Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 238

Οικογένεια Περούκα

$
0
0

Οικογένεια Περούκα


 

Ο καζάς του Άργους

 

Η Πελοπόννησος, μετά την ανακατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1715, αποτέλεσε ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια, επαρχία ανωτάτου βαθμού: σαν­τζάκι ή πασαλίκι.[1] Τα σαντζάκια υποδιαιρούνταν σε βιλαέτια ή καζάδες, ονο­μασίες που αναλογούσαν σε διοικητική και δικαστική αντίστοιχα διάκριση.[2]

Η διαίρεση της Πελοποννήσου σε καζάδες είχε γίνει κατά την πρώτη Τουρκο­κρατία και η Βενετική διοίκηση[3], που τη διαδέχθηκε το 1685, τους διατήρησε με πολύ μικρές αλλαγές μετονομάζοντας τους σε territori. Όταν επανέκτησαν οι Οθωμανοί την περιοχή, επανέφεραν τις δικές τους ονομασίες αλλά υιοθέ­τησαν και αλλαγές, που εν τω μεταξύ είχαν συντελεσθεί.

Από τους καζάδες της Β. Α. Πελοποννήσου[4] κυρίως θα μας απασχολήσει αυτός του Άργους, έδρα της ισχυρής προυχοντικής οικογένειας Περούκα, το αρχείο της οποίας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της περιοχής.[5] Η έρευνά μας θα επεκταθεί και στους κα­ζάδες Ναυπλίου,[6] Κορίνθου, Καλαβρύτων, Βοστίτσας, Τριπολιτσάς και Πά­τρας, στο βαθμό που συνδέονταν με τις δραστηριότητες της οικογένειας.

Ο καζάς Άργους οριζόταν στα ανατολικά από τον καζά Ναυπλίου,[7] στα δυτικά από τον καζά της Τριπολιτσάς, προς το βορρά από τον καζά της Κο­ρίνθου και στο νότο από τον καζά του Αγίου Πέτρου.[8]

Το Άργος, έδρα προεστών, διοικητικό και οικονομικό κέντρο του ομώνυμου βι­λαετιού, περιλαμβάνει, σύμφωνα με τα έγγραφα του Αρχείου, που μελετήθη­καν, τα χωριά[9]: Κουτσοπόδι, Καπαρέλι (και Περέλι), Μπουγιάτι, Τάτζι, Νιοχώρι, Πάνω Μπέλεσι, Κάτω Μπέλεσι, Καργιά, Κουρτάκι, Βρούστι, Κουρ­τέτζι, Σχινοχώρι, Σκαφιδάκι, Μπουγιές, Μέρμπακα.[10]

 

Καζάς Άργους (με βάση τα έγγραφά μας)

 

Κάτω χωριά – Πέντε χωριά

 

Στον καζά Άργους επίσης – όπως προκύπτει από έγγραφο[11] σχετικό με φορο­λογικές υποχρεώσεις (κρασιάτικα) – ανήκει μια ομάδα χωριών, που αναφέρον­ται με την επωνυμία «Κάτω Χωριά» και είναι τα ακόλουθα: Γεράκι,[12] Κοσμάς, Παλαιοχώρι, Άγιος Βασίλης, Πλατανάκι, Άλβαινα, Ντουμενά [Δουμενά], Χαλ­κιάνικα. Από αυτά διαχωρίζονται τα: Γεράκι, Κοσμάς, Παλαιοχώρι, Άγιος Βασί­λης, Πλατανάκι και παίρνουν την ονομασία «Πέντε Χωριά» και μ’ αυτή τη μορφή τούς καταμερίζουν τις υποχρεώσεις τους για το «δόσιμο» σιταριού.[13]

Τα Δουμενά και τα Χαλκιάνικα, αν και αρκετά απομακρυσμένα από το Άργος, βρίσκονται εντούτοις στο διοικητική του αρμοδιότητα.[14] Ομοίως και η Άλβαινα, η οποία, πρέπει πριν το 1807 να υπαγόταν φορολογικά στον καζά Αρκαδιάς,[15] προσκολλήθηκε όμως στη συνέχεια στον καζά Άργους, όπου και ανήκε μέχρι την έναρξη της Επανάστασης.[16]

Διαπιστώνουμε λοιπόν πως ήταν γεγονός συνηθισμένο και μέσα στα πλαίσια της κρατικής νομιμότητας – πάντα ρευστής[17] – η φορολογική μετάταξη ενός χωριού από ένα καζά σε άλλον. Η μεταβολή οφειλόταν στην εκμετάλλευση των φόρων από νέο βοεβόδα και επομένως στην υπαγωγή, κάτω από την ενιαία διοίκησή του, τόπων έστω και απομακρυσμένων γεωγραφικά. Η διεύρυνση μάλιστα των ορίων ενός καζά με καινούργια χωριά μπορούσε να γίνει και λόγω της εμφάνισης νέων εκμισθωτών, που είχαν ως έδρα διαφορετικό καζά από αυτόν του προηγούμενου δικαιούχου των προσόδων.

Η αλλαγή του καζά δεν συνεπαγόταν βεβαίως την απαλλαγή των χωριών από τις οφειλές τους προς τον προηγούμενο δικαιούχο, αλλά αντίθετα προκαλούσε ένταση των εις βάρος τους πιέσεων, προκειμένου να εξοφλήσουν κάθε προγενέστερο χρέος.[18]

Καταφύγιο για τους χριστιανούς κατοίκους των χωριών ήταν οι προεστοί του νέου τους καζά, από τους οποίους ζητούσαν μεσολάβηση για κάθε ενόχληση και πρόβλημα που τους δημιουργούσε ο παλιός βοεβόδας, ενώ έφθαναν και μέχρι τον Δραγομάνο ή ενώπιον της Πύλης, για να ρυθμίσουν τις υποθέσεις τους.[19]

Στα «Πέντε Χωριά» από το 1806, όταν για πρώτη φορά εντοπίζεται η σύνδεσή τους με το Άργος, και σε όλο το χρονικό διάστημα μέχρι το 1821, δεν φαίνεται να διαταράχτηκαν ιδιαίτερα οι σχέσεις με τον νέο βοεβόδα, εξαιρουμένων βεβαίως των προβλημάτων σχετικά με την καταβολή των δοσιμάτων, που ανεφύησαν κατά καιρούς, χωρίς όμως να λάβουν σοβαρές διαστάσεις. Αντιθέτως η Άλβαινα, τα Δουμενά και τα Χαλκιάνικα αντιμετώπιζαν συνεχώς ενοχλήσεις από τα γειτονικά τους χωριά και τους προηγούμενους καζάδες για οικονομικές υποθέσεις τους, ώστε έπρεπε συχνότατα να αγωνίζονται για τη διασφάλισή τους έναντι αυτών, εκλιπαρώντας για προστασία τούς νέους αφέντες.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα χωριά, που περιλάμβανε ο καζάς του Άργους (κοντινά ή απομακρυσμένα), υπήρξαν οικονομικώς και δημογραφικώς ακμαία μέχρι τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και διατηρήθηκαν σθεναρά σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί στη χρηστή διοίκηση και στην χωρίς εντάσεις γενική πολιτική κατάσταση του καζά, που σε συνδυασμό με τη σχετική ευφορία του τόπου, είχαν ως αποτέλεσμα να μην παρουσιαστούν αποσταθεροποιητικά προβλήματα και εσωτερικές συγκρούσεις.

Μετά το 1828 και τη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους, η ευρύτερη περιφέρεια του Άργους παρουσιάζει ορισμένες διαφοροποιήσεις και με την ονομασία Αργολίς οριζόταν το τμήμα που περιλάμβανε τις επαρχίες Άργους, Ναυπλίου, Κάτω Ναχαγιέ και Κορίνθου.[20] ‘Όπως προκύπτει από τη Expéditions scientifiques (1834),[21] στην επαρχία Άργους ανήκαν πλέον τα χωριά: Μέρμπακα, Σχινοχώρι, Κάτω Μπέλεσι, Σκαφιδάκι, Κουτσοπόδι, Χαρβάτι, Πάνω Μπέλεσι, Καρυά, Καπαρέλι, Μπουγιάτι, Φίχτια, Μάζι, Νιοχώρι, Βρούστι, Μπόρσα, Μύλοι.

Κατά τη διοικητική διαίρεση εξάλλου του Κράτους, με το νόμο ΚΕ’ της 5 Δεκεμβρίου 1845 ο ενιαίος νομός Αργολιδο-Κορινθίας υποδιαιρέθηκε σε πέντε επαρχίες. Εδώ τα χωριά Μέρμπακα και Ανύφι ανήκουν στο δήμο Μήδειας της επαρχίας Ναυπλίας. Στην επαρχία Άργους ανήκουν: η Δαλαμανάρα, Πυργέλα,  Λάλουκα, Κουρτάκι, Σκαφιδάκι (Δήμου Άργους), Χώνικα (Δήμου Ιναχίας), Κουτσοπόδι, Χαρβάτι, Άνω Φίχτια, Κάτω Φίχτια, Μαλανδρένι, Σχοινοχώρι (Δήμου Μυκηνών), Καρυά, Κάτω Μπέλεσι, Πάνω Μπέλεσι, Καπαρέλι, Νιοχώρι, Μάζι, Βρούστι (Δήμου Λυρκείας) και Τουρνίκι, Μπούγα (Δήμου Υσίων).[22]

Τα Χαλκιάνικα εντάχθηκαν στην επαρχία Καλαβρύτων (Δήμου Νωνάκριδος), νομού Αχαΐας- Ήλιδος,[23] το Γεράκι στην επαρχία Λακεδαίμονος (Δήμος Γερόνθρων) νομού Λακωνίας, η Άλβαινα στο Δήμο Αρήνης, επαρχίας Ολυμπίας νομού Μεσσηνίας, ο δε Κοσμάς και το Νιοχώρι στο Δήμο Σελινούντος, ενώ το Παλαιοχώριον, ο Άγιος Βασίλειος και το Πλατανάκι (Δήμος Γλυπτίας στην επαρχία Κυνουρίας), νομού Αρκαδίας (Ν. ΚΕ’ 1845).

Επειδή η οικογένεια Περούκα δεν περιορίστηκε στον καζά Άργους, αλλά επέκτεινε τις ποικίλες δραστηριότητες της στην ευρύτερη περιοχή, θεωρούμε αναγκαίο να διαγράψουμε τα γεωγραφικά όρια της εκτός του Άργους εξάπλωσής της. Ειδικότερα οι συναλλαγές της την οδήγησαν στην Κέρκυρα, την Πρέβεζα, την Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, το Μεσολόγγι, την Ναύπακτο, τα Σάλωνα, το Γαλαξίδι, την Καλαμάτα, την Κόρινθο, το Ναύπλιο, τον Μυστρά, την Αρκαδιά [Κυπαρισσία], την Μονεμβασιά, το Λεωνίδιο, τα Χωριά Έλους, το Νησί [Γύθειο], τον Πύργο, την Γαστούνη, τον Πραστό, την Ανδρίτσαινα, το Λάλα, τα Μπαρδούνια, την Ύδρα, τις Σπέτσες, την Αθήνα. Συχνότερη ήταν η επικοινωνία των Περούκα με τα Τρίκαλα, το Κιάτο, το Διμηνιό, την Ζάχολη, τους Μύλους, το Άστρος, το Πόρτο Χέλι, την Πάτρα, την Βοστίτσα, την Ακράτα, τον Ψαθόπυργο, την Κερπινή, το Σοποτό, την Βάλιζα, τα Καλάβρυτα.

 

Η ακτίνα δράσης των Περούκα εντός της Πελοποννήσου.

 

Στα ευρύτερα όρια της Οθωμανικής επικράτειας συναλλάσσονταν κυρίως με την Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κρήτη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα και ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη, ενώ το Λιβόρνο, η Τεργέστη, η Πίζα, η Μεσσήνη, η Μασσαλία, η Μάλτα, το Τούνεζι [Τυνησία] και η Βιέννη είναι οι πόλεις του εξωτερικού με τις οποίες οι Περούκα είχαν τις περισσότερες επαφές για εμπορικούς και κοινωνικούς λόγους.[24]

 

Η ακτίνα δράσης των Περούκα στα Ιόνια νησιά, την Ευρώπη και την Δ. Μεσόγειο.

 

Η ακτίνα δράσης των Περούκα στον ευρύ γεωγραφικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Α. Μεσογείου.

 

Οικογένεια Περούκα

 

Στηριζόμενοι στο παλαιότερο έγγραφο του Αρχείου, όπου αναφέρεται ρητώς το επίθετο «Περούκας»[25] και στα βιβλιογραφικά δεδομένα, συμπεραίνουμε ότι η οικογένεια[26] αυτή δραστηριοποιείται δυναμικά στην περιοχή του καζά Άργους περί τα μέσα του 18ου αιώνα, με κύρια επιδίωξη την αύξηση της έγγειας ιδιοκτησίας της.[27]

Σε διάστημα τριάντα πέντε ετών (1746-1781) δεκαπέντε, τουλάχιστον, δικαιοπρακτικά έγγραφα αναφέρονται σε αγορά γης από τον Δημήτριο Περούκα,[28] δύο από τον Σωτήριο και ένα από τον Γεωργαντά [Γεώργιο]. Κατά την ίδια χρονική περίοδο ο Δημήτριος Περούκας μαζί με άλλους προεστούς έλαβε δάνεια για λογαριασμό του καζά, ο οποίος – ας σημειωθεί ιδιαιτέρως – στα δανειστικά κείμενα υπέγραφε πάντοτε πρώτος. Σε δύο έγγραφα προηγήθηκε ο Ιωάννης Περούκας (κατά τα έτη 1782 και 1784), του οποίου όμως χάνονται περαιτέρω τα ίχνη.[29] Μετά το 1784 εμφανίζεται να υπογράφει πρώτος ανάλογα δανειστικά έγγραφα ο Γεώργιος Περούκας. Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν[30] το κύρος και τη θέση των Περούκα ανάμεσα στους ισχυρούς του τόπου ήδη από το 18ο αιώνα.[31]

Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Δημήτριος και Απόστολος Περούκας ασχολήθηκαν και με το δανεισμό χρημάτων, δραστηριότητα που συνέχισαν και στο 19ο αιώνα οι Σωτήριος, Νικόλαος και Γεώργιος.[32] Με πρωτοβουλία του Νικολάου συγκροτήθηκαν μεταξύ τους εμπορικοί συνεταιρισμοί[33] με στόχο τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα των επιχειρήσεών τους. Έτσι οι Περούκα με την πολύμορφη δράση που παρουσίασαν κατά την περίοδο αυτή εδραιώθηκαν ως μια ισχυρή οικογένεια,[34] η οποία διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της πρώτης εικοσαετίας του 19ου αιώνα στην Πελοπόννησο.[35] Ο αρχικός ανωτέρω κορμός των Περούκα διασπάται, όταν οι άρρενες-κλάδοι της δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες και πλέον λειτουργούν ως ξεχωριστές πυρηνικές μονάδες, που διατηρούν ωστόσο ισχυρούς τούς μεταξύ τους κοινωνικούς δεσμούς και κατά περίπτωση προωθούν κοινούς οικονομικούς στόχους, που σ’ αυτή τη χρονική περίοδο έχουν επεκταθεί σε ποικίλες δραστηριότητες, πέραν της εκμετάλλευσης της γης.[36]

Οι ρίζες της οικογένειας ανάγονται πριν το 1687, όταν εμφανίζεται ως γενάρχης[37] ο Ιωάννης [Γιαννάκης] Περούκας και εικάζουμε ότι ταυτίζεται με τον Ιωάννη Περούκα, που προαναφέραμε.

Από το Αρχείο προκύπτει ότι από τα μέσα του 18ου αιώνα, τον πυρήνα της αποτέλεσαν ο Δημήτριος Περούκας και οι τέσσερις υιοί του.[38] Σε έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 1785[39] αναφέρονται τα ονόματα μόνο των τριών: του Αποστόλου, του Νικολάου και του Σωτηρίου, ενώ λείπει το όνομα του τέταρτου υιού. Από τη συνεκτίμηση όμως πολλών εγγράφων πιστεύουμε ότι πρόκειται για το Γεώργιο ή Γεωργαντά Περούκα. Ο πατέρας Δημήτριος Περούκας διετέλεσε προεστός, ήταν πρόσωπο ιδιαίτερα σημαντικό και έπαψε να αναφέρεται στα έγγραφά μας μετά το 1783.

Από τους τέσσερις αδελφούς ο Απόστολος εντοπίζεται εγκατεστημένος το 19ο αιώνα στην Πάτρα, διατήρησε στενές σχέσεις με το Άργος και είχε σοβαρές δοσοληψίες με όλους τους Περούκα.[40] Στο Αρχείο Περούκα γράμματά του απαντώνται έως το 1817, αλλά ο ίδιος έζησε επί μακρότερον.[41]

Στο Άργος παρέμειναν οι αδελφοί, Σωτήριος, Γεώργιος και Νικόλαος.[42] Για τον Σωτήριο γίνεται λόγος στο Αρχείο ως το 1821. Ο Γεωργαντάς ή Γεώργιος ανέπτυξε έντονη οικονομική δραστηριότητα και συνεργαζόταν κυρίως με την οικογένεια του Νικολάου. Εντοπίζεται στα έγγραφά μας ως το 1811.[43]

Ο Νικόλαος Περούκας, ο ισχυρότερος μεταξύ των αδερφών, νυμφεύθηκε την Αγγελική Ιωάννου Συλλιβέργου[44] από την οικογένεια Νοταρά της Κορινθίας και απέκτησε τρεις γιους, τον Ιωάννη, τον Δημήτριο, τον Χαράλαμπο και δύο κόρες, την Ευδοκία και την Ευγενία. Ανέπτυξε πολυσχιδή δράση, κατέλαβε αξιώματα, συγκρότησε εμπορικούς συνεταιρισμούς, εκλέχτηκε προεστός του καζά[45] και από το 1809 μέχρι το 1820 έφερε τον τίτλο του «Λογοθέτη».[46]

Άξιο ιδιαίτερης προσοχής επίσης είναι έγγραφο του Αρχείου Περούκα, στο οποίο ο Νικόλαος Περούκας αποκαλείται Δραγουμάνος της Ισπανίας.[47] Είναι γνωστό ότι κατά το 1784 η Ισπανία είχε διορίσει πρόξενο στην Πάτρα, λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων που ανέπτυσσε στην περιοχή του Μοριά.[48] Θα πρέπει λοιπόν ο Νικόλαος, εκμεταλλευόμενος την παρουσία τους και συνδεόμενος μαζί τους, να κατέλαβε τον επίζηλο τίτλο του διερμηνέως, κατάκτηση αξιόλογη, αφού ο κάτοχος του είχε τη δυνατότητα να απολαμβάνει προνόμια[49] και ιδίως προστασία έναντι της κρατικής Οθωμανικής αυθαιρεσίας. Συνεξετάζοντας εξάλλου έγγραφα του Αρχείου Ύδρας πιστεύουμε ότι κατά το 1813 πρέπει να κατείχε και το αξίωμα του μοραγιάννη στο συμβούλιο των αντιπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης του Μοριά,[50] ενώ από Δ. Βαρδουνιώτη πληροφορούμαστε ότι διετέλεσε και βεκίλης [αντιπρόσωπος] του καζά στην Υψηλή Πύλη.[51] Απεβίωσε στις 12 Απριλίου 1822.

Από τους υιούς του Νικολάου Περούκα – σύμφωνα με έναν άτυπο ίσως ενδοοικογενειακό καταμερισμό αρμοδιοτήτων – ο Ιωάννης είχε αναλάβει το «προεστιλίκι» του Άργους,[52] ενώ θα πρέπει να είχε διατελέσει και μοραγιάννης στο συμβούλιο του Μόρα-Βαλεσί. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήξαμε συνεκτιμώντας διάφορες πληροφορίες, όπως την προσφώνηση «Προεστός του Μορέως»,[53] την παραμονή του στην Τριπολιτσά για μεγάλα χρονικά διαστήματα[54] και το εύρος των συνεργασιών και ενδιαφερόντων του.[55]

Παραλλήλως ο Δημήτριος είχε οριστεί βεκίλης[56] των Ελλήνων του Μοριά στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου προσπαθούσε – εκτός των άλλων – να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της οικογένειάς του.[57]

Ο Χαράλαμπος, τέλος, επιδίδετο στο εμπόριο και με έδρα του την Πάτρα ανέπτυξε δραστηριότητα στη βόρεια Πελοπόννησο και στο εξωτερικό, συνεργαζόμενος σταθερά με τους αδελφούς του.[58]

Το ενδιαφέρον ωστόσο των Περούκα δεν περιορίστηκε μόνο στην απόκτηση περιουσίας και κατάκτηση θέσεων στο διοικητικό κοινοτικό ή περιφερειακό μηχανισμό αλλά στράφηκε και προς την πολιτική δράση. Στην εξέγερση του 1770 στην Πελοπόννησο δεν μαρτυρείται συμμετοχή κανενός από τους προαναφερθέντες Περούκα.[59] Εντοπίζεται, εν τούτοις ο Κωνσταντίνος Περούκας, ο οποίος πολιόρκησε το Άργος και το Ναύπλιο επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης.[60]

Στα πολιτικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στην Πελοπόννησο κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα – διαμάχη των προεστών του Μοριά, οργάνωση και επέκταση της Φιλικής Εταιρείας και Ελληνική Επανάσταση ­ η παρουσία των Περούκα υπήρξε άμεση και σημαντική.[61] Ειδικότερα, στο πλαίσιο της διαμάχης, ο Νικόλαος Περούκας μαζί με άλλους Έλληνες προύχοντες και Οθωμανούς αξιωματούχους, δυσαρεστημένοι από τη στάση του Μόρα-Βαλεσί Βελή Πασά,[62] συμφώνησαν το 1811 να συγκροτήσουν «Ελληνοτουρκική Εταιρεία» για να υπερασπίσουν τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα. Για το σκοπό αυτό συνέταξαν συμφωνητικό, που παραδόθηκε ως παρακαταθήκη στον Ιωάννη Δεληγιάννη[63] από τους ηγέτες της πρωτοβουλίας αυτής. Η αντικατάσταση όμως του Βελή Πασά από τον Αχμέτ Ιτζιαλί τον επόμενο χρόνο και η ενίσχυση της οικογένειας και του κόμματος των Δεληγιανναίων σε βάρος των Λονταίων, συνετέλεσαν στην αδρανοποίηση αυτής της προσπάθειας και όξυναν περαιτέρω την αντίθεση μεταξύ των Ελλήνων προεστών,[64] η οποία εκφράστηκε μέσω των ήδη διαμορφωμένων αντίπαλων ομάδων ή «Κομμάτων», του «Αχαϊκού» του Λόντου και του «Αρκαδικού» ή «Καρυτινομεσσηνιακού» του Δεληγιάννη.[65] Οι Περούκα υποστήριξαν το τελευταίο και επιδίωξαν να διαδεχθούν τους Δεληγιανναίους στην ηγεσία του.[66]

Ωστόσο, όταν η αντιπαράθεση κορυφώθηκε με τις δολοφονίες των ηγετών των αντίμαχων ομάδων Σωτηρίου Λόντου (1812) και Ιωάννη Δεληγιάννη (1816) και απειλήθηκε γενίκευση της σύγκρουσης, ο Ιωάννης Περούκας ήταν μεταξύ των προεστών που κινήθηκαν για την αποκατάσταση της ομαλότητας και τη σύνταξη την 1 η Απριλίου 1816 του «Πρακτικού Ομόνοιας των κοτζαμπάσηδων του Μοριά».[67]

 

Άποψη του Άργους και του κάστρου της Λάρισας. Υδατογραφία του Ζαν Νικολά Μακάρ (Jean Nicolas Maquart), 1829. Δημοσιεύεται στο: «Το ταξίδι του Συνταγματάρχη Jean Nicolas Maquart στην επαναστατημένη Ελλάδα (Πελοπόννησος 1828-1831)» – Γεώργιος Η. Κόνδης – Yves Ollivier.

 

Η προετοιμασία της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, η Επανάσταση και στη συνέχεια η συγκρότηση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους κινητοποίησαν για μία ακόμα φορά τους Περούκα. Ο πατέρας Νικόλαος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για την επέκταση και κατίσχυση της Επανάστασης στην Αργολίδα – παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της οικογένειας για τη δυνατότητα επικράτησής της – και συγκέντρωσε εκεί στρατιώτες από χωριά που ανήκαν στον καζά του, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις του Ανδρέα Νοταρά.[68]

Ο Ιωάννης Περούκας από πολύ νωρίς εκδήλωσε τη διάθεσή του για προσφορά και ανάμειξη στα κοινά, που παρ’ ολίγο να του στοιχίσουν πρόωρα τη ζωή του.[69] Αυτός ήταν σύμφωνα με τον Ιωάν. Φιλήμονα ο πρώτος κοτζάμπασης στην Πελοπόννησο, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη,[70] άλλοι διατυπώνουν διαφορετικές απόψεις,[71] ο ίδιος δε υποστηρίζει ότι τον κατήχησε ο Αναγνωσταράς.[72]

Τον Ιωάννη απασχόλησαν ιδιαίτερα η οργάνωση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο,[73] γι’ αυτό και δεν δίσταζε να έρθει σε σύγκρουση με την ηγεσία της κάθε φορά που διαφωνούσε. Κατά τη συγκρότηση από την Φ. Εταιρεία της Εφορίας Πελοποννήσου, δυσαρεστημένος από το δικό του αποκλεισμό και την επιλογή ως μελών του Δημητρίου Υψηλάντη και Παναγιώτη Αρβάλη, πρωταγωνίστησε στη διαμάχη, που ξέσπασε συσπειρώνοντας γύρω του και άλλους Φιλικούς.[74]

Ο Ιωάννης συγκρούστηκε επίσης με τον Ιερόθεο Μεγαλαιοσπηλιώτη[75] επειδή ο πρώτος δεν συγκατένευσε στη σύνταξη ονομαστικού καταλόγου των χρηματοδοτών της Φιλικής Εταιρείας από φόβο μήπως πέσει στα χέρια των Τούρκων και διότι δεν τον έπειθαν όσα υποστήριζαν οι Περραιβός και Αναγνωσταράς για την ύπαρξη στην Πελοπόννησο χρημάτων, πολεμοφοδίων και στρατού.

Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο Φραντζή,[76] ο Ιωάννης Περούκας κατηγορήθηκε από τον Ιερόθεο ότι αντί για την προετοιμασία της εξέγερσης, προτιμούσε την προσωπική του εξασφάλιση έναντι της Οθωμανικής εξουσίας. Ωστόσο, αν παρακολουθήσουμε τη σύγκρουση, διαπιστώνουμε ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα όχι στενών προσωπικών κινήτρων αλλά μιας διαφορετικής οπτικής, απ’ την οποία έβλεπαν την υπόθεση της Επανάστασης. Ο μεν Ιερόθεος επειγόταν να εφαρμόσει άμεσα τις αποφάσεις της Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας,[77] ο δε Ιωάννης επιδίωκε την εξασφάλιση των Φιλικών από επιπόλαιες ενέργειες. Όσο όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογη η ανυπομονησία για την έναρξη της Επανάστασης, άλλο τόσο δεν πρέπει να καταδικαστούν συλλήβδην οι εκφραζόμενες επιφυλάξεις, που είχαν ως στόχο τη μεγαλύτερη προφύλαξη από την Οθωμανική εξουσία, προκειμένου να αποβούν αποτελεσματικότεροι για τον τελικό σκοπό.

Ο Περούκας γνώριζε καλά τον ενθουσιασμό των Εταιριστών, αλλά συνυπολόγιζε και τις ελλείψεις στην υλική προετοιμασία του Αγώνα και τις απειλητικές διαθέσεις της Πύλης, εξαιτίας των οποίων – και όχι άδικα – απαιτούσε την όσο το δυνατόν αρτιότερη προπαρασκευή και την ταυτόχρονη τήρηση βασικών συνωμοτικών κανόνων για τη μεγαλύτερη περιφρούρησή τους.

Αυτή η λογική, όταν πλέον οι φήμες για την προετοιμαζόμενη εξέγερση διέτρεχαν το Μοριά (Μάρτιος 1821 ), οδήγησε τον Ιωάννη μαζί με άλλους προεστούς και αρχιερείς της Πελοποννήσου – εκτός των Αχαιών – στην αφελή πολιτικά θέση πως, αποδεχόμενοι την πρόσκληση του Μόρα-Βαλεσί και προσερχόμενοι στην Τριπολιτσά για έκτακτη συνέλευση, θα διασκέδαζαν τις υπόνοιες της Πύλης, τις σχετικές με την οργάνωση επαναστατικού κινήματος.

Το αποτέλεσμα ως γνωστόν, ήταν να συλληφθούν όλοι, να φυλακισθούν και να κρατηθούν όμηροι έως την πτώση της Τριπολιτσάς[78] (Σεπτέμβριος 1821), μετά την οποία ο Ιωάννης Περούκας, βαριά άρρωστος από τις κακουχίες της φυλακής, «εξερχόμενος εξ αυτής επί κραββάτου», απεβίωσε.[79]

Μέλος της Φιλικής Εταιρείας -όπως προαναφέρθηκε[80] διατέλεσε και ο Χαράλαμπος Περούκας «μυηθείς και ούτος εν καιρώ [1819] τα της Φιλικής άμα ήχησε η Σάλπιξ της Ελευθερίας εφάνη συντελεστικός εις τον υπέρ πατρίδος αγώνα».[81] Συμμετείχε στην προετοιμασία της Επανάστασης και πήρε μέρος στη Μυστική Σύσκεψη της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821.[82]

Με την έναρξη του Αγώνα ο Χαράλαμπος ήταν παρών σε πολεμικά[83] (εκστρατεία Δράμαλη) και πολιτικά γεγονότα των πρώτων χρόνων της Επανάστασης[84] (μέλος της Πελ/κής Γερουσίας, εκπρόσωπος Άργους σε δύο εθνοσυνελεύσεις, υπουργός Οικονομικών), αλλά η δράση του διακόπηκε νωρίς εξαιτίας του θανάτου του περί τα τέλη του 1824.[85]

Ο τρίτος αδελφός, Δημήτριος Περούκας, αναμείχθηκε στα πολιτικά δρώμενα με την κήρυξη της Επανάστασης. Από το Εκτελεστικό Σώμα που προέκυψε από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου [Ιανουάριος 1822] ορίστηκε μέλος της επιτροπής για τη διαπραγμάτευση στο Λιβόρνο Εθνικού δανείου 1.000.000 ταλήρων.[86] Το 1824 απεστάλη στο Λονδίνο για «να εξερευνήση τα περί δανείου, να ενημερώση τους εκεί περί της χρήσεώς του και να προλάβη ως σφόδρα επιζήμιους τινάς περί αυτού συμφωνίας και συνεπείας».[87] Την αποστολή του όμως αυτή κατήγγειλαν τόσο ο Γρηγόριος Δικαίος [Παπαφλέσσας], ο οποίος του προσήψε αρκετές κατηγορίες για την έλλειψη σθένους στην υποστήριξη των δικαίων αιτημάτων,[88] όσο και ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας.[89] Ο τελευταίος κατακρίνοντας τις επαφές του Περούκα υποστήριζε ότι περιφερόταν αυθαίρετα στην Ευρώπη και προέβαινε σε ποικίλα ανάρμοστα διαβήματα και μάλιστα ότι κατά το 1826 μαζί με τον Νικόλαο Κεφαλά πρότειναν με ελαφρότητα το στέμμα της Ελλάδας σε διάφορους πρίγκιπες σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Για όλα αυτά ο Ιγνάτιος ζήτησε την αυστηρή τιμωρία τους από την Ελληνική Κυβέρνηση.[90]

Είναι αλήθεια ότι ο Δημήτριος παρέμεινε στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο μεν Π. Σέκερης σε γράμμα του από την Οδησσό τον κατηγορεί, επειδή ζει μακριά από τη χώρα του και του ζητάει να επιστρέψει,[91] ο Αμβρόσιος Φραντζής όμως τον επαινεί για την παραμονή στην Ευρώπη, όπου σπουδάζει Νομική[92] και ενεργεί διάφορα υπέρ των Ελλήνων μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια.[93]

Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ήλθε ως Κυβερνήτης στην Ελλάδα, ο Δημήτριος Περούκας του προσέφερε τη συμπαράστασή του,[94] στήριξε πλήρως το κυβερνητικό του πρόγραμμα και αναδείχτηκε σε υψηλές θέσεις,[95] ενώ συχνά δέχθηκε τις επιθέσεις των αντικαποδιστριακών. Από την αλληλογραφία του Γ. Κουντουριώτη με τον γραμματέα του Π. Νικολαΐδη, προκύπτει η εκτίμηση του Ι. Καποδίστρια (και των αδελφών του) προς τον Δημήτριο Περούκα[96] και οι συνεχείς προσπάθειες του τελευταίου να περιφρουρεί το κύρος του Κυβερνήτη και να αγωνίζεται για την εφαρμογή των αποφάσεων του «Πανελληνίου», αδιαφορώντας για τους πολιτικούς εχθρούς που προκαλούσε.[97]

Τον Αύγουστο του 1831 ο Δημήτριος Περούκας [μέλος του «Πανελληνίου»] ορίστηκε πληρεξούσιος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, για να φροντίσει από κοινού με τους επιτρόπους, διορισμένους από τους αντιπρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, τη λύση των προβλημάτων που ανεφύησαν από τις πωλήσεις τουρκικών γαιών στην Αθήνα και την Εύβοια.[98] Τον Δεκέμβριο εξάλλου του ίδιου έτους, ο Δημήτριος μαζί με τους γερουσιαστές Γ. Μαυρογιάννη, Α. Μεταξά και Γ. Αινιάνα ανέλαβαν να συσκεφθούν με τους ίδιους τους αντιπρέσβεις με σκοπό τη συμφιλίωση της Κυβέρνησης με τους Υδραίους.

Κατά το 1832 όμως, όταν τα πολιτικά πράγματα ελέγχονταν από τους αντικαποδιστριακούς, ο Περούκας αναγκάστηκε να καταφύγει στο Άστρος. Εκεί, με τη συνεργασία τριών ακόμα γερουσιαστών και προστατευόμενοι από τον Θ. Κολοκοτρώνη, κυκλοφόρησαν προκήρυξη με καταγγελίες εναντίον των αρχών.[99] Η Γερουσία, προδιατεθειμένη αρνητικά απέναντι στον Δημήτριο Περούκα και ιδιαίτερα ενοχλημένη μετά τις καταγγελίες, καταψήφισε πρόταση νόμου, που είχε καταθέσει ο ανωτέρω (για λήψη μέτρων από την Κυβέρνηση κατά της ασυδοσίας του Τύπου) και ταυτόχρονα αποφάσισε ομόφωνα να μην είναι στο εξής δεκτός ο «Μπερούκας» στις συνεδριάσεις της.[100] Ο πολιτικός διωγμός του συνεχίστηκε για αρκετό διάστημα, κατά το οποίο κινδύνευσαν η ζωή και η περιουσία του.[101]

Επί Όθωνος ωστόσο [1834] ο Δημήτριος Περούκας επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο απολαμβάνοντας την εκτίμηση και εμπιστοσύνη της Βασιλικής Αυλής και τιμάται με το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας ενώ συμμετέχει ως μέλος στη Δ’ και Ε’ Εθνική Συνέλευση.[102]

Δολοφονήθηκε, άγνωστο για ποιους λόγους, στην οικία του στις 13 Νοεμβρίου 1851. Σύμφωνα με το αναφερθέν Βούλευμα κρίθηκαν ως ένοχοι και διατάχθηκε η φυλάκισή τους και η παραπομπή τους στο Κακουργιοδικείο των κατά την Περιφέρεια Ναυπλίου Εφετών οι: Πέτρος Καμπίτης, Γεώργιος και Αθανάσιος Μπατζάκας, οι οποίοι κινούμενοι από κοινό συμφέρον, προμελέτησαν και εκτέλεσαν δολοφονική πράξη κατά του Δημητρίου Περούκα.[103]

Από τις πληροφορίες που εκθέσαμε μπορούμε να προβούμε σε γενικότερες διαπιστώσεις σχετικά με το ρόλο της οικογένειας Περούκα και το γενικότερο πλέγμα των ιστορικών δεδομένων.

Οι Περούκα, ως άρχοντες με ακμαία και πολύπλευρη οικονομική δραστηριότητα στη γη και στις επιχειρήσεις και διακεκριμένη κοινωνική θέση, δεν έπαψαν ούτε στιγμή να επιδιώκουν την περαιτέρω εξέλιξη και ευδοκίμησή τους. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου έπρεπε αφενός μεν να κινηθούν εντός του πλαισίου, που το Οθωμανικό καθεστώς είχε καθορίσει, αφετέρου να ανακαλύψουν εκείνα τα μέσα, που θα τους βοηθούσαν να αναπτύξουν πρωτοβουλίες, υπερβαίνοντας τις ανεπάρκειες του Κράτους και εκμεταλλευόμενοι τις υπάρχουσες συνθήκες και τις προκύπτουσες ευκαιρίες. Προσφορότερο μέσο γι’ αυτό το σκοπό αναδείχθηκε η οικογένεια, η οποία λειτούργησε ως ισχυρός μοχλός ανάπτυξης των σύνθετων και πολύπλευρων δραστηριοτήτων των Περούκα, εμφυσώντας τη δυναμική της μέσω του πυκνού δικτύου των προσωπικών σχέσεων, των κοινωνικών διασυνδέσεων και της πολιτικής ισχύος.

Το οικογενειακό δένδρο του Νικολάου Περούκα διαχειρίζεται κοινή περιουσία, γεγονός που δεν συνεπάγεται βεβαίως τη συγκατοίκηση των μελών της.[104] Ίσως συγκατοικούν οι γονείς με τον μεγαλύτερο γιο Ιωάννη σε μια απλούστερη μορφή σύνθετης οικογένειας (γονείς – πρωτότοκος), αλλά τόσο ο Δημήτριος όσο και ο Χαράλαμπος έχουν και παράλληλες εγκαταστάσεις μακρά του πατρικού οίκου. Ο τύπος δηλαδή του υπάρχοντος οικογενειακού μορφώματος έχει προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά (μερική συγκατοίκηση – κοινά κεφάλαια) αλλά ταυτόχρονα φέρει και γνωρίσματα της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης (αυτονομία δράσης – υποχώρηση ισχυρού ελεγκτικού κέντρου), αποτυπώνοντας τη γενικότερη αντίφαση της ιστορικής συγκυρίας, που βιώνει η περιοχή και το ελληνικό στοιχείο.

Οι δεσμοί συνεπώς μεταξύ των μελών κατέστησαν ιδιαίτερα σταθεροί, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας και των επαγγελματικών τους ασχολιών.[105] Η ποικιλία μάλιστα στη διαμονή και τις ενασχολήσεις τους (προεστός, βεκίλης, έμπορος κ.α) ήταν απολύτως απαραίτητη για την αλληλοκάλυψη, και προαγωγή των δραστηριοτήτων τους, αφού δεν ήταν εφικτό να προσφύγουν σε θεσμούς και σχήματα με νομική υπόσταση και κρατική υποστήριξη.

Σχετικά με την επικοινωνιακή πολιτική στις διαπροσωπικές σχέσεις, διαπιστώνουμε ότι λειτουργούσε με άξονα τη διαβούλευση και συνδιαλλαγή.[106] Ακόμη και κατά τη διαμάχη των προεστών, όταν ταυτίστηκαν με το Δεληγιαννικό κόμμα, δεν οδηγήθηκαν σε ακρότητες αλλά αντίθετα επιδίωξαν την ομαλοποίηση της κατάστασης και την παύση της έριδας μεταξύ των χριστιανών.

Παρότι, λοιπόν, η πολύμορφη δραστηριότητά τους δημιουργούσε ποικίλα μέτωπα, που παρήγαν εντάσεις και προστριβές, εντούτοις οι Περούκα φαίνεται πως είχαν συνειδητά επιλέξει το μη συγκρουσιακό συμπεριφοριστικό μοντέλο, διότι αποφεύγοντας τις αντιπαραθέσεις εξασφάλιζαν ομαλότερες συνθήκες δράσης και μεγιστοποιούσαν τις πιθανότητες αποδοχής και επιτυχίας των σκοπών τους.[107] Η διαφύλαξη λοιπόν της συνοχής – οικογενειακής και ευρύτερης ­ αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα μέριμνα και επιλογή, αντικατοπτρίζοντας έναν «πρωτογονισμό» στην εκτίναξη της ατομικής πρωτοβουλίας, απότοκο του συντηρητισμού και της αντιδραστικής στάσης των κυρίαρχων δυνάμεων, που ανέκοπτε τη δυναμική ανάδειξης των εμφορούμενων παραγωγικών σχέσεων.[108]

Αυτή, ωστόσο, η διαλλακτικότητα δεν τους απέτρεψε από τη συμμετοχή τους στις προεπαναστατικές ζυμώσεις αλλά τουναντίον προσέτρεξαν από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία για την προετοιμασία της Επανάστασης.

 

Υποσημειώσεις


[1] Βλ. Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την Δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821), Αθήνα 1972, σ. 78.

[2] Βλ. Μ. Σακελλαρίου, ό.π, σ. 89, «…Των περιφερειών εκείνων, των οποίων τα εισοδήματα ανήκον κληρονομικώς εις τας εντοπίας ισχυράς οικογενείας, προΐσταντο οι κατά καιρούς αρχηγοί των οικογενειών αυτών. Των δε άλλων περιφερειών των οποίων τα εισοδήματα παρεχωρούντο… εις συγγενείς, αξιωματούχους, ευνοουμένους του Σουλτάνου, την διοίκησιν ήσκουν οι παρ’ αυτών ή των ενοικιαστών διοριζόμενοι κατά χώραν αντιπρόσωποι, αυτοί δε ήσαν οι βοεβόδαι».

[3] Για τη διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (1689-1715) βλ. Σπ. Λάμπρου, Ιστορικά μελετήματα, Αθήνα 1884, σ. 194 και κυρίως Μ. Σακελλαρίου, ό.π., Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα, 1985 και Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα, Η Οθωμανική διοίκηση στην Ελλάδα. Η περίπτωση της Πελοποννήσου (1715-1821), Αθήνα, 1996.

[4] Η σημασία του Β.Α. τμήματος της Πελοποννήσου είχε επισημανθεί και από την Οθωμα­νική Διοίκηση, γι’ αυτό, με έδρα το Ναύπλιο, είχε τοποθετηθεί εκεί ως διοικητής πασάς με δύο ιππουρίδες. Ο πασάς είχε στην ευθύνη του όλη την Ρωμανία [περιοχή Ναυπλίου, Άρ­γους, Κορίνθου, Τριπολιτσάς και Τσακωνιάς, Κορινθιακός Κόλπος, Κόλπος Ναυπλίου] (βλ. Φρ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στο Μοριά, Μτφ Όλγας Ρομπάκη-Ελένης Γαρίδη, Αθήνα 1980, σ. 86). Άλλωστε το Ναύπλιο μαζί με την Τριπολιτσά ήταν και έδρα του Μόρα-Βαλεσή [ανώ­τατος αξιωματούχος του πασαλικίου του Μορέως, πασάς τριών ιππουρίδων, που ασκούσε τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία με τη βοήθεια δύο συμβουλίων (βλ. Β. Σφυρόερας ΙΕΕ’, τ. ΙΑ’, σ. 211)]. Ο Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 83, εκτιμά ότι ο πασάς είχε μόνο την δι­οίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων χωρίς καμιά άλλη εξουσία και διαφωνεί με τον Που­κεβίλ που αποδίδει στον «εν Ναυπλίω» πολιτική εξουσία, δεχόμενος ότι πολιτικός διοικητής του βιλαετιού είναι ο μπέης.

[5] Βλ. «Οικογένεια Περούκα».

[6] Αξιοσημείωτο είναι ότι οι σχέσεις και ανταλλαγές των Περούκα με το Ναύπλιο είναι ελά­χιστες ίσως λόγω της περιορισμένης ελληνικής παρουσίας και του ισχυρού ελέγχου από την οθωμανική πλευρά (βλ. σχ. Γ. Νικολάου, «Οικισμοί, γαιοκτησία και φορολογία στην περιοχή Ναυπλίου κατά την ύστερη τουρκοκρατία», Ιστορικά, τ. 34, Ιούνιος 2001, σ. 77).

[7] Ο Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 101, αναφέρει πως μικρό τμήμα του βιλαετιού Ναυπλίου αποσπάσθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα και αποτέλεσε το βιλαέτι του Κάτω Ναχαγιέ, που εκτεινόταν στη βάση της χερσονήσου της Ερμιόνης και περιλάμβανε τα χωριά Κρανίδι, Δαμάλα, Διδύμους, και Φούρνους [την πληροφορία άντλησε από το Αρχείο Ύδρας και από έγγραφο του αρχείου Σισσίνη].

[8] Βλ. Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 100.

[9] Μέσα στα όρια του καζά Άργους, συναντώνται επίσης μια σειρά τοπωνύμια όπως: Κιάφα, Πλατύ Πηγάδι, Λιβάδια, Αγά Λιθάρι, Λάντζα, Αλμυρό, Αλίκα (Α.Π. 17334/5 (1816), 17343 (1817), 17145/2 (1769), 17192 (1792), 17180 (1786).

[10] Αρκετές ονομασίες χωριών του καζά Άργους, που συναντώνται στο Αρχείο Περούκα, συμπίπτουν μ’ αυτές της βενετικής απογραφής της Πελοποννήσου του 1700 όπως: Argos, Cur­ropadi (Κουτσοπόδι), Cato Belli (Μπέλεσι), Pano Belli, Taci (Τάτζι), Bojati, Caparelli, Vrusti, Carea (Καρυά), Scafidachi (Σκαφιδάκι), Buva (Μπουγιάτι), Merbaca [ανήκε στο territorio di Napoli di Romania] αποδεικνύοντας την αντοχή τους στις σοβαρές απειλές που δέχτηκαν πληθυσμοί και χωριά (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σσ. 284-294).

[11] Α.Π. 17340/6 (1817)

[12] Ο Κ. Κυριακόπουλος στη διδακτορική διατριβή, Μελέτιος (Μήτρος) Αθηνών ο Γεωγράφος (1661-1714,) τ. Α’, Β, σ. 825, παραθέτει απόσπασμα από το έργο του Μελετίου, «Γεω­γραφία παλαιά και νέα», σχετικό με την ανοικοδόμηση ορισμένων μεσαιωνικών πόλεων της Δυτικής και Νότιας Πελοποννήσου, όπου σημειώνεται: «…άλλοι από τούτους τους Ευρω­παίους, οίον ο Τζωάννης Νιβέλε έχτισε το Γεράκι εις την Τζακωνίαν».

[13] Ο Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 101, έχει γράψει για τα συγκροτήματα χωριών που υπάγονταν κατά καιρούς στην ίδια με το Άργος διοίκηση αντλώντας, την πληροφορία από τον Πουκεβίλ (Β V 211, 212, 273-274). Ο τελευταίος αναφέρει ως τέτοια τα χωριά Γεράκι, Παλαιοχώρι, Άγιο Βασίλη (και την περιφέρεια αυτών μέχρι Λακωνικής), το χωριό Δουμενά στα Καλάβρυτα και ένα συγκρότημα χωριών με την ονομασία «Alvana Charlanaki». Στην Expdition 82 [κατάλογος χωρίων] (Β V 272 στον Μ. Σακελλαρίου, ό.π, σ. 101) συναντιέ­ται η ονομασία «Κουνουποχώρια», που αναφέρεται στα χωριά Γεράκι, Κουνούπια, Νεο­χώρι, Γκιότζαλη, Μαρί, Τσίλια, Καράτσα, Αλεποχώρι, Άγιος Γεώργιος ( επαρχία Κυνουρίας). Ο Πουκεβίλ, ό.π., σημειώνει ότι η περιφέρεια αυτή έγινε το 1780 κτήμα του Αρχιευνού­χου των Ανακτόρων, αλλά οι μπέηδες του Μυστρά κατόρθωσαν, με τη βοήθεια των Βαρδουνιωτών, να την προσθέσουν στις κτήσεις τους, γι’ αυτό και η Expedition 82 την τοποθετεί στο βιλαέτι του Μυστρά. Ο Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 112, συγκαταλέγει τον Κοσμά, Άγιο Βασίλειο, Παλαιοχώρι, Πλατανάκι σε ιδιαίτερη ενότητα χωριών με την επωνυμία «Ολυμποχώρια» ανήκουσα στο βιλαέτι του Μυστρά. Έτσι οι ονομασίες «Πέντε Χωριά», «Ολυμποχώρια» ή «Κουνουποχώρια», τις οποίες λαμβάνουν κάποιες φορές μερικά από αυτά τα χωριά είναι ενδεικτικές της αλλαγής του δικαιούχου των φόρων κατά τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους, γεγονός που συνεπάγετο και τη διοικητική αναπροσαρμογή των χωριών αυτών

[14] Και ο Χρυσανθόπουλος Φ. ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστά­σεως, τ. Α’, Αθήνα 1899, σ. 71, σημειώνει ότι τα Δουμενά και τα Χαλκιάνικα ήταν χωριά του Άργους, καθώς το Άργος είχε χωριά δικά του και σε άλλες επαρχίες, διότι «όπου εκα­τοικούσεν ο Αγάς όστις όριζε το χωρίον εις εκείνην την επαρχίαν και αυτό ανήκεν». Γεω­γραφικά πάντως και τα δύο βρίσκονται στην περιοχή των Καλαβρύτων.

[15] Α.Π. [Αρχείο Περούκα] 17246/ 1 (1807) και 17364/ 1 (1819).

[16] Α.Π. 17373/57 (1820) Φανάρι, Τούρκος αξιωματούχος στον κυρ Ιωάννη Περούκα: «Επειδή κυρ Ιωάννη ευρίσκομαι εις το Φανάρι και πρέπει να έρχονται εδώ οι Αλβανιώτες να κραίνονται και όχι να έρχεται ο σεϊμένης από το Άργος να μας τους παίρνει, να γίνονται έξοδα, ότι είναι γειτόνοι και χάνονται από τη δουλειά τους».

[17] Α.Π. 17350/29 (1818), Ανδρίτσαινα «εξεκλίνει η Αγουλινίτσα από τον καζά μας. Δεν πειράζει. Το κραταιόν Δοβλέτι έτσι ηθέλησε. Εμείς τι μας περνάει να κάμωμεν. Υπομονητέον. Παναγής Ζαφειρόπουλος».

[18] Α.Π. 17311/15 (Οκτ. 1814) Άλβαινα: «Ο Γερονικολός και οι ραγιάδες της Άλβαινας παραπονιούνται για τα βαρύτατα χρέη που τους ακολουθούν από την Αρκαδιά. Αποφασίσαμε να στείλουμε άνθρωπό μας στη Βασιλεύουσα για να ημπορέσωμεν να ελευθερωθούμε από την Αρκαδιά και να έρθει το μουρσερί [μίσθωμα] μας εις τον καζά του Άργους. Βάλτε το λοιπόν μέσον και εμείς θα είμαστε δικοί σας παντοτινά. Προς Νικόλαο Περούκα και Παπα-Γιώργη Οικονόμο».

[19] Στο Α.Π. 17339/27 (1817) έγγραφο φαίνονται σαφώς τόσο η δικαστική δικαιοδοσία, που έχουν με το Άργος όσο και η ιδιαίτερη εξάρτησή τους από την οικογένεια Περούκα βλ. και 17264/3 (1809), 1 7269/ 12 (1810), 17282/1 (1812), 17322/7 (1815) κ.λπ.

[20] Βλ. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αρ. Φ. 27, 18 Απριλίου 1828.

[21] Κατά την περίοδο 1829-1830, πριν ακόμα ανακηρυχθεί η Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος, διενεργήθηκε πληθυσμιακή έρευνα από την επιστημονική γαλλική αποστολή, που ακολουθούσε το στράτευμα του στρατηγού Μαιζών. Τα στοιχεία και συμπεράσματα αυτής της έρευνας έχουν καταχωρηθεί στο γεωγραφικό σύγγραμμα του Bory de Saint-Vincent «Expédition scientifique de Morée», Παρίσι 1834 (βλ. Μιχ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξελίξεις της Ελλάδος 1821-1971, Αθήνα 1973, σ. 34 κ.ε.).

[22] Δεν κρίνουμε αναγκαίο να παραθέσουμε όλες τις επαρχίες και δήμους του Νομού, αλλά μόνο αυτές, που προεπαναστατικά συνέπιπταν με τις αναφερόμενες από το Αρχείο τοποθεσίες.

[23] Ο Αθ. Φωτόπουλος, Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, Αθήνα 1982, σσ. 86-87, σημ. 8 γράφει: «Την 14-3-1832, εις την ξβ’ συνεδρίασιν της Ε’ Εθνικής Συνελεύσεως, ανεγνώσθη αναφορά πολιτών τινών του Άργους, οι οποίοι εζήτουν δι’ αυτής επικύρωσιν της διαταγής του Καποδίστρια περί αποσπάσεως εκ της επαρχίας Άργους Πελοποννησιακών τινών χωρίων, μεταξύ των οποίων ήσαν τα Δουμενά και τα Χαλκιάνικα των Καλαβρύτων. Όμως η Συνέλευσις απεφάσισε «να μένωσι ταύτα εις την ενεστώσαν τάξιν, ως προαπεφασίσθη, ενώ θέλει ενασχοληθή το Νομοθετικόν Σώμα εις τα περί της αναλόγου διαιρέσεως των επαρχιών» (Σύμφωνα με τα «Αρχεία της Ελληνικής Πα λιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας», τ. Ε, Αθήναι 1974, σ. 182). Εκ των ανωτέρω συμπεραίνομεν ότι τα Χαλκιάνικα υπήγοντο εις την επαρχίαν Άργους μέχρι έτους 1833, ότε δια καταστατικού νόμου «περί συστάσεως των δήμων» (29.12.1833) υπήχθησαν εις τον συσταθέντα δήμον Νωνάκριδος των Καλαβρύτων».

[24] Βλ. σχετικά σε επόμενες ενότητες.

[25] Α.Π. 17333/1, 2 (Φεβρ. 1746): ο Παπαγιάννης πωλεί στον Δημήτριο Περούκα δύο χωράφια. [σ.σ. Το παλαιότερο δικαιοπρακτικό έγγραφο, που περιλαμβάνει το Αρχείο, είναι του έτους 1727 (17127, Οκτώβριος) και αφορά δανεισμό και υποθήκευση].

[26] Σχετικά με τα κριτήρια συγκρότησης μιας οικογένειας (κοινή στέγη-κοινές δραστηριότητες­ συγγενικοί δεσμοί) βλ. Peter Laslett, «Οικογένεια και νοικοκυριό. Ιστορικές προσεγγίσεις», στο συλλ. Οικογένειες του Παρελθόντος. Μορφές οικιακής οργάνωσης στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, επιμ. Ρωξάνη Καυταντζόγλου, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 36.

[27] Για το σχηματισμό τσιφλικιών βλ. Ι) Στο συλλογικό έργο Landholding and Commercial Agriculture in the Middle East, επιμ. Caglar Keyder and Faruk Tabak, State University of New York Press, α) Halil Inalcik, «The Emergence ofbig Farms, Ciftliks: State, Landlords and Tenants», σσ. 17-34, και β) Gilles Veistein «On the Ciftlik Debate», σσ. 35-52, Ι1) Οικονομική Δομή των Βαλκανικών Χωρών, ό.π., βλ. α) Bistra Cvetkova, «Η εξέλιξη του φεουδαλικού καθεστώτος από τα τέλη του ΙΣΤ’ ως τα μέσα του ΙΗ’ αιώνα», σσ. 87-113, β) Ligor Mile, «Η επέκταση του συστήματος των τσιφλικιών στ’ Αλβανικά εδάφη του ΙΗ’­ αρχές ΙΘ’ αιώνα», σσ. 183-190, 111) Δ. Τσοποτός, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Βόλος 1912, IV) Βέρα Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία {Ι 5ος-16ος αι), Αθήνα 1990 και V) J. C. Alexander, Brigandage and Publίc Order in the Morea, 1685-1806, Athens 1985 και του ιδίου, Μηχανισμοί προσαρμογής και ανάπτυξης μιας χριστιανικής μονής κατά την οθωμανική περίοδο: η Ιερά Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας (16ος- αρχές 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, 2006, σσ. 83-99). Για πωλήσεις και τρόπο κτήσεως βλ. Δημ. Γέροντας, Περί του εθιμικού δικαίου των Αθηνών, της Τουρκοκρατίας και της Επαναστάσεως, Αθήνα 1964, σσ. 79-112.

[28] Α.Π. 17333/1, 2 (1746), 17135 (1751), 17135/2 (1751), 17135 (1755), 17140 (1760), 17140/1,3 (1756-1761), 17147/2,4,5,7 (1764-1775), 17145/1 (1767), 17157 (1781). Ο Δημήτριος αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο από το Δημήτριο υιό του Νικολάου Περούκα. Ανάλογες δικαιοπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων περί τα τέλη του 18ου αιώνα εντοπίζει ο Στ. Τσοτσορός ό.π., σ. 63.

[29] Α.Π. 17167/3 (1782) και 17164 (1782). Ο Ιωάννης Περούκας, που υπογράφει μέχρι το 1784, είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον Ιωάννη, υιό του Νικολάου.

[30] Α.Π.17135/1 (1750), 17152 (1779), 17151 (1779), 17153/1 (1779), 17152/2(1779), 17155 (1781), 17158 (1781 ), 17166 (1782), 17167/1, 2 (1782), 17201 (1797), 17202 (1797), 17210 (1797).

[31] Από τον Ιω. Ζεγκίνη, Το Άργος δια μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη 1948, σ. 180, πληροφορούμαστε ότι στους Περούκα οφείλεται επίσης και η ίδρυση του πρώτου ελληνικού σχολείου στο Άργος το 1798.

[32] Α.Π. 17147/1,3 (1764), 17236 (1804), 17238 (1804), 17235 (1804), 17240 (1804), 17242 (1805), 17243 (1805), 17241/1 (1805), 17246 (1807) κ.λπ. Στο Αρχείον Ανδρ. Λόντου αναφέρεται Μπερούκας δανειστής των Δημητρίου Κων. και Μελετόπουλου Αγγελή, [βλ. Ιστορικόν Αρχείον του στρατηγού Ανδρέου Λόντου (1779-1847), τ. Α’, Αθήνα 1914, εγγ. 18, σ. 22].

[33] Α.Π. 17160 (1785) και 17186 (1789).

[34] Κατά πληροφορία του Σταματίου Αντωνόπουλου, Σταματέλος Σπηλ. Αντωνόπουλος, βιογραφούμενος υπό του εγγονού αυτού Σταματίου Ανασταστ. Αντωνόπουλου, εν Αθήναις 1918, σ. 26, η κατοικία τους ήταν η αρχαιότερη και επισημότερη του Άργους, κτισμένη στη συνοικία Λιεπούρ Μαχαλά, όπου κατοικούσε η αριστοκρατία των χριστιανών. Ήταν δε πασίγνωστος ο τίτλος του οίκου τους που λεγόταν «Το Αρχοντικόν του Μωρέως Περουκαίικον» (Δημ. Βαρδουνιώτη, Η καταστροφή του Δράμαλη, Εν Τριπόλει 1913, σ. 255).

Ο σημερινός μάλιστα ναός του Αγίου Πέτρου, πολιούχου του Άργους, έχει κτισθεί κατά βάσιμη παράδοση στη θέση του προϋπάρξαντος ναού του Αγίου Νικολάου, που ανήκε στην οικογένεια Περούκα και χρησίμευε επίσης ως νεκροταφείο των αποθνησκόντων μελών της. Το οικόπεδο της σημερινής κεντρικής πλατείας του Άργους ήταν δικό τους και φαίνεται πως οι Αργείοι το κατέλαβαν αυθαίρετα, γιατί μετά την ανέγερση οι κληρονόμοι κατέφυγαν στα δικαστήρια (Αναστάσιος Τσακόπουλος, Συμβολαί εις την ιστορίαν της εκκλησίας Αργολίδας, τευχ. Α, Αθήνα 1953, σσ. 10-16). Σε δικαστική διαμάχη εξάλλου με το Δημόσιο για διεκδίκηση ακινήτων επί της πλατείας είχε περιέλθει και ο Δημήτριος Περούκας από τον Ιανουάριο του 1843 (βλ. Ντιάνα Αντωνακάτου, «Η πλατεία της αγοράς στο Άργος πεδίον συγκρούσεων πριν 140 χρόνια», ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ, Άργος 1988, σσ. 303, 315). Ο Ευάγγελος. Στασινόπουλος, Άγιος Πέτρος επίσκοπος Αργους ο θαυματουργός, 855-925 μ.Χ, Αθήνα 1981, σ. 45, αναφέρει επιστολή του Δ. Μπερρούκα (1833) που ενημερώνει για την ανέγερση της επισκοπής Άργους στον ιδιωτικό του χώρο. [Οι πληροφορίες περί του ναού εντοπίστηκαν καθ’ υπόδειξη του κ. Χρ. Μαρίνου, γ.γ. του συλλόγου «Ο ΔΑΝΑΟΣ», τον οποίο και ευχαριστώ].

[35] Ο Τ. Γριτσόπουλος, Ορλωφικά, Αθήνα 1967, σ. 33, γράφει: «κατ’ επαρχίας επεβλήθησαν ως ισχυραί πολιτικώς αι ακόλουθοι οικογένειαι γαιοκτημόνων, των και ηγετών της χώρας … Περιοχή Άργους: οικογένεια Περούκα και Βλάση» και Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα 1981, σ. 126, Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1996, τ. Β’, τ. Γ’, τ. Δ’, σσ. 95, 74-78 και 340 αντίστοιχα.

[36] Για τις ασχολίες της οικογένειας βλ. εκτενώς στη συνέχεια.

[37] Βλ. Κ. Τριανταφύλλου, «Συμβολή εις τα περί οικογενείας Περούκα Άργους-Πατρών», Πρακτικά Β’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Άργος 1986, σσ. 157-160.

[38] Α.Π. 17161 (1781 ). Πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα έδρασε ο πατέρας του Δημητρίου Απόστολος Περούκας, ο οποίος φέρεται ως υιός του Γιαννάκη Περούκα (βλ. Δημ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σ. 255). Σύμφωνα εξάλλου με το Α.Π. 17144 (1767) προικοσύμφωνο ο Μπερούκας φέρεται να έχει ένα επιπλέον τέκνο, την Ευφροσύνη, η οποία παντρεύεται τον «τιμιώτατον κυρ Μιχάλη υιόν Ιωάννη [οικ. Ιωαννούση]». Ίσως παιδί τους να είναι ο Γεώργιος Μιχαήλ Ιωαννούσης, όπως υπογράφει στο εγγ. 17283/1 (1813).

[39] A. Π. 17160 (1785).

[40] Ο Απόστολος νυμφεύεται την Όρσα [Α.Π. 17234/23 (1802)], κόρη του πατρινού εμπόρου Γεωργίου Δ. Κονταξή (βλ. Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Εκδ. Β’, Πάτραι 1980, σ. 196 και Στ. Θωμόπουλος, Ιστορία της Πόλεως των Πατρών, Πάτρα 1950, σ. 510), με την οποία αποκτά δύο κόρες. Για δικαστικούς αγώνες τους Απόστολου με την αδελφή του πεθερού του Σωσάνα και τον γιό της Δημήτριο Χριστοδούλου λόγω διεκδίκησης εκ μέρους τους τμήματος της περιουσίας του αποθανόντος βλ. Ιωάννης Αθανασόπουλος, «Κληρονομικές διαφορές μελών της οικογένειας Περούκα Πατρών αποκαλυπτόμενες από έγγραφα της ολλανδικής πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως», Δ’ Διεθνές Συνέδριο Ε.Π.Σ, τ. Γ’, σσ. 177-196 και Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Ειδήσεις του Αρχείου Περρούκα για τον κλάδο της οικογένειας στην Πάτρα», Μνημοσύνη, τ. 16ος, 2003-05, σσ. 209-231.

[41] Ο Κ. Τριανταφύλλου, «Συμβολή…», ό.π. σ. 157, αναφέρει ότι «στην οικία του Απόστ. Περούκα την 22α Νοεμβρίου 1821 ημύνθη το σώμα του Ανδρέα Λόντου υπό τους Τσαούση και Μαραγκόν από τους Τούρκους». Παραθέτει δε και την πληροφορία του Π. Χιώτη, «Ιστορία του Ιονίου Κράτους» (Α’, σ. 443) ότι το ίδιο έτος οι Τούρκοι πλοίο Ιονικό «ελήισαν και ηχμαλώτισαν τους ενταύθα επιβάτας άνδρας και κοράσια και την οικογένεια του Πατραίου Αποστόλου Περρούκα. Αυτούς δε απελευθέρωσεν η Ιονική Κυβέρνησις από τας χείρας των Τούρκων γυμνούς». Αναλυτικά βλ. και Ηλ. Γιαννικόπουλος, ό.π. Εξάλλου στα Γ.Α.Κ. – Αρχείο Πατρών Ν. Αχαΐας φυλάσσεται ανέκδοτη ιδιωτική συλλογή με τον τίτλο «Αρχείο Δεληγιάννη», όπου μεταξύ των εγγράφων της εντοπίστηκε επιστολή σταλμένη προς τον Απόστολο Περούκα από τον Παναγιώτη Ιωαννούση [προεστός του Άργους] στις 3 Ιανουαρίου 1820 σχετική με εξόφληση λογαριασμών και εμπορικούς συνεταιρισμούς.

[42] Α.Π. 17360/16 (1819), 17330/7 (1816), 17379/17 (1820), 17305 (1814). Ο Σωτήριος νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γεωργίου [Γεωργαντά] Νοταρά, (βλ. Σ. Γ. Κουτίβας, Οι Νοταράδες στην υπηρεσία του Έθνους και της Εκκλησίας, Αθήνα 1968, σσ. 210-251), απέκτησε δυο γιους, τον Γεώργιο και τον Απόστολο και μία κόρη την Ελένη. Τον Γεώργιο μάλιστα έστειλε για σπουδές Ιατρικής στην Ιταλία (Olga Karageorgou-Kourtzis, «Aspects ofEducation in the Peloponnese from 1810-1820 according to the Peroykas Archives from Argos», The Ottoman Empire, the Balkas, the Greek lands:Toward a social and economic history, Studies in honor of John C. Alexander, Issis Press, Instabul, 2007, σ. 181). Με τα παιδιά του Σωτηρίου και εξαδέλφια του ήρθε σε πολύχρονους δικαστικούς αγώνες ο Δημήτριος Περούκας, ως αντίδικος, για τη διεκδίκηση χρηματικών ποσών, τιμαλφών και εγγράφων (βλ. Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Πολύχρονοι δικαστικοί και εξώδικοι αγώνες Δημ. Περρούκα για την απόδοση παρακαταθήκης», Πρακτικά Ζ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ’, Αθήνα 2007, σσ. 177-197.

[43] Α.Π. 17180 (1811), 17183 (1788), 17202 (1797), 17205 (1798) κ.α. Οι τρεις αδελφοί Απόστολος, Σωτήριος και Νικόλαος απεβίωσαν κατά το 1822, ενώ ο Γιωργαντάς το 1813 (βλ. Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Το Αρχείο Περούκα του Άργους», ό.π., σ. 334).

[44] Αναλυτικά για την Αγγελική Περούκα βλ. Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Η αρχόντισσα του Άργους Αγγελική Νικ. Περρούκα (1756-1836)», Μνημοσύνη, τ. 17ος, 2006-09, σσ. 4-26, ο οποίος και εντοπίζει ότι είναι κόρη του Ιωάννη Συλλιβέργου (ό.π., σ. 8). Στο Α.Π. 17150 (1776) ο ανωτέρω έχει πεθάνει, η χήρα του όμως Ευδοκία και τα δύο τέκνα της Αναστάσης και Λυμπέρης, διεκδικώντας οφειλή 343 γρ. και 11 παράδων από τον Τζώρτζη Χρυσοχόο, καταφεύγουν στην έκδοση εκκλησιαστικού επιτίμιου εναντίον του τελευταίου, προκειμένου να υλοποιηθεί το δίκαιο – όπως ομολογείται – αίτημα. Σχετικά με τα τέκνα του Νικολάου Περούκα στο Α.Π. 17237 (1804): ο Δημήτριος Κριεζής από την Ύδρα γράφει: «η κουμπάρα προσκυνά τ’ αρχοντόπουλά σας Ιωάννη, Δημήτριο και Χαραλάμπη» [για το κουμπαριό βλ. 17348/3 (1818)]. Ότι ο Χαράλαμπος είναι ο μικρότερος επιβεβαιώνεται και από το έγγραφο 17341 (1817): «δια την μικράν σου ηλικία δεν επιτρέπεται συναίρεσις» (Ιωάννης προς Χαράλαμπο). Από τα έγγραφα 17195 (1796), 17284/2 (1813), 17321/21 (1815), 17359/6 (1819) πληροφορούμαστε για τους γάμους των δύο θυγατέρων του: η Ευδοκία παίρνει ως σύζυγο τον Δημήτριο Ζαΐμογλου, γιο του Ανδρούτσου Ζαΐμη, από τα Καλάβρυτα [Κερπινή] ενώ η Ευγενία τον ιατρό Χριστόδουλο Σεβαστό, αδελφό του Ζαχαρίου, μητροπολίτου Κορίνθου (1783-1819), στον οποίο καταφεύγουν συχνά τα μέλη της οικογένειας για τα προβλήματα της υγείας τους (βλ. Όλγα Καραγεώργου-Κουρτζή, «Πληροφορίες περί ιατρικής από το Αρχείο Περούκα για την περίοδο 1800-1820», Αργειακή Γη, τ. 2, Άργος 2004, σ. 132). Νυμφεύεται επίσης ο Ιωάννης «…Να μου φέρεις μαργαριτάρι…ξυγκοκέρια μοσχοβίτικά για τον γάμο του Ιωάννη.. .» (Α.Π. 17302/4 (1814) και σύζυγός του είναι η Ελένη Βλάση, (βλ. σχ. Δημ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σ. 259). Από το έγγραφο 17284/2 (1813), συνταγμένο από τον Απόστολο Περούκα προς τον Ιωάννη στο Άργος, πληροφορούμαστε για Βιτορία, «αδελφή του», που είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης [δεν διευκρινίζεται όμως τίνος αδελφή είναι: του γράφοντος Αποστόλου ή του Ιωάννη] και Κατίνα, «εξαδέλφη του», η οποία «εγέννησεν άρσεν». Στο 17302 εξάλλου ο Απόστολος συμβουλεύει για «…ειρηνικό τέλος με την υπόθεση της αδελφής του» πάλι χωρίς καμία διευκρίνιση και το 1818 (17349/10) ο Δημήτριος Περούκας γράφει: «….Την θείαν μου Ελένη και τας εξαδέλφας μου προσκυνώ. Ομοίως και την κυρίαν Ευφροσύνην και Βιτορίτσαν…» χωρίς πάλι να καθίσταται ευκρινής η όποια συγγενική τους σχέση. Δεν μπορώ επίσης να υιοθετήσω τη σχετική άποψη του Ηλ. Γιαννικόπουλου, ό.π., σ. 8, λόγω των αντικρουόμενων στοιχείων που υπάρχουν.

[45] Α.Π. 17151 (1779), 17152 (1779), 17167/3 (1782), 17202 (1797), 17205 (1798) κ.λπ. Εσφαλμένη είναι η άποψη που διατυπώνει ο Αμβ. Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήνα 1976, τ.Γ’,Δ’,σ. 107, ότι ο Ιωάννης Περούκας έγινε προεστός μετά το θάνατο του πατρός του, διότι επανειλημμένα αναφέρεται με τον τίτλο του, ζώντος του Νικολάου.

[46] Α.Π. 17232 (1802), 17245/3 (1806), 17249/2 (1808), 17258 (1809), 17273/1 (1811), 17301/10 (1814) κ’ 17376/11 (1820). Σχετικά με τον τίτλο του «Λογοθέτη» ο Ανδρέας Κεραμιδάς, Αι οικονομικαί δυσχέρειαι του αγωνιστού Ανδρέα Λόντου και το τέλος αυτού (επί τη βάσει ανεκδότων στοιχείων), Π.Α.Σ.Π.Ε, Αθήναι 1973, σ. 7, αναφέρει ότι αυτόν κατείχαν οι ανώτατοι άρχοντες του Βυζαντίου «οι τοις δημοσίοις εφεστώτες λογισμοίς», ενώ ο Ιω. Γιαννόπουλος, «Κοινότητες», Ι.Ε.Ε., τ. ΙΑ, σ. 140, σημειώνει ότι ο ανώτερος κλήρος επιδιώκοντας να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο σε συνεργασία με τους κοινοτικούς άρχοντες παρενέβαινε συχνά στο έργο τους και στους ισχυρότερους απένεμε και το οφφίκιο του Λογοθέτη. Ο Νικόλαος Περούκας υπογράφει έγγραφο (1807) ως «Λογοθέτης». Το έγγραφο συνυπογράφουν ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Παναγής Ιωαννούσης, ο Θεοδωράκης Βλασσόπουλος και ο Χατζή-Νικόλαος Σέκερης (βλ. Αρχείον της Νήσου Ύδρας, (1778-1834), επιμ. εκδ. Αντ. Λιγνός, τ. Γ’, Πειραιάς 1921-1932, σσ. 36-37).

[47] Α.Π. 17245 (1806). Πρόκειται για γράμμα που στέλνουν οι Γερακιώτες στον Νικόλαο Περούκα, όπου ομολογούν ότι του έμειναν χρεώστες 9.000 γρόσια.

[48] Β. Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 52. Ο Π. Π. Γερμανός, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1956, σ. 25, αναφέρει ότι στην έναρξη της επανάστασης – Μάρτιος 1821- πρόξενος της Ισπανίας στην Πάτρα ήταν ο Ενρίκος Σέλην.

[49] Ο Π. Μ. Κοντογιάννης, «Οι προστατευόμενοι», περ. Αθηνά, τ. 29, (1917), σσ. 3-28, σημειώνει: Συνεφωνήθησαν [η συμφωνία μάλλον έγινε το 1673] μεταξύ Πύλης και των δυτικών κρατών τα εξής: «Ο ιθαγενής διερμηνεύς εγίνετο προστατευόμενος του κράτους, εις του οποίου την πρεσβείαν (ή το προξενείον) εξετέλει τα καθήκοντα του διερμηνέως. Ως προστατευόμενος εξηρείτο από όλους τους φόρους, τους οποίους επλήρωνον οι ραγιάδες -από τον φόρον κυρίως του χαρατζιού – και δεν υπήγετο εις την δικαιοδοσίαν των οθωμανικών αρχών…» επετράπη εις αυτούς να μη φορούν την ενδυμασίαν των ραγιάδων και να έχουν κάλυμμα κεφαλής διακριτικόν του έργου των» (ό.π., σ. 9). Οι προστατευόμενοι ωφελούνταν επίσης από την ελάττωση του τελωνειακού δασμού, (σ. 27) την απαλλαγή από αγγαρείες (σ. 28) και τη μη συμμετοχή τους στους έκτακτους φόρους. Οι πλούσιοι έμποροι, τραπεζίτες, κ. α. αγόραζαν μετά το θάνατο των κατόχων τους – τα εκδομένα από την Πύλη μπεράτια διορισμού προξένου ή διερμηνέως σε τιμές που ποικίλαν εξαρτώμενες από την εμπορική σπουδαιότητα της πόλης όπου αυτοί εμπορεύονταν. (σ. 15). Από το 18ο αιώνα μάλιστα οι πρέσβεις και οι πρόξενοι οικειοποιήθηκαν το δικαίωμα της έκδοσης διπλωμάτων προστασίας, που τα έδιναν, χωρίς την παρέμβαση της Πύλης, σ’ όλους τους υπηκόους του Σουλτάνου (σ. 17). Ομοίως και ο Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα, τ. ΓΙ’, Αθήνα 1975, σ. 201, αναφέρει πως «αυτοί οι προστατευόμενοι των ξένων, οι φιρμανλήδες όπως τους αποκαλούσαν, διορίζονταν πρόξενοι ή υποπρόξενοι… Ύψωναν στην κατοικία τους την ξένη σημαία και γίνονταν αμέσως πρόσωπα απαραβίαστα» (από J. S. Bartholdy, Voyage en Grece fait dans les anndes 1803 et 1804, Παρίσι 1807).

[50] Στο Αρχείο Ύδρας, ό.π., τ. Ε’, σ. 47 και σ. 236, έτος 1813, ο Νικόλαος συνυπογράφει με τον Δραγομάνο του Μορέως και με τους Αλέξιο Ιερέα Οικονόμο, Γιάννη Παπαγιαννόπουλο, Σωτήρη Κουγιά, Αναγνώστη Παπάζογλη [α’ έγγραφο] και Ανδρέα Ζαΐμη, Μιχάλη Κοματά και Γρηγόριο Παπαφωτόπουλο [β’ έγγραφο] [για τους «Δραγομάνους Μορέως» βλ. Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σ. 135 και για το θεσμό του μοραγιάννη βλ. Φ. Μπωζούρ, Πίνακας του Εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία (1787-1797), μτφ. Ελένη Γαρίδη, Αθήνα 1974, σ. 5, Κ. Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα, τ. Α’, Αθήνα 1957, σ. 66, Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σσ. 91-95 και Αναστασία Κυρκίνη-Κούτουλα, ό.π., σ. 141). Για την ετυμολογία του όρου αγιάνης και μοραγιάννης βλ. Γρ. Καμπούρογλου, Τοπωνυμικά παράδοξα, Αθήνα 1920, σ. 37.

[51] Βλ. σχετικά Δημ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σ. 255. Η αντιπροσώπευση αυτή – σύμφωνα με το Αρχείο μας (Α.Π. 17185/1789) – γινόταν κατά περίσταση και όχι με μόνιμη εγκατάστασή του στην Κωνσταντινούπολη, όπως συνέβη αργότερα με τον υιό του Δημήτριο.

[52] Στο Α. Π. 17328/8 (1816) Άργος γράφει ο Χαράλαμπος Περούκας για τον Ιωάννη: «Ο αδελφός τα έπαθε εξ ανάγκης. Το κατάλαβε και ο ίδιος. Ήθελε εν ταύτω να είναι πραματευτής και κοτζαμπάσης και μαμελετζής στις κάσες  τουρ. Μuamelecί=μουαμελετζής: υπενοικιαστής ή ενοικιαστής μιας φορολογικής ενότητας]. Βλέποντας εγώ την αφασία του και σχεδόν ζημίαν μας αναγκάστηκα να τον ξεμπερδεύω κάθε λογαριασμό παίρνοντάς τον απάνω μου» και 17329/11 (1816) ο Χαράλαμπος προς τον Δημήτριο: «Ο Ιωάννης έχει την φροντίδα βιλαετιού δεν προφθάνει να θεωρεί κάθε υπόθεσή μας».

[53] Α.Π. 17361/35 (1819): Έτσι τον αποκαλούσε σε γράμμα του ο Φεϊτζούλ-αγάς Λάλα.

[54] Α. Π. 17320/12 (1815), 17342/3 (1817), 17352/3 (1818), 17371/22 (1820).

[55] «Αρχείον Ύδρας», τ. ΣΤ’, σ. 176 (1819) και σ. 414 (1820). Σε έγγραφα που στέλνονται από την Τριπολιτσά προς τους προκρίτους της Ύδρας (είτε για μεσολάβηση υπέρ φίλου, είτε για παροχή πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις του Μόρα-Βαλεσί Χουρσίτ Πασά) ο Ιωάννης Περούκας συνυπογράφει με τους Αλέξιο Ιερέα Οικονόμο, Σωτήριο Χαραλάμπη, Αν. Νοταρά, Αναγνώστη Κοπανίτζα, Π. Ζαφειρόπουλο, Π. Κρεβατά, Α. Λόντο, Γ. Καραμάνο, Μ. Μελετόπουλο. Λόγω του κύρους του επίσης ο Ιωάννης είναι μεταξύ αυτών που υπέγραψαν τη συστατική επιστολή που έφερε ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, όταν μετέβη ως πρόξενος της Ρωσίας στη Σμύρνη (Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Αθήνα 1871-1875, σ. 220).

[56] Α.Π. 17338/6 (1817): η μητέρα του εκφράζει τη βαθιά της θλίψη επειδή έκαναν το γιο της βεκίλη στην Πόλη και τον έχασε από κοντά της. Α. Π. 17351 (1818): η Ευδοκία Ζαΐμη (γράφει πως η φήμη του είναι μεγάλη και 17352/20 (1818), 17372/12 (1820) ο Ιωάννης προσφωνεί τον αδελφό του Δημήτριο «Προεστώτα και Βεκίλη του Άργους». Α. Π. 17322/22 (1815): ο Ιωάννης γράφει στον αδελφό του Δημήτριο, βεκίλη του καζά Αργους στη Βασιλεύουσα. Ενώ με βάση το 17302/4 συμπεραίνουμε ότι τη θέση κατείχε τουλάχιστον από το 1814. Εξάλλου, στο «Αρχείον Ύδρας», τ. Κ’, σ. 373, έχουμε έγγραφο υπογεγραμμένο από τους Δημήτριο Περούκα, Αναγνώστη Παπάζογλη και Γρηγόριο Παπαφωτόπουλο, που στάλθηκε το 1817 από την Κωνσταντινούπολη στον ζαμπίτη [αστυνομικό] της Ύδρας Νικόλαο Μπέη για μεσολάβηση υπέρ ενός ραγιά. Για το αξίωμα του «βεκίλη» βλ. Μ. Σακελλαρίου ό.π., σ. 94.

[57] Α.Π. 17352/20 (1818): Η Ευδοκία γράφει στο Δημήτριο πως άκουσε από πολλούς ότι έχει «ισχύν και μέσα με τα οποία μπορεί και τας ιδίας υποθέσεις να διαφεντεύσει και τας ξένας όταν θελήσει».

[58] Σύμφωνα μάλιστα με το έγγραφο 17331/3 (1816) ο Χαράλαμπος επιδίωξε να κερδίσει και τη θέση του γραμματέως στον καζά γι’ αυτό κι έγραψε στον πατέρα του: «Το γραμματιλίκι το είχε ο Γκελμπερής. Βάλτε τώρα να το πάρει ο Χρήστος Βλασσόπουλος συντροφικά μ’ εμένα. Προσπαθήστε ότι αυτό έχει κέρδος καλό». [Για Γκελμπερή και Βλασσόπουλο βλ. Αθανάσιος Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Ηρόδοτος, Αθήνα 2005, σσ. 57,100].

[59] Ο Τ. Κανδηλώρος, Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου (1500-1821), Αθήνα 1924, σ. 76, δεν συμπεριλαμβάνει τους Περούκα μεταξύ των ισχυρών που εξεγέρθηκαν

[60]  Βλ. Αθ. Γρηγοριάδης, Ιστορικαί Αλήθειαι, Αθήνα 1934, σ. 59, ο οποίος αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος, επικεφαλής 1500 ατόμων ανάγκασε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν το Άργος και πολιόρκησε το Ναύπλιο, Τ. Γριτσόπουλος, Τα Ορλωφικά, ό.π., σ. 77 και Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 172.

[61] Ο Donald Quataert υπογραμμίζει ιδιαίτερα τον ρόλο των αρχόντων στην ανάπτυξη και ωρίμανση των επαναστάσεων και των απελευθερωτικών κινημάτων του 19ου αιώνα και μάλιστα αναρωτιέται αν θα μπορούσαν να τα είχαν καταφέρει οι ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας χωρίς αυτούς [Donald Quataert, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922, (μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης), Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 241].

[62] Η δυσαρέσκεια των ντόπιων Τούρκων αξιωματούχων οφειλόταν στον παραγκωνισμό τους από τον Βελή Πασά, κατά την προσπάθεια του τελευταίου να γίνει κύριος της Πελοποννήσου, όπως ήταν στην Ήπειρο ο πατέρας του Αλή-Πασάς (βλ. Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τ. Α’, Αθήνα 1972, σ. 457).

[63] Τ. Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 458, Κ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Α’, σ. 49 κ. εξ. και Π. Παπατσώνης, Απομνημονεύματα, από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της Βασιλείας Γεωργίου Α’ (εκδ. Εμμ. Πρωτοψάλτη), Αθήνα 1960, σ. 40.

[64] Σύμφωνα με τον J. C. Alexander (Αλεξανδρόπουλος), «Some aspects of the strife among the (moreot christian notables, 1789-1816», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, τ. 5, (1974-1975), η αιτία του ανταγωνισμού μεταξύ των Χριστιανών προεστών οφείλετο στην επιθυμία τους για φιλοπρωτία, δηλαδή να βρεθούν στην κορυφή της διοίκησης της επαρχίας, στον έλεγχο της διανομής και ενοικίασης των φόρων και στη διαχείριση της περιουσίας των μουσουλμάνων ιδιοκτητών που συνήθως απουσίαζαν (σελ. 487)

[65] Βλ. Γ. Βλαχογιάννης, Οι κλέφτες του Μωριά, Αθήνα 1935, σ. 192, Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία της Τριπολιτσάς, ό.π., σ. 462, Κ. Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Ι’, σ. 60 κ.ε., Μ. Σακελλαρίου, ό.π., σ. 96, Μ. Οικονόμου, Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1873, σσ. 26-28.

[66] Βλ. Τ. Γριτσόπουλος, «Δουλική αναφορά προεστών του Μορέως υπέρ Αργείου πραγματευτού (1817)», Πελοποννησιακά, τ.12, (1976-1977), σ. 225. Τα ίδια υποστηρίζει και στο άρθρο του «Διαμάχη των κομμάτων Πελοποννήσου δια τον Δραγομάνον Θεοδόσιον», Πελοποννησιακά, τ. 10, (1974), σ. 168) όπου αναφέρει επιπλέον ότι οι Περούκα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή δράσεως έχοντας μαζί τους τούς Δ. Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη κ.ά. και αντιπάλους τους τους Σισίνηδες, Κοπανίτζα, Π. Νοταρά, Λόντο, Α. Ζαΐμη.

[67] Για έριδα και Πρακτικό βλ. Γ. Βλαχογιάννης, ό.π., σσ. 191-193, 288 και Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία της Τριπολιτσάς, ό.π., τ. Α’, σ. 465. Παρουσίαση του συνυποσχετικού, ύστερα από αποκρυπτογράφηση εγγράφου, του «Αρχείου Σωτήρη Χαραλάμπη» έχουμε και από τον Ντ. Κονόμο, «Ανέκδοτα Κείμενα (1816-20)», Πελοποννησιακά, τ. 6, (1963-1968), σ. 191 κ.ε. Το κείμενο υπογράφεται από τους Θεοδόσιο Δραγομάνο, Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Κουγιά, Ανδρέα Ζαΐμη, Αναγνώστη Παπάζογλου, Ιωάννη Περούκα και Παναγιωτάκη Ζαριφόπουλου. Για το συνυποσχετικό βλ. και Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία …, ό.π., τ. Α, σ. 158.

[68] Πριν αναχωρήσουν οι στρατιώτες από τα Δουμενά και τα Χαλκιάνικα – σύμφωνα με την εντολή r του προεστού Ν. Περούκα – ήρθε γράμμα από τον Ανδρέα Νοταρά προς τον Ναθαναήλ, ηγούμενο της Μονής Αγίου Γεωργίου Κορίνθου, που του ζητούσε να εμποδίσει τους χριστιανούς να προβούν σε κίνημα εναντίον των Τούρκων από το φόβο της θανάτωσης και της αιχμαλωσίας «… Αλλ’ αυτοί δεν άκουσαν τον Νοταρά, αλλ’ εσυνάχθησαν όλοι και επήγαν εις τον Άγιον Γεώργιον της Κορίνθου όπου ηύραν τον Περρούκαν, όστις τους επήρε και τους ωδήγησεν εις το Άργος». Την εκεί παρουσία των στρατιωτών προσπάθησε να εκμεταλλευθεί το κόμμα [κονσολάτο] του Σταμελόπουλου ζητώντας τους να καταγραφούν στη δύναμή του, αποσπούμενοι από τους Περούκα και Βλάσση, που ήταν επικεφαλής του δεύτερου από τα δύο κόμματα που δραστηριοποιούνταν στο Άργος. Οι στρατιώτες προτίμησαν αρχικά να παραμείνουν ανένταχτοι. Όταν μάλιστα η πλευρά Σταμελόπουλου αύξησε την ένταση στις σχέσεις των κομμάτων συκοφαντώντας τον Περούκα για συνεργασία με τους Τούρκους και ξεσηκώνοντας τον λαό εναντίον του κόμματός του, οι μεν Περούκας και Βλάσσης αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν για τον Άγιο Γεώργιο της Κορίνθου, όπου βρισκόταν και η οικογένεια του πρώτου, οι δε στρατιώτες για την επαρχία τους τα Καλάβρυτα (Φωτάκος, ό.π. σσ. 65-67).

[69] Από το Α.Π. 17363/5 ( 1819) μαθαίνουμε ότι ο Ιωάννης Περούκας, βαδίζοντας μαζί με άλλα έντεκα άτομα, δέχτηκε δολοφονική επίθεση με πιστόλι. Ο ίδιος γλίτωσε αλλά σκοτώθηκαν δύο άλλοι [ένας Έλληνας και ένας Τούρκος]. Αν και δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητα και τα κίνητρα του δράστη, εντούτοις εικάζουμε ότι η ενέργεια κατά του Ιωάννη, θα ήταν αποτέλεσμα της υιοθέτησης εκ μέρους του επαναστατικών ιδεών και της ανάμειξής του σε υποθέσεις υπέρ του συνόλου, όπως διαφαίνεται από τις συμβουλές, που του απηύθυνε σε γράμμα του [Α.Π. 17364/3 (1819)] ο αδελφός του Χαράλαμπος, υποστηρίζοντας ότι δεν θα πρέπει να ριψοκινδυνεύει για «μικρότατο» ώφελος του κοινού αλλά να διαφυλάσσει τις δυνάμεις του για τη μεγάλη στιγμή [ενν. της Επανάστασης]: «Αυτά είναι τα βραβεία που απονέμονται στους πολιτικούς. Δώσε ακρόαση στις συμβουλές μου: Δεν έχεις καμιά αιτία ν’ αποφασίζεις τον εαυτό σου για ένα παραμικρότατο κέρδος του κοινού, ν’ αφαιρεθούν από τη φαντασία σου οι εγκολπωθείσες ιδέες. Άφησε την φιλοτιμίαν σου ν’ αποδειχθή εις μίαν γνωστήν σου ημέραν δια να λάβη τας αναλόγους ανταμοιβάς».

[70] Βλ. Ιω. Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιον 1834, σ. 130: «Ο Ν. Παμπούκης ανέλαβε την αποστολήν της Πελοποννήσου. Μετέβη ούτος δια του Άργους εις Τριπολιτσά υπό το πρόσχημά του να εγκαλέση τον Ι. Περούκα δια διαφοράν ιδιαιτέραν. Δια προηγουμένης εντεύθεν συμφωνίας την μεν ημέραν έτρεχεν εις τα αυλάς των αγάδων εγκαλών τον Ιωάννη Περούκα ως «άδικον» την δε νύκτα τον παρέδιδε την κατήχησιν. Δια να έχει επομένως την ανύποπτον και με τους Πολιτικούς της Πελοποννήσου συνέντευξιν εδείκνυε ότι εγκαλεί και ενώπιον τούτων τον ίδιον Περούκαν. Δυνάμει του τοιούτου μέτρου ηυδοκίμησεν εις τον σκοπόν του κατηχήσας τον Περούκαν, Σωτήριον Χαραλάμπην, Σωτήριον Θεοχαρόπουλον, τον Παπά Αλέξιον και Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο κ.λπ». (βλ. και Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία …, τ. Β’, σσ. 11-12).

[71] Ο Ιωάννης Ζεγκίνης σημειώνει ότι τον μύησε ο Μητροπολίτης Ναυπλίου Γρηγόριος, ενώ κατά τον Β. Μέξα ο Ιωάννης ορκίστηκε Φιλικός στις 2 Μαΐου 1819 στο Άργος από τον Π. Αρβάλη και ο Χαραλάμπης Περούκας στις 20 Δεκεμβρίου 1819 στην Πάτρα από τον Ι. Παπαρρηγόπουλο (βλ. Ιωαν. Ζεγκίνης, ο.π., σ. 134 και Β. Μέξα, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937, σ. 22, 48, 66). Και ο μεν πρώτος κατέβαλε στην Εταιρεία ως συνδρομή 200 τάληρα, ενώ ο δεύτερος 600 [Η πληροφορία από το Αρχείο Σέκερη, ΙΕΕΕ, σσ. 309 και 441].

[72] Βλ. τον ονομαστικό κατάλογο των μελών της Φιλικής Εταιρείας, που περιλαμβάνεται στο έργο του Ιω. Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, Αθήνα 1855, σ. 379. Ομοίως και Δ. Μπογδανόπουλος, Φιλική Εταιρεία, Αθήνα 1956, σ. 379.

[73] Στα τέλη Απριλίου του 1820 γίνεται σύσκεψη στην Τριπολιτσά, όπου συμμετείχαν οι Ανδ. Ζαΐμης, Σωτ. Χαραλάμπης, Ιωάννης Περούκας, Σωτ. Νοταράς, Παπαλέξης, Θεοδ. Δεληγιάννης και Παν. Ζαφειρόπουλος και αποφασίστηκε ο Ι. Παπαρρηγόπουλος [γραμματέας τότε του Ρωσικού προξενείου Πατρών] ν’ αποσταλεί στη Ρωσία, για να συζητήσει θέματα σχετικά με την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. (Βλ. Κ. Δεληγιάννης, ό.π., τ. Α’, σσ. 72-94, και Αμβ. Φραντζής, ό.π., τ. Α’, σσ. 62–63). Στις 8 Ιουνίου ο Παπαρηγόπουλος αναχωρεί έχοντας μαζί του κείμενο, που έφερε τίτλο «Στοχασμοί Πελοποννησίων περί καλού συστήματος», στο οποίο εξέθεταν τη διάθεσή τους για ίδρυση τοπικής εφορίας της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο, (βλ. Αμβ. Φραντζής, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Α’. Αθήνα 1839, σ. 308 κ.ε., και Ιω. Φιλήμονος, Δ.Ι.Φ.Ε., σσ. 338-344).

[74] Βλ. Ιω. Φιλήμονος, ό.π., σσ. 225, 214, όπου περιέχονται οι «Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί καλού συστήματος».

[75] Ο Ιερόθεος καταγόταν απ’ τα Καλάβρυτα και ήταν ηγούμενος της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου κατά την έκρηξη της Επανάστασης. Φιλικός και ενθουσιώδης, έστειλε μοναχούς για συλλογή εράνων για τον επικείμενο Αγώνα και έλαβε τα όπλα κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΙΒ’ σ. 875).

[76] Αμβ. Φραντζής, ό.π., σ. 107, «Ο Ιερόθεος διετάχθη από τη συνέλευση στη Βοστίτσα να περιέλθει εις όλους τους εταίρους εις την Πελοπόννησο και να συνεισφέρουν… Ιωάννης Περούκας: «Τα χρήματα πρέπει να συναχθούν και να μείνουν ενταύθα επειδή είναι η περισσοτέρα ανάγκη με το να είναι φρούριον ισχυρόν» Ιερόθεος: «Ας γίνει η καταγραφή της εισφοράς δια να γνωρίσωμεν πού ευρισκόμεθα και ας μείνουν τα χρήματα εδώ» Ιωάννης: «Ημείς κάμνομεν κατάλογον εδικόν μας και τον στέλομεν εις Πάτρας» Ιερόθεος: «Βλέπω ότι καθείς θέλει να φυλάξη τον εαυτόν αθώον από την Οθωμανικήν Διοίκησιν. Ένεκα τούτου δεν θέλετε να περάσετε το όνομά σας εις τον κατάλογον εις τον οποίον είναι και των άλλων προυχόντων τα ονόματα να χαθούν αυτοί και να μείνετε η ευγένειά σας ως αθώοι» και ούτως ανεχώρησαν ευθύς δια το Άστρος».

[77] Βλ. σχετικά Γ. Παναγόπουλος, Η Μυστική Συνέλευσις της Βοστίτσας (1821), Αθήνα 1983.

[78] Ο Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία…, ό.π., σ. 56, γράφει ότι ο Ιωάννης Περούκας προσπάθησε να διαλύσει τις υπόνοιες των Τούρκων για δράση της Φιλικής Εταιρείας ερμηνεύοντας τον κατάλογο των ονομάτων, που κατείχε ο Μόρα-Βαλεσί, ως σχετιζόμενο με μασονικές υποθέσεις. Εκείνος όμως δεν πείστηκε και ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα (βλ. σχετικά και. Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, Αθήνα 1925, σ. 47 κ.ε.).

[79] Βλ. Αμβ. Φραντζής, ό.π., σ. 107. Ο Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, Οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821, Αθήνα, 1890, σ. 75, γράφει για το τέλος του Ιωάννη Περούκα: «…αφού οι λοιποί απεβίωσαν οι μεν εντός της φυλακής, οι δε άμα εξελθόντες, εξ ων και ο Ιωάννης Περούκας, όστις πορευόμενος εις Άργος μόλις ηδυνήθη να φθάση εις Αχλαδόκαμπον, και εκεί απέθανεν» [4 Οκτωβρίου 1821].

[80] [56]Βλ. σημ. 48.

[81] Βλ. Αμβ. Φραντζής, Ε. Ι. Α. Ε., σ. 107.

[82] Βλ. Ιω. Φιλήμονος, Δ.Ι.Φ.Ε., σ. 235, και Γ. Δ. Παναγόπουλος, ό.π., σ. 28.

[83] Ο Αν. Κοντάκης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1957, σ. 31, τον συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο των οπλαρχηγών από το Άργος, ενώ ο Αμβ. Φραντζής, ό.π., σ. 107, σημειώνει ότι «παρευρέθη εις τον κατά του Δράμαλη πόλεμον». Ο Ιωαν. Ζεγκίνης, αναφέρει τη συμμετοχή του στην Α’ Εθνοσυνέλευση, ως πληρεξούσιος του Άργους [«κατά Σπηλιάδη και Μάμωκα» (ό.π., σ. 141)] και τη σημαντική του παρέμβαση κατά την πανικόβλητη υποχώρηση της Διοίκησης από την εισβολή του Δράμαλη στο Άργος «δεν έλαβον φροντίδα ούτε δια τα αρχεία της διοικήσεως, τα οποία διέσωσεν ο Χαράλαμπος Περούκας» [σ. 145]. Εξάλλου για την απόπειρά του να εξασφαλίσει σταθερή πηγή εσόδων ως Υπουργός Οικονομικών και να επιβάλει στην Πελοπόννησο μονοπώλιο άλατος με απλή διαταγή του – αντί για ψήφιση νόμου – δέχθηκε τη μομφή και την καθαίρεσή του από το Βουλευτικό, παρότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη πλειοψηφία [βλ. Αρχείον της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τ. Β’, Αθήναι 1974, σσ. 192-93, 636,647, 653-54 και Ιωαν. Ζεγκίνης, ο.π. σ. 158].

[84] Βλ. Μ. Οικονόμου, ό.π., σσ. 401,425,449 και Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία … , σσ. 302, 305 και Π. Π. Γερμανού, Απομνημονεύματα, επιμ. Ι. Γιανναροπούλου – Τ. Γριτσόπουλου, Αθήναι 1975, σ. 97. Σύμφωνα με το Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον, 1791-1878, Σύλλογος Αργείων «Ο ΔΑΝΑΟΣ», 1994, έγγρ. 418, σ. 348 [στο εξής Α.Ι.Α.], ο Χαράλαμπος Περούκας ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας το Δεκέμβριο του 1821. Το ίδιο βεβαιώνεται και στο Αρχείον Κανέλλου Δεληγιάννη, Τα έγγραφα 1779-1827, Εταιρεία των Φίλων του Λαού, Αθήνα 1993, έγγ. 28, 29, σσ. 44–45. Επίσης στο ανέκδοτο Αρχείο Γεωργίου Παναγόπουλου, φακ. 82/67, που φυλάσσεται στα Γ.Α.Κ – Ιστορικό Αρχείο Αιγίου, υπάρχει επιστολή του προεστού Ζαρούχλας Σωτηρίου Χαραλάμπη (Ιούνιος 1821) που πιστοποιεί: α) τις φιλικές τους σχέσεις, β) τη στενή τους συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη και γ) τον υπεύθυνο ρόλο τους κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Τον Χαράλαμπο Περούκα ως εκπρόσωπο της Γερουσίας σε συναλλαγή της με τον Χουρσίτ Πασά αναφέρει ο Π. Π. Γερμανός, ό.π., σ. 97. Το 1823 διορίσθηκε και Υπουργός Οικονομικών [Δημ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σ. 256].

[85] Στη χρονολογία αυτή καταλήγουμε λαμβάνοντας υπ’ όψη: α) τη μαρτυρία του Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 449, που τον φέρει ζωντανό το 1824 «εξήλθον του Ναυπλίου την μεν τετάρτην Ιουνίου (1824) αδεία της Κυβερνήσεως ο Α. Μεταξάς και ο Χαρ. Περούκας» και β) δύο έγγραφα αρ. 176 και αρ. 257 από το έργο Αρχεία Λάζαρου και Γεωργίου Κουvτουριώτου, τ. ΣΤ’, σσ. 150 και 216, [στο εξής Α.Λ.Γ.Κ], συνταγμένα από τον Δημήτριο με ελάχιστη χρονική διαφορά μεταξύ τους όπου στο μεν πρώτο (Μάιος 1824) κάνει λόγο για τον Χαράλαμπο, ενώ αντίθετα στο δεύτερο (Φεβρουάριος 1825) ο Δημήτριος συντετριμμένος ζητά από τον εκλαμπρότατο [Γ. Κουντουριώτη] να παρηγορήσει τη μητέρα του για το θάνατο του παιδιού της. Κατά τον Δ. Βαρδουνιώτη, ό.π., ο Χαράλαμπος απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 1824.

[86] Βλ. Π. Π. Γερμανού, ό.π., σ. 105, και Ε. Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τ. Δ’, Ακαδημία Αθηνών, 1961, τευχ. Ι, σ. 239.

[87] Βλ. Αναστ. Λιγνάδης, Το πρώτον δάνειον της ανεξαρτησίας, σσ. 246-248, Αθήναι 1970, και Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 435.

[88] Βλ. Μ. Οικονόμου, ό.π., σ. 435.

[89] Για τον Ιγνάτιο βλ. την εξονυχιστική βιογραφία του Ε. Πρωτοψάλτη, ό.π., τ. Ι’, σσ. 1-295.

[90] Βλ. Ε. Πρωτοψάλτης, ό.π., σσ. 175, 189.

[91] Βλ. Τ. Γριτσόπουλος, Ιστορία…, ό.π., σ. 274.

[92] Ο Δημήτριος ήταν γλωσσομαθής – γνώριζε Γαλλικά, Ιταλικά και Τουρκικά – και είχε κάνει νομικές και πολιτικές σπουδές (βλ. Βασ. Τσιλιμίγκρας, «Ιστορική γενεαλογία στην Τουρκοκρατία. Οι πρόδρομες σχέσεις της κοινωνικής συγκρότησης του Άργους», «ΔΑΝΑΟΣ», τ. ΙΙΙ, Άργος 2003, σ. 43-64, σ. 50. Η πληροφορία προέρχεται από: Αναστάσιος Τσακόπουλος, Ιστορικά και Λαογραφικά Σημειώματα, τ. Α, Αθήνα 1960, σ. 78-79).

[93] Βλ. Αμβ. Φραντζής, ό.π., σ. 107.

[94] Ο Κ. Τριανταφύλλου, Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτρα 1980, σ. 159, αναφέρει ότι ο Δημήτριος Περούκας βρίσκεται το 1828 στο Άργος διαχειριζόμενος την περιουσία του. Ο Αθ. Φωτόπουλος, Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, Αθήνα 1982, σ. 276, δίνει την παρακάτω πληροφορία για την προσωπική ζωή του Δημήτριου Περούκα: Ο Δημήτριος Περούκας, ως κληρονόμος του Χαραλάμπους Περούκα, ενάγει τους Κ. Λινάρδον και Γιαννάκην Καλιοντζήν εκ Ποταμιάς, Ν. Κουβέλην και Παναγ. Κανελλόπουλον εξ Αρφαρών, Αντ. Μαρίνον, Αναγν. Κουτρουβέλην, Αρφαριώτην και Γιαν. Σπήλιον εκ Βερσοβάς, ζητών αποζημίωσιν δια την ζημίαν που υπέστη «εκ της μη παραδόσεως της οποίας επώλησαν σταφίδος προς τον αποθανόντα Χαράλαμπον Περούκαν». Το Δικαστήριον απεφάσισε να πληρώσουν οι εναγόμενοι το ποσόν των 18.591,25 φοινίκων (Β.Π. αριθ. 269, 283, 321, 348, Μάρτ. 1831). Η διαφορά με τους κατοίκους των χωρίων Αρφαρά και Ποταμιά υπήρχεν ήδη από το 1824. (Βλ. έγγραφον του Υπουργείου Εσωτερικών προς αυτούς, Ναύπλιον, 29.10.1824. Υπουργείου Εσωτερικών, φ. 47.)

[95] Τα αξιώματα που καταλαμβάνει ο Δημήτριος με βάση το Α.Λ.Γ.Κ., ό.π., είναι: α) Υπουργός Εσωτερικών, της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας και της Παιδείας [1829], (έγγρ. 454, τ. Θ’, σ.Υ1 366), β) Μέλος του «Πανελληνίου» [1829] (έγγρ. 467, τ. Θ’, σ. 377) και γ) Γραμματεύς του επί των Εσωτερικών τμήματος του «Πανελληνίου» και μέλος της Γερουσίας [1829], (έγγρ. 475 τ. Θ’, σ. 388). Στον Δημήτριο άλλωστε οφείλονται οι νόμοι του Δημοσίου Δικαίου και η διοικητική διαίρεση της Πελοποννήσου (βλ. Δ. Βαρδουνιώτη, ο.π., σ. 258). Στο περί την δολοφονία του Δημητρίου Περούκα Βούλευμα του εν Ναυπλίω Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών (31 Ιανουαρίου 1852) [υπό δημοσίευση από την παρούσα], που παραδόθηκε στο Σύλλογο «ΔΑΝΑΟΣ» από τον Α.Π. Τσακόπουλο στις 2-9-1953 και μου γνωστοποίησε το μέλος του Δ.Σ. κ. Δημ. Καρυάμης, τον οποίο και ευχαριστώ ιδιαιτέρως, υπάρχει επίμετρο με τις παρακάτω αναλυτικές πληροφορίες για κάποια από τα αξιώματα του Δημητρίου: «…Τον Δεκέμβριο του 1821 εψηφίσθη μέλος της Α Βουλής του ΈΘνους. Επί Κυβερνήτου ανυψώθη εις το κατακόρυφον της περιωπής, γενόμενος μέλος της Πανελληνίου, και Πρώτος Γραμματεύς αυτού επί των Εσωτερικών και Δικαστικών, μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, πρόεδρος του θαλασσίου Δικαστηρίου, γερουσιαστής και νομοθέτης του αρτισυστάτου Έθνους. Εις αυτόν οφείλονται οι νόμοι του δημοσίου δικαίου και η δικαστική και διοικητική διαίρεσις της Πελοποννήσου και πολλά άλλα. Ο βασιλεύς Όθων ανέδειξεν αυτόν και Σύμβουλον της Επικρατείας εις τα 1843. Ο διάσημος ανήρ υπήρξε μέλος της Δ’ και Ε’ Εθνικής Συνελεύσεως (1829, 1831) ως και της του 1843 περιεβλήθη και πολλά άλλα αξιώματα και ετιμάτο δια φιλίας και υπολήψεως παρ’ όλων των εξοχοτήτων της Ελλάδος, της Ανατολής και πολλών της Ευρώπης…».

[96] Κατά τις εκλογές μάλιστα του 1831 ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ζητούσε από το χιλίαρχο Δημ. Τζιόκρη να μεταχειρισθεί «όλην την επιρροήν και επιτηδειότητα», προκειμένου να εκλεγεί ο Δημήτριος Περούκας πληρεξούσιος του Άργους, διότι έβλεπε ότι από τους εκλέκτορες της πόλεως δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση (βλ. Α.Ι.Α, ο.π., εγγρ. 186, σ. 179).

[97] Βλ. Α.Λ.Γ.Κ., ό.π., τ. Ι’, όπου σύμφωνα με αναφορά του Π. Νικολαΐδη ο «Μπερούκας» θέλησε με ραβδισμούς να διώξει έναν υπογραμματέα του Πανελληνίου κατηγορώντας τον ότι πρόδιδε τα μυστικά του Σώματος. Σε συνεδρίαση που ακολούθησε, επειδή ο Περούκας έβλεπε πως δεν υπήρχε περίπτωση να δικαιωθεί, εξαφανίσθηκε παίρνοντας μαζί του τα Αρχεία του Πανελληνίου. Το Σώμα αποφάσισε να τεθεί σε αργία περιμένοντας ικανοποίηση από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο θεώρησε ηθικό αυτουργό της κλοπής (εγγρ. 7, σ. 28). Σε επόμενο γράμμα του Νικολαΐδη προς τον Κουντουριώτη γίνεται λόγος για την επιμονή του Περούκα να μην παραδώσει το Αρχείο «… Τα εζήτησαν λοιπόν του Μπερούκα, αυτός όμως με φωνήν περιφρονητικήν τους είπε: «Να τα πρακτικά σας (δείχνων προς αυτούς χαρτίον άγραφον και καλαμάρι) να χαρτί, να και πένα»… Τότε ο Ζωγράφος εκφώνησε ειπών προς αυτόν Ήκουσες μπρε τι σου είπαν; πρακτικά θέλομεν, ειδέ και δεν τα φέρνης, κρημνίσου έξω απ’ εδώ». Τότε εσηκώθηκαν πάνω και τα λοιπά μέλη, και ήρχισαν να τον ονειδίζουν όλα, κράζοντές τον άτιμον και τα όμοια». Σ’ επόμενη όμως συνεδρίαση του Πανελληνίου αναγνώστηκε η απάντηση του Κυβερνήτη η οποία δικαίωσε τον Μπερούκα και δυσαρέστησε τα μέλη: «Λυπούμαι διότι το Πανελλήνιον έκαμε μεγάλην υπόθεσιν ένα το μηδέν πράγμα… Ο κ. Μπερούκας, ως πρώτος γραμματεύς, ήτο βέβαια υπεύθυνος δια τα έγγραφα του Πανελληνίου, και επειδή, ως επληροφορήθην καλώς, το αντίγραφον του πρωτοκόλλου [σημ. Της 22ας Μαρτίου 1829 που αφορούσε στις διαπραγματεύσεις με τις Μ. Δυνάμεις για την ανεξαρτησία της Ελλάδας] εβγήκεν από του Πανελληνίου τα αρχίβια, ο κ. Μπερούκας είχε το δικαίωμα να εξώσει τον γραμματέα» (έγγρ. 19, σσ. 47, 48). Διαφορετικά όμως από τον Π. Νικολαΐδη και σύμφωνα με την άποψη του Καποδίστρια, παρουσιάζει τα γεγονότα η αναφορά του Ν. Π. Παγκαλάκη πάλι προς τον Γ. Κουντουριώτη: «…φαίνεται ότι οι Φαναριώται έβαλαν κάποιον Σπηλιωτόπουλον, υπογραμματέα του Πανελληνίου κι έκλεψαν από το πρωτόκολλον αντίγραφον της μυστικής πράξεως…. επιάσθησαν γράμματα του Φαρμακίδου προς τον Μπενιζέλο Ρούφο με το αντίγραφον προσθέτων ότι «επειδή ο Κυβερνήτης εξώνεται από τας δυνάμεις κι έρχεται πρίγκιψ εις την Ελλάδα είναι τώρα καιρός να βάλω μεν εις πράξιν τα σχέδιά μας». Ο Κυβερνήτης, λέγουν, όταν είδε το τοιούτον έγγραφον τους ονόμασεν αναξίους εμπιστοσύνης και ο Περούκας παροργισθείς έδειρε τον υπογραμματέα κι εδιώρισεν αντ’ αυτού άλλον». (Α.Λ.Γ.Κ., εγγ. 11, σ. 35).

[98] Στα Α.Λ.ΓΚ. [Αρχείο Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτη], τ. Ι’, έγγ. 302, σ. 300, ο Π. Νικολαϊδης αναφέρει στον Γ. Κουντουριώτη «ο προκομμένος Μπερούκας ετάραξε τα πράγματα εις την Αττικήν και εις Εύβοιαν, διότι δυστροπεί και δεν θέλει να επικυρώση τας πωλήσεις όσαι γίνονται. Οι Τούρκοι βαρυγνωμούν… και δυστροπούν κατά της Κυβερνήσεως ήτις έπεμψεν εκεί ένα παρόμοιον αχρείον υποκείμενον».

[99] Ελευθ. Πρεβελάκη – Φιλίππου Γλύτση, Επιτομαί εγγράφων του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Γενική αλληλογραφία, Ελλάς, στη σειρά «Πραγματείαι» της Ακαδημίας Αθηνών, τ. Α’, Αθήνα 1975, αρ. εγγραφής 1357, 1916, 2204.

[100] Α.Λ.ΓΚ. [Αρχείο Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτη], τ. Ι’, έγγ. 417, σ. 402. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τρία χρόνια πριν [1829] ο Π. Νικολαΐδης, που τώρα κατηγορεί το Δημήτριο Περούκα, έγγραφε γι’ αυτόν «ο δε Μπερούκας θαυματουργεί κατά πάντα, ήγουν έχει μεγάλην φιλοτιμίαν και δραστηριότητα και συντρέχει εις το καλόν» ό.π. τ. Θ’, σ. 409). Φαίνεται πως η επιμονή του Περούκα να μην παραβιαστούν αρχές και κανόνες ενόχλησαν τον Νικολαΐδη και άλλαξε άποψη.

[101] Α.Ι.Α. [Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείο], εγγ. 247, σ. 217: Το 1832 (16 Δεκεμβρίου) εμφανίζεται η Αγγελική Περούκα [μητέρα του], η οποία ζητάει από τον στρατηγό Δημήτριο «Τζόκρη» [Τσιόκρη] στο Άργος, να υπερασπιστεί τους διωκόμενους ανθρώπους της και να μην αφήσει να γίνει καμία ύβρις σε βάρος του Δημήτριου· δε θέλει εκδίκηση για όσα υπέφεραν οι άνθρωποί τους αλλά απόδοση του δικαίου. Εξάλλου, ένα μήνα νωρίτερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ζητούσε από το στρατηγό Τσιόκρη να προστατευθούν τα πράγματα και τα εισοδήματα των Περούκα «που είναι φίλοι και δικοί μας» (ό.π. εγγ. 239 σ. 211). Τις ανωτέρω παρεμβάσεις θα μπορούσαμε εξάλλου να συνδυάσουμε και με το δικαστικό αγώνα του Δημητρίου για την επιστροφή στο Άργος και στην ιδιοκτησία του των τιμαλφών της οικογένειας, χρημάτων σκευών κ.α από την Τεργέστη, όπου φυλάσσονταν μετά από ενέργειες του Χαραλάμπους Περούκα, στις οποίες είχε εμπλακεί και ο αδελφός του Δ. Τσιόκρη, Γεώργιος (βλ. σχ. Ηλ. Γιαννικόπουλος, «Πολύχρονοι δικαστικοί αγώνες…», ό.π., σσ. 180, 185).

[102] Α.Ι.Α., 1791-1878, εγγ. 269, σ. 232 και Δ. Βαρδουνιώτη, ό.π., σ. 258.

[103] Βλ. σημ. 71 και Ι. Ζεγκίνης, ό.π., σ. 195. Στο επίμετρο του Βουλεύματος, συνταγμένο κατά το 1953 από τον Α. Π. Τσακόπουλο με τίτλο «Δημήτριος Περούκας», αναφέρεται ότι υπήρχε και τέταρτος ένοχος ο Δημ. Κολιαλέξης ή Κικής, που οργάνωσε την επίθεση και έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στον Δημήτριο, ο οποίος μάλιστα είχε αναλάβει τη συντήρηση των φυλακισμένων μέχρι την καρατόμησή τους. Ο Τσακόπουλος τέλος σημειώνει ότι η οικία, στην οποία κατοικούσε ο Δημήτριος κατά τη στυγερή δολοφονία του [τον κατακρεούργησαν με 12 μαχαιριές], βρισκόταν κατά το 1853 στην οδό Λ. Λαμπρυνίδου 7 και ανήκε στον έμπορο του Άργους Τρύφωνα Καρυώτη, ενώ το δωμάτιο όπου έγινε το έγκλημα ήταν σε άριστη κατάσταση.

[104]  Ο Δημήτρης Ψυχογιός, Προίκες, φόροι, σταφίδα και ψωμί. Οικονομία και οικογένεια στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2η έκδ, Αθήνα 1995, υποστηρίζει ότι στη νότια Ελλάδα τα νοικοκυριά αναπτύσσονται σε απλά σύνθετα [σσ. 105,110] αντίθετα από τον Κ. Καραβίδα, Αγροτικά, Παπαζήσης, Αθήνα 1977, σ. 435, που εκτιμά ότι ιδίως μετεπαναστατικά κυριαρχούν τα πυρηνικά [πατέρας, μητέρα, ανήλικα και άγαμα τέκνα]. Ο Σπ. Ασδραχάς, (βλ. «Τα πληθυσμιακά μεγέθη», στο συλλ. Σπ. Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία ΙΕ-ΙΘ’ αιώνας, τ. 1ος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σ. 123 κε.) θεωρεί ότι στην Πελοπόννησο επικρατέστερη είναι η μονοπυρηνική οικογένεια. Κοινή όμως στα ανωτέρω είναι η εκτίμηση ότι ο προσανατολισμός είναι τα ολιγομελή νοικοκυριά αποφεύγοντας τις συνθετότερες ομαδώσεις [ζάντρουγκες] και τις πολυπυρηνικές οικογένειες. Ο L. Berkner εντοπίζοντας την κατίσχυση της πυρηνικής οικογένειας στην Αγγλία κατά τον 17ο αιώνα σημειώνει ότι η μετάβαση από την κοινωνία των αγροτών έχει συντελεστεί και δεν δέχεται την άποψη του Ρ. Laslet (The World we Ηανe Lost, Νέα Υόρκη, 1965, β’ έκδοση Λονδίνο 1971 σσ. 89-92) ότι οι οικογένειες-κορμοί (σύνθετες) δεν υπήρχαν στο παρελθόν αλλά ότι απλώς ένα μεγάλο τμήμα των αγροτικών οικογενειών που ποτέ δεν είχε δομηθεί στη μορφή της οικογένειας- κορμού παρουσίασε θεαματική αύξηση [βλ. Berkner Lutz Κ. «Η οικογένεια κορμός και ο κύκλος εξέλιξης του αγροτικού νοικοκυριού. Ένα παράδειγμα από την Αυστρία του 18ου αιώνα», στο συλλ. Οικογένειες του Παρελθόντος. Μορφές οικιακής οργάνωσης στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, επιμ. Ρωξάνη Καυταντζόγλου, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 87]. Ο Gerber Haim τέλος υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται ένα και μοναδικό πρότυπο για όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά ότι προσαρμόζεται και εκφράζει τις διαφορετικές συνθήκες. [λ. Gerber Haim, «Ανθρωπολογία και ιστορία της οικογένειας. Οθωμανικές και τουρκικές οικογένειες», στο συλλ. Οικογένειες…, ό.π., σ. 176].

[105] Α.Π. 17352/9 ( 1818), Ο Χαράλαμπος προς τον Ιωάννη: «με μεταχειρίζεστε και οι δύο αδελφοί και κινδυνεύω τη ζωή μου για να προφθάνω τας πολιτικάς σας ανάγκας» και 17361/39 (1819): Ο Ιωάννης προς το Χαράλαμπο «να προσέξεις την διαχείριση των υποθέσεών σου που είναι μπερδεμένες και να μην συγχύσεις τον αδελφό στην Κωνσταντινούπολη… που φρυάττει… θα τον ξεκάμεις… έχει πέντε μήνες να πιάσει πέννα». 17321/21 (1819), 17284/2 (1814), 17379/17 (1820). Στο Α. Π. 17350/41 (1818) γράφει ο πατέρας Νικόλαος στο γιο του Δημήτριο: «Πολλά έγραφες που με φόβισες. Είμαι πατέρας, γέρασα οι ελπίδες των γονέων είναι πάνω στα παιδιά. Παρακαλώ τον άγιο θεό να σας χαρίζει υγεία και να μ’ αφήσει να ζήσω δια να σας απολαύσω και εγώ και η μητέρα σας. Όποτε έρχεσαι στο νου μου ευθύς βουρκώνω κι ένας αναστεναγμός βγαίνει απ’ την ψυχή μου». Για το ρόλο της οικογένειας στη δημιουργία και δράση των οικογενειακών και επιχειρηματικών δικτύων βλ. Δέσποινα Βλάμη, Το φιορίνι, το σιτάρι και η Οδός του Κήπου: Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο, 1750-1868, Θεμέλιο, Αθήνα 2000, σσ. 19-22.

[106] Επανειλημμένως συναντούμε έγγραφα προερχόμενα από χωριά (γέροντες και ραγιάδες), από προεστούς ή από άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, τα οποία συνηγορούν στο ότι οι Περούκα ήταν μια ισχυρή οικογένεια, που απολάμβανε τον σεβασμό των άλλων και την επιθυμία για σύναψη φιλικών σχέσεων μαζί τους. Παρότι έχουμε ασφαλώς υπόψη μας την υστεροβουλία των κολακειών και των εκδηλώσεων αγάπης, εντούτοις η τόσο συχνή και επαναλαμβανόμενη έκφραση ευγνωμοσύνης και φιλίας δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Σταχυολογώντας ενδεικτικά κάποια έγγραφα, διαβάζουμε στο 17320/3 (1815) ότι οι Κοσμίτες κάνουν επίκληση στα ανθρωπιστικά και φιλόπτωχα αισθήματα του Νικολάου και Ιωάννη Περούκα, στο 17347/4 (1818) ο Ανδρέας Νοταράς μιλά στον Ιωάννη εν ονόματι της παλιάς φιλίας, στο 17361/25 (1819) ο Χαράλαμπος ενημερώνει τον Ιωάννη, ότι ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης θέλει ν’ αποκτήσει την φιλία του οσπιτίου τους (αλλά αυτός με φιλικό τρόπο τον αποφεύγει), στο 17361/40 (1819) ο Μπενιζέλος Ρούφος γράφει στον Χαράλαμπο πως είναι ευτυχής που είναι φίλος του, ομοίως στο 173 77 /20 (1820) ο Π. Κρεβατάς, όπως επίσης ο Γ. Σισίνης, ο Π. Σέκερης, ο Δ. Κριεζής, ενώ στο 17340/8 ( 1817) ο έμπορος Ανδρέας Κασιμάτης ψέγει τον Χαράλαμπο Περούκα για την ήπια αντιμετώπιση των χωριανών: «οι δικοί σας χωριανοί [Χαλκιάνοι] φώναζαν και φωνάζουν… δέκα μέρες δεν στάθηκε τρόπος ούτε να τους ιδώ και τούτο συμβαίνει από την αναξιότητά σας δια να μην τους ζεματίστε όπου να φοβούνται. Ετούτους τους ανθρώπους δεν τους δάνειζα, αδελφέ, ποτέ και ούτε ήθελα να ευεργετώ».

[107] Βλ. Αμβ. Φραντζής, ό.π., σ. 107, μεταξύ άλλων γράφει ότι «ο πατήρ Νικόλαος εγκατέλιπεν τρεις υιούς τον Ιωάννη, το Χαράλαμπο και το Δημήτριο με παιδείαν, με ευγενή ανατροφή και με λαμπράν κατάστασιν ιδιοκτησιών, ο Ιωάννης Περούκας απεκατέστη προεστός της επαρχίας αγαπώμενος και σεβόμενος από τους επαρχιώτες και από όλους τους Πελοποννησίους δια τα φώτα, δια τα ευγενή αισθήματά του και την ξεχωριστή του ιλαρότητα».

[108] Βλ. Ν. Todorον, «Όψεις της μετάβασης από το φεουδαλισμό στον καπιταλισμό στα Βαλκανικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Ο.Δ.Β.Χ., σ. 277.

 

Όλγα Δ. Καραγεώργου-Κουρτζή

 «Οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη βόρεια Πελοπόννησο την εικοσαετία 1800-1820.  – Με βάση το Αρχείο της Οικογένειας Περούκα του Άργους», έκδοση, Σύλλογου Αργείων «Ο Δαναός», Πάτρα, 2010.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Σχετικά θέματα:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 238

Trending Articles