενη αναχώρηση των Γερμανών και η παρουσία του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, όχι σε πολύ μακρινή απόσταση. Και οι δύο σοβαρές μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας, στον Μελιγαλά (10-14 Σεπτ. 1944) και στον Αχλαδόκαμπο (18 Σεπτ.). Από τα τέλη Αυγούστου, όμως, είχαν προηγηθεί από τη μονάδα του Τ. Ασφαλείας συλλήψεις και απαγωγές ως ομήρων συγγενών ανταρτών, αλλά και φόνοι πολιτών. Στις αρχές Σεπτεμβρίου άρχισε η αναχώρηση γερμανικών μονάδων από την ευρύτερη περιοχή και ανατίναξη εγκαταστάσεών τους στο αεροδρόμιο του Άργους. Στις 11 το βράδυ της 15ης Σεπτεμβρίου αναχώρησαν οι τελευταίοι Γερμανοί από το Άργος και την επομένη το πρωί έγινε αυθόρμητα γενικός σημαιοστολισμός και πλήθος ξεχύθηκε στο κέντρο της πόλης. Δύο, όμως, μέρες πριν άρχισαν συνεννοήσεις μεταξύ επιτροπής πολιτών, μελών του ΕΑΜ και της μονάδας του ΕΛΑΣ που έδρευε στο Γκέρμπεσι.

 

Οι συνεννοήσεις και η κατάληξή τους

 

Ν. Παπανικολάου

Ν. Παπανικολάου

Πριν από την αποχώρηση των Γερμανών, την 10/9/1944, και με πρωτοβουλία του μοιράρχου Κουρκουλάκου, που προφανώς ήταν σε επαφή με στελέχη της Αριστεράς, κλήθηκαν οι δικηγόροι Μ. Στάμος και Στ. Μακρής, ο συμβολαιογράφος Π. Δασκαλόπουλος, ο φαρμακοποιός Ν. Παπανικολάου, ο βιομήχανος Γ. Ρασσιάς και ο αρχιμανδρίτης τότε (μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδας) Χρ. Δεληγιαννόπουλος και συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Πέτρου, με σκοπό να αποφευχθούν έκτροπα και συγκρούσεις στην πόλη μετά την αναχώρηση των Γερμανών. Στη σύσκεψη παρέστησαν ο Νομάρχης και οι δύο αξιωματικοί των Τ. Ασφαλείας από το Άργος και το Ναύπλιο. Αποφασίστηκε επιτροπή από τους πέντε, πλέον, πολίτες να μεταβεί κρυφά στο Γκέρμπεσι και να επιδιώξει συνεννόηση με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Η επιτροπή αυτή αρνήθηκε να μεταβιβάσει εντολές των Τ. Ασφαλείας και δήλωσε ότι θα δρούσε ως “ομάς Αργείων”.

Γεώργιος Ρασσιάς

Γεώργιος Ρασσιάς

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε γενικότερο επίπεδο είχε προηγηθεί η Συμφωνία του Λιβάνου, που ειδικά ως προς τα Τ. Ασφαλείας δεν προέβλεπε κάτι ειδικότερα, αλλά ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε πλέον σχηματιστεί στο Κάιρο Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με συμμετοχή και της Αριστεράς, στο διάγγελμα της οποίας η ύπαρξη των Τ. Ασφαλείας καταγγέλθηκε ως έγκλημα κατά της πατρίδας. Σε λίγες μέρες αναγγέλθηκε η αυτοδιάλυση της ΠΕΕΑ και στις 26 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε η συμφωνίας της Καζέρτας, με την οποία όλες οι αντάρτικες ομάδες υπήχθησαν στον εθνικό στρατό, υπό τις άμεσες διαταγές του Άγγλου στρατηγού Σκόμπι. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν άμεσα τις συνεννοήσεις στην Αργολίδα.

Αρχιμ. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος

Αρχιμ. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος

Στις 11/9 η πενταμελής ομάδα μετέβη στο Γκέρμπεσι, έγινε επτάωρη σύσκεψη, από την επιτροπή δηλώθηκε ότι δεν αποτελείται από εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού του Άργους, αλλά ότι ήθελαν να συμβάλουν στην ειρηνική είσοδο των ανταρτών στην πόλη, μάλιστα με τα αναμενόμενα εθνικά στρατεύματα, και να γιορτάσουν όλοι μαζί τη νίκη κατά των κατακτητών. Εκατέρωθεν απόψεις καταγράφηκαν σε επίσημα έγγραφα. Από την πλευρά της Αριστεράς δηλώθηκε ότι έκαμε κάθε δυνατή υποχώρηση, ότι υπακούει στις διαταγές της Εθν. Κυβέρνησης ως Εθνικός Στρατός, αλλά ότι απαιτούν τη, σύμφωνα με τις διαταγές αυτής της κυβέρνησης, διάλυση των μονάδων των Τ. Ασφαλείας και την παράδοση του οπλισμού τους, εγγυώμενοι για την ασφάλεια των ανδρών της, μέχρι να ληφθούν οριστικές αποφάσεις από την Κυβέρνηση. Δήλωσε επίσης ότι προτείνει τη συγκρότηση Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης, που θα εκλεγεί από τους πολίτες, και σε αυτή θα υπακούουν η νέα Εθν. Πολιτοφυλακή, η Αγροφυλακή και η Χωροφυλακή.

Οι προτάσεις αυτές γνωστοποιήθηκαν από την πενταμελή επιτροπή σε λαϊκή συνέλευση που οργανώθηκε στο ναό του Αγ. Ιωάννη, όπου κλήθηκαν εκπρόσωποι των φορέων των πολιτών, των Τ. Ασφαλείας και της μέχρι τότε συγκροτημένης Πολιτοφυλακής. Συντάχθηκε νέο υπόμνημα προς τους εκπροσώπους της Αριστεράς, με όσα συμφωνήθηκαν στη συνέλευση, όπου καταγράφηκε η ανάγκη σεβασμού των αποφάσεων της Εθν. Κυβέρνησης, με την παρατήρηση ότι η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε, ότι οι οργανώσεις της Αριστεράς αποτελούν πλέον πολιτικά κόμματα και όχι “προκεχωρημένα κλιμάκια” της Κυβέρνησης και ότι δεν γίνεται κατανοητό γιατί ο ΕΛΑΣ θα πρέπει να καταλάβει τα αστικά κέντρα, αφού προορίζεται να αφομοιωθεί από τον Εθν. Στρατό, τμήματα του οποίου βρίσκονταν ακόμα στο εξωτερικό. Μεταφέρθηκαν, επίσης, οι αντιρρήσεις εκπροσώπων των Τ. Ασφαλείας σύμφωνα με τις οποίες η διάλυσή τους προϋπέθετε τη γενική συμφιλίωση των Ελλήνων, ενώ τους είχε ανατεθεί η περιφρούρηση της ασφάλειας των Ελλήνων και η ενίσχυση της Χωροφυλακής, αν όμως οι κάτοικοι μιας πόλης δεν έχουν ανάγκη των υπηρεσιών τους, τότε χωρίς να διαλυθούν μπορούν να μεταβούν σε άλλη πόλη με τον οπλισμό τους! Άρνηση υπήρξε και από την πλευρά της Χωροφυλακής, αφού σε αυτήν είχε ανέκαθεν ανατεθεί η τήρηση της τάξης, αλλά και από την Πολιτοφυλακή, η οποία δήλωνε ότι είχε συγκροτηθεί για αποτροπή απαγωγών, δολοφονιών και αντεκδικήσεων μεταξύ των πολιτών.

Η πρόταση που τελικά διαμορφώθηκε ήταν κάθε ένοπλη δύναμη να περιοριστεί εκεί όπου βρισκόταν και τα τμήματα του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο, μέχρι να εμφανιστούν διορισμένοι εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, αν και από ορισμένους προτάθηκε να εγκατασταθεί στην πόλη πολιτική αντιπροσωπεία των αριστερών οργανώσεων, που θα μπορούσε να αναλάβει και κάποια πολιτική αρχή. Φέρει ημερομηνία 14/9/44 και στις 16/9 η πενταμελής επιτροπή οργάνωσε άλλη λαϊκή συνέλευση στην πλατεία του Αγ. Πέτρου, όπου αναγνώστηκαν όλα τα ανταλλαγέντα έγγραφα. Είχε προηγηθεί, την προηγουμένη, αποστολή άλλου εγγράφου από την Αριστερά, στο οποίο δινόταν η εξήγηση ότι η κατάληψη αστικών κέντρων επιβαλλόταν, για να εκκαθαριστούν οι βάσεις των Τ. Ασφαλείας, ώστε να καταδιωχθούν οι υποχωρούντες Γερμανοί, και ότι για τον ΕΛΑΣ προβλεπόταν ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του, ενώ προ ημερών είχε επιτεθεί σε γερμανική μονάδα και τότε τα Τάγματα Ασφαλείας τους επιτέθηκαν στο Γκέρμπεσι. Δηλωνόταν δε ότι άλλο δεν απέμενε από τη βίαιη είσοδό τους στην πόλη και ότι ήταν έτοιμοι να τηρήσουν τα υπεσχημένα, αλλά αν τα Τ. Ασφαλείας πρόβαλαν αντίσταση, η σύγκρουση δεν θα αποφευγόταν, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή συνιστούσαν την απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού.

Τελικά οι συνεννοήσεις συνεχίστηκαν και κατέληξαν στην αποχώρηση των Τ. Ασφαλείας και Χωροφυλακής προς το Ναύπλιο, από όπου με την μεσολάβηση του Παν. Κανελλόπουλου όλες οι μονάδες Τ. Ασφαλείας διαπεραιώθηκαν στις Σπέτσες.

Νίκος Μαυροειδής

Νίκος Μαυροειδής

Το πρώτο τμήμα ανταρτών μπήκε στην πόλη στις 18 Σεπτεμβρίου, υπό τον λοχαγό Ν. Μαυροειδή και τον προσφώνησε ο εφημέριος του Αγ. Πέτρου. Ο Μαυροειδής υπογράμμισε τη συμβολή του ΕΛΑΣ στον αγώνα για την ελευθερία και ότι υπάρχει ανάγκη για εθνική ενότητα. Στη συνέχεια το άγημα στρατωνίσθηκε σε αίθουσα σχολείου, αυτός επέβαλε την παράδοση όλων των όπλων σε οπλονόμο, αφού πριν από την είσοδο στην πόλη προειδοποίησε για την αποφυγή αντεκδικήσεων (τα Τ. Ασφαλείας είχαν συλλάβει ως ομήρους τη μητέρα του και την αδελφή του με το νεογέννητο παιδί της), υπογραμμίζοντας ότι για τα διαπραχθέντα εγκλήματα αρμόδια θα ήταν τα δικαστήρια.

Στις 19 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε το νέο δημοτικό συμβούλιο (“Επιτροπή Λαϊκής Εξουσίας”), υποδείχθηκαν διάφοροι ως μέλη του και τελικά, μετά από πιέσεις τόσο από το ΕΑΜ όσο και από εκπροσώπους δεξιών παρατάξεων, ως δήμαρχος δέχθηκε να αναλάβει ο μετριοπαθής και “μη οργανωμένος” οδοντίατρος Κ. Δωροβίνης. Λαϊκή σύναξη, στην πλατεία του Αγ. Πέτρου, δια βοής έδωσε τη συγκατάθεσή της.

Στις 20 Σεπτεμβρίου οργανώθηκε στην ίδια πλατεία, μετά από δοξολογία, μεγάλη συγκέντρωση για την Απελευθέρωση, με παρέλαση μιας εκατοντάδας ανταρτών και με δημόσιες ομιλίες του επικεφαλής τους και δύο Άγγλων αξιωματικών.

 

Η νέα δημοτική αρχή

 

Ο Κ. Δωροβίνης το 1958

Ο Κ. Δωροβίνης το 1958

Σε συνεννόηση με τον αρχιμανδρίτη Χρ. Δεληγιαννόπουλο, ο Κ. Δωροβίνης πέτυχε να ελευθερωθούν οι όμηροι που ο ΕΛΑΣ κρατούσε σε ορεινό χωριό της Αργολίδας και, αντίστοιχα, να ελευθερωθούν οι όμηροι που κρατούσαν οι μονάδες των Τ. Ασφαλείας.

Η κατάσταση στην πόλη του Άργους ήταν άθλια. Τα δέντρα των δενδροστοιχιών είχαν κοπεί, οχετοί και υπόνομοι ήταν φραγμένοι, οι δρόμοι ακάθαρτοι και, το κυριότερο, το δημοτικό ταμείο άδειο. Δημοτικοί αλλά και οι δημόσιοι υπάλληλοι παρέμεναν απλήρωτοι, ενώ από τα γύρω χωριά, είχαν εισρεύσει στην πόλη δεκάδες άτομα. Η πρώτη επείγουσα εργασία ήταν να αποκατασταθεί μια στοιχειώδης, έστω, οργάνωση της πόλης. Από τα υπάρχοντα γραπτά και προφορικά τεκμήρια συνάγουμε ότι ακολουθήθηκε μια συναινετική τακτική, με τακτικές διαβουλεύσεις με τα σωματεία της πόλης. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι το πολύπαθο δημοτικό αρχείο του Άργους (σήμερα κανείς δεν γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται, ενώ τόμοι του βρέθηκαν, προ μηνών να δημοπρατούνται από τον οίκο Σπανό…..) περιείχε στον τόμο του 1944 τα Πρακτικά του νέου δημοτικού συμβουλίου σε συνέχεια των προηγούμενων και πριν από όσα ακολούθησαν. Όμως οι σχετικές σελίδες βρέθηκαν να έχουν σκιστεί. Σώθηκε μόνο μια, διότι στο πίσω μέρος της ακολούθησε Πρακτικό του νέου συμβουλίου του 1945.

 

Μια ανακοίνωση- προκήρυξη  του νέου δημοτικού συμβουλίου με τα πρώτα μέτρα  εξυγίανσης της πόλης.

Μια ανακοίνωση- προκήρυξη του νέου δημοτικού συμβουλίου με τα πρώτα μέτρα εξυγίανσης της πόλης.

 

Στον τομέα των δημοσίων έργων, σημειώνουμε τη συμβολή για την αποκατάσταση της δημόσιας οδού προς Τρίπολη, μετά τις ανατινάξεις που είχαν ενεργήσει φεύγοντας οι Γερμανοί, την επισκευή του δημοτικού υδραγωγείου, τη μεταφορά του νοσοκομείου στο μέγαρο Κωνσταντόπουλου, αλλά και τη λήψη του μέτρου της προσωπικής εργασίας (σε πλήρη συμφωνία με τους φορείς των πολιτών), για άντρες από 18-60 ετών. Όσοι ήθελαν να απαλλαγούν, όφειλαν να πληρώσουν ημερομίσθιο 200 δραχμών ή αντίστοιχο σε είδος.

Στον τομέα της γενικής οργάνωσης, λήφθηκε εξαρχής η απόφαση όσοι κατείχαν όπλα να τα παραδώσουν στη νέα Εθν. Πολιτοφυλακή που συγκροτήθηκε, ενώ ταυτόχρονα σχηματίσθηκε επιτροπή για την κατάρτιση εκλογικών καταλόγων. Δηλώθηκε, ότι καταργείται κάθε απαγόρευση ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, έγινε επίσημη σύσταση σε όσους είχαν ζώα να βοηθήσουν στην καλλιέργεια αγρών εκείνους που στερούνταν, έγινε απογραφή των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της λειτουργίας τους, ξεκίνησε η διανομή γάλακτος και τροφίμων, ιδιαίτερα στους απόρους, και επιβλήθηκε η υποχρέωση στους παραγωγούς τροφίμων πρώτης ανάγκης να δηλώνουν τις ποσότητες που είχαν την κατοχή τους. Με τη αύξηση, όμως, των τιμών των τροφίμων που παρατηρήθηκε προς τα τέλη Οκτωβρίου, απαγορεύθηκε η εξαγωγή κάθε είδους τροφίμων από την πόλη και καθορίστηκαν τα ύψη ημερομισθίων των εργατών σε συνεννόηση με το Εργατικό Κέντρο Άργους.

 

Προκήρυξη της διαλυθείσας πολιτοφυλακής  για την παράδοση όλων των όπλων.

Προκήρυξη της διαλυθείσας πολιτοφυλακής για την παράδοση όλων των όπλων.

 

Παράλληλα, ενώ σποραδικά λειτούργησε ο θεσμός του «λαϊκού δικαστηρίου», λήφθηκε φροντίδα ώστε να λειτουργήσει και πάλι Ειρηνοδικείο στο Άργος. Τέλος, πέρα από την κανονική διαχείριση του δήμου, επισημαίνεται ότι στην περίοδο αυτή, ενώ γινόταν διανομή τροφίμων σε απόρους, έχει καταγραφεί και διανομή μερίδων κρέατος στους δημοσίους υπαλλήλους.

Στις 3 Ιανουαρίου 1945 η Επιτροπή Λαϊκής Εξουσίας υπέβαλε την παραίτηση της στο Επαρχιακό Συμβούλιο Άργους, «με σκοπό την ανασυγκρότηση της», με κυβερνητική όμως απόφαση επανήλθε ως δήμαρχος ο Κ. Μπόμπος, που υπηρετούσε μέχρι λίγο μετά την κατάληψη του Άργους από τους Γερμανούς, το 1941.

Το «πείραμα» της διοίκησης της πόλης, τελικά με κοινή συνεννόηση, κατά βάση με πλειοψηφία της Αριστεράς, σε έκτακτες συνθήκες όπως αυτές της Απελευθέρωσης, πέτυχε να αποκλιμακώσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη με την αποχώρηση των στρατευμάτων Κατοχής, να αποφευχθεί, κατά κοινή πια ορολογία, κάθε είδους έκτροπο και, παρά τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών στην Αθήνα, να κερδηθεί η αποδοχή των πολιτών, μέχρι την πράξη αντικατάστασης από την κεντρική διοίκηση.

Αποτελεί, όμως, μια «άλλη ιστορία», το τι περίμενε όσους αναμείχθηκαν στη διοίκηση αυτή, στα χρόνια του Εμφυλίου που ακολούθησαν. Από τα συμβάντα στο Άργος στους τέσσερεις τελευταίους μήνες του 1944, αναδεικνύεται ένα αναμφισβήτητο γεγονός, ότι τόσο από την πλευρά των κατοίκων του, και μάλιστα του αστικού στρώματος της κοινωνίας, από όπου προερχόταν τόσο η πενταμελής επιτροπή των διαπραγματεύσεων όσο και ο νέος δήμαρχος όπως και μέλη του Δ.Σ. αλλά και από την πλευρά της Αριστεράς και μάλιστα και του στρατιωτικού κλάδου της, υπήρξε ειλικρινής πρόθεση συμβιβασμών και αμοιβαίων υποχωρήσεων, πράγμα που εξηγεί και τη διάρκεια του νέου δημοτικού συμβουλίου, όταν το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο οδηγούσε σε όξυνση των καταστάσεων. Οι δημηγορίες που αναπτύχθηκαν από τα δύο μέρη, οι οποίες φέρουν στο νου κείμενα του Θουκυδίδη, δείχνουν όχι μόνο πλήρη αφομοίωση των όσων συμφωνήθηκαν σε γενικότερο επίπεδο, αλλά και διάθεση για εμπέδωση της νομιμότητας και όδευση προς την ανασυγκρότηση της πόλης. Οι πράξεις του νέου δημοτικού συμβουλίου και η στήριξή του από τους τότε φορείς της πόλης αυτό δείχνει άλλωστε.

 

Βασίλης Κ. Δωροβίνης*

 

* Ο Βασίλης Κ. Δωροβίνης είναι δικηγόρος, και πολιτικός επιστήμονας, με ερευνητικές εργασίες στον τομέα της νεότερης ιστορίας. Το 2012 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη δράση και τις μελέτες του στον τομέα της πολιτισμικής κληρονομιάς.

 

Σχετικά θέματα:

 


Filed under: Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις, Κατοχή Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Άργος, Άργος - Ιστορικά, Άρθρα, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Αριστερά, Αντίσταση, Δωροβίνης Κ. Βασίλης, Εμφύλιος, Ιστορία, Στρατιωτικοί, Une gestion consensuelle

Ίναχος (Καρμάνωρ, Αλιάκμων, Πάνιτσα)

$
0
0

Ίναχος (Καρμάνωρ, Αλιάκμων, Πάνιτσα) – Ποταμός Αργολίδας


 

 

«ορεσσιγόνοισι νύμφαις κρηνιάσιν κυδραίσι θεαίσιν αγείρω Ινάχου

Αργείου ποταμού παισίν βιοδώροις»

         Αισχύλου «Ξάντριαι»

 

Στα μισά της διαδρομής από το Κουτσοπόδι στο Άργος, ο δρόμος διασταυρώνεται με τη σχεδόν μόνιμα ξερή, χωμάτινη και στενή κοίτη ενός χειμάρρου, που δεν είναι άλλος από τον παλαίφατο Ίναχο. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας τη διαδρομή Μυκηνών – Άργους, συνάντησε τον ποταμό κάπου εδώ κοντά, ανάμεσα σε ιερό της Δήμητρας και βωμό του Ηλίου [1]. Ο σημερινός ταξιδιώτης πρέπει να διαθέτει πολύ δυνατή φαντασία, για να υποψιασθεί τι κρύβεται πίσω από το ταπεινό αυτό υδάτινο λίκνο. Ίσως γι αυτό ο Λουκιανός θεώρησε τον Ίναχο ένα καλό παράδειγμα πεθαμένου ποταμού. Συγκεκριμένα παρουσιάζει τον Ερμή μιλώντας στο Χάροντα να λέει: Αποθνήσκουσι γάρ ώ πορθμεύ και πόλεις ώσπερ άνθρωποι και το παραδοξότατον και ποταμοί όλοι. Ινάχου γούν ουδέ τάφος έτι εν Άργει καταλείπεται[2]. Ο Γεωγράφος και Ιστορικός μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος (1661-1714), στη «Γεωγραφία» του, διστάζει να δεχτεί ότι αυτός είναι ο πολυθρύλητος ποταμός: Λέγουσι τινές να είναι το ποτάμι του Άργους, αλλ’ αυτό είναι χείμαρρος και όχι ποτάμι, όθεν κρείττον φαίνεται να είναι ο Μαστός [3]. Ο Άγγλος περιηγητής Mure που τον διάβηκε κι αυτός στην ίδια περιοχή σχολιάζει: Αυτός είναι ο περίφημος Ίναχος, τώρα Μπάνιτσα, ένα μικρό ρέμα με λασπώδες νερό, περιορισμένο ανάμεσα σε δυο χαμηλές χαλικώδεις όχθες.

 

Γενάρχης ποταμός

 

«επόμενος στη σειρά φαίνεται ο πατέρας Ίναχος

γέρνοντας αριστερά πάνω στο ανάχωμα καλαμώδους όχθης

κι αφήνοντας την νερόγεμη στάμνα να τρέχει ελεύθερα»

Στάτιου «Θηβαΐς» VI, 275.

 

Κατά μία εκδοχή της αρχαίας παράδοσης, ο Ίναχος ήταν άνθρωπος, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Αυτός βρήκε μια πηγή και διοχέτευσε τα νερά της στο κανάλι που μόνος του άνοιξε [4]. Γιος του ποταμού Ινάχου από την Ωκεανίδα Μελία ή από την Αργία, ήταν ο Φορωνέας, ο πρώτος βασιλιάς πάνω στη Γη και στην Αργολίδα, ευεργέτης των ανθρώπων, τους οποίους δίδαξε να κατοικούν σε πόλεις. Έτσι ο ποταμός εμφανίζεται Γενάρχης των Αργείων και της πανάρχαιης δυναστείας των Ιναχιδών, που βασίλεψαν στους πρώτους κατοίκους της χώρας τους Πελασγούς.

Λέγεται Φορωνέα εν τη γη ταύτη γενέσθαι πρώτον, Ίναχον δε,

ουκ άνδρα αλλά τον ποταμόν, πατέρα είναι Φορωνεί.

 

Ωκεανός και Τηθύς. Ρωμαϊκό μωσαϊκό, ζεύγμα της Συρίας, 1ος - 2ος αιώνας μ.Χ. Μουσείο Gaziantep, Τουρκία.

Ωκεανός και Τηθύς. Ρωμαϊκό μωσαϊκό, ζεύγμα της Συρίας, 1ος – 2ος αιώνας μ.Χ. Μουσείο Gaziantep, Τουρκία.

 

Mερικοί [5] όμως θεωρούν τον ίδιο τον Ίναχο, πρώτο βασιλιά του Άργους, αρχαιότερο του πανάρχαιου Ωγύγου, μυθολογούμενου ιδρυτή των Θηβών της Αιγύπτου, ή της Ελευσίνας, ή πρώτου κάτοικου της Βοιωτίας [6]. O Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Ίναχος κατέβασε τους πρώτους ανθρώπους από τα βουνά στις πεδιάδες. Αυτό φαίνεται πιθανότερο, αφού ανταποκρίνεται στη βιωματική σχέση της χώρας με τον ποταμό της. Bασιλιάς ή όχι, ο Ίναχος γέννησε πολλούς απογόνους. Εκτός από τον Φορωνέα, «η γενιά του αρχαίου Ίναχου» [7], περιλαμβάνει και άλλα παιδιά του, τη διασημότατη Ιώ, τη Μυκήνη [8], την Ισμήνη, τον Αιγιαλέα [9], τον Άργο[10], τον Πελασγό, τον Φηγέα [11] και τον Κάσο [12]. Φαίνεται πως οι κόρες του φημολογούνταν όμορφες, αν κρίνουμε από το γεγονός πως ο Προπέρτιος τις χρησιμοποιεί ως πρότυπα κάλλους, προκειμένου να επαινέσει την καλλονή της ερωμένης ενός φίλου του:

 Είναι τα θέλγητρά της ακόμη ανώτερα

από αυτά των θυγατέρων του Ινάχου[13].

 

Χρονολογικά ο Ίναχος θεωρείτο σύγχρονος του ιδρυτή των Ελευσινίων μυστηρίων Ευμόλπου [14] και αναφέρεται ότι επί της εποχής του, έγινε η υπό τον Μωυσή έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν ο Απίων [15], θεωρώντας τον Αργείο βασιλιά σύγχρονο του φαραώ Άμωσι ή Άχμωσι, που έζησε τον 16ο π.Χ. αιώνα «κατά τον Αργείον γενόμενος Ίναχον». H ανάδυσή του από τα βάθη της αρχαιότητας κάνει τον Οράτιο να διερωτάται: 

Πες μου πόσο μακριά απ’ τον Ίναχο,

ήταν στα χρόνια ο Κόδρος;[16]

 

Προϊστορικός οικισμός, που ανασκάφτηκε στη δεξιά όχθη του παραπόταμου Χάραδρου ανατολικά του Άργους, αποδόθηκε στη λογιζόμενη από τους αρχαίους ως πρώτη πόλη του κόσμου, το «Φορωνικό Άστυ». Μάλιστα, ο ίδιος ο ποταμός Ίναχος, αποκαλείται από τον Σενέκα «Φορωνικό ποτάμι» [17].

 

Αργολική ακτή παρά τον Ινάχο. Christopher  Wordsworth, « Greece Pictorial, Descriptive and Historical»,  London 1844.

Αργολική ακτή παρά τον Ινάχο. Christopher Wordsworth, « Greece Pictorial, Descriptive and Historical», London 1844.

 

Η σύνδεση του ποταμού με τη χώρα, τη στενή αλλά και την ευρύτερη, είναι διάχυτη σε πολλούς συγγραφείς και ποιητές. Σε δυο επιγράμματα, του Σιμωνίδη του Κείου [18] και του Νίκανδρου του Κολοφώνιου [19], στα οποία εξυμνείται ο Σπαρτιάτης Οθρυάδης και οι 300 του, που χάρισαν τη νίκη στην πατρίδα τους, το 546 π.Χ. πολεμώντας με τους Αργείους στην Θυρέα, οι τελευταίοι αναφέρονται ως «Ιναχίδες». Η κόρη του ποταμού Ιώ κατέφυγε στην Αίγυπτο και ο απόγονός της Δαναός ξαναγύρισε στο Άργος και «ώκισε Ινάχου πόλιν». Ο τραγωδός [20] ονομάζει την Αργεία, δια στόματος του αγγελιαφόρου, «γη Ινάχου». Ο φτωχός γεωργός, εκπροσωπώντας τη λαϊκή συνείδηση, λέει: «Της χώρας μου πανάρχαιο Άργος, νερά του Ινάχου..» [21]. Ο Βιργίλιος αποκαλεί το Άργος «Ινάχιο» και μιλάει για τις «πόλεις του Ινάχου» [22]. Ο Μελέτιος, μιλώντας για τις διαδοχικές ονομασίες της Πελοποννήσου, λέει αντλώντας και από το Μέγα Ετυμολογικό [23]: «Αύτη η χερσόννησος εκαλείτο πρότερον Αιγιαλεία από του Αιγιαλέως τού υιού τού Ινάχου και Μελίας της θυγατρός του Ωκεανού». Ο Αιγιαλέας αυτός ονομάτισε και την μετέπειτα Αχαΐα, ενώ στην Σικυώνα λατρευόταν ως ιδρυτής της πόλης. O Στ. Βυζάντιος στο λήμμα Ιναχία εξηγεί ότι έτσι ονομαζόταν όχι μόνο το Άργος αλλά ολόκληρη η Πελοπόννησος: «από Ινάχου του ποταμού» και ο Νόννος ο Πανοπολίτης λέει: Ο Ίναχος, ο ονομαστός οικιστής της Ινάχιας γης [24].

Αλλά η επιρροή του Ινάχου, επεκτείνεται και στην Ιταλία. Το να αντλεί κάποιος την καταγωγή του από τη γενιά του Ίναχου, ήταν εξόχως τιμητικό, γι αυτό ο Λατίνος ποιητής λέει:

 Αν σύ’σαι πλούσιος

κι απ’τον αρχαίο Ίναχο έρχεσαι,

ή κατοικείς κάτω απ’του ουρανού τη σκέπη

φτωχός και γέννα ταπεινή[25].

 

O Βιργίλιος θεωρεί τον Ίναχο πρόγονο του μυθικού βασιλιά της Αρδέας Τούρνου, πόλης που ίδρυσε στο Λάτιο, η Δανάη «η Ιναχίδα τ’Ακρίσιου κόρη» [26]:

 Και στον Τύρνο, αν στην πρώτη ρίζα της γενιάς του ανατρέξεις,

τον Ίναχο και τον Ακρίσιο θα βρεις προγόνους[27].

 

Η αίσθηση μιας τέτοιας καταγωγής των Λατίνων ήταν πολύ ισχυρή. Άλλωστε, υπήρχε η αντίληψη πως οι Τυρρηνοί προέρχονται από τους Πελασγούς. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας [28] διασώζει ένα απόσπασμα από το χαμένο δράμα του Σοφοκλή «Ίναχος», όπου ο τραγικός ποιητής έλεγε:

 Γεννήτορα Ίναχε,

γιε του πατέρα των πηγών Ωκεανού,

πρώτε μέσα στου Άργους τους αγρούς

και στους λόφους της Ήρας

και στους Τυρρηνούς Πελασγούς[29].

 

Σε κάποιους όμως αυτή η καταγωγή έφερνε προβλήματα. Ο ερωτοχτυπημένος Προπέρτιος διαμαρτύρεται σε ένα ποίημά του για τις γιορτές της αγνότητας που χώριζαν υποχρεωτικά τους εραστές, γιορτές που θεωρείτο ότι έφερε η Ιώ:

 Καταραμένη ας είναι η λατρεία

που απ’ τις ακτές του Νείλου,

του Ινάχου η κόρη διέδωσε

στης Αυσονίας τις γυναίκες[30].

 

Όλη η πλουσιότατη μυθοπλασία γύρω από τον Ίναχο, της οποίας παρακάτω παραθέτουμε μικρή περίληψη, αποπνέει γεωκεντρικές αντιλήψεις [31]. Ο Γάλλος ταξιδευτής Κινέ επαναλαμβάνει μια παρατήρηση, που έκανε και στην κοιλάδα του Ευρώτα: «Η πεδιάδα, όπως κι οι περισσότερες στην Ελλάδα, είναι σκεπασμένη από βότσαλα. Αυτό η μυθολογία το εξηγούσε με το να θέλει την Αργολίδα να γεννιέται από τον Ίναχο». Ο ποταμός πατέρας [32], ο ποταμός Κριτής, ο ποταμός τροφοδότης. Είναι εντελώς αναμενόμενη η προσωποποίηση και η θεοποίηση του μεγαλύτερου σε μήκος και εύρος ποταμού της Αργολίδας, αφού φυσικό είναι να ερέθιζε με την ισχυρή του παρουσία – και σήμερα οι πλημμύρες του είναι καταστροφικές – τη δυσειδαίμονα φαντασία των αρχαίων κατοίκων, πολύ περισσότερο που με τα νερά του συντελούσε στην ευημερία του λαού της και με τις προσχώσεις του στην επέκταση της χώρας. Το πιθανότερο είναι σε απώτερους καιρούς η κοίτη του να ήταν γεμάτη νερό, όπως άλλωστε μαρτυρεί και η παράδοση, αλλά η βαθμιαία αποψίλωση του Αρτεμισίου, του βουνού της θεάς των δασών, και του Λύρκειου [33] επέφεραν μοιραία και την υποβάθμισή του σε χείμαρρο.

Είναι αναμενόμενο τους προληπτικούς και διψασμένους κατοίκους της Αργείας, να ταλάνιζε το ερώτημα, πώς γινόταν ένας τέτοιου μεγέθους ποταμός, που κατέβαινε από τα αργολικά βουνά να μην έχει νερό, όταν άλλοι γειτονικοί του πολύ μικρότεροι (Ερασίνος, Αμυμώνη, Ποντίνος, Ελευθέριος) είχαν; Ποιος άλλος λοιπόν από τον κύριο των υδάτων, ή από τον πατέρα των θεών θα μπορούσε να τον είχε ξεράνει; Οι βάσεις του μύθου είχαν ήδη στηθεί…

 

 

Γιατί ο Ίναχος είναι ξερός. Το δράμα της Ιούς.

 

Φαίνεται ότι αντίθετα με τα άλλα ποτάμια που γενικά στην αρχαιότητα είχαν νερό, ο Ίναχος ήταν ξερός, αφού είχε την ατυχία να είναι διαιτητής μαζί με τους Αργολικούς ποταμίσκους Αστερίωνα και Κηφισό, στη διαμάχη ανάμεσα στην Ήρα και τον Ποσειδώνα για την κατοχή της χώρας [34]. Η απονομή του επάθλου στην πρώτη εξόργισε το θεό της θάλασσας, που «επεί λάχεν Ίναχον Ήρη» [35], εξαφάνισε τα νερά τους. Γι αυτό ο Απουλήιος εμφανίζει την Ψυχή να λέει στην Ήρα μπρος στον βωμό της: …τα ποτάμια του ρέματος του Ινάχου τιμάνε σε, που κυβερνάς τα φημισμένα τείχη του Άργους [36]. Άλλοι αποδίδουν την ανυδρία του Ίναχου στον πατέρα των Θεών, που τον ξέρανε επειδή ο ποταμός τον καταριόταν γιατί του έκλεψε την κόρη Ιώ: έστι πόλις, κλυτόν Άργος…ένθα δε κούρην θηλυτόκοις έσπειρε γοναίς ευπάρθενον ανήρ Ίναχος, Ιναχίης ονομάκλητος αυτός αρούρης, νηοπόλος… [37]. Ο Ψευδοπλούταρχος πάλι, επικαλείται τον Αγαθοκλή τον Μιλήσιο [38] και ισχυρίζεται ότι ο ποταμός ξεράθηκε κεραυνωμένος από τον Δία.

Πάνω σε αυτό υπάρχει και η παραλλαγή ότι ο Ζεύς, θυμωμένος από τις διαμαρτυρίες του πατέρα, έστειλε την Ερινύα Τισιφόνη να σπρώξει τον άντρα Ίναχο στον αργολικό ποταμό Αλιάκμονα, ο οποίος από τότε πήρε το όνομα του πνιγμένου.

 

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher  Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

Τοπίο στον Ίναχο. D. Cox jun. Από το βιβλίο του Christopher Wordsworth, «Greece Pictorial, Descriptive and Historical». London 1844.

 

Άλλοι πάλι κατηγορούν την απατημένη Ήρα, την «άγρια του Δία σύζυγο» [39]. Ο Δίας, για να ευχαριστήσει την Ιώ, είχε γεμίσει τον ποτάμιο πατέρα της με νερό τόσο, που έδωσε πλούσια σοδιά στην Αργολική γη. Η ζηλότυπη θεά όμως οργισμένη ξέρανε τον Ίναχο για να εκδικηθεί την αντεράστριά της. Επιπλέον η εκδικητική θεά, μεταμόρφωσε την «Ινάχου ροδοδάκτυλα κόρα» [40] σε δαμάλα και εξαπέλυσε στο κατόπι της μια φοβερή αλογόμυγα, που καταδίωξε την οιστρόπληχτη παρθένα από την Μικρά Ασία μέχρι την Αίγυπτο. Η απεγνωσμένη διέλευσή της από το στενό πέρασμα που ενώνει την Μαιώτιδα λίμνη με τον Εύξεινο, εκεί που κατοικούσαν οι Κιμμέριοι, έδωσε στον πορθμό το όνομα του «βοός πόρου Ιναχιώνης» [41]. Την ίδια ετυμολογία, διεκδικεί και ο Βόσπορος της Κωνσταντινούπολης. Νύξη γι’ αυτό κάνει ένα αδέσποτο Ελληνικό επίγραμμα, μιλώντας εξ ονόματος της αγελάδας που ήταν στημένη στην ασιατική όχθη της Χρυσούπολης, απέναντι από την Πόλη και διευκρινίζοντας:

 

Δεν είμαι της Ιναχίδας δαμάλας η εικόνα,

ούτε από μένα ονομάζεται Βοσπόριο

το πέλαγος που μ’αντικρύζει[42].

 

Το δράμα της «αγελάδας του Ινάχου» [43] συγκίνησε τους ποιητές. Έτσι ο Σοφοκλής αποκαλεί το Άργος: τον τόπο της παράφορης του Ινάχου κόρης [44]. Ο Οβίδιος μιλάει για την «Ιναχίδα αγελάδα» [45] και αλλού περιγράφει τον σπαραγμό του ποταμού, εξ αιτίας του οποίου ήταν ο μόνος από τα ποτάμια [46] που δεν μπόρεσε να παρηγορήσει το θεσσαλικό Πηνειό, για την απώλεια και της κόρης του τελευταίου, που μεταμορφώθηκε σε δάφνη, που άλλοι τη θέλουν θυγατέρα του αρκαδικού ποταμού Λάδωνα. Αυτός είναι ένας μύθος που φούντωσε τη φαντασία πολλών δυτικών ζωγράφων, στα πλαίσια του ρεύματος του «αρκαδισμού».

 

Κρυμμένος στην πιο βαθειά σπηλιά, δυναμώνει τα νερά του με δάκρυα, και σε ακραία αθλιότητα θρηνεί την κόρη του Ιώ σαν χαμένη. Δεν ξέρει αν αυτή ζει ακόμη, ή αν είναι μεταξύ των σκιών. Αλλά αφού δεν μπορεί να την βρει πουθενά, πιστεύει ότι πουθενά δεν βρίσκεται, και η ανήσυχη ψυχή του βλέπει τα πράγματα χειρότερα κι από τον θάνατο.

 

Ο Αισχύλος εξιστορεί πως κυνηγημένο το «Ινάχειον σπέρμα» έφτασε μέχρι τον Καύκασο, όπου διηγείται τα παθήματά της στο μαρτυρικό Προμηθέα, που τη δέχεται με συμπόνια:

 

Πώς μπορώ να μην ακούσω

την τρελαμένη από οίστρο κόρη του Ινάχου,

που την καρδιά του Δία φλόγισε με έρωτα

και τώρα από την βαριά της Ήρας έχθρα,

τρέχει σ’ ατέλειωτους δρόμους;

 

Στο ίδιο έργο η δύστυχη Ιώ διηγείται πως ο Ίναχος εκβιάστηκε με χρησμό θεϊκό να διώξει ο ίδιος το παιδί του:

 

Τέλος στον Ίναχο χρησμός καθάριος ήρθε,

λέγοντας και προστάζοντάς τον,

αλάργα απ’ τα παλάτια και τη χώρα να μ’ αποδιώξει [47].

 

 

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης [48] εμφανίζει τον Ίναχο να μην υποτάσσεται στη μοίρα του, αλλά να στέλνει τον εξέχοντα αξιωματούχο Κύρνο, επικεφαλής στόλου, με την εντολή να ψάξει παντού, για να βρει τη χαμένη Ιώ.

Ο Οβίδιος[49] περιγράφει με πολύ συναίσθημα το δράμα της Ιναχίδας:

 

Ήλθε επίσης στην όχθη του ποτάμιου πατέρα της, όπου συνήθιζε να παίζει, αλλά όταν είδε να καθρεπτίζονται στα νερά τα χαίνοντα σαγόνια της και τα φυτρωμένα κέρατά της, έτρεξε τρομοκρατημένη με τον εαυτό της. Οι Ναϊάδες αδελφές της δεν ξέρανε ποια ήτανε, ούτε ακόμα ο πατέρας της ο ίδιος o Ίναχος. Αλλά τον ακολούθησε αυτόν και τις αδελφές της και πρόσφερε τον εαυτό της σε χάδια και θαυμασμό. Ο γερο- Ίναχος ξερίζωσε λίγο γρασίδι και της πρόσφερε. Αυτή έγλειψε τα χέρια του πατέρα της και προσπάθησε να τα φιλήσει…

 

Ο Λουκιανός αναφέρεται στην Ιώ, στο διάλογο Νότου και Ζέφυρου: Ναι, ω Νότε, ου δάμαλις δε τότε, αλλά παις ην του ποταμού Ινάχου [50]. Ο Παρθένιος διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους, εισάγοντας μια λογική εκδοχή, όπου εμφανίζεται η Ιώ να πέφτει θύμα απαγωγής ληστών και ο πατέρας της Ίναχος να στέλνει άντρες για να τη βρουν, ανάμεσά τους και το Λύρκο του Φορωνέα [51]. Ο Παλαίφατος εμφανίζει την Ιώ ιέρεια της Ήρας να μένει έγκυος και να δραπετεύει στην Αίγυπτο με τη βοήθεια εμπόρων [52].

Κατά τον Ηρόδοτο [53], οι Πέρσες ιστορικοί εξηγούσαν την εχθρότητα των βαρβάρων με τους Έλληνες, με το να αποδίδουν στους Φοίνικες την απαγωγή της Ιούς κόρης του Ινάχου από το Άργος. Οι Ασιάτες έμποροι, αφού είχαν ξεπουλήσει την πραμάτεια τους, άρπαξαν με τη βία την κόρη του βασιλιά που κατέβηκε στην παραλία του Άργους. Οι Έλληνες ανταπάντησαν με την αρπαγή της Ευρώπης, κόρης του βασιλιά της Τύρου, και την Μήδεια της Κολχίδας. Ο Πάρις της Τροίας θεώρησε σωστό να απαγάγει την Ελένη. Οι Φοίνικες, συνεχίζει ο πατέρας της Ιστορίας, ισχυρίζονται πως η μετάβαση της Ιούς στην Αίγυπτο έγινε εκούσια, επειδή είχε μείνει έγκυος με τον πλοίαρχο του Φοινικικού καραβιού. Ο Έφορος [54], πάλι, λέει πως η Ιώ αρπάχτηκε από τους Φοίνικες και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς της χώρας, αντί να στείλει την κόρη στον Ίναχο, του έστειλε έναν ταύρο. Σίγουρα όλες αυτές οι μυθολογικές απαγωγές γυναικών, είτε έχουν κάποια επαφή με την πραγματικότητα, είτε επινοήθηκαν για να εξηγήσουν γεγονότα που είχαν συμβεί. Ο μύθος πάντως της Ιούς εμφανίζεται με πολλές παραλλαγές, που όλες τους αποδίδουν σημαντικούς συμβολισμούς. Η Ιώ άφησε τα χνάρια της στην Αίγυπτο, αφού η θεά Ίσις ταυτιζόταν από τους Έλληνες μαζί της. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι αυτό που αναφέρει ο Ηρόδοτος [55], πως δηλαδή η θεά παρίσταται ως γυναίκα με κέρατα αγελάδας, όπως και η Ιώ. Έτσι ο Καλλίμαχος μιλάει για «Ιναχία Ίσιδα» [56].

 

Η Μεταμόρφωση της Ιούς σε αγελάδα. Ο Αbbe de Marolles δημοσίευσε το 1655 ένα in-folio με 60 χαρακτικά που είχαν φιλοτεχνήσει σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής και με τίτλο «πίνακες του ναού των μουσών» που ήταν παρμένοι από την συλλογή του αποθανόντος βασιλικού συμβούλου Mr Favereau. Την συλλογή αυτή, των ελληνικών μύθων  αφιέρωσε στην βασίλισσα της Πολωνίας Μαρία - Λουΐζα, δεύτερη σύζυγο του Βασιλιά Βλαδίσλαου. «Ο Ναός του Μουσών» επανεκδόθηκε κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα. Το χαρακτικό που δημοσιεύουμε προέρχεται από την τελευταία γαλλική έκδοση που έγινε στο Άμστερνταμ το 1733.

Η Μεταμόρφωση της Ιούς σε αγελάδα. Ο Αbbe de Marolles δημοσίευσε το 1655 ένα in-folio με 60 χαρακτικά που είχαν φιλοτεχνήσει σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής και με τίτλο «πίνακες του ναού των μουσών» που ήταν παρμένοι από την συλλογή του αποθανόντος βασιλικού συμβούλου Mr Favereau. Την συλλογή αυτή, των ελληνικών μύθων αφιέρωσε στην βασίλισσα της Πολωνίας Μαρία – Λουΐζα, δεύτερη σύζυγο του Βασιλιά Βλαδίσλαου. «Ο Ναός του Μουσών» επανεκδόθηκε κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα. Το χαρακτικό που δημοσιεύουμε προέρχεται από την τελευταία γαλλική έκδοση που έγινε στο Άμστερνταμ το 1733.

 

Το παραμύθι της Ιούς αναπαραστάθηκε σε θρόνους και, αν πιστέψουμε τους ποιητές, σε ασπίδες και πανέρια: Ο Μόσχος ισχυρίζεται πως στο χρυσό πανέρι της Ευρώπης απεικονιζόταν «χρυσοίο τετυγμένη Ιναχίς Ιώ» [57]. Ο Παυσανίας περιγράφει το θρόνο του Αμυκλαίου Απόλλωνα, έργο του Βαθυκλή από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Ανάμεσα στις άλλες παραστάσεις υπάρχει και μια, όπου η Ήρα κοιτάζει: «προς Ιώ την Ινάχου βουν ήδη ούσαν» [58]. Ο ίδιος, αναφερόμενος στα εικαστικά έργα της Αθηναϊκής Ακρόπολης, επισημαίνει έργο του Δεινομένη «Ιώ την Ινάχου» [59]. Ανάλογη ήταν και η ζωγραφιά του Νικίου, που αναφέρεται από τον Πλίνιο [60]. O Bιργίλιος περιγράφει την ασπίδα του βασιλιά της Αρδέας Τούρνου, αρχηγού των Ρουτούλων, που τον σκότωσε ο Ανείας σε μονομαχία:

 

Την γυαλιστερή ασπίδα του στόλιζε χρυσαφένια η Ιώ

μ’ανορθωμένα κέρατα δασύτριχη πια, δαμάλα πια,

κι ο φύλακας της παρθένας Άργος κι ο πατέρας της Ίναχος,

χύνοντας ποτάμι από πλουμιστή στάμνα[61].

 

Ο αναφερόμενος εδώ Άργος, είναι ο πανόπτης μυριωπός γίγαντας φρουρός της αγελάδας, εντεταλμένος από την Ήρα να την παρακολουθεί, χάνοντας όμως τη ζωή του από τον Διόσταλτο Ερμή, «γύρω απ’ του Ινάχου τα νερά»[62].

Οι Βυζαντινοί λόγιοι γνώριζαν για την Ιώ. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης αναφέρεται στην Ήρα που «μεταμόρφωσε την κόρη του Ινάχου σε αγελάδα» [63]. Ο Ιωάννης Μαλάλας, παρουσιάζει μια ιδιαίτερη εκδοχή. Ο Ίναχος, γιος του Ιαπετού και βασιλιάς του Άργους, ίδρυσε την Ιώπολη και ονόμασε την κόρη του Ιώ, για να τιμήσει την σελήνη, που λατρευόταν στο Άργος με το όνομα αυτό. Ο βασιλιάς της Δύσης Ζευς Πίκος άρπαξε την κόρη και τη βίασε, με αποτέλεσμα να γεννηθεί η Λιβύη. Η Ιώ δραπέτευσε στην Αίγυπτο και στη Συρία, όπου πέθανε από μαρασμό. Ο Ίναχος έστειλε τα αδέλφια της Ιούς να τη βρούνε. Ψάχνοντας συνάντησαν στο βουνό Σίλπιο το φάντασμα μιας αγελάδας, που τους αποκαλύφθηκε ως Ιώ. Τότε αυτοί ίδρυσαν εκεί μια άλλη Ιώπολη, η οποία αργότερα ονομάστηκε Αντιόχεια. Ο ίδιος αναφέρει πως οι φιλόσοφοι της εποχής του Πλάτωνα θεωρούσαν τη μεταμορφωμένη σε δαμάλα Ιώ ως ένα από τα παραδείγματα μετεμψύχωσης [64].

Ο απόηχος της περιπέτειας της Ιούς έφτασε στον αιώνα μας, για να εμπνεύσει τον μεγάλο Αλεξανδρινό, που εξυμνώντας την Αντιόχεια του Ορόντη, θεωρεί ύψιστο καύχημα για την πόλη, την καταγωγή της από τον Ίναχο:

 

Μα πιο πολύ ασυγκρίτως απ’όλα,

η Αντιόχεια καυχιέται

που είναι πόλις παλαιόθεν Ελληνίς,

του Άργους συγγενής:

από την Ιώνη που ιδρύθη υπό Αργείων αποίκων

προς τιμήν της κόρης του Ινάχου[65].

 

Από πού έρχεται ο ποταμός

 

Οι πηγές του Ίναχου ερέθισαν τη φαντασία των αρχαίων. Οι Αργείτες πίστευαν ότι ο ποταμός τους ήταν προέκταση του ομώνυμου παραπόταμου του Αχελώου στην Αθαμανία [66], που περνώντας κάτω από τη θάλασσα έβγαινε στην Αργολίδα. Με το όνομα Ίναχος αναγνωρίζεται σήμερα δεξιός παραπόταμος του Αχελώου, γνωστός και ως Μπιζάκος ή Ψάκος, που διασχίζει την αρχαία Αγραΐδα [67], Β.Α. της Αμφιλοχίας, προερχόμενος από την Αθαμανία. Ο Σοφοκλής γράφει σχετικά:

 

Ρέει από της Πίνδου τα ύψη

και από τους Περραιβούς του Λάκμου[68],

σε Αμφιλοχία και σε Ακαρνανία,

σμίγοντας τα νερά του με του Αχελώου,

από κει φτάνει το κύμα

στο Άργος, στους ανθρώπους του Λύρκειου[69].

 

Ο Στράβων [70] τα καταγράφει, αλλά δεν τα πιστεύει: τον εν τοις Αμφιλόχοις Ίναχον εκ του Λάκμου ρέοντα, έτερον είναι του Αργολικού. Χαρακτηρίζει τα σχετικά με τις πηγές επινοήσεις ποιητών. Ο Εκαταίος επίσης, θεωρούσε πως ο Ίναχος του Λάκμου είναι διαφορετικός από τον ποταμό του Άργους [71]. Στον Εκαταίο παραπέμπει και ο Στ. Βυζάντιος στο λήμμα Λάκμων: άκρα του Πίνδου όρους, εξ ης ο Ίναχος και Αίας ρέει ποταμός ως Εκαταίος εν πρώτω.

Τέτοιες υποθαλάσσιες διαδρομές ποταμών, καθόλου ασυνήθιστες στη Μυθολογία μας [72], υποδηλώνουν συνήθως σχέσεις και μετακινήσεις ανάμεσα στους λαούς των περιοχών. Ο Wordsworth σχολιάζει: Οι Έλληνες ποιητές απολάμβαναν να ενώνουν μακρινές περιοχές μεταξύ τους με τη βοήθεια ποταμών και που επομένως δεν δίσταζαν να δίνουν σ’ αυτές τη διαδρομή, που ήταν κατάλληλη για ένα τέτοιο σκοπό… Το Άργος της Αμφιλοχίας κατοικήθηκε και πήρε το όνομά του από το Άργος της Πελοποννήσου. Πράγματι, μια ερμηνεία για τη συνωνυμία των δύο ποταμών, είναι η – κατά μία παράδοση – μετακόμιση του μάντη Αμφίλοχου, ήρωα του Τρωϊκού πολέμου από το Άργος, στην περιοχή της σημερινής Αμφιλοχίας, όπου ίδρυσε το Αμφιλοχικό Άργος, οπότε τι φυσικότερο; ονόμασε Ίναχο τον τοπικό ποταμό. Την ερμηνεία αυτή υποστηρίζει ο Στράβων, αποδίδοντάς την στον Εκαταίο. Αλλά και ο Έφορος [73] φέρεται από τον Στράβωνα να υπο-στηρίζει πως ο Ίναχος του Αχελώου ονομάστηκε από τον ποταμό του Άργους. Η πράξη αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στους αρχαίους αποίκους, που η νοσταλγία και η ανάμνηση της αφετηρίας τους, τους οδηγούσε στην απόδοση μητρο-πολιτικών ονομάτων στα ποτάμια της νέας τους πατρίδας [74].

 

Ερμής, Άργος και Ιώ. Schelte à Bolswert , Χαλκογραφία. Ρότερνταμ, Museum Boijmans Van Beuningen.

Ερμής, Άργος και Ιώ. Schelte à Bolswert , Χαλκογραφία. Ρότερνταμ, Museum Boijmans Van Beuningen.

 

Ο Ίναχος της Αθαμανίας εμφανίζεται κατά μια παραλλαγή του μύθου ως πατέρας της Θεμιστούς, μητέρας του Αρκάδος. Η Ινώ η Λευκοθέα, σύζυγος του βασιλιά Αθάμαντα, που άλλοτε εμφανίζεται ως μοχθηρή μητριά, άλλοτε ως συμπαθής καταδιωγμένη, δεν είναι άλλη από την Ιναχώ, κόρη του Ινάχου, με συντμημένο όνομα. Στην Κρήτη, όπως μαρτυρεί ο Ησύχιος, ετελούντο προς τιμήν της τα Ινάχεια [75]: «Ινάχεια: εορτή Λευκοθέας εν Κρήτη από Ινάχου».

Πού είναι όμως οι πηγές του Ινάχου; Ο Παυσανίας [76] τις τοποθετεί στο όρος Αρτεμίσιο (Mαλεβός) και ο Στράβων στο Λύρκειο. Ο πρώτος λέει: Πάνω από την Οινόη υπάρχει όρος Αρτεμίσιο, με ιερό της Αρτέμιδος στην κορυφή. Σ’αυτό το όρος είναι οι πηγές του   Ινάχου, γιατί πράγματι έχει πηγές, το νερό   όμως δεν προχωράει σε μεγάλη απόσταση. Πράγματι, η κύρια ρεματιά του ξεκινά κοντά στο αρχαίο πέρασμα του Πρίνου [77], δηλαδή στο δρόμο Καρυάς – Νεστάνης, Β.Α. της τελευταίας, διασχίζει μικρό φαράγγι και δέχεται δύο πηγές Ν. Α. της κορυφής Τούρλα, σχηματίζοντας μικρή εποχική λίμνη. Από τους ελάχιστους περιηγητές που έφτασαν ως εδώ, οι Ιταλοί Couze και Michaelis, εντόπισαν τις πηγές του ποταμού. Συγκεκριμένα μιλούν για νερό διαυγές από πολλές πηγές, που σχηματίζουν ρυάκια που ενώνονται με άλλα όπως αυτό της Καρυάς, για να χαθούν κάτω από τη γη. Σχολιάζοντας τα όσα λέει ο Παυσανίας, παρατηρούν πως μόλις τον χειμώνα, ο Ίναχος παρουσιάζει κάποια ποσότητα νερού στην κυψέλη του, την πεδιάδα του Άργους. Πράγματι, σπάνια τα νερά έχουν τη δύναμη να προχωρήσουν περισσότερο από λίγα χιλιόμετρα, παρ’ όλο που πιο κάτω δέχονται και τα νερά της άφθονης πηγής του Καπαρελίου, χωριού στο Λύρκειο, γι αυτό και ο ποταμός απεκαλείτο Λύρκειον ή Λυρκήιον ύδωρ [78]. Άλλωστε, ένας άλλος κλάδος του Ινάχου, ο παραπόταμος Κηφισός, πηγάζει από το χωριό Κεφαλόβρυσο του Λύρκειου (τ. Άνω Μπέλεσι). Ο Στράβων, που είχε κι αυτός δίκιο για τις πηγές στο Λύρκειο, χαρακτηρίζει τον Ίναχο ως ποταμό χαραδρώδη και επιμένει ότι το Άργος είχε νερό, διορθώνοντας τον ποιητή [79] που το θέλει πολυδίψιον. O Φίλιππσον ασχολείται εκτεταμένα με την ξηρασία των ποταμών του Άργους και γράφει (υπερβάλλοντας άθελά του) πως σε καμιά χρονική περίοδο δεν βρήκε μια σταγόνα νερού σ’ αυτά: Αλλά όταν δυνατές βροχές πέφτουν στα βουνά, η πλατιά χαλικώδης κοίτη γεμίζει με εκπλήσσουσα ταχύτητα με μια μαινόμενη μάζα νερού, η οποία συχνά σκορπίζει πέτρες και άμμο πάνω στα καρποφόρα λειβάδια.

  

Ακολουθώντας τα κατάντη του Ίναχου

 

 

H συνολική διαδρομή του Ίναχου από το Αρτεμίσιο έως την εκβολή του είναι περίπου 38 χμ. Στον άνω ρου του ρέει παράλληλα στο αρχαίο μονοπάτι της Κλίμακας [80], μιας από τις εξόδους στην Αρκαδία, διαγράφοντας τα όρια Αργείων και Μαντινέων [81]. Η κοίτη του ευρεία και στο μεγαλύτερο τμήμα της γεμάτη κροκάλες, διασχίζει ελαιώνες μέσα σε βαθειά κοιλάδα. Στο ύψος του χωριού Λύρκεια (τ. Κάτω Μπέλεσι) στην αριστερή του όχθη, πάνω σε λόφο, βρίσκονται ερείπια, ίσως της αρχαίας Λύρκειας, με πανοραμική θέα στην κοιλάδα του Ίναχου. Άλλα αρχαία ερείπια υπάρχουν στην αριστερή του όχθη, στη θέση Παλαιοκαστράκι, δεκατέσσερα χιλιόμετρα από το Άργος και στη Σκάλα. Στο Σχοινοχώρι υπάρχει πέτρινη γέφυρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αρκετά σημεία της κοίτης του, ιδίως δε δέκα χιλιόμετρα από το Άργος στη θέση Σκάλα και για διάστημα χιλίων πεντακοσίων μέτρων περίπου, αναβλύζει νερό προερχόμενο από τα γύρω νοτιοδυτικά υψώματα, όχι πάντοτε όμως και σίγουρα ποτέ το καλοκαίρι. Η κατάρα του Ποσειδώνα πλανιέται ακόμη πάνω απ’ το ποτάμι. Λίγο έξω από το Άργος ενώνεται διαδοχικά, με το ρέμα Δερβένι και με τον παραπόταμό του Χάραδρο.

Πλατύς, διασχίζει περιοχή τελματώδη, καταλήγοντας κοντά στο αρχαίο Τημένιο και τον Ερασίνο στην παραλία της Νέας Κίου στον Αργολικό. Στην Τουρκοκρατία λειτουργούσε εδώ ο μύλος του Μπερμπέρ Αλή [82], ενώ τα στάσιμα νερά του ποταμού πρέπει να δημιουργούσαν εκτεταμένους υγρότοπους. Ο βάνδαλος αββάς Fourmont ισχυρίζεται πως για να δώσει μια ακριβή περιγραφή του Ίναχου, τον ακολούθησε ελπίζοντας πως θα οδηγηθεί στη θάλασσα, αλλά αυτός χανόταν στα έλη του, που απείχαν μισή λεύγα (2χμ.) από την ακτή. Αυτά τα έλη απεικονίζει και στον γεμάτο λάθη χάρτη του της πεδιάδας του Άργους. Το ίδιο κάνει και ο Anville σε δικό του χάρτη, για τον οποίο όμως ο Bocage θεωρεί ότι είναι αντιγραφή κάποιου χάρτη του Fourmont [83]. Όμως κι έτσι αν είναι, ο βασιλικός ιερωμένος εδώ έλεγε την αλήθεια. Άλογα έβοσκαν και στις δυο πλευρές του Ίναχου στις όχθες των ελών του, οδηγημένα ως εδώ από τα αφεντικά τους. Την πληροφορία μας δίνει ο Γάλλος παπάς, που χαρακτηρίζει τα μέρη αυτά ως «τους ωραιότερους βοσκότοπους».

 

Τελετές και θεραπείες στο ποτάμι

  

Δεδομένης της σημασίας του για τους αρχαίους, φυσικό ήταν να γίνει χώρος τελετών. Στις Χοηφόρες του Αισχύλου[84], ο Ορέστης του προσφέρει την κόμη του: «…πλόκαμον Ινάχω θρεπτήριον» [85]. Η ετυμολογία που προτείνει ο Carolus Keilius για την αρχαιότερη ονομασία Καρμάνωρ – παρακάτω θα ξαναπούμε γι αυτήν – θεωρώντας την σύντμηση του Καθαρμάνωρ (καθαρμός+ανήρ), οδηγεί στη σκέψη ότι στον ποταμό γινόντουσαν καθαρτήριες ιεροπραξίες των αντρών. Μια φορά το χρόνο, ανήμερα της γιορτής των λουτρών της Παλλάδος οι Αργείτισσες έλουζαν το άγαλμα της Αθηνάς [86] και την ασπίδα του Διομήδη στον Ίναχο.

 

Σήμερα, ω υδροφόροι, μη βυθίστε τα κανάτια σας,

Άργος πιες απ’τις πηγές και όχι απ’ το ποτάμι,

σήμερα υπηρέτριες φέρτε τα κανάτια σας,

στη Φυσάδεια ή την Αμυμώνα [87], τις κόρες του Δαναού.

Γιατί αναμιγνύοντας το νερό του με χρυσό και λουλούδια

ο Ίναχος θα κατεβεί από τους βουκολικούς του λόφους,

φέρνοντας καλό νερό για το λουτρό της Αθηνάς [88].

 

Ένας τέτοιος ποταμός, που κατέβαζε νερό ανάμικτο με λουλούδια και χρυσάφι, ασφαλώς είχε και τις νύμφες του, που και η Ήρα ακόμη, παρ’ όλο που είχε όπως είδαμε ανοιχτούς λογαριασμούς με το ποτάμι, παινεύει:

 

Νύμφες που την αλήθεια λέτε μόνο,

λαμπρές θεές, ζωοδότρες θυγατέρες

του Αργείτη ποταμού, του Ινάχου,

τριγύρω συναχτείτε που σας κράζω[89].

 

Ο Ψευδοπλούταρχος αναφέρει ότι υπήρχε στο ποτάμι βότανο αποκαλούμενο Κύουρα, που προκαλούσε αποβολή στις έγκυες, και λίθος σαν ζαφείρι, που όταν τον κρατήσουν οι ψευδομάρτυρες, γινόταν μαύρος. Για το βότανο αυτό προσθέτει [90] ότι ήταν σαν απήγανος και στις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες το έβαζαν βρεγμένο με κρασί στον ομφαλό της γυναίκας, για να προκαλέσει ακίνδυνη άμβλωση. Πολλοί τέτοιοι λίθοι εξάλλου ήταν αφιερωμένοι στο τέμενος της Προσυμναίας Ήρας. Παρόμοια γράφει και ο Στοβαίος [91]. Σήμερα πάντως η κοίτη του Ίναχου στον άνω ρου του, βρίθει από κροκάλες, κλασικές ποταμόπετρες δηλαδή, άσπρες και στρογγυλεμένες από τις διαρκείς τριβές, που προκαλούνται όταν τα νερά τις κατρακυλούν με ορμή.

 

Ο Ίναχος στην ποίηση και στη τέχνη

 

Συχνές είναι οι αναφορές της αρχαίας Γραμματείας στον Ίναχο. Στις Ικέτιδες του Αισχύλου [92]: «Νείλος γαρ ουχ όμοιον Ινάχω γένος τρέφει». Στις Φοίνισσες [93] του Ευριπίδη «..και σκύλα γράψεις πώς επ’ Ινάχου ροαίς;». Ο Στάτιος, όπως είδαμε στον πρόλογο της Αργολίδας, τον αποκαλεί «πελώριο» – προφανώς δεν τον είχε δει ποτέ – και απευθύνεται προς τον ποταμό με ζηλευτή έξαρση:

 

…Ίναχε, πρίγκηπα των αχαϊκών ρεμάτων,

αφού κανείς πιο τρικυμισμένος ποταμός

δεν τρέχει μπρος από του Περσέα τη γη,

όπως αυτός, όταν βαθιά έχει πιει από τον Ταύρο

ή απ’ τις υγρές Πλειάδες,

αφρίζοντας ψηλά και φουσκωμένος από το Δία,

της κόρης του τον εραστή…[94]

 

Ο Ευφορίων [95] έγραψε επύλλιο που δεν σώζεται με τον τίτλο Ίναχος. Ομότιτλο έργο, που όλα δείχνουν ότι ασχολείται με την Ιώ, έγραψε και ο Σοφοκλής. Αποσπάσματα σώθηκαν στους παπύρους της Οξυρρύγχου [96]. O Σενέκας, διεκτραγωδώντας το δράμα των αιχμαλώτων γυναικών της Οιχαλίας, θεωρεί πως η γη του Ινάχου είναι πιο υποφερτός τόπος αιχμαλωσίας και βάζει στο στόμα του χορού τα παρακάτω λόγια:

 

Μα αν τύχη πιο καλή, κάποιες αιχμάλωτες καλέσει

τότε ο γρήγορος ο Ίναχος αυτές θα μεταφέρει[97]

 

Αλλά και η τέχνη απαθανάτισε το ποτάμι αυτό. Σε ερυθρόμορφη υδρία του 5ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στο μουσείο Καλών τεχνών της Βοστώνης, απεικονίζεται η αγελάδα Ιώ, φρουρούμενη από τον εντεταλμένο από την Ήρα ροπαλοφόρο πανόπτη Άργο, τη στιγμή που ο Ερμής ξιφουλκεί για να την ελευθερώσει σταλμένος από τον Δία, ενώ παρακολουθούν η ιέρεια της Ήρας και οι γονείς της Ιούς Ίναχος και Μελία. Το ίδιο θέμα συγκίνησε τον Προπέρτιο, που εξιστορεί ότι κοιτούσε ασάλευτος την αγαπημένη του, «καθώς επέβλεπε άγρυπνος την κόρη του Ινάχου ο Άργος»[98].

 

Ο Ίναχος παρακολουθεί την απελευθέρωση της Ιούς. Ερυθρόμορφη υδρία. Γύρω στο 460 π.χ.  Museum of Fine Arts, Boston.

Ο Ίναχος παρακολουθεί την απελευθέρωση της Ιούς. Ερυθρόμορφη υδρία. Γύρω στο 460 π.χ. Museum of Fine Arts, Boston.

 

Μύθοι και πραγματικότητα γύρω από το όνομά του

 

Ο Ψευδοπλούταρχος [99], για όποιον τον παίρνει στα σοβαρά, έχει τη δική του πολύπλοκη ερμηνεία σχετικά με την ονομασία του ποταμού: Το αρχικό όνομα του ποταμού ήταν Καρμάνωρ [100]. Κάποιος Τιρύνθιος ποιμένας, ονόματι Αλιάκμων [101], που έβοσκε το κοπάδι του στο όρος Κοκκύγιο (Λύρκειο), τρελάθηκε, βλέποντας τον Δία σε ερωτική συνεύρεση με την Ρέα και πνίγηκε στον Καρμάνορα, δίνοντάς του έτσι το όνομά του. Με τη σειρά του ο Ίναχος κυριευμένος από μανία που του προκάλεσε η Ερινύα Τισιφόνη πνίγηκε στον Αλιάκμονα κι έτσι ο ποταμός πήρε την τελική του ονομασία. Αντίστοιχους αλλεπάλληλους πνιγμούς και ανάλογες μετονομασίες αναφέρει, όπως θα δούμε, και για τους Ευρώτα και Αλφειό. Δεν μπορεί όμως κανείς να απορρίψει απόλυτα την πιθανότητα να υπάρχει πυρήνας αλήθειας σ’αυτές τις ιστορίες, αφού ακούγεται αληθοφανές το να δίνει κάποιος πνιγμένος το όνομά του σε κάποιο ποτάμι. Για τους δεισιδαίμονες προγόνους μας, τι φυσικότερο από το να πλανάται το πνεύμα του νεκρού στο ρέμα, ένα είδος στοιχειού του νερού.

H λέξη Ίναχος, προέρχεται από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα ακw: νερό. Το στοιχείο-αχ-προέρχεται από την παραπάνω ρίζα και απαντάται και αλλού: Αχελώος, Αχέρων, Αχαία πηγή. Ο Albert Joris Van Windekens θεωρεί την ονομασία πελασγική, που σημαίνει το ύδωρ που αναβλύζει. Παραπέμπει στο ρήμα ινέω=αδειάζω σε συνδυασμό με την παραπάνω ρίζα και με την αρχαία Ινδική issnati=θέτω σε κίνηση. Τέλος, το όνομα δείχνει κρητική επίδραση στην Αργολίδα [102]. Σύμφωνα με μια άποψη, η λέξη Ίναχος είναι Φοινικικής προέλευσης από το Ενάκ, το οποίο σημαίνει αποικιστής. Δηλώνει δηλαδή η ονομασία αυτή ότι ο πανάρχαιος βασιλιάς και ιδρυτής της δυναστείας των Ιναχιδών, ήταν άποικος από τη Φοινίκη ή την Αίγυπτο [103].

Αξίζει εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση, αφού η αναζήτηση της ρίζας της ονομασίας του ποταμού, με τη βοήθεια των μύθων και της γεωλογικής ιστορίας, συνθέτουν ένα ενδιαφέρον σενάριο: Ο Ίναχος ήταν κάποιος Αιγύπτιος πρίγκηπας, που έφτασε ως εδώ, ίδρυσε πόλη περιμαζεύοντας τους ντόπιους που ζούσαν σκορπισμένοι στα βουνά, αποστράγγισε το λιμνάζον πεδίο, γνωρίζοντας από τον Νείλο την τεχνική των υδραυλικών έργων, έδωσε το όνομά του στον ποταμό που διευθέτησε και έγινε πρώτος βασιλιάς της περιοχής, τροφοδοτώντας με τον απόηχο της δόξας του τη μυθοπλαστική φαντασία των επιγενομένων. Ο μύθος της Ιούς υποδηλώνει την απαγωγή κάποιας ωραίας πριγκίπισσας από τους παλιούς συμπατριώτες του Ίναχου, με τους οποίους είχε εμπορικές σχέσεις. Η μύγα που κυνηγάει μέχρι την Αίγυπτο την κόρη του βασιλιά, συμβολίζει την εκδίκηση των ελών που αποξηράνθηκαν και των βλαβερών εντόμων που αποδεκατίστηκαν, εξ αιτίας της δράσης του Αιγύπτιου πρίγκηπα [104].

Ίναχος λεγόταν, εκτός από τον αθαμανικό παραπόταμο του Αχελώου, και η νεότερη σλαβική Βιστρίτσα, δεξιός παραπόταμος του Σπερχειού. Στην κοιλάδα του ποταμού αυτού, εγκαταστάθηκαν οι Αινιάνες, προερχόμενοι από την Μολοσσία της Ηπείρου. Μάλιστα, οι κάτοικοι της κοιλάδας ονομάζονταν Ιναχιείς [105]. Το ίδιο όνομα είχε και ο Ηπειρωτικός ποταμός Λούρος. Είναι προφανές ότι όλη αυτή η ακολουθία των Ινάχων, συνδέεται με την Ήπειρο και το Άργος με τον τρόπο που είδαμε. Τέλος το Ίναχος φέρεται και ως παλιότερο όνομα του δεξιού παραπόταμου του βοιωτικού Ασωπού Σκάμανδρου [106], κοντά στην Τανάγρα.

To νεώτερο όνομά του Πάνιτσα ή Μπάνιτσα είναι σλάβικο [107] και καταγράφεται ήδη πολύ νωρίς από τον Σοφιανό. Αργότερα πρέπει να παραφθάρθηκε, γιατί οι Coronelli, Pacifico, Σκροφάνι, Πουκεβίλ, Κούμας, Μάγνης, καθώς και ο Ρήγας στη Χάρτα του το γράφουν Πλάνιτζα ή Πλάνιτσα [108]. Μεταγενέστερα πάντως μέχρι και σήμερα, αποκαλείται ξανά Πάνιτσα. (Μ)Πάνιτσα είναι η ονομασία χωριών του Γυθείου (τώρα Μυρσίνη), των Τρικάλων, δυο χωριών του νομού Σερρών (τώρα Καρυαί και Συμβολή), της Φλώρινας (τώρα Βεύη) και τοπωνύμιο της Τριφυλλίας. Ο Vasmer, αναφέρει Banjica, ρυάκι στην περιοχή της Λίκα στην Κροατία.

 

Οι Ευρωπαίοι μιλούν για τον Ίναχο

 

Ο Πλίνιος [109] γράφει πως το Άργος κείται μεταξύ των ποταμών Ινάχου – πιο σωστό θα ήταν Χαράδρου – και Ερασίνου. Ο Ιταλός Γεωγράφος της Βενετίας και του Λουδοβίκου IIX Coronelli, μιλώντας για το Άργος στην «Description» του (1686), λέει πως είναι χτισμένο στις όχθες της Πλάνιτσας που οι Λατίνοι ονομάζουν Ίναχο. Αναπόφευκτο λάθος, αφού η πόλη, αν και παρόχθια του Χάραδρου, συνδέθηκε μυθολογικά με τον Ίναχο. Στην πλάνη αυτή, περιέπεσαν πολλοί.

Ένας από αυτούς, ο θρασύς αββάς Φουρμόντος, κάνει και κριτική στους υπόλοιπους: …προχωρήσαμε κατ’ ευθείαν προς τη Δύση, αναζητώντας τον ποταμό Ίναχο. Οι γεωγράφοι που δεν είναι σωστά πληροφορημένοι, τον τοποθετούν ανατολικά του Άργους, ενώ βρίσκεται στα δυτικά. Στα δεξιά μας είχαμε έναν από τους μικρούς λόφους…και αριστερά αμπελώνες…. Βγαίνοντας από τους αμπελώνες, μετά από τρία τέταρτα της ώρας δρόμο, βρεθήκαμε στις όχθες του Ίναχου…!. O Urquhart [110], που προφανώς είχε διαβάσει τη Θηβαΐδα του Στάτιου, φεύγοντας από το Άργος, μπέρδεψε τον Ίναχο με τον Χάραδρο, που κυλάει κάτω από την αργολική ακρόπολη και διηγείται: Περάσαμε κάτω από τον απότομο και μοναχικό βράχο που ορθώνεται το παλιό οχυρό της Λάρισας και μετά τσαλαβουτώντας στο γλίσχρο ρυάκι του “Πατέρα Ινάχου”, μπήκαμε στον υπέροχο κάμπο, που έχει ακόμα το όνομα της πόλης του Αγαμέμνονα.

 

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.

 

Ο επίσκοπος του Λίνκολν Wordsworth επισημαίνει (1839) ότι ο ποταμός σπάνια φτάνει στη θάλασσα εκτός όταν φουσκώνει από βροχή. Στο ίδιο πνεύμα ο ακόλουθος του Όθωνα αρχαιολόγος Ρος, αναφέρει ότι ενώ περνάς την κοίτη του «αβρόχοις ποσίν», ύστερα από καταρρακτώδη βροχή φούσκωσε και αναποδογύρισε ένα αμάξι, καθώς περνούσε το ποτάμι. Ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Gell (1806) απορεί πώς ο Καλλίμαχος εξυμνεί τα νερά του Ινάχου και δίνει την ερμηνεία ότι ή δεν τα είδε ποτέ ή ίσως μιλούσε για τις πηγές του, γιατί στην πεδιάδα όποτε έχει νερό είναι λασπώδες όπως οποιουδήποτε εποχικού ρέματος. Ο φλογερός Φιλέλληνας και Δημοκράτης Εντγκάρ Κινέ περιγράφει μια σκηνή της αγροτικής ζωής, διηγούμενος πως «τα βότσαλα του Ινάχου πληγώνουν τα πόδια μιας νέας κοπέλας που λυγίζει, κουβαλώντας ένα φορτίο από πράσινο κριθάρι». Ο Κλαρκ (1858) περιγράφει έναν νερόμυλο στο ορεινό χωριό Καρυά του Αρτεμίσιου, απ’όπου κατηφορίζει μια ρεματιά στον Ίναχο: Ένα ισχυρό αντέρεισμα ενός τοίχου είναι χτισμένο κόντρα στην λοφοπλαγιά και στην κορυφή του μια σειρά από ξύλινα αυλάκια μεταφέρει ένα ρεύμα νερού στην κατάλληλη γωνία ως προς την ρόδα. Ο τείχος που στάζει είναι φουντωμένος από τις φτέρες και όλα τα είδη λαμπρών χόρτων. Ένας Ρώσος, ο Κονσταντίν Μπαζίλι, επισκέφθηκε το Άργος μετά την απελευθέρωση, συνάντησε τον ποταμό στο κατώτερο τμήμα του και γράφει ενθουσιασμένος: Αφού περάσαμε τους κήπους του Δαλαμανάρα, χαιρέτησα την κοίτη του ένδοξου Ίναχου….

Ο Dodwell διάβηκε τον Ίναχο κοντά στο Κουτσοπόδι, θεωρώντας τον ένα ανώνυμο ρυάκι και εξέλαβε τον πλατύ και κοντά στο Άργος παραπόταμο Ξεριά, σαν Ίναχο. Και μελαγχολικά σημειώνει απογοητευμένος από την πεζή πραγματικότητα, ότι όπως και ο Ισμηνός και ο Ιλισός [111], έτσι και ο Ίναχος οφείλει τη φήμη του στο μύθο της ποίησης παρά στην πραγματικότητα της ύπαρξης.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος

 

Υποσημειώσεις


 

[1] 2, 18, 3.

[2] Χάρων, 523.

[3] Μαστός είναι η Αμυμώνη, ενώ ποτάμι του Άργους είναι ο Χάραδρος. Κανένα από αυτά δεν είναι βέβαια ο Ίναχος.

[4] Απολλόδωρος 2, 1, 1. Αντίστοιχη παράδοση υπάρχει με τον Ευρώτα. Ίσως πίσω από αυτές να κρύβονται πανάρχαια αντιπλημμυρικά έργα.

[5] Παυσανίας, 2,15,4. Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά» 51.

[6] Ακουσίλαος FHG 1, 13.

[7] Σενέκα, «Θυέστης», 337.

[8] Ησίοδος «Μεγάλαι Ηοίαι».

[9] Τζέτζη, σχόλια στον Λυκόφρονα.

[10] Φερεκύδης, FHG I, 74.

[11] Βλ. Διόδωρο, 5.60.

[12] Ι. Μαλάλας. Ο Κάσος, είχε παντρευτεί την Κύπρια Αμύκη (Κιτία) και είχε επιτρέψει σε Κρήτες αποίκους να κατοικούν στην ακρόπολη της Αντιγόνειας του Ορόντη.

[13] I, 13, 31.

[14] Σχολ. Ισοκρ. Ευαγ. 6.

[15] Διαπρεπής Αλεξανδρινός Γραμματικός και πολυΐστωρ, του 1ου μ.Χ. αιώνα. Τα ίδια ισχυρι-ζόταν και ο Πτολεμαίος ο Μενδήσιος. Απίων, FHG, iii, σ. 509. Επίσης ο Θράσυλλος. (Thrasyllos, 253. F.Jacoby F.G.H.)

[16] Ωδές, III, xix, 1.

[17] «Θυέστης», 115.

[18] 556-468 π.Χ. Bergk “Poetae Lyr. Gr.”, τ. Γ΄.

[19]  2ος π.Χ. αιώνας. Schneider.

[20] Ευρυπίδη «Ορέστης» 932.

[21] Ευρυπίδη «Ηλέκτρα» 1.

[22] «Αινειάδα» VII, 286 και II, 286 αντίστοιχα.

[23] Από το λήμμα Απία. Το λεξικό αυτό συντάχθηκε περί τα τέλη του 10ου αιώνα και θα το επικαλεστούμε πολλές φορές. Η πρώτη έκδοσή του έγινε στη Βενετία το 1499 από το Μάρκο Μουσούρο. Η συλλογή των λέξεων έγινε από έναν ή περισσότερους αγνώστους συγγραφείς, οι οποίοι βασίστηκαν σε πολλούς προγενέστερους και άριστους γραμματικούς. Παρά την ασημαντότητα των ετυμολογιών του, διασώζει αποσπάσματα συγγραμμάτων, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί.

[24] «Διονυσιακά», III, 261.

[25] Ωδές, II, iii, 21.

[26] Catalepton, IX, 33. Oι Ιταλικοί μύθοι θέλουν τη λάρνακα με τη Δανάη και τον μικρό Περσέα να φτάνει στις ακτές του Λάτιου, όπου η Ιναχίδα παντρεύεται τον Πίλουμνο και ιδρύουν την πόλη των Αρδεατών.

[27] «Αινειάδα», VII, 372. O βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος θεωρείτο απόγονος του Ινάχου.

[28] I, 25, 4.

[29] Nauck, απ. 248.

[30] II, 33, 3. Aυσονία είναι η Ιταλία.

[31] Στη μυθολογία αυτές οι αντιλήψεις είναι πολύ συνηθισμένες, στην Πελοπόννησο τη βρίσκουμε και στη μυθολογία του Ευρώτα. Στην Τροία οι ποταμοί Σκάμανδρος, Σιμόεις και Σαγγάριος έχουν γεναρχικό ρόλο στις γενεαλογίες της.

[32] Pater Inachus, Στάτιος-Θηβαϊς- Β.5. 748.

[33] Ο Οβίδιος (Μετ. I, 598), μιλάει για τις πεδιάδες του Λύρκειου με τα πυκνά τους δάση.

[34] Παυσανίας, 2, 15, 5.

[35] Καλλίμαχου «Ύμνοι», 4, 74.

[36] «Χρυσός όνος», VI, 4.

[37] Νόννου «Διονυσιακά», 3, 258-262.

[38] Αναφέρει στο 18, 3, έργο του που δεν διασώζεται «Περί ποταμών».

[39] Βιργίλιου «Αινειάδα», 7, 286.

[40] Βακχυλίδη Διθύραμβος V, «Ιώ» 18.

[41] Καλλίμαχου , 3, 254. Πρόκειται για τον λεγόμενο Κιμμέριο Βόσπορο, τον πορθμό του Κερτς στην Αζοφική θάλασσα.

[42] «Παλατινή Ανθολογία», VII, 169.

[43] Βιργίλιος στα «Γεωργικά». 3, 153.

[44] «Ηλέκτρα» 4-5.

[45] «Ημερολόγιο», III, 657.

[46] «Μεταμορφώσεις», 1, 583. Το θλιμμένο Πηνειό πήγαν να παρηγορήσουν οι Σπερχειός,   Ενιπέας, Απιδανός, Άμφρυσος και Αίας.

[47] «Προμηθέας Δεσμώτης», 715, 599 & 674.

[48] V, 60, 4.

[49] «Μεταμορφώσεις», I 639.

[50]  Ενάλιοι διάλογοι «Νότος…», 1. Επίσης στο «Περί ορχήσεως», 43.

[51] «Περί ερωτικών παθημάτων» Α΄Περί Λύρκου. Η ιστορία παρά Νικαινέτω έν τώ Λύρκω και Απολλονίω Ροδίω Καύνω.

[52] 42.

[53] Α΄, 1-5.

[54] Ιστοριογράφος από την Κύμη της Αιολίδας (4ος π.Χ. αιώνας). Περιηγήθηκε την Ευρώπη, και συνέγραψε σε 30 βιβλία το έργο «Ιστορίαι» του οποίου σώθηκαν αποσπάσματα και όπου περιγράφονται γεγονότα από την κάθοδο των Ηρακλειδών μέχρι το 340 π.Χ. Συνέδεσε την Ιστορία με τη Γεωγραφία. Fr.H.Gr. Ephori, I, 79. Aπό τα σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο II, 168.

[55] Β΄, 41.

[56] «Ελληνική Ανθολογία», VI, 150.

[57] Συρακούσιος του 2ου π.Χ. αιώνα. «Ευρώπη», 44.

[58] 3, 18, 13. Τμήματα του θρόνου (6ου αιώνα π.Χ.), χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστεί το εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής του ομώνυμου λόφου, Ν.Δ. των σημερινών Αμυκλών της Λακωνίας.

[59] 1, 25, 1.

[60] Φ. Ιστορία, XXXV, 32.

[61] «Αινειάδα», I, 792.

[62] Κόιντος ο Σμυρναίος, X, 190.

[63] Hans Georg Beck, «Η Βυζαντινή χιλιετία. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης – Αθήνα 1992.

[64] 2, 7 & 7, 16 αντίστοιχα.

[65] Από το ποίημα «Παλαιόθεν Ελληνίς», γραμμένο το 1927. Εδώ ο Καβάφης βασίζεται στην εκδοχή ότι ο Σέλευκος ο Νικάτορας μετονόμασε την πόλη σε Αντιόχεια από Ιώνη, αποικία των Αργείων.

[66] Ν.Α. τμήμα Ηπείρου.

[67] Περιοχή στα σύνορα Αιτωλίας-Ακαρνανίας.

[68] Η Περραιβία ήταν τμήμα της Θεσσαλίας μεταξύ Ολύμπου και Καμβουνίων και ο Λάκμος είναι βουνό της Ηπείρου. Η αναφερόμενη τοπογραφία είναι εξωπραγματική.

[69] Απόσπασμα 249-250; Nauck.

[70] 6, 271 & 8, 370 ή και 6, 417.

[71] Ο Μιλήσιος (545-475 π.Χ.) Λογογράφος. Σώζονται αποσπάσματα της Περιόδου γής . Απ. 70-72, FHG I,5.

[72] Στην Πελοπόννησο: Ευρώτας, Ασωπός Σικυώνιος, Αλφειός.

[73] Muller F.H.Gr I, 28 Ephori.

[74] Σε αποικίες βρίσκουμε ως τοπικό ποτάμι ξανά τον ποταμό της πατρίδας ή και το όνομα της ίδιας δοσμένο στο ποτάμι: Ευρώτας, Σελινούς, Κράθις, Πηνειός, Ενιπέας, Πάμισος, Μηνίος, Λάρισος, Χαλκίς,.

[75] Ησύχιος.

[76] 2, 25, 3.

[77] Παυσανίας 8, 6 4. Συνέδεε την Αργολίδα με την Αρκαδία, διασχίζοντας το Αρτεμίσιο.

[78] Σχολ. Απολλόδωρου Ρόδιου 1, 125.

[79] Ιλιάς Δ 171.

[80] Παυσανίας, 8, 6, 4.

[81] Παυσανίας, 8, 6, 6.

[82] Ι. Ρ. Ραγκαβής, «Τα Ελληνικά», τόμος 2ος, Εν Αθήναις, 1853.  

[83] Βλ. Μichel Seve «Οι Γάλλοι…». Ο Ιωάννης Βαπτιστής Μπουργκινιόν ντε, (1697-1782), υπήρξε σοβαρός γεωγράφος, η δε «Αρχαία Γεωγραφία» του εκδόθηκε το 1815. Αντιπαραβολή του χάρτη του με τον συγκεκριμένο του Φουρμόντ, παρουσιάζει ομοιότητες αλλά λιγώτερα λάθη. Ο λίγες δεκαετίες μεταγενέστερος Jean Denis Barbie du Bocage σχεδίασε δικό του χάρτη της Αργολίδας.

[84] 6-7

[85] Συνηθισμένο έθιμο σ’ όλους τους Έλληνες, όπως σημειώνει και ο Παυσανίας (1, 37, 3), με αφορμή το άγαλμα της Μνησιμάχης στην όχθη του Αττικού Κηφισού, στον οποίο ο γιος της αφιέρωσε τα μαλλιά του. Ο Ίδιος αναφέρεται και στην περίπτωση του Πηλέα, που μνημονεύει ο Όμηρος (Ιλ. Ψ 141), ο οποίος έταξε στον Σπερχειό ποταμό να κόψει την κόμη του γιου του Αχιλλέα, αν επέστρεφε σώος από την Τροία.

[86] Aνάλογη τελετή γινόταν και στην Αθήνα, τα λεγόμενα Πλυντήρια, όπου το ξόανο της Αθηνάς πολιάδος πλενόταν στη θάλασσα του Φαλήρου.

[87] Πηγές της Αργολίδας, που πήραν το όνομά τους από τις κόρες του Δαναού που τις βρήκαν πρώτες.

[88] 5ος ύμνος του Καλλιμάχου του Κυρηναίου «Εις λουτρά της Παλλάδος» στ. 36 και 45-50

[89] Αισχύλου «Σεμέλη», απόσπασμα.

[90] Βασιζόμενος στα «Αργολικά» του Τιμόθεου και στο Β΄ «Περί ποταμών» του Αγάθωνα του Σαμίου.

[91] Δ, 36, 12. Ο Ιωάννης από τους Στόβους της Μακεδονίας ήταν Γραμματικός του 5ου μ.Χ. αιώνα. Το 4τομο έργο του περιλαμβάνει συμπεράσματα σταχυολογημένα από περισσότερους των 500 συγγραφέων, που πολλών τα έργα δεν σώζονται. Εδώ βασίζεται στο Β΄ «Περί ποταμών» κάποιου Σάμιου Αγάθωνα.

[92] στ.486.

[93]   574.

[94] «Θηβαΐς», IV, 118. Για τα προηγούμενα αυτού του αποσπάσματος, βλ. π. Αργ. Κηφισός. Ο Ταύρος, παραπέμπει στη βροχή, ενώ οι Πλειάδες βρίσκονται κι αυτές στον αστερισμό του Ταύρου. Γη του Περσέα είναι η Αργεία.

[95] Χαλκιδαίος του 3ου π.Χ. αιώνα.

[96] Πόλη της Κάτω Αιγύπτου, φημισμένη για τους παπύρους της. Το 1933, δημοσιεύτηκε το περιεχόμενο παπύρων του 2ου π.Χ. αιώνα, που περιλάμβανε 80 στίχους του “Ινάχου”(The Tebtunis Papyri 692). To 1956 o Lobel εξέδωσε 23 τόμους Οξυρρυγχιανών παπύρων, όπου ο 2369 πάπυρος του τέλους 1ου π.Χ.-αρχές 1ου μ.Χ, αιώνα, ταυτίστηκε με τον “Ίναχο” (Βλ. Ι.Θ.Κακριδή «Μελέτες…»: Ο Ίναχος του Σοφοκλή).

[97] «Ηρακλής επί της Οίτης», 139.

[98] Ι, 3, 20.

[99] 18,2-3

[100] Όνομα που είχε Κρητικός ιερέας – εξορκιστής, που έκανε καθαρμό στον Απόλλωνα για τον φόνο του Πύθωνα (Παυσανίας 2, 7, 7 & 10,7,2). Η Κρητική προέλευση του ονόματος είναι προφανής.

[101] Αυτός που ακμαία τρέχει προς την άλα (θάλασσα). Ίσως, επίσης, αυτός που έχει μεγάλη ακμή-απόσταση-από τη θάλασσα, ονομασία που δικαιολογείται από το μεγάλο-σε σχέση με τους υπόλοιπους ποταμούς της Αργολίδας-μήκος του Ίναχου. Το όνομα έχει και ο επιμηκέστατος (μέσα στα ελληνικά όρια) ομώνυμος Μακεδονικός ποταμός.

[102] Το ίδιο και τα ονόματα Μυκήνες, Δαναΐδες κ.ά. αλλά και το Καρμάνωρ. Επειδή οι Φοίνικες είχαν σχέσεις με τους Κρήτες, ιδίως από τον ιη΄αιώνα, ίσως τελικά η προέλευση να είναι φοινικική.

[103] Αθ. Σταγειρίτη «Ωγυγία», τ. Δ΄, Μέρος Στ΄, Βίβλος Γ΄. Ο συγγραφέας, καταγόμενος από την Μακεδονία, χρημάτισε καθηγητής της Ελληνικής στην Καισαροβασιλική Ακαδημία Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης. Πάντως, το όνομα Ενάχ ή Ενάκ, είναι όνομα γίγαντα στην Π. Διαθήκη, από τον οποίο κατάγονται οι Ενακίτες ή γενεαί Ενάχ ή Ενακείμ, γίγαντες επίσης, που εξοντώθηκαν από τον Ιησού του Ναυή. Όσοι σώθηκαν, συγχωνεύθηκαν με τους Φιλισταίους.

[104] Βλ. και Αναγνωστόπουλου Θ., «Ίναχος ο ποταμός…».

[105] Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά», 13.

[106] Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά» 41. Είναι ο σημερινός Βυθισιάκουλας.

[107] Φαλμεράυερ, Vasmer.

[108] Oνομασία που αναφέρεται και σε τίτλο χαλκογραφίας των Cox και Radclyffe βασισμένης σε σχέδιο του Herve και δημοσιευμένης στην πρώτη έκδοση του 1839 του βιβλίου Ελλάδα του Wordsworth. Επίσης, έτσι γράφεται και σε χάρτες του 1683 (G.Delisle) και του 1685 (Maure Cerigo), σε άλλο λίγο μεταγενέστερο, του Mattheus Seutter (Peloponnesus Hodie MOREA) και στους χάρτες των Μ.Α.Βaudrand La Grece, 1716 και La Moree, autrefois le Peloponnese, 1729. Ο Vasmer το συσχετίζει με το σλαβικό Plavbnica.

[109] «Φ. Ιστ.», IV, 17.

[110] Σκωτσέζος διπλωμάτης.

[111] Πρόκειται αντίστοιχα για μικρό ποταμό της Θήβας, παραπόταμο του Θεσπιού, που καταλήγει στην Υλίκη και για τον παραπόταμο (στην αρχαιότητα) του αττικού Κηφισού.

 

Κωνσταντίνος Π. Δάρμος, «Οι Αρχαίοι Ποταμοί της Αργολίδας». Έκδοση: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Άργος, Δεκέμβριος, 2013.

 


Filed under: Άργος, Αρχαίοι Ποταμοί, Μυθολογία Tagged: Argolikos Arghival Library History and Culture, Inachos, Άργος, Ίναχος ποταμός, Αρχαίοι Ποταμοί, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Δάρμος Κώστας, Ιστορία, Καρμάνωρ, Μυθολογία, Πάνιτσα, Πελοπόννησος, Ποταμοί
Viewing all 234 articles
Browse latest View live