Κανταρτζήδες στο Άργος
Οι κανταρτζήδες ή κανταριστές ήταν οι άνθρωποι που ζύγιζαν με το καντάρι οτιδήποτε, αλλά κυρίως αγροτικά προϊόντα: κοφίνια με πεπόνια ή ντομάτες, δέματα καπνού (τέγκια), τσουβάλια με δημητριακά και άλλα πολλά.
Ο κανταρτζής, φτωχός άνθρωπος με ελάχιστη ή καθόλου περιουσία, δούλευε όπου έβρισκε μεροκάματο, κι όταν τον καλούσαν οι δουλειές του ζυγίσματος, έπαιρνε το καντάρι του [είδος ζυγαριάς] κι ένα μακρύ στρογγυλό ξύλο, τη μαναβέλα, κι έτρεχε στην πιάτσα.
Έβαζε τη μαναβέλα στον ώμο του και στον ώμο του παραγωγού ή του πελάτη, περνούσε τον κρίκο του κανταριού στη μαναβέλα, τέντωναν τα πόδια τους κι οι δύο, και το σακί με το σιτάρι – ας πούμε – που το είχανε αγκαλιάσει με τις αλυσίδες, σηκωνότανε στον αέρα. Τραβούσε ύστερα τα δράμια επάνω στον αριθμημένο βραχίονα μέχρι να ισορροπήσει κι ύστερα αναφωνούσαν: «Πενήντα οκάδες»!
Ύστερα το επόμενο σακί κι ύστερα ο άλλος πελάτης. Και μαζεύονταν κάμποσοι κανταρτζήδες στη μικρή πλατεία, όπου γινόταν η αγοραπωλησία των σιτηρών, γι’ αυτό και η πλατεία αυτή ονομάστηκε Σιταροπάζαρο, στην οδό Κορίνθου στο Άργος. Πρόκειται για την πλατεία Δερβενακίων, όπως μετονομάστηκε αργότερα, αλλά οι Αργείοι προτιμούν την παλιά ονομασία, όπως την επέβαλε ο λαός και τη λένε Σταροπάζαρο ή Σιταροπάζαρο και κάποτε πλατεία Δερβενακίων.
Εκεί, λοιπόν, από πολύ παλιά, από τη δεκαετία 1930 κι ακόμη παλιότερα ίσως, έφταναν οι αγρότες με τα άλογά τους φορτωμένα με σιτάρι ή με τις άμαξές τους, για να πουλήσουν το σιτάρι που θα τους περίσσευε μετά τα αλωνίσματα. Γιατί πολλοί δεν είχαν σιτάρι ή ήταν η παραγωγή τους μικρή κι έπρεπε να εξασφαλίσουν ψωμί για την οικογένειά τους. Και δεν ήταν Αργείοι μόνο οι αγοραστές αλλά και πολλοί από τα γύρω χωριά, οι οποίοι προτιμούσαν να αγοράζουν σιτάρι από τον παραγωγό και όχι από τον έμπορο ή τον μυλωνά.
Τέτοιες μέρες η μικρή πλατεία στην οδό Κορίνθου ζωήρευε. Γινότανε χαμός με τα γαϊδορομούλαρα, τις άμαξες, τα τραχτέρια αργότερα, με τα στάρια και τις φωνές του κόσμου και προπαντός με τις φωνές και τους καβγάδες των κανταρτζήδων, που συναγωνίζονταν ποιος θα ζυγίσει περισσότερα, φυσικά με το αζημίωτο.
Πηγή
- Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.