Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 237

Ετυμολογικές παρατηρήσεις σε νέα επιγραφικά κείμενα του Άργους

$
0
0

Ετυμολογικές παρατηρήσεις σε νέα επιγραφικά κείμενα του Άργους – Χαράλαμπος Β. Κριτζάς


 

 Συνοπτική παρουσίαση των επιγραφικών ευρημάτων από τη σωστική ανασκαφή του θησαυροφυλακίου της Αθηνάς Πολιάδος στο Άργος. Βρέθηκαν 134 μπρούντζινες πινακίδες (καθαρίστηκαν και αναγνώστηκαν (ως τότε)  οι 106), οι οποίες χρησίμευαν ως αποδείξεις κατά την ανάληψη ποσών χρυσού ή αργύρου. Η γλώσσα τους είναι η δωρική και ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά σημειώνεται ενδεικτικά η παρουσία του δίγαμμα (<F>) στο β’ συνθετικό -ποιFός, σπάνιες ή ακόμη και αμάρτυρες ως τότε λέξεις, ανάμεσα στις οποίες και προσωπωνύμια (π.χ. Εὐρύγοος, Λάσυτος), τοπωνύμια (π.χ. Λαπάρσα)…

 

Κατά τα έτη 2000-2001 η Δ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Ναυπλίου) πραγματοποίησε σωστική ανασκαφή, υπό τη διεύθυνση της Δρος Άλκηστης Παπαδημητρίου, στο μικρό οικόπεδο Ευάγγελου Σμυρναίου, στην οδό Κορίνθου 48 στο Άργος.[1] Το οικόπεδο βρίσκεται περί τα 800-900 μ. ΒΑ της αρχαίας Αγοράς, σε μια περιοχή που μέχρι τώρα είχε δώσει κυρίως τάφους και γενικά πιστεύαμε ότι βρισκόταν εκτός των τειχών.

Πράγματι, στα κατώτερα στρώματα του συγκεκριμένου οικοπέδου, σε βάθος περίπου 3μ., κάτω από ποτάμιες προσχώσεις, βρέθηκαν 2 τάφοι της γεωμετρικής περιόδου. Πάνω από αυτούς υπήρχε χαλικόστρωτο δάπεδο, επί του οποίου είχε κτισθεί, πιθανώς στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., ένα περίπου ορθογώνιο δωμάτιο. Κατά μήκος του κύριου άξονα του δωματίου (Α-Δ) βρέθηκε μια σειρά από λίθινες θήκες, καθώς και ένα μεγάλο κρατηροειδές πήλινο αγγείο και ένα επίσης μεγάλο λεβητοειδές χάλκινο αγγείο. Όλα ήταν θαμμένα στο δάπεδο και καλυμμένα με βαρειές λίθινες πλάκες. Όταν διαλύθηκε ο νότιος τοίχος του δωματίου, βρέθηκε κάτω από αυτόν μια σειρά από 6 πήλινα αγγεία, καλυμμένα επίσης με κεραμίδες ή λίθινες πλάκες, αλλά κενά.

 

Η ανάσυρση της πλάκας που κάλυπτε το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Ορισμένες από τις λίθινες θήκες βρέθηκαν επίσης κενές. Άλλες όμως, καθώς και το πήλινο και χάλκινο αγγείο στον κεντρικό άξονα του δωματίου, περιείχαν χαλκούς ενεπίγραφους πίνακες.

Συγκεκριμένα, σε μια λίθινη θήκη βρέθηκε ένας μόνο πίνακας, σε σχήμα ποδός μήκους 32 εκ.[2] Μια άλλη λίθινη θήκη περιείχε 53 πίνακες (από τους οποίους οι 2 ήταν μολύβδινοι και οι λοιποί χάλκινοι). Το πήλινο αγγείο περιείχε 54 χαλκούς πίνακες, ενώ το χάλκινο αγγείο περιείχε 3 άλλα μικρότερα χάλκινα αγγεία (1 τριφυλλόστομη οινοχόη και 2 φιάλες), κάτω από τα οποία υπήρχαν επίσης 25 ή 26 χάλκινοι πίνακες. Έτσι το σύνολο των ενεπίγραφων  πινάκων ανέρχεται σε περίπου 134, από τους οποίους έχουν καθαρισθεί και αναγνωσθεί μέχρι τώρα οι 106.

 

Το πήλινο και το χάλκινο αγγείο με τις ενεπίγραφες πινακίδες.

 

Ο χαρακτήρας όλων των κειμένων είναι οικονομικός-λογιστικός. Πρόκειται για το οικονομικό αρχείο του Ιερού της Παλλάδος Αθηνάς, που σύμφωνα με τη γνωστή πρακτική έπαιζε ρόλο κεντρικής τράπεζας του Άργους. Ακόμη και τα χρήματα της Ήρας κατετίθεντο στο θησαυρό της Παλλάδος και με κατάλληλες επενδύσεις (δανεισμό, τοκισμό κλπ.) εξυπηρετούσαν θρησκευτικές, διοικητικές και στρατιωτικές ανάγκες της πόλεως-κράτους.

Ένα κομμάτι χρυσού σύρματος, καθώς και πολλές δεκάδες μικροσκοπικών ψηγματίων[3] χρυσού και αργύρου, που βρέθηκαν κυρίως μέσα στο πήλινο και το χάλκινο αγγείο, αλλά και ρητές αναφορές στα ίδια τα κείμενα, πείθουν ότι οι ίδιες οι καλυμμένες με βαρύτατες πλάκες[4] λίθινες θήκες και τα αγγεία αποτελούσαν ένα είδος πρωτόγονων θησαυροφυλακίων (θησαυρῶν), όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις.[5]

Όταν γίνονταν αναλήψεις ή καταθέσεις χρημάτων ή πολυτίμων μετάλλων, έβαζαν μέσα στις θήκες, ως υποκατάστατα ή αποδεικτικά, τις ενεπίγραφες πλάκες. Πλησιέστερο αρχαιολογικό παράλληλο είναι η κυλινδρική λίθινη θήκη του ιερού του Ολυμπίου Διός στους Επιζεφυρίους Λοκρούς, με 39 χάλκινους πίνακες όμοιου περιεχομένου.[6]

Τα ίδια τα κείμενα αποκαλούν τις λίθινες θήκες πέτρους (εν. ὁ πέτρος), τα πήλινα αγγγεία (ή γενικώς τα αγγεία;) λέκεα (εν. τὸ λέκος) και τους χαλκούς πίνακες τελαμῶνας χαλκέονς. Οι εκφράσεις hέλοντο ἐκ τõ πέτρο πὰρ Παλλάδος και κατέθεν ἐνς τὸν πέτρον πὰρ Παλλάδι χρησιμοποιούνται αντίστοιχα για τις αναλήψεις και καταθέσεις χρημάτων από ή στον θησαυρό της θεάς.

Οι πίνακες είναι γραμμένοι με έκκρουστη τεχνική, σε αργειακό επιχώριο αλφάβητο, με ελάχιστα και σποραδικά δείγματα ιωνικού τύπου γραμμάτων. Απουσιάζει εντελώς το , ενώ διατηρείται το F και το σημείο του δασέος (κλειστό ΕΙ), τόσο στην αρχή, όσο και στο μέσο των λέξεων. Η διάλεκτος είναι η αργολική και το αριθμητικό σύστημα το λεγόμενο μικτό ακροφωνικό του Άργους. Πολλοί πίνακες μιας λίθινης θήκης ήταν παλίμψηστοι. Διακρίναμε επίσης πολλά διαφορετικά χέρια χαρακτών.

 

Ο πίνακας ΟΜ 114 από το πήλινο αγγείο (λέκος) μετά τον καθαρισμό.

 

Με μόνα τα παλαιογραφικά κριτήρια, οι πίνακες θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Όμως εσωτερικές ενδείξεις και κυρίως ρητές αναφορές στον Κορινθιακό πόλεμο (394-386 π.Χ.) και στις εσωτερικές ταραχές στο Άργος, που κατέληξαν στον Σκυταλισμό (370 π.Χ.), μας οδηγούν να προτείνομε μια χρονολόγηση στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ. Παράλληλα, προσωπογραφικοί και άλλοι συσχετισμοί μας πείθουν, ότι οι πίνακες των διαφόρων θηκών και δοχείων, έστω και αν δεν είναι απολύτως σύγχρονοι, δεν πρέπει να απέχουν χρονικά πολύ μεταξύ τους.[7]

Τα νέα κείμενα μας προσφέρουν ένα πλήθος άγνωστων στοιχείων για τους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς του Άργους, την ιστορική γεωγραφία, την προσωπογραφία, τις πανηγύρεις και τους αγώνες. Δίνουν επίσης πολύτιμες πληροφορίες για το ιερό του Ηραίου, την ανοικοδόμηση του νέου ναού και την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Ήρας.

 

Ο νεότερος ναός της Ήρας.

 

Ήδη έχουν γίνει πρόδρομες ανακοινώσεις για το σπουδαίο αυτό εύρημα και έχουν δημοσιευθεί ή είναι υπό εκτύπωση διάφορα σχετικά άρθρα,[8] εν αναμονή της τελικής δημοσίευσης, την οποία προετοιμάζει ο υπογραφόμενος.

Κατωτέρω θα γίνει σύντομη παρουσίαση μιας σειράς αμάρτυρων λέξεων και κυρίων ονομάτων και θα προταθεί ορθότερη ανάγνωση ορισμένων άλλων.

 

α. Δοματοποιϝοὶ ἐνς Hέραν

 

Τα κείμενά μας μνημονεύουν διάφορα σώματα αρχόντων, καθώς και ποικίλες επιτροπές, που έχουν την ευθύνη για την κατασκευή έργων δημόσιου χαρακτήρα και για τις σχετικές προμήθειες. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται οι αμάρτυροι μέχρι σήμερα Δοματοποιϝοὶ ἐνς Hέραν.

Ως προς την ετυμολογία, τα πράγματα είναι μάλλον σαφή: Δωματοποιοὶ είναι οι υπεύθυνοι για την κατασκευή του δώματος, που προκειμένου για θεούς σημαίνει το ναό, ιδίως σε ποιητικά κείμενα.[9] Επομένως οι Δωματοποιοὶ ἐνς Ἥραν πρέπει να ήταν οι υπεύθυνοι για την ανοικοδόμηση του νέου ναού στο ιερό του Ηραίου, μετά την πυρκαϊά του 423 π.Χ. που κατέστρεψε τον παλαιό.[10]

Αντίστοιχες επιτροπές είναι γνωστές και αλλού, όπως για παράδειγμα οι ναοποιοὶ στους Δελφούς,[11] οι ναποῖαι στην Κω,[12] οι θυμελοποιοὶ ή θυμελοποῖαι στην Επίδαυρο (για τη Θόλο).[13]

Από γραμματικής πλευράς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το β’ συνθετικό της λέξεως, ποιϝός, το οποίο για πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, διατηρεί το δίγαμμα.[14] Είχαμε ήδη σε αργειακές επιγραφές τύπους του αορίστου του ρήματος ποιϝέω με ϝ μεταξύ φωνηέντων, με γνωστότερο παράδειγμα την υπογραφή Πολυμέδες ἐποίϝεh’ Ἀργεῖος, στη βάση των αργειακών κούρων των Δελφών.[15] Όμοιοι τύποι απαντούν και σε βοιωτικές επιγραφές.[16]

Με βάση κυρίως αυτούς τους τύπους του αορίστου, το ρήμα ποιϝέω έχει θεωρηθεί παράγωγο του αμάρτυρου ονόματος *ποιϝός, που, όπως σημειώνει ο Chantraine,[17] απαντά μόνο σε σύνθετα του τύπου κλινοποιός, λογοποιός κλπ. Στα ανωτέρω προστίθεται τώρα και το αμάρτυρο Δωματοποιϝός, που διατηρεί το χρήσιμο για την ετυμολογία δίγαμμα.

 

β. Ηεδοποιϝοὶ ἐνς Ηέραν

 

Ανάλογου σχηματισμού είναι και η αμάρτυρη επίσης λέξη (Η)εδοποιϝός.[18] Σημαίνει κυριολεκτικά τον κατασκευαστή του ἕδους και εν προκειμένω το μέλος της επιτροπής που θα είχε την ευθύνη για την κατασκευή του ἕδους.

Από τα συμφραζόμενα των κειμένων μας (τοὶ Ἐδοποιϝοὶ ἐνς Ηέραν hέλοντο χρυσίον ποὶ τὸ ἔδος) δεν μένει αμφιβολία, ότι πρόκειται για την επιτροπή που είχε ορισθεί ως υπεύθυνη για την κατασκευή του χρυσελεφαντίνου αγάλματος της Ήρας στο νέο ναό του Ηραίου.[19]

Η λ. ἕδος έχει ποικίλες σημασίες.[20] Από την αρχική σημασία «κάθισμα», έλαβε την έννοια του χώρου όπου κάποιος (ιδιαίτερα οι θεοί) έχει την έδρα του, εκεί όπου εδρεύει. Κατ’ επέκταση σημαίνει το άγαλμα του θεού, όχι αναγκαστικά καθήμενου.[21] Οι λεξικογράφοι παραδίδουν και τη σημασία «ναός, ἱερόν», που έλαβε μεταγενέστερα.

Η αμάρτυρη λέξη (Η)εδοποιϝὸς προστίθεται τώρα στη σειρά των όρων που σημαίνουν τον κατασκευαστή αγαλμάτων.[22] Συγγενέστερος είναι ο όρος ἀγαλματοποιός,[23] αλλά εκτός από αυτόν ο Πολυδεύκης[24] παραθέτει και τους όρους ἀγαλματουργός, θεοποιός, θεοπλάστης. Για τους κατασκευαστές αγαλμάτων κοινών θνητών χρησιμοποιείται ο συνήθης όρος ἀνδριαντοποιὸς[25] και ἀνδριαντουργὸς[26] και ο σπανιότερος ἀνθρωποποιός.[27] Υπάρχουν τέλος οι όροι πλάστης[28] και σπανιότερα γλύπτης[29], καθώς και λιθουργός.[30]

Ο Πολύκλειτος ο Αργείος, στον οποίο η φιλολογική παράδοση αποδίδει το  χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας,[31] αποκαλείται από τις πηγές ἀγαλματοποιός[32] ἀνδριαντοποιός[33], πλάστης.[34] Τέλος, παρά τη γλώσσα του Ησύχιου ἑδοξοεῖ· ἀγαλματοποιεῖ, δεν έχει βρεθεί μέχρι τώρα ο όρος *ἑδοξόος.

 

γ. Εὐξοϊδεῖον

 

Συναφής με το έργο των ανωτέρω δύο επιτροπών είναι και η αμάρτυρη λέξη τὸ εὐξοϊδεῖον. Τα κείμενά μας αναφέρουν μιαν επιτροπή Ἀρτύνα τõ εὐξοϊδείο.[35] Η λέξη είναι σύνθετη από το επίρρημα εὖ+ξοΐς (< ξέω), ενώ η κατάληξη δείχνει ότι πρόκειται για κάποιο εργαστήριο, όπως τα ανάλογα ξυλουργεῖον, χαλκουργεῖον, λιθουργεῖον, λιθοξοεῖον κλπ. Η ετυμολογία δείχνει, ότι πρόκειται για εργαστήριο όπου γίνονταν λεπτουργικές εργασίες. Επειδή στην επιγραφή που απαντά η λέξη γίνεται λόγος για ανάληψη χρημάτων από μια Ἀρτύνα θυρομάτον, δεν αποκλείεται το εὐξοϊδεῖον να έχει σχέση με λεπτές εργασίες στα θυρώματα του ναού της Ήρας, ιδιαίτερα στο μεγάλο θύρωμα διαστάσεων περίπου 6,00×3,50 μ. Δεδομένου ότι το ποσόν που διατίθεται συνολικά είναι ιδιαίτερα υψηλό (14.100 αργυρές δραχμές), φαίνεται ότι το θύρωμα ήταν από πολύτιμα ξύλα και πιθανότατα είχε διακοσμήσεις από ελεφαντοστούν και πολύτιμα μέταλλα, όπως το θύρωμα του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.[36]

Επομένως το εὐξοϊδεῖον του Ηραίου θα μπορούσε να ήταν εργαστήριο για λεπτές εργασίες ξυλογλυπτικής ή και κατεργασίας ἐλέφαντος, χωρίς να αποκλείονται και εργασίες λιθογλυπτικής, δεδομένου ότι ο όρος θυρώματα μπορεί να σημαίνει τόσο τα κινητά φύλλα της θύρας, όσο και το λίθινο ή μαρμάρινο περιθύρωμα.[37]

Τέλος, με βάση τη γλώσσα του Ησύχιου που προαναφέραμε, ἑδοξοεῖ· ἀγαλματοποιεῖ, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση να χρησίμευε το εὐξοϊδεῖον και ως χώρος κατασκευής των διαφόρων μερών του πολύτιμου χρυσελεφαντίνου αγάλματος.

Πάντως μέχρι σήμερα δεν έχομε το σύνθετο ρήμα εὐξέω, παρά μόνο τα επίθετα εὔξοος, ἐΰξοος και εὔξεστος, ἐΰξεστος. Το ρήμα απαντά σύνθετο με διάφορες προθέσεις: ἀμφιξέω, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, παρα-, περι-, ὑπο- και τα αντίστοιχα ουσιαστικά ἀναξοά, ἐπιξοά, κλπ.

Είναι γνωστή η ύπαρξη εργαστηρίων σε όλα σχεδόν τα μεγάλα ιερά.[38] Συνήθως ήταν σχετικά πρόχειρες κατασκευές κοντά στους υπό οικοδόμηση ναούς, που κατεδαφίζονταν μετά την περάτωση των έργων. Άλλοτε πάλι διετηρούντο ως αξιοθέατα, όπως το περίφημο εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία,[39] το οποίο στα χρόνια ακόμα του Παυσανία[40] είχε λατρευτική χρήση. Αργότερα στη θέση του κτίσθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική, που εν μέρει το ενσωμάτωσε.

Για τη θέση του εὐξοϊδείου του Ηραίου μπορούν να διατυπωθούν πολλές υποθέσεις. Η μορφολογία του εδάφους (ομαλή κλίση μέχρι τον γειτονικό ναό) θα συνηγορούσε για την ταύτισή του με το λεγόμενο Βορειοδυτικό Κτήριο (VIII),[41] όπως είχε ήδη προτείνει ο Thiersch,[42] όμως δεν υπάρχει επιβεβαίωση  από επί τόπου ευρήματα.

 

δ. Οι Ἀνελατϵρες

 

Επιστρέφοντας στα σώματα αρχόντων θα εξετάσομε τους αμάρτυρους μέχρι τώρα  Ἀνελατερες  (Ἀνελατῆρες).  Πρόκειται  για  ουσιαστικό  του  ενεργούντος προσώπου, παράγωγο του ρήματος ἀνελάω-ἀνελαύνω.[43] Το ίδιο ρήμα απαντά τόσο σε απλή μορφή (ἐλάω-ἐλαύνω), όσο και σύνθετο με όλες σχεδόν τις προθέσεις (περιέργως εκτός από την ἀνά) και με διάφορες σημασίες.[44] Ορισμένοι τύποι της προστακτικής σε επιγραφές δωρικής διαλέκτου, όπως ἐλάτω, ποτελάτω, ἐπελάσθω (βλ. κατωτ.), οδήγησαν μερικούς γλωσσολόγους να υποθέσουν και ένα τύπο ενεστώτος χωρίς θεματικό φωνήεν, ἔλαμι.[45] Ήδη σε πινακίδες της Γραμμικής Β Γραφής υπάρχει ο τύπος του τρίτου ενικού προσώπου αορίστου ή μέλλοντος e-ra-se με τη σημασία του οδηγώ (πρόβατα).[46] Αυτή είναι και η κύρια σημασία του απλού ρήματος, που παράλληλα σημαίνει (απ)ωθώ, διώκω, οδηγώ (επομένως ταξιδεύω με) άρμα, άλογο κλπ., σφυρηλατώ μέταλλα.

Το ουσιαστικό του ενεργούντος προσώπου, ἐλατήρ, σημαίνει κυρίως αυτόν  που οδηγεί ζώα ή άρμα. Με την τελευταία σημασία απαντά και ως λατρευτικό επίθετο του Ποσειδώνος στην Αρκαδία,[47] παράλληλα με το Ἐλάτης,[48] που ήταν εν χρήσει στην Αττική. Ένα είδος πεπλατυσμένου ποπάνου ονομαζόταν επίσης ἐλατὴρ ή ἔλατρον.[49]

Αλλά ἐλατὴρ[50] και κυρίως το επίθετος ἐλατήριος σημαίνει «αυτός που εκδιώκει, που απομακρύνει», ιδίως το κακό. Σε αρχαϊκή επιγραφή από τις γειτονικές προς το Άργος Κλεωνές, με κανονισμό θρησκευτικού περιεχομένου,[51] ο όρος ἐλατήριον ἀπόβαμ(μ)α έχει την έννοια του ύδατος καθαρμού. Με την ίδια σημασία το επίθετο απαντά και στον Αισχύλο.[52] Στη συνέχεια όμως η λέξη έλαβε τη σημασία του καθαρκτικού φαρμάκου για ιατρικούς σκοπούς.[53]

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του Πλουτάρχου, ότι στο Άργος αποκαλούσαν ἐλασίους όσους θεωρούσαν ότι είχαν την ιδιότητα να αποτρέπουν την επιληψία, για τους οποίους πίστευαν ότι ήταν απόγονοι της θυγατέρας του Αμφιαράου, Αλεξίδας.[54]

Την έννοια του διώκτου των κακούργων και γενικά των ασεβών έχει το επίθετο του Διός, Ἐλάστερος, που απαντά σε επιγραφές της Πάρου.[55] Το ίδιο ουσιαστικοποιημένο επίθετο φέρουν οι χθόνιοι δαίμονες, διώκτες των μιαρών κακούργων, στον ιερό νόμο από τον Σελινούντα που δημοσιεύθηκε το 1993 και αναζωπύρωσε τη συζήτηση για τη σημασία της λέξης ἐλάστερος.[56] Σημαίνει κυρίως τον διώκτη και τιμωρό ηθικών παραπτωμάτων.[57]

Αντίθετα, το γεγονός ότι οι δικοί μας Ἀνελατῆρες, που έχουν και δύο γραμματείς, παραδίδουν χρήματα στο ιερό ταμείο, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι πρόκειται για σώμα που διώκει παρανομούντες και επιβάλλει και εισπράττει πρόστιμα για διάφορες παραβάσεις. Δεν αποκλείεται αρχικά η δίωξη και η επιβολή προστίμων από τους Ἀνελατῆρες να γινόταν για παραβάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξεις ιεροσυλίας, διαφθοράς στο πλαίσιο των αγώνων κλπ. Όμως μια σειρά παραδειγμάτων χρήσεως του ρήματος ἐλαύνω, συνθέτου με διάφορες προθέσεις, με τη σημασία του διώκω και επιβάλλω χρηματικές κυρίως ποινές για πράξεις ή παραβάσεις όχι αυστηρά θρησκευτικού χαρακτήρα, δείχνει ότι οι δικαιοδοσίες των Ἀνελατήρων ήταν ευρύτερες.

Μια επιγραφή πιθανότατα από το ίδιο το Άργος,[58] σχετική με τον θησαυρό της Αθηνάς, προβλέπει ότι όποιος αποδώσει ευθύνη στη βουλή και τους λοιπούς άρχοντες, που πήραν απόφαση να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα της θεάς πιθανώς για πολεμικές ανάγκες, αυτός να καταδικασθεί σε εξορία, τα υπάρχοντά του να δημευθούν και να καθιερωθούν στη θεά και η βουλή που θα  είναι τότε να ασκήσει τη δίωξη (hα δὲ βολὰ ποτελάτο).

Ο τύπος ποτελάσει του ίδιου ρήματος ποτελάω (προσελαύνω) απαντά δύο φορές σε χάλκινη επιγραφή από τους Αλιείς, με τη σημασία του «επιβάλλω πρόστιμο».[59]

Στις αρκετά αρχαιότερες αλλά αποσπασματικές επιγραφές της Τίρυνθος υπάρχει η έκφραση hο ἐπιγνόμον ἐπελ̣[ά]στο τὸν ὄϙλον, με την ίδια έννοια.[60]

Στους πίνακες της Ηράκλειας (της Λουκανίας) έχομε την ανάλογη έκφραση (τὼς πολιανόμως) ἐπελάσθω τὰ ἐπιζάμια, με την έννοια επίσης της επιβολής προστίμου.[61]

Τέλος, μια οικοδομική επιγραφή από τη γειτονική στο Άργος Τεγέα,[62] προβλέπει ότι δεν θα μπορούν να αναλάβουν το ίδιο έργο από κοινού περισσότεροι από δύο εργολάβοι: εἰ δὲ μή, ὀ̣φλέτω ἕκαστος πεντήκοντα δαρχμάς, ἐπελασ̣άσθων δὲ οἱ ἁλιασταί.

Παρά τις ελαφρές εννοιολογικές αποχρώσεις των διαφόρων συνθέτων του ρήματος ἐλάω-ἐλαύνω (ποτελάω, ἐπελάω, *ἀνελάω), είναι σαφές ότι στα συγκεκριμένα παραδείγματα πρέπει η έννοια να είναι σχεδόν ταυτόσημη: «διώκω, επιβάλλω ποινή ή πρόστιμο». Ανάλογα πρέπει να ήταν και τα καθήκοντα του ενεργούντος προσώπου, των Ἀνελατήρων.

 

ε. Οι Ηοδοτϵρες

 

Πρόκειται για αμάρτυρη επίσης αρχή. Δυστυχώς από τα σωζόμενα κείμενά μας δεν προκύπτει ποια ήταν ακριβώς τα καθήκοντά τους. Επειδή γίνεται συχνά μνεία κατασχέσεων περιουσιών και πωλήσεων των υπαρχόντων διαφόρων πολιτικών μάλλον καταδίκων, υπέθεσα αρχικά μια πιθανή ετυμολογική συσχέτιση των Hοδοτήρων με το ρήμα ὁδάω και ὁδέω, «πωλώ».[63] Σε μια τέτοια περίπτωση οι Hοδοτῆρες του Άργους θα ήταν αντίστοιχοι των Αθηναίων Πωλητῶν.[64]

Όμως ένας τέτοιος ετυμολογικός συσχετισμός προσκρούει σε γλωσσολογικά εμπόδια.[65]

Ο  τύπος  hοδοτϵρες  (ὁδωτῆρες)  πρέπει  επομένως  να  είναι  ουσιαστικό  του ενεργούντος προσώπου, που παράγεται από το ρήμα ὁδόω, «οδηγώ, θέτω στον σωστό δρόμο».[66]

Ως προς τη σημασία, θα πρέπει μάλλον να τον συνδέσομε με τα πολεμικά γεγονότα που αναφέρονται στα κείμενα και να υποθέσομε, ότι οι Hοδοτϵρες ήταν αξιωματούχοι υπεύθυνοι για τις χερσαίες οδούς και το δίκτυο επικοινωνίας του Άργους με τις πολυάριθμες κώμες του.

Συγγενείς όροι είναι οι ὁδούρης, ὁδουρός, ὁδοφύλαξ και κυρίως ὁδοποιός, το σώμα των οποίων στην Αθήνα κατά τον Αισχίνην (57.27): σχεδὸν τὴν ὅλην διοίκησιν εἶχον τῆς πόλεως.

Ενδεχομένως οι Ὁδωτῆρες του Άργους να ήταν οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση σε καλή κατάσταση του οδικού δικτύου και για την πρόνοια της ασφαλούς διακίνησης προσώπων και προϊόντων.

 

στ. Οι Σπονδοδίκαι

 

Πρόκειται για αμάρτυρη μέχρι τώρα αρχή, αλλά με σαφή ετυμολογία. Οι Σπονδοδίκαι θα ήταν ένα σώμα αρχόντων υπεύθυνο για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για τη σύναψη ειρήνης (σπονδῶν).

Οι πηγές αναφέρουν ανάλογα σώματα σε άλλες πόλεις: Στη Σπάρτη  μαρτυρούνται οι Διαλλακταί, 10 κατά τον Αριστοτέλη[67] ή 15 κατά τον Ξενοφώντα,[68] που το 403 π.Χ. είχαν σταλεί στην Αθήνα για να διαπραγματευθούν μαζί με τον Παυσανία την ειρήνη και να επιτύχουν τη συμφιλίωση (διαλύσεις) μεταξύ των αντιμαχομένων μερών.

Ο Ησύχιος παραδίδει τον όρο Συναλλακταί, που απαντά και σε μια επιγραφή των Δικαιοπολιτῶν της Μακεδονίας, η οποία παρουσιάσθηκε πρόσφατα.[69]

Τέλος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς[70] αναφέρεται στον αρχαίο θεσμό των Εἰρηνοδικῶν (Fetiales) της Ρώμης, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον βασιλέα Νουμά. Μεταξύ των καθηκόντων τους ήταν οι διαπραγματεύσεις για την αποφυγή πολέμου, τη σύναψη ειρήνης και γενικά την τήρηση των ιερών κανόνων και της νομιμότητας στις διακρατικές σχέσεις.

Δεν γνωρίζομε πότε ακριβώς ιδρύθηκε ο θεσμός των Σπονδοδικῶν στο Άργος. Ο Θουκυδίδης αναφέρει,[71] ότι το 418 π.Χ. ένας από τους 5 στρατηγούς του Άργους, ο Θράσυλλος, πήρε την πρωτοβουλία, συνοδευόμενος από τον πρόξενο των Λακεδαιμονίων στο Άργος, να κάνει διαπραγματεύσεις με τον βασιλέα της Σπάρτης Ἆγιν για σύναψη ειρήνης. Εξ αιτίας αυτής της πρωτοβουλίας του κατηγορήθηκε από τους Αργείους για προδοσία και παρ’ ολίγο να λιθοβοληθεί. Η περιουσία του όμως δημεύθηκε. Ίσως ακόμη τότε δεν είχε συσταθεί το ειδικό αυτό σώμα των Σπονδοδικῶν και δεν αποκλείεται αφορμή της συστάσεώς του να υπήρξε αυτό το επεισόδιο.

Δεν είναι γνωστό πόσο διήρκεσε ο θεσμός. Πάντως, ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς αναφέρει,[72] ότι στην εποχή του (1ος αι. π.Χ.) δεν υπήρχε στην Ελλάδα θεσμός ανάλογος με τους Εἰρηνοδίκας της Ρώμης.

 

ζ. Οι Κριθοχύται

 

Πρόκειται για επίσης αμάρτυρη αρχή. Η λέξη θυμίζει το ουσιαστικό αἱ οὐλοχύται, που σήμαινε τις κριθές με τις οποίες έρραιναν τα ζώα πριν τη θυσία.[73] Υπήρχε μάλιστα και ειδικό αγγείο για αυτόν τον σκοπό, το οὐλοχόϊον,[74] ενώ το σχετικό ρήμα ήταν οὐλοχυτέομαι.[75]

Οι Κριθοχύται του Άργους ήταν σώμα 4 αρχόντων, ενός από κάθε φυλή, που καταθέτουν χρήματα στο ιερό ταμείο, μαζί με μια άλλη άγνωστη αρχή που ονομάζεται ταὶ ἀρτῦναι τõ hαγεμαστικõ.[76] Δεν είναι σαφές εάν τα χρήματα τα εισέπραξαν από κάπου και τα καταθέτουν στο ιερό ταμείο ή αν πρόκειται για επιστροφή κάποιου είδους δανείου που είχαν κάνει από το ιερό ταμείο. Πάντως, ενώ για τις αναλήψεις χρημάτων τα κείμενά μας χρησιμοποιούν τα ρήματα hšλον, hέλοντο ή ἐμετρέhαντο, «δανείσθηκαν», για τις επιστροφές χρησιμοποιούν αντίστοιχα τους όρους ἀπέδον ή ἀπένικον, ενώ εδώ έχομε το ρήμα κατέθεν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ήταν οι Κριθοχύται αυτοί που έκαναν την τελετουργία εξαγνισμού των θυμάτων, για την οποία δεν θα χρειάζονταν ιδιαίτερα χρήματα.

Ένα παρόμοιο σύνθετο, ο ἐλαιοχύτης, σημαίνει τον φαρμακέα, «φαρμακοποιό», αλλά και τον υπηρέτη που έδινε το λάδι στο γυμνάσιο. Υπάρχει και το σχετικό ρήμα ἐλαιοχυτέω.[77]

Στη Γραμμική Β Γραφή υπάρχει αντίστοιχα ο όρος si-to-ko-wo, που αν μεταγραφεί *σιτοχόϝος, σημαίνει «αυτός που μοιράζει σιτηρά».[78]

Μήπως λοιπόν και οι δικοί μας Κριθοχύται είχαν καθήκον να μοιράζουν κριθάρι (ή γενικότερα σιτηρά) για τα δημόσια γεύματα κατά τις πανηγύρεις[79]; Ή μήπως ήταν οι τροφοδότες του στρατού;[80]

Ενδεχομένως η αρχή των Κριθοχυτῶν να συνδέεται με μια άλλη, αμάρτυρη μέχρι τώρα στο Άργος, αρχή των Σιτοπομπῶν.[81] Αυτοί οι Σιτοπονποί (sic), που επιστρέφουν επίσης χρήματα στο ιερό ταμείο, πρέπει να ήταν οι υπεύθυνοι για την τροφοδοσία της πόλεως ή του στρατού με τρόφιμα, κυρίως σιτηρά, την διανομή των οποίων θα έκαναν οι Κριθοχύται.

Ενδιαφέρουσες, αν και έμμεσα σχετικές, είναι και δύο πληροφορίες του Πλουτάρχου. Αναφέρει ότι οι Αργείοι έδιναν κριθὰς στον ιερέα του Απόλλωνος και σε αντάλλαγμα έπαιρναν μερίδα από το κρέας του θυσιαζόμενου μετά από  πένθος ζώου, το οποίο έψηναν και το αποκαλούσαν ἔγκνισμα.[82]

Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει,[83] ότι παλιά οι περισσότεροι από τους Έλληνες πρόσφεραν κριθές για τις θυσίες και ότι στους Οπουντίους τὸν… ἐπὶ τῶν θυσιῶν ἄρχοντα καὶ ταύτας κομιζόμενον τὰς ἀπαρχὰς «κριθολόγον» ὠνόμαζον.

Μετά τις αμάρτυρες αρχές, ας δούμε τώρα μερικές άλλες, νέες επίσης λέξεις:

 

η. Η ἐπεχφορὰ τᾶν δεκατᾶν

 

Στα κείμενα γίνεται συχνά λόγος για χρήματα που κατατίθενται στο ιερό ως δεκάτα Ηέρας. Ορισμένες φορές προσδιορίζεται ότι πρόκειται για δεκάταν ἀπὸ τõ πολέμο. Άλλοτε πάλι αναφέρεται, ότι κατέθεσαν δεκάτας πὰρ φρατρᾶν. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί αποτελεί μιαν επί πλέον ένδειξη, ότι ιερές και δημόσιες γαίες είχαν διανεμηθεί και στις αργειακές φράτρες προς εκμετάλλευση και εκείνες απέδιδαν ένα ενοίκιο, που τα κείμενα το αναφέρουν ως δωτίνα, ενώ παράλληλα κατέθεταν και την δεκάτη στη θεά.[84]

Σε μια περίπτωση ο πίνακας γράφει: Τοἰαρομνάμονες… κατέθεν… τὰν ἐπεχφορὰν τᾶν δεκατᾶν. Η λέξη ἐπεχφορά (ἐπεκφορά) είναι αμάρτυρη.[85] Είναι ήδη γνωστοί οι όροι τὰ ἔκφορα, που σημαίνει «αυτά που παράγει η γη»,[86] και τὸ ἐκφόριον, τὰ ἐκφόρια, που εκτός από την παραπάνω έννοια, σημαίνει κυρίως «το έσοδο από την παραγωγή της γης», το οποίο συχνά πληρωνόταν σε είδος.[87] Υπήρχαν μάλιστα και ειδικοί εισπράκτορες του ἐκφορίου, οι λεγόμενοι ἐκφοριασταί.[88]

Ο κλασικός όμως ορισμός για την έννοια της λέξης ἐκφόριον δίνεται από τον Ψευδο-Αριστοτέλη:[89] αὐτῶν δὲ τούτων (sc. τῶν προσόδων) πρώτη μὲν καὶ κρατίστη ἡ ἀπὸ τῆς γῆς· αὕτη δ’ ἐστὶν ἣν ἡ μὲν ἐκφόριον οἱ δὲ δεκάτην προσαγορεύουσιν.

Επομένως οι όροι ἐκφόριον και δεκάτη είναι περίπου ταυτόσημοι. Αν οι όροι ἐπεχφορὰ και ἐκφόριον είναι επίσης ταυτόσημοι, τότε η έκφραση των κειμένων μας ἐπεχφορὰ τᾶν δεκατᾶν είναι μάλλον πλεονασμός, που σημαίνει «τα έσοδα από τις δεκάτες».

Ας σημειωθεί τέλος, ότι το ρήμα ἐπεκφέρειν σε παπυρικά κείμενα έχει την έννοια «κινώ διαδικασία για την εφαρμογή όρων συμβολαίου».[90]

 

θ. Η hαιρεhία (αἱρεσία)

 

Η αμάρτυρη αυτή λέξη απαντά ως παρασύνθετη: ἀπροαιρεσία, ἀρχαιρεσία, τιμαιρεσία. Η ύπαρξη του θηλυκού άρθρου αποκλείει να έχομε πληθυντικό του ουδετέρου, τὰ αἱρέσια, που στις επιγραφές της Δήλου σημαίνει τις εισφορές που πλήρωναν κατά την εκφόρτωση των πλοίων. Στην απλή της μορφή η λ. hαιρεhία (με το σύμβολο του δασέος κλειστό να δηλώνει το μεταξύ δύο φωνηέντων σίγμα) απαντά στα κείμενά μας όταν γίνεται λόγος για ανάληψη χρημάτων από τα θησαυροφυλάκια του ιερού, δηλαδή τις λίθινες θήκες που αποκαλούνται πέτροι.  Η συνήθης έκφραση είναι:  Οἱ (τάδε άρχοντες)  λονhέλοντο) ἐκ τοῦ πέτρου (τόσο ποσόν). Στη συνέχεια αναγράφονται τα ονόματα όσων ήταν παρόντες ἐπὶ τᾶι hαιρεhίαι. Πρόκειται συνεπώς για ουσιαστικό από το ρήμα αἱρέω, που αποτελεί τεχνικό όρο και σημαίνει την ανάληψη χρημάτων.

 

ι. Ζαμιαῖον

 

Όταν κατατίθενται χρήματα στο ταμείο, χρησιμοποιούνται τα ρήματα καθϵν ή κατέθεν ἐνς τὸν πέτρον. Η ἀρτύνα τῶν θυρωμάτων που προαναφέραμε πάντοτε αναλαμβάνει χρήματα από το ταμείο. Σε μια περίπτωση όμως καταθέτει ένα ποσόν ως ζαμιαῖον παρ’ Ἀρίστιος.

Το ρήμα ζαμιόω-ζημιόω σημαίνει ως γνωστόν «επιβάλλω ποινή» (κυρίως χρηματική). Ήδη στις αρχαϊκές επιγραφές της Τίρυνθος έχομε τον όρο ζαμία με την έννοια της χρηματικής ποινής, του προστίμου.[91] Το ίδιο ρήμα, εν αναφορά       προς το Άργος, απαντά και σε χωρίο του Αριστοτέλη.[92]

Το αμάρτυρο μέχρι τώρα παράγωγο επίθετο ζαμιαῖον, με εννοούμενο ουσιαστικό το ἀργύριον, σημαίνει «το προερχόμενο από το πρόστιμο χρηματικό ποσό». Το ζαμιαῖον (ἀργύριον) εισπράχθηκε από τον εργολάβο ή προμηθευτή υλικών Ἄριστιν και κατατέθηκε, όπως γινόταν συνήθως, στο ιερό ταμείο.

Κάπως ανάλογο είναι το επίθετο ποιναῖον, από το ουσιαστικό ποινή. Όμως η   λ. ποινή, στα παλαιότερα ιδίως χρόνια, σήμαινε και την ανταμοιβή, είχε δηλαδή καλή έννοια. Έτσι και το επίθετο ποιναῖον, σε αναθηματική επιγραφή του 5ου αι. π.Χ. από το ιερό του Ποσειδώνος στην Ισθμία, ερμηνεύεται ως σημαίνον το «ευχαριστήριο δώρο».[93] Σε μεταγενέστερη εποχή όμως το επίθετο ποιναῖος έχει συνήθως τη σημασία του τιμωρού, του εκδικητή, όπως ποιναῖος κῆρ, ποιναῖον βέλος κλπ.[94] Αντίθετα, ενώ η λ. τιμὴ έχει και τη σημασία της ποινής, τιμωρίας, το επίθετο τιμαῖος σημαίνει «ο λίαν τιμώμενος».

 

ια. Ηαϝέθλιμον (ἀργύριον)

  

Ένα σώμα αρχόντων, πιθανότατα ένα είδος επιμελητείας της περιουσίας του ιερού ήταν η Ἐπιγνώμα, αποτελούμενη από 8 Συνεπιγνώμονες, 2 από κάθε φυλή, και 1 γραμματέα. Όταν η Ἐπιγνώμα παραδίδει χρήματα στο ταμείο, συχνά προσδιορίζεται η προέλευση αλλά και ο προορισμός αυτών των χρημάτων, όπως για παράδειγμα Ηαϝεθλοθέταις (τόσο ποσόν). Κατά κανόνα το ποσόν που προέρχεται από την πώληση των δερμάτων των θυσιαζομένων ζώων χαρακτηρίζεται ως hαϝέθλιμον, δηλαδή ως προοριζόμενο να διατεθεί για τους αγώνες γενικά ή για τα βραβεία των αγώνων (hάϝεθλα, ἆθλα).

Σε μιαν αδημοσίευτη επιγραφή της ίδιας εποχής και με οικονομικό επίσης περιεχόμενο υπάρχει η εγγραφή: Δερμάτον, καταθύσιμον ἐνς πενταϝετερίδα (ποσόν). Και στις δύο περιπτώσεις το ουσιαστικό που υπονοείται είναι το ἀργύριον, που στη δεύτερη περίπτωση προοριζόταν για τις θυσίες κατά τα μεγάλα Ἡραῖα. Άλλωστε οι θυσίες και οι αγώνες κατά τις πανηγύρεις ήταν πράγματα αλληλένδετα.

Ως γνωστόν τα βραβεία των Ηραίων, που στη συγκεκριμένη εποχή ονομάζονταν ακόμα Ἑκατόμβουα, ήταν χάλκινα όπλα και σκεύη, η κατασκευή       των οποίων απαιτούσε ένα σεβαστό ποσόν.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα διαθέσεως χρημάτων από δέρματα για τους αγώνες. Για παράδειγμα, σε απολογισμό των ιεροποιών της Δήλου των μέσων του 3ου αι. π.Χ. έχομε την εγγραφή[95]: Εἰς ἆθλα καὶ τοὺς λαμπαδιστὰς ἐλάβομεν παρὰ ταμίου δραχμὰς :Η: καὶ ἡμεῖς ἔδομεν ἐκ τῆς βύρσης τοῦ βοὸς τοῦ εἰς τὰ Ἀπολλώνια, τιμὴ :ΔΔΙΙ.

Σε άλλους απολογισμούς, επίσης από τη Δήλο,[96] υπάρχει ο εξής τύπος εγγραφής: Ἐλάβομεν δὲ καὶ παρὰ τῶν ταμιῶν εἰς ἆθλα (50 δρχ.)· ταύτας κατηθλήσαμεν μετὰ τοῦ ἄρχοντος καὶ τοῦ γυμνασιάρχου. Το ρήμα καταθλέω εδώ έχει τη σημασία «εξοδεύω για τους αγώνες».

Το ίδιο ρήμα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά τον απολογισμό τους οι δικοί μας Ηαϝεθλοθέται, που έλαβαν το hαϝέθλιμον ἀργύριον.

Από τον μεγάλο αριθμό των αμάρτυρων κύριων ονομάτων, που πλουτίζουν σημαντικά την ανθρωπωνυμία και την προσωπογραφία της Αργολίδος, θα περιορισθώ σε μερικά μόνο παραδείγματα.[97]

 

ιβ. Ἄνικις

 

 Ανήκει στην κατηγορία των συνθέτων ονομάτων, των οποίων το β’ συνθετικό έχει συντμηθεί και έχει λάβει το επίθημα -ις, όπως για παράδειγμα Θέο-γν-ις, Ἄρι-μν-ις, Πόλυ-μν-ις κλπ.

Με βάση παραδείγματα όπως το Ἔξ-ακ-ις (από το Ἐξ-ακέστας) μπορούμε να συμπεράνομε σχεδόν με βεβαιότητα, ότι το Ἄ-νικ-ις είναι υποκοριστικό του Ἀνίκατος. Ένα άλλο υποκοριστικό, Ἀννίκης, απαντά στη Χίο τον 5ο αι. π.Χ., και      με τον τύπο Ἀννίκας 4 παραδείγματα στη Μακεδονία, καθώς και ένα του θηλυκού Ἀννίκα.[98]

 

ιγ.ϝόρτιχος

 

 Αμάρτυρο μέχρι τώρα μεταξύ των ονομάτων από το ἑορτή, ἕορτις, όπως τα παλαιά Ἑόρτιος και Ἑορταῖος και τα μεταγενέστερα Ἑόρτη, Ἕορτος, Ἑορτάσιος, Ἑορτυλίς.[99]

Ενδιαφέρον είναι ότι στο παράδειγμά μας διατηρείται το ϝ ενώ απουσιάζει η δασεία. Ο Chantraine,[100] ερευνώντας την ετυμολογία της λ. ἑορτή, είχε υποθέσει έναν αρχικό τύπο *ϝεϝορτᾱ, σημειώνοντας παράλληλα ότι είναι ανεξήγητη η αρχική δάσυνση. Η ψίλωση στο παράδειγμά μας ίσως οφείλεται στη γενικότερη ψιλωτική τάση της αργολικής διαλέκτου ή στο γεγονός ότι διατηρείται το μεταξύ δύο φωνηέντων ϝ.

 

ιδ. Εὐρύγυος

 

Το όνομα, με τη συγκεκριμένη ορθογραφία φαίνεται αμάρτυρο. Υπάρχει βέβαια το Εὐρύγυιος (< εὐρὺς+γυῖον, γυῖα, «τα μέλη του σώματος») ήδη στη Σαπφώ,[101] ενώ και ένας Ἐρίγυιος Μυτιληναῖος (4ος αι. π.Χ.) αναφέρεται από τον Διόδωρο[102] και τον Αρριανό.[103]

Το όνομα Εὐρύγυ<ι>ος, με την έννοια του μεγαλόσωμος θα μπορούσε να ενταχθεί στην ομάδα των επιθέτων από σωματικά χαρακτηριστικά, όπως εὐρυγάστωρ, εὐρύστερνος, εὐρύνωτος κλπ. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα, που μας απαλλάσσει από το να υποθέσομε παράλειψη χάραξης του ιώτα από το χαράκτη.

Στο Άργος είναι επιγραφικά μαρτυρημένη η λ. ὁ γύας (και ἡ γύα), με την έννοια του αγροτεμαχίου, του κλήρου (iugerum).[104] Μήπως λοιπόν το σύνθετο όνομα Εὐρύ-γυος σημαίνει «τον μεγαλοκτηματία, αυτόν που διαθέτει μεγάλο γεωργικό κλήρο»;

Το εὐρύγυος, ως επίθετο, θα εντασσόταν στη σειρά των επιθέτων, όπως εὐρύχο(ω)ρος, «με μεγάλη έκταση», εὐρύαλος (< ἅλως, «με μεγάλα αλώνια»), εὐρύπεδος, «με μεγάλη επιφάνεια», εὐρυάγυια, «πόλη με μεγάλους δρόμους». Ως σχετικό κύριον όνομα σημειώνω το Εὐρύπυλος, «αυτός που έχει μεγάλη πύλη,  επομένως μεγάλη οικία», με 3 παραδείγματα από τη Θεσσαλία.[105]

 

ιε. ϝιταλεὺς

 

Πρόκειται για αμάρτυρο κύριον όνομα. Υπάρχουν βέβαια τα συνηθισμένα ανθρωπωνύμια Ἰταλός, Ἰταλία από τα αντίστοιχα εθνικά-γεωγραφικά. Ο Ησύχιος δίνει τη γλώσσα Ἰταλός· Ρωμαῖος, ταῦρος. Πολλοί άλλοι συγγραφείς, Έλληνες και Λατίνοι, αναφέρουν ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν τους ταύρους ἰταλοὺς και από το όνομα των ταύρων (των μόσχων ειδικότερα, vitulus στα λατινικά) έλαβε το όνομά της η πλούσια σε βοοειδή Ἰταλία (στα οσκικά Viteliů).

Παραθέτω ενδεικτικά ορισμένα χωρία:

Ο Βάρρων διασώζει πληροφορία του ιστορικού του 4ου ή 3ου αι. π.Χ. Τιμαίου, ότι οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τους ταύρους ἰταλούς, από το πλήθος και τον πλούτο των οποίων καθώς και από την παραγωγή (γεννήματα) των μόσχων η χώρα απεκλήθη Ἰταλία.[106] Ανάλογη είναι και η μαρτυρία του Aulus Gellius.[107]

Φαίνεται πως από τα ελληνικά η λέξη πέρασε στις τοπικές διαλέκτους. Ο Δίων Κάσσιος (2ος-3ος αι. μ.Χ.) αναφέρει μιαν άλλη παραλλαγή του μύθου, σύμφωνα με την οποία, όταν ο Ηρακλής οδηγούσε τα βόδια του Γηρυόνου, ένας ταύρος διέφυγε στην Ιταλία: εἶτα ἀπὸ Ἰταλοῦ ἢ ἀφ’ ἑνὸς ταύρου τῶν Γηρυόνου ἀγομένων παρ’ Ἡρακλέος… Ἰταλία ἡ χώρα ἐκλήθη· ἰταλὸν γὰρ Τυρρηνοὶ τὸν ταῦρον καλοῦσιν.[108]

Πιο ενδιαφέρουσα όμως για την περίπτωσή μας είναι η διήγηση του ίδιου επεισοδίου από τον Διονύσιο Αλικαρνασσέα (1ος αι. π.Χ.): Όταν ο Ηρακλής οδηγούσε τα βόδια του Γηρυόνου, ένας δάμαλις διέφυγε και πέρασε κολυμβώντας από το Ρήγιον στη Σικελία. Ο Ηρακλής τον κυνήγησε και ρωτούσε τους εντοπίους αν τον είδαν: τῶν τῇδε ἀνθρώπων Ἑλλάδος μὲν γλώττης ὀλίγα συνιέντων, τῇ δὲ πατρίῳ φωνῇ κατὰ τὰς μηνύσεις τοῦ ζώου καλούντων τὸν δάμαλιν οὐίτουλον, ὥσπερ καὶ νῦν λέγεται, ἐπὶ τοῦ ζώου τὴν χώραν ὀνομάσαι πᾶσαν ὅσην ὁ δάμαλις διῆλθεν Οὐιτουλίαν.[109]

«Ουιταλεύς» λοιπόν πρέπει να προφερόταν και ο δικός μας Αργείος, που το όνομά του διασώζει το πολύτιμο αρχικό δίγαμμα (ϝ).

Ως προς τη σημασία, μπορεί να προσδιοριστεί με συγκριτική μελέτη. Στον Όμηρο απαντά η λ. βοεύς, που έχει όμως τη σημασία σχοινιού από λωρίδες δερμάτων βοδιών. Ευτυχώς η Σούδα παραδίδει τη λ. προβατεύς· ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. Ο ίδιος όρος μαρτυρείται και επιγραφικά στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συνθήκη δύο μικρών πόλεων της Δυτικής Λοκρίδος, της Μυανίας (σημερ. Αγία Ευθυμία) και της Υπνίας (σημερ. Κολοπετινίτσα).[110] Δεν αποκλείεται η αρχική σημασία της λ. ἱππεὺς να ήταν «ο βοσκός κοπαδιών αλόγων».

ϝιταλεὺς λοιπόν πρέπει να ήταν ο ποιμήν των βοδιών, ειδικότερα των μόσχων, που από παρωνύμιο αρχικά, έγινε κύριον όνομα. Ως συνώνυμα ή περίπου συνώνυμά του μπορούν να αναφερθούν τα βοηλάτης, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοσκόπος, βουβότης, βουκέντης, βουκόλος.

 

ιστ. Λάσυτος

 

Το αμάρτυρο αυτό όνομα είναι σύνθετο από το θέμα λᾱ (< λᾱϝός)[111] και το επίθημα συτός, ένα ρηματικό επίθετο από το ρήμα σεύομαισεύω, «παρακινώ, εξεγείρω», που υπάρχει στο επίθετο θεόσ(σ)υτος, «ο σταλμένος από τους θεούς».  Ενώ όμως στο θεόσυτος έχει μια παθητική σημασία, στο Λάσυτος αντίθετα πρέπει να έχει ενεργητική σημασία και να σημαίνει επομένως «αυτός που παρακινεί το λαό, που εξεγείρει τους άνδρες για τη μάχη».[112] Αντίστοιχη έννοια και ετυμολογία έχει και το όνομα Λαϝόσοϝος,[113] από το επίθετο λαϝοσσόϝος, που κυρίως στον Όμηρο και τον Ησίοδο χαρακτηρίζει πολεμικούς θεούς και ήρωες.[114] Το ίδιο επίθετο στον Πίνδαρο[115] χαρακτηρίζει τους αθλητικούς αγώνες, «που κάνουν το λαό να συρρέει».

Συγγενές είναι το ηρωϊκό όνομα Λᾶσσος, ενώ υπό το όνομα Λᾶσος[116] ή Λάσος[117] είναι γνωστός ένας Ερμιονεύς τον 6ο αι. π.Χ.

 

ιζ. Μοιτύλος

 

Χάρη σε μια γλώσσα του Ησυχίου γνωρίζομε τη σημασία της λ. ὁ μοῖτος, που σημαίνει «χάρις»: Μοῖτον ἀντὶ μοίτου· παροιμία Σικελοῖς· ἡ γὰρ χάρις μοῖτον· οἷον χάριν <ἀντὶ χάριτος>. Την ίδια λέξη διασώζει ο Σώφρων ο Κωμικός, που έζησε τον 5ο αι. π.Χ.[118].

Σημειώνω, ότι σε επιγραφή αυτοκρατορικών χρόνων από την Απάμεια της Συρίας[119] υπάρχει το όνομα Μοιτᾶς, που ο L. Robert το θεωρεί ως παραλλαγή του Μυτᾶς, με ιωτακισμό.[120]

 

ιη. Σαῦϙος

 

Στη Σικελία επίσης μας οδηγεί και αυτό το αμάρτυρο όνομα. Ο Ησύχιος παραδίδει τη γλώσσα σαυκόν· ξηρόν. Συρακούσιοι. Πρόκειται προφανώς για ένα ακόμη παρωνύμιο, «ο ξερακιανός», που έγινε κύριον όνομα.

Στη συνέχεια θα εξετάσομε με συντομία μερικά ονόματα αργειακών κωμῶν, τα οποία ως γνωστόν μόνα ή μαζί με το όνομα φράτρας συνόδευαν τα ονόματα των Αργείων πολιτών στα επίσημα κείμενα.[121]

 

ιθ. Λαπάρσα («*Λαγαρία»)

 

Εξ αιτίας μιας λανθασμένης ανάγνωσης,[122] θεωρήθηκε ότι υπήρχε στο Άργος μια κώμη *Λαγαρία. Επανεξετάζοντας το λίθο ο P. Charneux είχε προτείνει[123] τις αναγνώσεις Λ̣Α̣ΠΑΡΕ̣Α ή Λ̣Α̣ΠΑΡΣ̣Α.  Η δεύτερη πρότασή του δικαιώθηκε τώρα, δεδομένου ότι βρέθηκαν πολλά παραδείγματα απολύτως βέβαιης ανάγνωσης στα νέα κείμενα.

Η λέξη θυμίζει τη λακωνική επίκληση των Διοσκούρων Λαπέρσα (στον δυϊκό αριθμό) ή Λαπέρσαι,[124] με αφομοίωση του ε ανάμεσα σε δύο α. Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι αἱ Λαπέρσαι ήταν δήμος της Λακωνικής[125] και Λαπέρσα (στον ενικό) κάποιο όρος της ίδιας περιοχής.[126]

Παραδίδεται επίσης, ότι επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Διόσκουροι είχαν καταλάβει την πόλη Λᾶν, ονομάσθηκαν κατά τους αρχαίους Λαπέρσαι (< Λᾶ+πέρσις).[127] Πρόκειται μάλλον για παρετυμολογία, όπως και αυτή του λεξικού κυρίων ονομάτων Pape-Benseler (s.v.), που το ετυμολογεί από το λάμπη ή λάπη και ἕρση και το μεταφράζει «Weißwasser» («Ασπρονέρι»).

Χωρίς να μπορώ να προτείνω συγκεκριμένη ετυμολογία, θεωρώ ότι πρέπει μάλλον να αναζητήσομε την κώμη Λαπάρσα κάπου στη Θυρεάτιδα, στα σύνορα Αργολίδος και Λακωνικής. Μια καλή υποψήφια θέση θα ήταν το Ξεροπήγαδο, 8 χλμ. βόρεια του Άστρους, όπου ο M. Piérart εντόπισε αναθηματικό βωμό στους Διοσκούρους (ανάκοιν), με επιγραφή από Αργείο χαράκτη του τέλους του 5ου– αρχών 4ου αι. π.Χ.[128].

 

κ. Λεσϝα

 

Κώμη Λεσϝα, με αυτή τη γραφή, είναι αμάρτυρη. Ο Παυσανίας[129] αναφέρει την αργειακή κώμη Λῆσσα, με παλαιό ιερό της Αθηνάς, που πολλοί μελετητές ταυτίζουν με το σημερινό Λιγουριό, κοντά στο Ιερό της Επιδαύρου.[130] Μπορούμε συνεπώς, με κάποια επιφύλαξη, να προτείνομε πιθανή ταύτιση των δύο γεωγραφικών όρων.

Στο συνάδελφο J. Curbera οφείλω την υπόδειξη ενός πιθανού γλωσσολογικού παράλληλου: Κοντά στη Μαντίνεια υπήρχε μια αρκαδική πολίχνη με το όνομα Ἑλισσοῦς κατά τον Διόδωρο[131] ή Ἑλισσὼν κατά τον Παυσανία,[132] όπως και το όνομα γειτονικού ποταμού. Το εθνικό παραδίδεται τόσο από τον Πολύβιο,[133] όσο και από νομισματικές[134] και επιγραφικές[135] μαρτυρίες ως Ἑλισφάσιοι.[136]

Σε μια επιγραφή όμως από τη Μαντίνεια, των αρχών του 4ου αι. π.Χ., που δημοσιεύθηκε προ εικοσαετίας,[137] με συνθήκη συμπολιτείας μεταξύ Μαντινείας και Ἑλισοῦντος, ο τύπος του εθνικού γράφεται ως Ἑλισϝάσιοι, ενώ το ίδιο το όνομα της πόλεως, στη δοτική, γράφεται ως Ἑλισόντι.

Οι εκδότες της αρκαδικής επιγραφής υπογραμμίζουν αυτή τη διαφορά, χωρίς να προτείνουν λύση. Δέχονται όμως χωρίς αμφισβήτηση ως αρχική μορφή του ονόματος της πόλης  τον τύπο Ἑλισϝοντ, με την ακολουθία συμφώνων σϝπου διατηρήθηκε στο εθνικό.

Ειδικότεροι από μένα θα κρίνουν, αν ο τύπος Λεσϝα των πινάκων μας έγινε   σε κάποια εποχή Λῆσσα, όπως γραφόταν και προφερόταν στα χρόνια του Παυσανία.

 

κα. Φλειϝον

 

Το όνομα της κώμης πρέπει μάλλον να διαβαστεί ως αρσενικό, Φλειϝών (κατά το Μαραθών, Ἑλικών) και όχι ως ουδέτερο, Φλεῖϝον, που με τη γραφή Φλίον απαντά ως οροσειρά της Χίου.[138] Επίσης δεν πρέπει να ταυτισθεί με το γνωστό Φλ(ε)ιοῦντα, που ουδέποτε έγινε κώμη του Άργους, εκτός αν υποθέσομε, ότι φυγάδες από τον Φλειοῦντα εγκαταστάθηκαν σε κάποια κώμη μέσα στα όρια της Αργείας. Ετυμολογικά όμως συνδέονται άμεσα, γιατί και τα δύο τοπωνύμια είναι φυτωνυμικά, παραγόμενα από μια αρχική λέξη *phleiṷo/φλειϝο, που στην αττική διάλεκτο έδωσε το φυτώνυμο φλέως, , ένα καλαμοειδές γνωστό με το επιστημονικό όνομα Erianthus Ravennae. Ο Ησύχιος παραδίδει και τη γλώσσα φλέος.

Επομένως το τοπωνύμιο Φλειϝὼν σημαίνει ότι και το Δονακών,[139] ο καλαμιώνας, και παραπέμπει σε μια πεδινή ημιελώδη περιοχή. Με το ζεύγος των παραλλαγών Φλειών, -όντος και Φλειοῦς, -οῦντος έχομε άλλη μια περίπτωση του τύπου Ἐλαιών-Ἐλαιοῦς, Ἑλικών-Ἑλικοῦς, μυρρινών-Μυρρινοῦς, φοινικών- Φοινικοῦς κλπ., στα οποία θα μπορούσε να προστεθεί και το μη φυτωνυμικό Ἑλισσών-Ἑλισσοῦς που είδαμε.[140]

Την ετυμολογία του τοπωνυμίου Φλ(ε)ιοῦς παραθέτουν αρχαίοι συγγραφείς, ενώ την μελέτησαν αναλυτικά μεταξύ άλλων οι Lejeune,[141] Heubeck,[142] Chantraine[143] κ.ά. Πιστεύουν γενικά, ότι στην αρχική λέξη *φλειϝο προστέθηκε το επίθημα -ṷent, που στο λεγόμενο βαθμό o ήταν -ṷont-. Έτσι δικαιολογείται και το επίρρημα Φλειϝόντᾱθεν σε παραγναθίδα κράνους από την Ολυμπία της Συλλογής Froehner, του τέλους του 5ου αι. π.Χ.[144]

 

κβ. Σευτέρας

 

Στην τελευταία παράγραφο αυτού του άρθρου θα επανεξετάσομε τη λέξη Σευτέρας, που είχε εκληφθεί ως παραλλαγή του θηλυκού τακτικού αριθμητικού δευτέρα, σε γενική πτώση, ενώ είναι όπως θα δούμε όνομα φράτρας.

Είναι γνωστό, ότι σε επίσημα κείμενα, ο προσδιορισμός της ταυτότητας (nomenclatura) των Αργείων πολιτών περιελάμβανε το όνομά τους, συνήθως χωρίς πατρώνυμο, σπανίως το όνομα της φυλής, συνήθως το όνομα της φράτρας στην οποία ανήκε ο πολίτης, από την οποία έμμεσα συναγόταν και η φυλή. Συχνά η φράτρα συνοδευόταν από το όνομα της κώμης σε ονομαστική (σε παράθεση). Άλλοτε πάλι το όνομα του πολίτη συνοδευόταν μόνο από το όνομα της κώμης σε ονομαστική.[145]

Σε μια διαιτησία του Άργους μεταξύ των νήσων Μήλου και Κιμώλου, λίγο μετά το 338 π.Χ.,[146] υπάρχει η έκφραση:

Ἀρήτευε Λέων

[β]ωλᾶς ΣΕΥΤΕΡΑΣ Ποσίδα-

ον, γροφεὺς βωλᾶς Πέριλ-

λος Πεδίον.

Προκειμένου να παρακαμφθεί η δυσκολία από την ύπαρξη της λέξης ΣΕΥΤΕΡΑΣ είχαν προταθεί διάφορες αναγνώσεις και διορθώσεις.[147] Γενικά όμως είχε γίνει αποδεκτή από πολλούς η γνώμη των γλωσσολόγων, ότι υπήρξε αφομοίωση του δ της λ. *δευτέρας από το προηγούμενο σ της λ. βωλᾶς. Ερμήνευαν δηλαδή το ΣΕΥΤΕΡΑΣ ως αριθμητικό που χαρακτήριζε το βωλᾶς, δηλαδή η δεύτερη (εξαμηνιαία) βουλή του έτους.

Σε μια πιο πρόσφατη επανεξέταση της επιγραφής ο P. Charneux αναρωτήθηκε, μήπως τελικά η λέξη ήταν μέρος του προσδιορισμού της πολιτικής ταυτότητας (nomenclatura) του Λέοντος.[148]

Τα νέα κείμενα δικαίωσαν αυτές τις υποψίες, γιατί έδειξαν, με πολλά παραδείγματα απολύτως βέβαιης ανάγνωσης, ότι το ΣΕΥΤΕΡΑΣ είναι αρσενικό όνομα φράτρας σε ονομαστική ενικού: ο Σευτέρας. Προφανώς ο πληθυντικός, του οποίου δεν βρέθηκε παράδειγμα, θα ήταν οι Σευτέραι. Η φράτρα ανήκε στη φυλή των Ὑλλέων.

Επομένως το παραπάνω τμήμα της επιγραφής πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής: Πρόεδρος της βουλής ήταν ο Λέων, (την φράτρα) Σευτέρας από την κώμη Ποσίδαον, γραμματεύς της βουλής ήταν ο Πέριλλος από την κώμη Πεδίον.

Η παράλειψη του ονόματος της φράτρας του γραμματέως δεν πρέπει να εκπλήσσει. Έχομε πολλά ανάλογα παραδείγματα στα νέα κείμενα.

Επίσης τα νέα κείμενα απέδειξαν ότι πράγματι στο Άργος υπήρχαν δύο εξαμηνιαίες βουλές[149] το χρόνο, αλλά η διαπίστωση αυτή στηρίζεται πλέον σε ασφαλή βάση και όχι σε ένα γλωσσολογικό «φάντασμα».

 

Υποσημείωσεις


[1] Μια πρόδρομη ανακοίνωση για τη σημαντική αυτή ανασκαφή δημοσιεύθηκε ήδη στο περιοδικό του Δήμου Άργους: βλ. Α. Παπαδημητρίου, «Οι νέοι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες από το Άργος», Αργειακή Γη 2 (Δεκ. 2004) 37-51. Ευχαριστώ θερμά την τότε Έφορο Αρχαιοτήτων κ. Έλση Σπαθάρη, καθώς και την ανασκαφέα για την πρόθυμη παραχώρηση του δικαιώματος μελέτης και δημοσίευσης των επιγραφών. Ευχαριστώ επίσης τους φίλους Καθηγητές Laurent Dubois και Jean Lallot για τις χρήσιμες συζητήσεις που είχαμε και (ανωνύμως) όλους όσους με οποιονδήποτε τρόπο με βοήθησαν κατά τη μελέτη των επιγραφών, που εξακολουθούν να καθαρίζονται και να συντηρούνται στο Επιγραφικό Μουσείο από τον έμπειρο Συντηρητή Τάσο Μαγνήσαλη.

[2] Πρόκειται μάλλον για πρότυπο μέτρο μήκους, που είχε κατατεθεί στο ιερό και που μετά από ορισμένα χρόνια αποτέλεσε, σε β΄ χρήση, φορέα επιγραφής.

[3] Είναι γνωστό, ότι ο χρυσός αποθηκευόταν και σε μορφή ψηγμάτων. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του Ηροδότου (6.125· πρβλ. 3.89) για τον χρυσό του Κροίσου στις Σάρδεις. Ο όρος ψηγμάτια απαντά σε επιγραφές της Δήλου: βλ. π.χ. I.Délos 1441 A II, στ. 80: χυμάτια ἀργυρᾶκαὶ ψηγμάτια, ὁλκὴ ΔΔΔΔ. Οι δικές μας επιγραφές κάνουν λόγο για χρυσίον καὶ ἀργύριον ἀϝεργόν, «ακατέργαστο», σε αντίθεση με το ἀργύριον νομίσματος, «κομμένο νόμισμα», που επίσης αναφέρεται.

[4] Υπολογίζεται ότι το βάρος της ασβεστολιθικής πλάκας που κάλυπτε ενιαία το πήλινο και το χάλκινο αγγείο είναι περίπου 1,5 τόννος.

[5] Για τις ποικίλες έννοιες της λέξης θησαυρός, βλ. H. N. Couch, The Treasuries of the Greeks and Romans (Wisconsin 1929). Γενικά για τους αρχαίους θησαυρούς, βλ. G. Kaminski, «Thesauros. Untersuchungen zum antiken Opferstock», JDAI 106 (1991) 63-181. Για την αρχιτεκτονική μορφή των υπόγειων θησαυρών, βλ. πρόσφατα M.-Chr. Hellmann, L’Architecture grecque 2. Architecture religieuse et funéraire (Παρίσι 2006) 119-21. Ειδικά για τον υπόγειο φρεατοειδή θησαυρό του Ασκληπιείου της Λεβήνος στην Κρήτη, βλ. M. Melfi, «Il vano del thesaurós nel santuario di Asclepio a Lebena», ASAA 76-78 (1998-2000) 281-314, ειδικά 290 κ.εξ. και 292-95, πίν. 1 (με κατάλογο των θησαυρών των ιερών). Για υπόγειες θήκες-κρύπτες χρυσού, βλ. Εὐριπ., Ἑκάβη 1002, 1008-1010.

[6] Βλ. A. De Franciscis, Stato e società in Locri Epizefiri. L’archivio dell’Olympieion locrese (Νεάπολη 1972) εικ. 43-47· πρβλ. F. Costabile (επιμ.), Polis ed Olympieion a Locri Epizefiri: costituzione economia e finanze di una città della Magna Grecia. Editio altera e traduzione delle tabelle locresi (Καταντσάρο 1992) πίν. I-V.

[7]  Μεταξύ των κειμένων των πινάκων υπάρχει και ψήφισμα της Ἀλιαίας τῶν ἰαρῶν, με το οποίο ορίζεται να ανοιχθούν οι πέτροι και να αντιγραφούν τα κείμενα των πινάκων (που πρέπει να ήταν αρχικά σε φθαρτή ύλη) ἐνς χαλκέονς τελαμῶνας. Επειδή δεν γνωρίζομε πόσο παλιοί πίνακες υπήρχαν μέσα στους πέτρους, το θέμα της ακριβούς χρονολόγησης όλων των πινάκων παραμένει προς το παρόν ανοικτό.

[8] Εκτός από διάφορες σύντομες μνείες, βλ. κυρίως Kritzas, «Noms»· του ίδιου, «Literacy and Society. The Case of Argos», Kodai 13-14 (2003-2004) 53-60· του ίδιου, «Οι χαλκοί ενεπίγραφοι πίνακες του Άργους», Αργειακή Γη 3 (Δεκ. 2005) 13-26· του ίδιου, «Nouvelles inscriptions».

[9] Βλ. χαρακτηριστικά Αἰσχ., Ἱκέτιδες 291-292: Κλῃδοῦχον Ἥρας φασὶ δωμάτων ποτὲ | Ἰὼ γενέσθαι τῇδ’ ἐν Ἀργείᾳ χθονί. Η λέξη δῶμα, όπως και η συγγενής ετυμολογικά δόμος (< δέμω, «κατασκευάζω, κτίζω σε διαδοχικές στρώσεις») σημαίνουν κυρίως οἶκος, οἰκία και συνεκδοχικά ναός: βλ. Ἀ. Κ. Ὀρλάνδου, Ἰ. Ν. Τραυλοῦ, Λεξικὸν Ἀρχαίων Ἀρχιτεκτονικῶν Ὅρων («Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας» 94· Ἀθῆναι 1986), λ. δῶμα και δόμος· Hellmann, Vocabulaire 113-14.

[10] Για το ναό αυτό, βλ. πρόσφατα τη μονογραφία του Chr. A. Pfaff, The Argive Heraion I. The Architecture of the Classical Temple of Hera (Πρίνστον 2003), με την πλούσια παλαιότερη βιβλιογραφία.

[11] Βλ. κυρίως J. Bousquet, Corpus des Inscriptions de Delphes II. Les comptes du quatrième et du troisième siècle (Παρίσι 1989) σποράδην.

[12] Βλ. κυρίως S. M. Sherwin-White, Ancient Cos. An Historical Study from the Dorian Settlement to the Imperial Period («Hypomnemata» 51· Γοττίγγη 1978) 182-83· επίσης Γ. Κοκκορού-Αλευρά, Αλάσαρνα Ι. Οι Επιγραφές («HΟΡΟΣ. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη»· Αθήνα 2004) 32. Ο ίδιος όρος σε διάφορες παραλλαγές απαντά και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, καθώς και σε πόλεις των ακτών της Μ. Ασίας.

[13] Βλ. κυρίως Burford, Temple 132. Γενικά για τις επιτροπές οικοδομικών έργων, βλ. αυτ., 127-35. Eπίσης A. Wittenburg, Griechische Baukommissionen des 5. und 4. Jahrhunderts (Διδακτορική Διατριβή· Μόναχο 1978).

[14] Για τα πολλά σύνθετα με β’ συνθετικό το -ποιός, βλ. C. D. Buck, W. Petersen, A Reverse Index of Greek Nouns and Adjectives (Σικάγο 1945 [19842]) 90-93.

[15] Syll.3 5 (κατ’ ανάγνωση του Chantraine, DELG, s.v. ποιέω). Για άλλα παραδείγματα, βλ. Bechtel, Griechische Dialekte II 444.

[16] Βλ. DGE αρ. 440, στ. 9.

[17] DELG, s.v. ποιέω.

[18]  Στα κείμενά μας η λ. (Η)εδοποιϝὸς γράφεται άλλοτε με δήλωση του αρχικού δασέος και άλλοτε όχι. Στο απόσπασμα που παραθέτω πιο κάτω ακολουθώ την ορθογραφία του συγκεκριμένου πίνακα, τόσο για τη λ. ἐδοποιϝός, όσο και για τη λ. ἔδος. Είναι γνωστή η ψιλωτική τάση της αργολικής διαλέκτου.

[19] Πρβλ. Ἰσοκρ. 15.2: Φειδίαν τὸν τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕδος ἐργασάμενον· Πλούτ., Περικλῆς 13.14: δὲ Φειδίας εἰργάζετο… τῆς θεοῦ τὸ χρυσοῦν ἕδος.

[20] Βλ. LSJ, s.v. ἕδος.

[21] Εκτός από τις φιλολογικές μαρτυρίες για το άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα (βλ. σημ. 19), το οποίον ως γνωστόν ήταν όρθιο, οι αρχαίες πηγές κατά κανόνα χρησιμοποιούν τη λ. ἕδος για όλους τους τύπους αγαλμάτων των θεών: βλ. π.χ. Ἰσοκρ. 4.155: τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς· πρβλ. Παυσ. 8.46.2, κλπ. Ο Πολυδεύκης, Ὀνομαστ. 1.7, θεωρεί τη λ. ἕδη θεῶν ως ισοδύναμη των συνώνυμων όρων ἀγάλματα, ξόανα, εἰκάσματα θεῶν, εἰκόνες, μιμήματα, τυπώματα, εἴδη, ἰδέαι. Όταν είναι ανάγκη να γίνει διάκριση μεταξύ (καθήμενου) ἕδους και ορθίου αγάλματος στον ίδιο ναό, όπως για παράδειγμα στον ναό της Βραυρώνος, υπάρχει ρητή διατύπωση: τὸ ἕδος τὸ ἀρχαῖον καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ ὀρθόν τὸ ἑστηκός). Βλ. σχετικές παραπομπές στα σχόλια των IG II2 1517 (περ. 342 π.Χ.)· επίσης G. I. Despinis, «Die Kultstatuen der Artemis in Brauron», MDAI(A) 119 (2004) 261-315, ειδικά 264-70, με πλήρεις παραπομπές στις αρχαίες επιγραφές. Φαίνεται ότι η ονομασία ἕδος αποδόθηκε αρχικά στα αρχαϊκά καθήμενα αγάλματα και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα αγάλματα θεών. Ο W. Burkert, Greek Religion (Καίμπριτζ Μασσ. 1985) 89 παρατηρεί: «The cult image is called hedos as that which has an immovable seat». Πρόσφατη ερμηνεία των όρων ἄγαλμα, ξόανον, ἕδος, βρέτας από T. S. Scheer, Die Gottheit und ihr Bild. Untersuchungen zur Funktion griechischer Kultbilder in Religion und Politik («Zetemata» 105· Μόναχο 2000) 8-34.

[22] Ακριβέστερα πρόκειται για το μέλος της επιτροπής που είχε την εποπτεία και τον συντονισμό για την κατασκευή του αγάλματος, όπως οι αντίστοιχοι ἐπιστάται τοῦ ἀγάλματος της Ακροπόλεως: βλ. π.χ. IG I3 460.

[23] Βλ. π.χ. IG I3 447, στ. 360 (ἀγαλματοποιοὶ ἐναιετίων του Παρθενώνος), κλπ.

[24] Πολυδ., Ὀνομαστ. 1.12.

[25] Βλ. π.χ. Πίνδ., Νεμ. 5.1.

[26] Γαληνός 19.162.

[27] Λουκιαν., Φιλοψευδής 18 και 20.

[28] Πλούτ., Ἠθικά 636c.

[29] Παλατ. Ἀνθ., Παράρτ. Πλανούδη 4.142.145. Ο όρος γλύπτης, που σήμαινε κυρίως τον σκαλιστή, επικράτησε στα νέα ελληνικά να σημαίνει γενικά τον κατασκευαστή αγαλμάτων ή αναγλύφων.

[30] Ἀριστ., Ἠθικὰ Νικ. 1141a 11 (προκειμένου για τον Φειδία).

[31] Αν η χρονολόγηση των πινάκων μας στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αι. π.Χ. είναι ορθή, τότε μάλλον η κατασκευή του χρυσελεφαντίνου αγάλματος της Ήρας πρέπει να αποδοθεί στον Πολύκλειτο το Νεώτερο, όπως έχει ήδη προταθεί.

[32] Βλ. π.χ. Πλάτ., Πρωταγ. 311b-c.

[33] Βλ. π.χ. Ἀριστ., Μετὰ τὰ Φυσ. 1013b 30 κ.εξ.· 1014a 13 κ.εξ., κλπ.· πρβλ. Ξενοφ., Ἀπομν.

1.4.3: ἔγωγε… τεθαύμακα… ἐπὶ ἀνδριαντοποιίᾳ Πολύκλειτον.

[34] Πλούτ., Ἠθικά 636c

[35] Ο Θουκυδίδης, κάνοντας λόγο για τη Συνθήκη του 420 π.Χ., αναφέρει (5.47.9), ότι εκ μέρους των Αργείων ορκίσθηκαν ἡ Βουλὴ καὶ οἱ Ὀγδοήκοντα καὶ αἱ Ἀρτῦναι. Τα νέα κείμενα δείχνουν, ότι ο όρος σήμαινε τις πάσης φύσεως δημόσιες Αρχές και Επιτροπές του Άργους.

[36] Βλ. IG IV2 1, 102 Α, στ. 43-46 και 62-63.

[37] Για τις σημασίες του όρου θυρώματα, βλ. Hellmann, Vocabulaire 166-67.

[38] Για τα εργαστήρια των αρχαίων εργοταξίων παραμένει χρήσιμη η παλιά μελέτη του Thiersch, Ergasteria 1-19, ειδικά 13-14 για το Ηραίον του Άργους. Για το θεωρούμενο εργαστήριο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου, βλ. G. Roux, L’architecture de l’Argolide au IVe et IIIe siècles avant J.-C. («BEFAR» 999· Παρίσι 1961) 84 κ.εξ.· πρβλ. Burford, Temple 58-59. Για το εργαστήριο της Θόλου των Δελφών, βλ. J. Bousquet, «L’atelier de la Tholos de Delphes», BCH 108 (1984) 199-206. Φυσικά υπήρχαν και άλλα εργαστήρια στους Δελφούς, γνωστά από τις επιγραφές. Για το εργαστήριο νοτίως του Παρθενώνος, βλ. πρόσφατα K. D. S. Lapatin, Chryselephantine Statuary in the Ancient Mediterranean (Οξφόρδη 2001) 69, σημ. 81, με την παλαιότερη βιβλιογραφία. Για την Ολυμπία, βλ. Olympische Forschungen Olympische Forschungen XVIII.

[39] Βλ. κυρίως Olympische Forschungen Olympische Forschungen XVIII.

[40] Παυσ. 5.15.1.

[41] Βλ. C. Waldstein et al., The Argive Heraeum I (Βοστώνη 1902) 134, πίν. IV-V.

[42] Thiersch, Ergasteria 13-14.

[43] DELG, s.v. ἐλαύνω, όπου και το ουσιαστικό του ενεργούντος προσώπου σε απλή μορφή ἐλατήρ· πρβλ. E. Benveniste, Noms d’agent et noms d’action en Indo-européen (Παρίσι 1975) 40.

[44] DELG, s.v. ἐλαύνω.

[45] Βλ. [R. Kühner,] F. Blass, Ausfürliche Grammatik der griechischen Sprache II (Ανόβερο 1890- 1892) 416· Bechtel, Griechische Dialekte ΙΙ 404, 490.

[46] Βλ. M. Ventris, J. Chadwick, Documents in Mycenaean Greek (Καίμπριτζ 19732) πινακίδα PY Cn4, σχόλια σελ. 566.

[47] P. Cartledge, «‘To Poseidon the Driver’: an Arkado-Lakonian Ram Dedication», στον συλλογικό τόμο: G. R. Tsetskhladze, A. J. N. W. Prag, A. M. Snodgrass (επιμ.), Periplous. Papers on Classical Art and Archaeology Presented to Sir John Boardman (Λονδίνο 2000) 60-67· πρβλ. BullEpigr 2001, 218 (L. Dubois). Το ειδώλιο είναι του τέλους του 6ου αι. π.Χ.

[48] Ἡσύχ., λ. Ἐλάτης· ὁ Ποσειδῶν, ἐν Ἀθήναις.

[49] Ἡσύχ., λ. ἐλατήρ, ἔλατρα· πρβλ. επιγραφή Μιλήτου, 5ου αι. π.Χ. (Syll.3 57).

[50] Βλ. IG XIV (add.) 968 α, στ. 1: νούσων παθέων τε ἐλατῆρι (sc. Ἀσκληπιῶι).

[51] IG IV 1607· LSCG 56.

[52] Αἰσχ., Χοηφόροι 968: ὅταν ἀφ’ ἑστίας μύσος πᾶν ἐλάσῃ καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις.

[53] Ἡσύχ., λ. ἐλατήριον· φάρμακον καθαρκτικόν· πρβλ. Ἱπποκράτ., Ἐπιδημίαι 5.7.5.

[54] Πλούτ., Ἠθικά 296E-F.

[55] Βλ. Ν. Μ. Κοντολέοντος, «Ζεὺς Ἐλάστερος ἐν Πάρῳ», ΑΕ (1948-1949) 1-5 (με αναδημοσίευση δύο παλαιότερων επιγραφών συμπληρωμένων και δημοσίευση μιας τρίτης). Την ορθή ερμηνεία του επιθέτου ἐλάστερος έδωσε ο Σπ. Μαρινάτος, «Ζεὺς ἐλάστερος», ΑΕ (1950-1951) 182-83. Δύο νέες επιγραφές από την Πάρο, του 525-500 π.Χ. και 475-450 π.Χ. αντίστοιχα, δημοσίευσε ο Ἄ. Π. Ματθαίου, «Τρεῖς ἐπιγραφὲς Πάρου», ΗΟΡΟΣ 10-12 (1992-1998) 423-36, ειδικά 424-30, με εκτενή σχολιασμό της έννοιας του επιθέτου ἐλάστερος, καθώς και των περίπου συνωνύμων, αλλά άλλης ετυμολογίας (από το ρήμα λανθάνω), ἀλάστωρ και ἀλάστορος. Με την έννοια και την ετυμολογία των ίδιων λέξεων ασχολήθηκαν συστηματικά οι συγγραφείς της Lex Sacra (Jameson, Jordan, Kotansky, Lex) και ο Dubois («Inscription archaïque»· «Loi»).

[56] Βλ. Jameson, Jordan, Kotansky, Lex 16, στ. 1, 9, 12· σχόλια κυρίως 55 κ.εξ. και 116-20· πρβλ. Dubois, «Ιnscription archaïque» 127-44, ειδικά 138-39, 142· του ίδιου, «Loi» 105-125, ειδικά 118-19 και σποράδην.

[57] Πρβλ. Αἰσχίν. 1.190: τοὺς ἠσεβηκότας, καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Ποινὰς (= Ἐρινύας) ἐλαύνειν καὶ κολάζειν· επίσης Εὐριπ., Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις 970-971: ὅσαι δ’ Ἐρινύων… ἠλάστρουν μ’ ἀεί.

[58] IG IV 554· LSAG 169, αρ. 20 (περ. 480 π.Χ.;). Η επιγραφή, που βρίσκεται σήμερα στο Petit Palais του Παρισιού (πρώην Συλλογή Dutuit), λέγεται ότι αγοράσθηκε στην Ερμιόνη. Το γεγονός αυτό, καθώς και ορισμένοι όροι κοινοί στην επιγραφή αυτή και σε χάλκινο ενεπίγραφο πίνακα από τους Αλιείς (ποτελάτο, ποτελάσει), οδήγησαν τον M. Jameson να αποδώσει την IG IV 554 στους Αλιείς, όπου ως γνωστόν κατέφυγαν Τιρύνθιοι και χρησιμοποιούσαν το αργειακό αλφάβητο· βλ. Jameson, «Treasury» 67-75. Αυτή όμως η απόδοση αμφισβητήθηκε με ισχυρά επιχειρήματα από τον H. Brandt, «IG IV, 554: Aus Argos oder Halieis?», Chiron 22 (1992) 83-90. Τα νέα κείμενα του Άργους έδωσαν στοιχεία, που δείχνουν σχεδόν με βεβαιότητα ότι η επιγραφή του Petit Palais προέρχεται από το Άργος.

[59] Jameson, «Treasury» 73.

[60] Βλ. Βερδελῆ, Jameson, Παπαχριστοδούλου, «Ἀρχαϊκαὶ ἐπιγραφαί» 150-205, ειδικά 174 και 176 (απ. 7)· SEG 30 (1980) 380.

[61] IG XIV 645 I, στ. 127· πρβλ. A. Uguzzoni, F. Ghinatti, Le Tavole Greche di Eraclea (Ρώμη 1968) 54, 66

[62] IG V (2), 6, στ. 23 (4ος αι. π.Χ.)· πρβλ. Dubois, Recherches ΙΙ 47: «… une amende de 50 drachmes qu’infligeront les Héliastes».

[63] Βλ. π.χ. τις γλώσσες του Ησυχίου: ὁδεῖν· πωλεῖν, ὅδησον· πώλησον, ὁδῆσαι· ἀποδόσθαι κλπ.· πρβλ. LSJ, s.v. ὁδάω.

[64] Για τους Αθηναίους Πωλητάς, βλ. κυρίως G. V. Lalonde, M. K. Langdon, M. B. Walbank, Inscriptions: Horoi, Poletai Records, Leases of Public Lands («The Athenian Agora» XIX· Πρίνστον 1991) 67-69· Fröhlich, Cités 307, 327. Πωλητὰς είχαμε επίσης και στην Αλικαρνασσό (Fröhlich, Cités 142, 260), ενώ στους Δελφούς μαρτυρούνται τοὶ πωλητῆρες τᾶν δεκατᾶν (Syll.3 241, στ. 195, 4ος αι. π.Χ.).

[65] Το ρήμα ὁδάω θα έδινε στην αργολική διάλεκτο τον τύπο *ὁδατήρ (πρβλ. κυβερνατήρ).

[66] Πρβλ. ὀρθόω > ὀρθωτὴρ στον Πίνδαρο (Πυθιόν. 1.56), αλλά και το επίθετο ὁδωτός, «οδεύσιμος, αυτός που μπορεί κανείς να τον διαβεί» (LSJ λ.).

[67] Ἀριστ., Ἀθην. Πολ. 38.4.

[68] Ξενοφ., Ἑλλην. 2.4.38.

[69] Βλ. Ε. Βουτυρᾶ, Κ. Σισμανίδη, «Δικαιοπολιτών συναλλαγαί (364/3 π.Χ.)», Πρακτικά του 7ου Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Μακεδονία (υπό εκτύπωση).

[70] Διον. Ἀλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2.72.1-7.

[71] Θουκ. 5.59.5· 60.1· 60.5-6.

[72] Διον. Ἀλικ., ‘Ρωμ. ἀρχ. 2.72.3.

[73] Βλ. χαρακτηριστικά Στράτων ο Κωμικός (3ος αι. π.Χ.) 1.34: τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο. –τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; –κριθαί· πρβλ. Ἡρόδ. 1.160: οὐλαὶ κριθῶν.

[74] Ἡσύχ. λ. οὐλοχόϊον· ἀγγεῖον εἰς αἱ οὐλαὶ ἐμβάλλονται πρὸς ἀπαρχὰς τῶν θυσιῶν.

[75] Θεόφραστος, παρὰ Πορφυρίῳ, Περὶ ἀποχῆς τῶν ἐμψύχων 2.6.

[76] Το σχετικό απόσπασμα του κειμένου έχει ως εξής: Τἀργύριον hὸ hšλον κατέθεν τἀρτῦναι τõ hαγεμαστικõ hõ<ι> Δαμόνικος ἔγραφε καὶ τοὶ κριθοχύται (4 ονόματα).

[77] Βλ. LSJ (τα σχετικά λήμματα).

[78] Μια άλλη πιθανή μεταγραφή θα ήταν *σιτοκόϝων, «αυτός που έχει την ευθύνη, ο επόπτης των σιτηρών». Πάντως οι πινακίδες κάνουν συχνά λόγο για διανομή σιτηρών για διάφορους σκοπούς, όπως για παράδειγμα η πινακίδα της Πύλου PY Fn 79, 10 που αναφέρει διανομή κριθής σε ze-u-ke-u-si (= *ζευγεῦσι) και i-po-po-qo-i (= ἱπποφορβοῖσι).

[79] Βλ. π.χ. Ἀθήν., Δειπν. 8.365d· 11.483c· Παρθένιος Νικαίας, Ἐρωτ. Παθήμ. 13 (Περὶ Ἁρπαλύκης): βλ. J. U. Powell, Collectanea αlexandrina: reliquiae minores poetarum graecorum aetatis ptolemaicae, 323-146 A.C., epicorum, elegiacorum, lyricorum, ethicorum (Οξφόρδη 1925) Euphorion, απ. 26.

[80] Για τη διατροφή από το δημόσιο χιλίων λογάδων, βλ. Διόδ. Σικ. 12.75.7.

[81] Η αρχή αυτή μνημονεύεται μια μόνο φορά στα κείμενα των πινάκων του Άργους που καθαρίστηκαν μέχρι τώρα. Ο όρος σ(ε)ιτο[πο]μπὸς απαντά σε επιγραφή των αρχών του 3ου αι. μ.Χ. από την Έφεσο: βλ. Österreichisches Archäologisches Institut (εκδ.), Forschungen in Ephesos III (Βιέννη 1923) 106, αρ. 16, στ. 2: πρεσβ[ευτὴς] καὶ σειτο[πο]μπὸς ἀπ[ὸ τῆς Αἰ]γύπτου. Το ουσιαστικό σιτοπομπ(ε)ία, «μεταφορά τροφίμων και ειδικότερα σιτηρών», είναι σύνηθες.

[82] Πλούτ., Ἠθικά 296F-297A [Αἴτια ἑλλην. 24].

[83] Πλούτ., Ἠθικά 292Β-C [Αἴτια ἑλλην. 6].

[84] Για το θέμα της διακλήρωσης και καθιέρωσης γαιών της αργειακής χώρας, μετά τις κατακτήσεις και την επέκταση του Άργους, κυρίως στον 5ο αι. π.Χ., βλ. Kritzas, «Aspects» 231- 40· πρβλ. M. Piérart, «L’attitude d’Argos à l’égard des autres cités d’Argolide», στον συλλογικό τόμο: M. H. Hansen (επιμ.), The Polis as an Urban Centre and as a Political Community. Acts of the Copenhagen Polis Centre 4 (Κοπεγχάγη 1997) 321-51, ειδικά 332 κ.εξ.

[85] Στα κείμενά μας είναι συνήθης η πλεονασματική δάσυνση, ίδιως σε λέξεις οι οποίες έχουν και κάποιο άλλο δασύ σύμφωνο. Η λ. ἐπεκφορὰ με τη σημασία της προφοράς λόγου (pronuntiatio) υπάρχει στον Thesaurus Graecae Linguae του Etienne με την ένδειξη «Budé ex Gaza», που σημαίνει πιθανότατα «G. Budé από την ‘Γραμματικὴ ἑλληνική’ του Θεοδώρου Γαζῆ (1370-1475)».

[86] Βλ. κυρίως Ἀντιφ., Σοφιστής 60.

[87] Με την έννοια του προϊόντος της γης, βλ. Ἡρόδ. 4.198. Με την έννοια της προσόδου από τα προϊόντα της γης, που πλήρωναν οι καλλιεργητές, ο όρος ἐκφόριον, -ια απαντά συχνά σε παπυρικά κείμενα, αλλά και σε επιγραφές, όπως για παράδειγμα το ἔδικτον Ἰουλίου Δημητρίου, στρατηγού Οάσεως Θηβαΐδος, του 1ου αι. μ.Χ.: OGIS 669, στ. 30: περὶ ὧν ἐκφόρια κατεκρίθη και στ. 32: ἐκφόρια ἀπαιτεῖσθαι τῶν ἰδίων ἐδαφῶν. Επίσης η δωρεά του Γ. Ἰουλίου Δημοσθένους από τα Οινόανδα, του 125-126 μ.Χ.: SEG 38 (1988) 1462, στ. 29: Ὅταν δὲ τὰ χωρία ἀποτάξωμεν ἢ ἐγὼ ἢ οἱ κληρονόμοι μου, τότε ὁ εἰκοσάπρωτος (= ἄρχων)… καὶ τὸ ἐκ[φ]όριον αὐτῶν εἰσπράξει καὶ ἐκδανείσει. Για το είδος αυτό της προσόδου, βλ. γενικά H. Francotte, Les finances des cités grecques (Λιέγη, Παρίσι 1909) 53, 71-72· L. Migeotte, «Taxation directe en Grèce ancienne», στον συλλογικό τόμο: G. Thür, Fr. J. Fernandez Nieto (επιμ.), Symposion 1999, Vorträge zur griechischen und hellenistischen Rechtsgeschichte («Akten der Gesellschaft für griechische und hellenistische Rechtsgeschichte» 14· Κολωνία 2003) 297-313, ειδικά 312.

[88] Βλ. π.χ. IGR III 576 (Λυκία, 2ος αι. μ.Χ.).

[89] Οἰκονομ. 1345b 33.

[90] Βλ. P.Eleph. 1 (συμβόλαιο γάμου του 4ου αι. π.Χ.), στ. 14-16: Ἡ δὲ συγγραφὴ ἥδε κυρία ἔστω… ὅπου ἂν ἐπεγφέρηι Ἡρακλείδης κατὰ Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες ἐπεγφέρωσιν κατὰ Ἡρακλείδου… (O. Rubensohn [εκδ.], Elephantine-Papyri [«Ägyptische Urkunden aus den königlichen Museen zu Berlin: Griechische Urkunden» Sonderheft· Βερολίνο 1907] αρ. 1, σχόλια στις σελ. 21-22).

[91] Βερδελῆ, Jameson, Παπαχριστοδούλου, «Ἀρχαϊκαὶ ἐπιγραφαί» 174, 176. Με την ίδια έννοια και στην αρχαϊκή επιγραφή από τέμενος παρά την ιερά κρήνη της Κορίνθου: βλ. B. D. Meritt, Greek Inscriptions 1896-1927 («Corinth» VIII.1· Καίμπριτζ Μασσ. 1931) αρ. 22 (= LSAG 132, αρ. 37). Για πρόστιμα γενικώς, βλ. L. Robert, Monnaies antiques en Troade (Γενεύη, Παρίσι 1966) 30-36.

[92] 92 Ἀριστ., Ῥητορ. 1375a: Καὶ δι’ (sc. ἔγκλημα) ἂν ζητηθῇ καὶ εὑρεθῇ τὰ κωλύοντα καὶ ζημιοῦντα, οἷον ἐν Ἄργει ζημιοῦται δι’ ὃν ἂν νόμος τεθῇ καὶ δι’ οὓς τὸ δεσμωτήριον ᾠκοδομήθη, «… στο Άργος τιμωρείται αυτός εξ αιτίας του οποίου θεσπίζεται ένας νόμος και αυτοί για τους οποίους κτίσθηκε μια φυλακή».

[93] Βλ. O. Broneer, «Excavations at Isthmia. Fourth campaign, 1957-1958», Hesperia 28 (1959) 298-343, ειδικά 323, εικ. 4, πίν. 73a· πρβλ. J. Bousquet, «Sur une inscription de l’Isthme», BCH 84 (1960) 317-18, ειδικά 317 (= SEG 18 [1978] 141)· W. Peek, «Archaische Epigramme», ZPE 23 (1976) 78-79· CEG 1 356.

[94] Βλ. LSJ, s.v.

[95] IG XI 2, 203 A, στ. 64 (190-180 π.Χ.).

[96] 96 Βλ. π.χ. I.Délos 440 A, στ. 54· πρβλ. αυτ., 316, στ. 114 (231 π.Χ.), 372 A, στ. 116-117 (200 π.Χ.), κλπ.

[97] Μια άλλη σειρά αμάρτυρων ή σπάνιων ονομάτων παρουσιάσθηκε από τον υπογράφοντα: βλ. Kritzas, «Noms».

[98] Βλ. DGE αρ. 688 C, στ. 11 (Χίος) και LGPN IV s.v. (Μακεδονία). Για την κατηγορία ονομάτων σχετικών με το νικῆσαι, νικητός, βλ. Bechtel, HPΝ 330. Για το υποκοριστικό Ἀννίκας, βλ. OGS II 400-401.

[99] Βλ. Bechtel, HPN 522· Robert, Noms indigènes 284. Βλ. επίσης LGPN I-IV. Για το επίθημα –ιχος, βλ. κυρίως OGS II 470.

[100] DELG, s.v. ἑορτή.

[101] Βλ. RE, s.v. Sappho.

[102] Διόδ. Σικ. 18.3.1.

[103] Ἀρριαν., Ἀλεξ. Ἀνάβ. 3.6.5.

[104] Σε τιμητικό ψήφισμα ύστερων ελληνιστικών χρόνων αναφέρεται ότι: ἁ χώρα διεκλαρώθη ὑπὸ τῶν ἀρχαίων καὶ κατεμερίσθη κατὰ γύας (βλ. Kritzas, «Aspects» 237).

[105] Βλ. LGPN III.B s.v.

[106] Varro, De re rustica 2.5.3: Graecia enim antiqua, ut scribit Timaeus, tauros vocabat italos, a quorum multitudine et pulchritudine et fetu vitulorum Italiam dixerunt. Πρβλ. αυτ., 2.1.9.

[107] Aulus Gellius 11.1.1: … quoniam boves graeca vetere lingua ἰταλοὶ vocitati sint.

[108] Κάσσιος Δίων, απ. 4.2 (εκδ. Bekker-Dindorf).

[109] Διον. Αλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 1.35.

[110] Βλ. J. Bousquet, «Convention entre Myania et Hypnia», BCH 89 (1965) 665-81, ειδικά 667, στήλη ΙΙΙ, στ. 2-4: Εἰ δέ τις τῶν προβατέων τ[ῶν χ]ρησαμένων τὰ πρόβατα ποτάγοι πρὸ τᾶ[ς λ]ώτιος λωτίξας ἀπαγέτω· πρβλ. σχόλια 677 και σημ. 1.

[111] Για τα κύρια ονόματα από το λᾱϝός, βλ. Bechtel, HPN 279-85.

[112] Για αυτή τη διπλή σημασία, ενεργητική και παθητική, ρηματικών επιθέτων εις *-το-, βλ. Dubois, «Hippolytos and Lysippos: Remarks on some Compounds in Ἱππο-, -ιππος», PBA 104 (2000) 41-52· ειδικά για σύνθετα με το -φατός (< *φένω, «θείνω, συντρίβω, φονεύω»): ὀδυνήφατα φάρμακα, «αυτά που σκοτώνουν την οδύνη» (ενεργητική σημασία), αλλά και μυλήφατον ἄλφιτον, «αλεύρι αλεσμένο στο μύλο» (παθητική σημασία), βλ. αυτ., 48 κ.εξ. Αυτόθι και άλλα παραδείγματα.

[113] Α. Δ. Κεραμόπουλλου, «Συμπλήρωμα (Fouilles de Delphes, V, p. 70)», BCH 32 (1908) 445-48,

ειδικά 445 (Δελφοί, 6ος αι. π.Χ.).

[114] Βλ. LSJ, s.v. λαοσσόος.

[115] Πίνδ., Πυθιόν. 12.24.

[116] Bechtel, HPN 280.

[117] LGPN III.A.

[118] Σώφρων ο Κωμικός, απ. 168.

[119] SEG 6 (1932) 263.

[120] Robert, Noms indigènes 193.

[121] Για πίνακες των μέχρι τώρα γνωστών αργειακών κωμών, βλ. Charneux, «Phratries» 217-27 και (πληρέστερη) Jones, Organization 112-18, ειδικά 114. Σε αυτές προσθετέα η κώμη Θηράνειον: Piérart, «Subdivisions» 351, σημ. 31. Τα νέα κείμενα διπλασίασαν σχεδόν τον αριθμό των γνωστών κωμών.

[122] Βλ. Vollgraff, «Inscriptiones argivae» 365-84, ειδικά 366 (ψήφισμα Α), 366-67 (ψήφισμα Β), στ. 2.

[123] P. Charneux, «Sur quelques inscriptions d’Argos. Décrets pour Pallantion et ses ambassadeurs», BCH 107 (1983) 251-67, ειδικά 266.

[124] Βλ. παραπομπές στα σχετικά αρχαία χωρία: T. Kock, «Lapersai 2», RE ΧΙΙ.1 (1924) 763, s.v. Χαρακτηριστικός ο τύπος όρκου των Λακεδαιμονίων: Νὴ τὼ Λαπέρσα.

[125] Βλ. Σχόλια Τζέτζη στον Λυκόφρονα 1369 (με διόρθωση του Wilamowitz σε Λακωνικῆς αντί Ἀττικῆς των χειρογράφων)· πρβλ. T. Kock, «Lapersai 1», RE ΧΙΙ.1 (1924) 763, s.v.

[126] Βλ. Ῥιανὸς παρὰ Στεφ. Βυζ., Ἐθνικῶν λ. Λαπέρσα.

[127] Στράβ., Γεωγρ. 8.5.3· Στέφ. Βυζ., Ἐθνικῶν λ. Λᾶ.

[128] M. Piérart, «Argos, Philippe II et la Cynourie (Thyréatide): les frontières du partage des Héraclides», στον συλλογικό τόμο: R. Frei-Stolba, K. Gex (επιμ.), Recherches récentes sur le monde hellénistique. Actes du colloque international organisé à l’occasion du 60e anniversaire de P. Ducrey, Lausanne, 20-21 novembre 1998 («Echo» 1· Βέρνη 2001) 27-43, ειδικά 29 και 42, εικ. 1, 2.

[129] Παυσ. 2.25.6-26.1.

[130] Βλ. Ν. Παπαχατζῆ, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις: ΚορινθιακάΛακωνικά (Αθήνα 1976) 197- 99· M.-F. Billot, «Sanctuaires et cultes d’Athéna à Argos», OAth 22-23 (1997-1998) 7-52, ειδικά 27. Για αναθηματικά περιρραντήρια που βρέθηκαν στο Λιγουριό και επιτρέπουν την απόδοση της θεμελίωσης ναού της κορυφής του λόφου στην Αθηνά, βλ. Μ. Μιτσοῦ, «Ἐπιγραφικὰ ἐξ Ἀργολίδος», Ελληνικά 8 (1935) 5-18, 212, ειδικά 16-18 (SEG 11 [1950] 374· αυτ., 31 [1981] 331)· του ίδιου, «Ἐπιγραφαὶ ἐκ τοῦ Ἐπιγραφικοῦ Μουσείου καὶ ἐξ Ἐπιδαυρίας», ΑΔ 25 (1970) Μελ. 29-35, ειδικά 30 κ.εξ. (SEG 31 [1981] 331). Υπάρχει πάντως και η άποψη, ότι η αργειακή κώμη Λῆσσα πρέπει να τοποθετηθεί δυτικότερα, στη θέση Καλάρμα.

[131] Διόδ. Σικ. 16.39.5.

[132] Παυσ. 8.3.3· πρβλ. 8.27.3· 7.29.5, 30.1.

[133] Πολύβ. 11.11.6: χώρα Ἐλισφασίων.

[134] Βλ. κυρίως B. V. Head, Historia Nummorum: a Manual of Greek Numismatics (Οξφόρδη 19112) 48. Επίσης τις παλαιότερες δημοσιεύσεις: R. Weil, «Das Münzwesen des Achäischen Bundes», ZfNum 9 (1882) 199-272, ειδικά 257· P. Gardner, BMC, Pelop. (Λονδίνο 1887) 14, αρ. 163.

[135] IG IV2 1, 42 (Επίδαυρος, τέλη 3ου αι. π.Χ.).

[136] Για τον τύπο, βλ. Dubois, Recherches ΙΙ 72 (πριν τη δημοσίευση της επιγραφής που αναφέρεται στην επόμενη σημείωση)· του ίδιου, «Inscription arcadienne» 279-90, ειδικά 288 κ.εξ. (μετά τη δημοσίευση).

[137] Βλ. G.-J. και M.-J. Te Riele, «Hélisson entre en sympolitie avec Mantinée: une nouvelle inscription d’Arcadie», BCH 111 (1987) 167-90.

[138] Ἀγαθαρχίδης 4.18· πρβλ. W. Pape, G. Benseler, Wörterbuch der griechischen Eigennamen (Graz 1959 [επανέκδ.]) s.v.

[139] Βλ. A. Carnoy, «Les noms des végétaux dans la toponymie grecque ancienne», BN 10 (1959) 221-32, ειδικά 228.

[140] Ο Dubois, «Inscription arcadienne» 289-90, το ετυμολογεί από το ἑλίσσω, ἕλιξ, «ο ποταμός με τις πολλές καμπές».

[141] Lejeune, «Note»· του ίδιου, «Sur les toponymes mycéniens en -wont-», BSL 64 (1969) 43- 56, ειδικά 49-51.

[142] A. Heubeck, «Epikritisches zu den griechischen Ortsnamen mit dem -went/-wont- Suffix, besonders zu dem Namen Phleius», SMEA 17 (1976) 127-36, ειδικά 132 κ.εξ.

[143]  DELG, s.v. φλέως.

[144] Βλ. L. Robert, Cabinet des Médailles. Collection Froehner I. Inscriptions grecques (Παρίσι 1936) αρ. 30. Βελτιωμένη ανάγνωση από G. Daux, «Φλειϝονταθεν», REG 58 (1945) 180-83. Πρβλ. Lejeune, «Note» 203 κ.εξ.

[145] Για τον προσδιορισμό της ταυτότητας (nomenclatura) των Αργείων πολιτών σε επίσημα κείμενα, βλ. κυρίως W. Vollgraff, «Inscriptions d’Argos», BCH 33 (1909) 171-200· του ίδιου, «Novae inscriptiones Argivae», Mnemosyne 44 (1916) 46-71, ειδικά 53 κ.εξ.· Wörrle, Untersuchungen 11-31 (με την έως τότε παλαιότερη βιβλιογραφία)· M. Piérart, «Phratries et ‘Kômai’ d’Argos», BCH 107 (1983) 269-75· Charneux, «Phratries» 207-227· Piérart, «Subdivisions» 345-56· Jones, Organization 112-18· M. Piérart, «Argos. Une autre démocratie, in Polis and Politics», στον συλλογικό τόμο: Studies in Ancient Greek History Presented to M. H. Hansen (Κοπεγχάγη 2000) 297-314.

[146] IG XII 3, 1259. Πρβλ. Vollgraff, «Inscriptiones argivae» 383-84.

[147] Για τις διάφορες γνώμες και προτάσεις που έχουν διατυπωθεί, βλ. P. Charneux, «Inscriptions d’Argos», BCH 82 (1958) 1-15, ειδικά 4, σημ. 6. Κυρίως Wörrle, Untersuchungen 52-54.

[148] Charneux, «Phratries» 216.

[149] Για τη βουλή του Άργους, βλ. κυρίως Wörrle, Untersuchungen 44-56· F. Ruzé, Délibération et pouvoir dans la cité grecque de Nestor à Socrate (Παρίσι 1997) 270-75· Piérart, «Subdivisions» 303-304· Kritzas, «Nouvelles inscriptions».

 

Συντομογραφίες


 

  • Bechtel, HPN = F. Bechtel, Die historische Personennamen des Griechischen bis zur Kaiserzeit (Χάλε 1917).
  • Bechtel, Griechische Dialekte II = F. Bechtel, Die Griechischen Dialekte II. Die westgriechischen Dialekte (Βερολίνο 1923).
  • Βερδελῆ, Jameson, Παπαχριστοδούλου, «Ἀρχαϊκαὶ ἐπιγραφαί» = ✝Ν. Βερδελῆς, Jameson, Ι. Παπαχριστοδούλου, «Ἀρχαϊκαὶ ἐπιγραφαὶ ἐκ Τίρυνθος», ΑE (1975) 150-205.
  • Burford, Temple = A. Burford, The Greek Temple Builders at Epidauros: a Social and Economic Study of Building in the Asklepian Sanctuary, during the Fourth and Early Third Centuries B.C. (Λίβερπουλ 1969).
  • CEG 1 = P. A. Hansen (εκδ.), Carmina epigraphica Graeca saeculorum VIII-V a.Chr.n. (Βερολίνο, Νέα Υόρκη 1983).
  • Charneux, «Phratries» = P. Charneux, «Phratries et Kômai d’Argos», BCH 108 (1984) 207-227.
  • DELG = P. Chantraine, Dictionnaire étymologique de la langue grecque: histoire des mots (Παρίσι 1968-1980).
  • DGE = E. Schwyzer, Dialectorum Graecarum exempla epigraphica potiora (Λειψία 1923).
  • Dubois, «Inscription arcadienne» = L. Dubois, «Α propos d’une nouvelle inscription arcadienne», BCH 112 (1988) 279-90.
  • Dubois, Recherches ΙΙ = L. Dubois, Recherches sur le dialecte arcadien II (Louvain-La- Neuve 1988).
  • Dubois, «Inscription archaïque» = L. Dubois, «Une nouvelle inscription archaïque de Sélinonte», RPh 69 (1995) 127-44.
  • Dubois, «Loi» = L. Dubois, «La nouvelle loi sacrée de Sélinonte», CRAI (2003) 105-125.
  • Fröhlich, Cités = P. Fröhlich, Les cités grecques et le contrôle des magistrats (IVe-Ier siècle avant J.-C.) («Hautes études du monde gréco-romain» 33· Γενεύη 2004).
  • Hellmann, Vocabulaire = M.-Chr. Hellmann, Recherches sur le vocabulaire de l’architecture grecque d’après les inscriptions de Délos («BEFAR» 278· Αθήνα, Παρίσι 1992).
  • Jameson, «Treasury» = M. Jameson, «A Treasury of Athena in the Argolid (IG IV, 554)», στον συλλογικό τόμο: D. M. Bradeen, M. F. Mc Gregor (επιμ.), ΦΟΡΟΣ. Tribute to B. D. Meritt (Locust Valley 1974) 67-75.
  • Jameson, Jordan, Kotansky, Lex = M. H. Jameson, D. R. Jordan, R. D. Kotansky, A Lex Sacra from Selinous («Greek, Roman and Byzantine Monographs» 11· Durham, Βόρεια Καρολίνα 1993).
  • Jones, Organization = N. F. Jones, Public Organization in Ancient Greece. A Documentary Study («Memoirs of the American Philosophical Society» 176· Φιλαδέλφεια 1987).
  • Kritzas, «Aspects» = Ch. Kritzas, «Aspects de la vie politique et économique d’Argos au Ve siècle avant J.-C.», στον συλλογικό τόμο: Μ. Piérart (επιμ.), Polydipsion Argos: Argos de la fin des palais mycéniens à la constitution de l’Etat classique BCH Suppl.» 22· Αθήνα, Φριμπούργκ, Παρίσι 1992).
  • Kritzas, «Noms» = Ch. Kritzas, «Sur quelques noms argiens rares ou nouveaux», στον συλλογικό τόμο: J. Ouhlen (επιμ.), Actes du colloque Nommer les Hommes, Αθήνα, Δεκ. 2002 (υπό εκτύπωση).
  • Kritzas, «Nouvelles inscriptions» = Ch. Kritzas, «Nouvelles inscriptions d’Argos: les archives des comptes du trésor sacré (IVe siècle avant J.-C.)», CRAI (2006) (υπό εκτύπωση).
  • Lejeune, «Note» = M. Lejeune, «Note sur le nom de Phlionte», REA 48 (1946) 203-215.
  • LGPN = P. M. Fraser, E. Matthews (επιμ.), A Lexicon of Greek Personal Names I-IV (Οξφόρδη 1987-2005).
  • LSAG = L. H. Jeffery, The Local Scripts of Archaic Greece (Οξφόρδη 1961).
  • LSCG = F. Sokolowski, Lois sacrées des cités grecques (Παρίσι 1969).
  • OGS II = O. Masson, Onomastica graeca selecta II (Παρίσι 1990).
  • Olympische Forschungen V = A. Mallwitz, W. Schiering, Die Werkstatt des Pheidias in Olympia 1 («Olympische Forschungen» V· Βερολίνο 1964).
  • Olympische Forschungen XVIII = W. Schiering, Die Werkstatt des Pheidias in Olympia 2 («Olympische Forschungen» XVIII· Βερολίνο 1991).
  • Piérart, «Subdivisions» = M. Piérart, «A propos des subdivisions de la population argienne», BCH 109 (1985) 345-56.
  • Robert, Noms indigènes = L. Robert, Noms indigènes dans l’Asie mineure gréco- romaine (Παρίσι 1963).
  • Thiersch, Ergasteria = H. Thiersch, Ergasteria und Werkstätten griechischer Tempelbildhauer («Nachrichten von der Gesellschaft der Akademie der Wissenschaften zu Göttingen, Philologisch-Historische Klasse, N.F. Bd. 3» 1· Γοττίγγη 1938).
  • Vollgraff, «Inscriptiones argivae» = G. (W.) Vollgraff, «Novae inscriptiones argivae», Mnemosyne 43 (1915) 365-84.
  • Wörrle, Untersuchungen = M. Wörrle, Untersuchungen zur Verfassungsgeschichte von Argos im 5. Jahrhundert von Christus (Erlangen, Νυρεμβέργη 1964).

 

Χαράλαμπος B. Κριτζάς

Επίτιμος Διευθυντής του Επιγραφικού Μουσείου, τέως Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αργολίδας.

Φωνής χαρακτήρ εθνικός. Actes du Ve congres international de dialectologie grecque (Αθήνα, 28-30 Σεπτεμβρίου 2006). Πρακτικά. Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (ΚΕΡΑ) / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), «Μελετήματα 52», σελίδες 135-160.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Η ανακοίνωση σε μορφή Portable Document Format (PDF), στον σύνδεσμο: Ετυμολογικές παρατηρήσεις σε νέα επιγραφικά κείμενα του Άργους

 

Σχετικά θέματα:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 237

Trending Articles