Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους
Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πρόσφατη οικονομική ιστορία του Άργους ήταν τα εργοστάσια υφαντουργίας. Τα εργοστάσια αυτά, τα οποία λειτούργησαν σε γενικές γραμμές από τη δεκαετία 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1990, απασχόλησαν εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες. Πολλές οικογένειες στήριξαν την οικονομία τους στα υφαντουργεία, τα οποία κατά την περίοδο της ακμής τους αποτελούσαν τον σημαντικότερο ίσως οικονομικό παράγοντα της πόλης. Όμως, η ανθηρή υφαντουργία του Άργους, όπως και όλης της Ελλάδας, δέχτηκε από τη δεκαετία 1970 ισχυρό πλήγμα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και οδηγήθηκε στην κατάρρευση και στο σφράγισμα των εργοστασίων.
Πριν προχωρήσουμε στη βιομηχανική υφαντουργία της πόλης μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναζητήσουμε τις ρίζες της, όχι στην αρχαία ή τη βυζαντινή εποχή, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν.
Εισαγωγικά
Αναζητώντας τις απαρχές της αρχειακής υφαντουργίας στα τέλη του 19°“ αιώνα, διαπιστώνουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχονται από πρωτογενείς πηγές είναι ελάχιστες. Στην εφημερίδα «Δαναός» του ομώνυμου Συλλόγου (φ. 7/4-2-1896) υπάρχει ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τις υφάντριες, το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε:
Υφαντουργία. Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουργία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυτής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης εργασίαν εις απόρους και φίλεργους γυναίκας, οίαι εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα διά των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική.
Επίσης, ο Ιωάννης Κοφινιώτης στην Ιστορία του για το Άργος (1892) μας πληροφορεί ότι «σήμερον πολλά υφαντουργεία λειτουργούσι κατακευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακερών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως, εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα».
Με βάση τις πηγές αυτές καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στα τέλη του 18ου αι. είχε αναπτυχθεί η οικοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υφαντουργία του «Δαναού» και τα υφαντουργεία του I. Κοφινιώτη είναι έννοιες συναφείς· και δεν εννοούν φυσικά κάποιες βιομηχανικές μονάδες, διότι δεν υπήρχαν βιομηχανίες την εποχή εκείνη. Είναι σαφής η πληροφορία ότι (σε ελεύθερη απόδοση:) φτωχές αλλά προκομμένες (φίλεργοι) γυναίκες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής (επαρχιώτιδες) ύφαιναν και συντηρούσαν τις οικογένειές τους και ότι τα υφαντά τους πωλούνταν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πιο πολύ στην Κορινθία, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Κοφινιώτης λίγα χρόνια πιο πριν, ο οποίος δίδει και το μέγεθος του μόχθου (δύο εκατομμύρια πήχεις). Ο ενθουσιασμός του αρθρογράφου του «Δαναού» είναι ολοφάνερος: «Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγματική».
Όταν, όμως, μία υφάντρια υφαίνει επαγγελματικά, προτιμά να έχει έτοιμη την πρώτη ύλη, για να αποδώσει. Δεν μπορεί ν’ ασχολείται με την κατεργασία ή τη βαφή του νήματος ή με το στήσιμο του αργαλειού, δηλαδή το διάσιμο. Έτσι, η ανάγκη και η ζήτηση της αγοράς έφεραν το πρώτο ατμοκίνητο βαφείο. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν προφανώς κι άλλα. (Το «ατμοκίνητον βαφείον» του Κοφινιώτη έγινε «Βαφεία ατμοκίνητα» του Δαναού).
Αλλά την εμπορία των υφαντών την είχαν οι έμποροι, οι οποίοι ήλεγχαν τις αγορές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν γυρολόγοι πραματευτές. Μία υφάντρια και μάλιστα επαρχιώτισσα δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφανίζονται οι πρώτοι υφαντουργοί, πρωτίστως έμποροι, οι οποίοι είχαν κάποια εμπειρία από τις υφαντουργικές δραστηριότητες της εποχής τους, και αναπτύσσουν μία πολύ καλή συνεργασία με τις υφάντριες.
Το ξεκίνημα
Στην αρχή οι βιομήχανοι υφαντουργοί Άργους του περασμένου αιώνα, οι οποίοι μνημονεύονται παρακάτω, ξεκίνησαν την ύφανση με χειροκίνητους ξύλινους αργαλειούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν από ντόπιους μαραγκούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις έδιναν δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους. Οι βιομήχανοι στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής τους καριέρας ήταν απλοί βιοτέχνες, όπως και οι συνάδελφοί τους που παρέμειναν βιοτέχνες, αλλά οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε βιομήχανους, προϊόντος του χρόνου.
Αυτοί, λοιπόν, είχανε στην αποθήκη τους μια διάστρα και ετοίμαζαν το στημόνι, καρφώνοντας παλούκια στον τοίχο. Δηλαδή, το διάσιμο γινότανε με πρωτόγονο τρόπο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, αν κάποια γυναίκα θέλει να υφάνει. Στη συνέχεια ο βιοτέχνης έδινε το στημόνι στην υφάντρια, καθώς επίσης και το νήμα σε κούκλες για το υφάδι. Το νήμα – εννοείται – πάντοτε βαμμένο. Πολλές φορές η υφάντρια δεν ύφαινε σε δικό της αργαλειό· της τον χορηγούσε ή της τον χάριζε ο βιοτέχνης υφαντουργός, ο οποίος πλήρωνε την κατασκευή του. «Δεν ξέρω ιστορικά αν όλοι πλήρωναν την κατασκευή του αργαλειού, μας είπε ο Σπύρος Νικολόπουλος, αλλά τουλάχιστο ο πεθερός μου ο Νάσκος έτσι ξεκίνησε». Άλλοι, πάλι, υφαντουργοί ξεκίνησαν διαφορετικά. Ο Μαρίνος π.χ. άνοιξε υφαντήριο το 1933 στην οδό Ζαΐμη με δέκα περίπου ξύλινους αργαλειούς. Κάθε επιχείρηση έγραψε τη δική της ιστορία μέσα στο χρόνο από το ξεκίνημά της μέχρι την παρακμή της.
Η εξέλιξη
Είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των επιχειρήσεων στην πορεία του χρόνου και μάλιστα χωριστά για κάθε επιχείρηση. Πάντως, είναι βέβαιο ότι οι ξύλινοι αργαλειοί αποσύρονται πριν από τον πόλεμο και τη θέση τους παίρνουν οι σιδερένιοι διαφόρων τύπων, ανάλογα και με τη χώρα προέλευσης. Ξεχώριζαν ίσως οι ελβετικοί αλλά υπήρχαν και πολλοί ελληνικής κατασκευής. Οι σιδερένιοι ιστοί ήταν ημιαυτόματοι, παρήγαγαν ύφασμα πολλαπλάσιο του ξύλινου χειροκίνητου, φάρδους 80 εκατοστών περίπου, ενώ οι ξύλινοι παρήγαγαν ύφασμα μόνο 60 εκατοστών. Μάλιστα, λειτουργούσαν με ιμάντα, ο οποίος συνδεόταν μ’ έναν κεντρικό άξονα, που περιστρεφόταν με ντιζελομηχανή. Αργότερα σε πολλά υφαντουργεία, όπως στου Νάσκου, ο ιμάντας αντικαταστάθηκε από ηλεκτρικό μοτέρ.
Παραγόμενα προϊόντα
Τα πρώτα χρόνια η παραγωγή στο Άργος, αν και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη, περιορίστηκε σε φτηνά λαϊκά υφάσματα, τα οποία ήταν πολύ χαρακτηριστικά. Οι υφασματέμποροι τοποθετούσαν όλα τα τόπια μαζί σε μία γωνία του καταστήματος τους και λέγανε στους πελάτες τους: «Αυτά είναι τα αργείτικα».
Τα υφάσματα ήταν αλατζάδες, κάμποτ και ντρίλια, όλα βαμβακερά, χοντρά και φτηνά υφάσματα. Ο αλατζάς προσφερόταν για φορέματα, φούστες, λαϊκά πουκάμισα, πουκαμίσες, για σεντονόπανα. Με τα κάμποτ έραβαν ανδρικά και γυναικεία εσώρουχα, πουκάμισα και άλλα. Από τα ντρίλια κατασκευάζονταν κυρίως παντελόνια σε χρώμα σκούρο μπλε ή γκρι, όμοια με τα γνωστά τζιν ή μπλουτζίν. Ήταν ρούχα για τη δουλειά πολύ γερά.
Επίσης, υφαίνονταν βαλιτσόπανα για τις βαλίτσες, τεντονόπανα για τέντες, λιόπανα για τις ελιές, ύφασμα για την εξωτερική επιφάνεια των σαμαριών. (Αργότερα οι σαμαράδες χρησιμοποίησαν δέρμα). Ακόμη, υφαίνονταν πολύ ανθεκτικά στρωματόπανα, που κυκλοφόρησαν σ’ όλη την Ελλάδα, και με τα οποία έφτιαχναν στρώματα οι αντίστοιχοι τεχνίτες.
Η ακμή
Το 1960 περίπου οι σιδερένιοι ιστοί με ιμάντα θεωρούνται πια ξεπερασμένοι και ασύμφοροι. Η αργειακή υφαντουργία έπρεπε να ακολουθήσει τις εξελίξεις, για να είναι τα προϊόντα της ανταγωνιστικά. Με τον νέο τεχνολογικό εξοπλισμό επιδιωκόταν αύξηση της παραγωγής και βελτίωση της ποιότητας των υφασμάτων. Οι παραπάνω αργαλειοί αντικαθίστανται από αυτόματους ηλεκτροκίνητους. Η αλλαγή στους αργαλειούς ήταν μία μεγάλη επανάσταση στον τομέα της υφαντουργίας. Η αλλαγή παρατηρείται και στον υπόλοιπο μηχανολογικό εξοπλισμό των επιχειρήσεων, ο οποίος έγινε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα σε όλα τα εργοστάσια.
Οι νέοι αυτόματοι ιστοί (αργαλειοί) παράγουν φαρδύτερο ύφασμα, μέχρις ενός μέτρου. Μάλιστα, είναι εφοδιασμένοι με ρατιέρες, οι οποίες ελέγχουν και κινούν τα μιτάρια, για να γίνονται τα διάφορα σχέδια. Λίγο αργότερα θα προσαρμοστεί το ονομαστό ζακάρ, το οποίο θα δέχεται το σχέδιο και θα δίδει τις αντίστοιχες εντολές στον αργαλειό. Τώρα τα υφαντουργεία έχουν μεγαλύτερη παραγωγή. Ένας αυτόματος αργαλειός παράγει πολλαπλάσιο ύφασμα.

Μονός (μονόφαρδος) ιστός του Ευάγγελου Γιαννακόπουλου (φωτ. 2010). Οι αργαλειοί του Ευάγγελου Γιαννακόπουλου είναι οι μοναδικοί που σώζονται στο Άργος.
Η επανάσταση συνεχίστηκε λίγο αργότερα, γύρω στο 1965, με τους διπλόφαρδους ιστούς, οι οποίοι διέθεταν δύο στημόνια. Ήταν οι περίφημοι αργαλειοί ρούτι ελβετικής τεχνολογίας. Ύστερα από είκοσι χρόνια, το 1985, εμφανίζονται στο Άργος πιο τελειοποιημένοι ιστοί, με μεγαλύτερες δυνατότητες παραγωγής. Διέθεταν τέσσερα στημόνια, που σημαίνει ότι έβγαζαν ταυτόχρονα τέσσερα πανιά. Αυτοί ήταν οι υπεραυτόματοι αργαλειοί, οι οποίοι λειτουργούσαν με καταπληκτική ταχύτητα και ήταν ασάιτοι, δηλαδή δεν έπαιρναν σαΐτα. Ήταν ιταλικής τεχνολογίας.
Στην υφαντουργία Νάσκου, όπου λειτουργούσαν μέχρι το 1985 24 διπλόφαρδοι και 10 μονόφαρδοι ιστοί, αγοράστηκαν και λειτούργησαν τρεις ιταλικοί υπεραυτόματοι, οι οποίοι παρήγαγαν τόσο σχεδόν ύφασμα όσο παρήγαγαν οι 34 συνολικά αυτόματοι ιστοί.
Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι όλες οι παραπάνω εξελίξεις στον τεχνολογικό τομέα επηρέαζαν άμεσα το εργατικό δυναμικό των υφαντουργείων. Οι εργάτες έπρεπε να ειδικεύονται και να προσαρμόζονται σε κάθε αλλαγή. Αλλά το σημαντικότερο πρόβλημα που προέκυπτε κάθε φορά ήταν η μείωση του προσωπικού, μια και η εξέλιξη στην παραγωγή απαιτούσε κάθε φορά και λιγότερο προσωπικό.
Νέες πρώτες ύλες και παραγόμενα προϊόντα
Παράλληλα, τα υφαντουργεία Άργους έπαψαν να χρησιμοποιούν βαμβακερά νήματα. Τα βαμβακερά υφάσματα, τα ονομαστά αργείτικα τόπια των αλατζάδων και των άλλων φτηνών λαϊκών υφασμάτων, δεν είχανε πια ζήτηση. Αλλά οι βιομήχανοι δεν στράφηκαν στο μαλλί. Η χρήση του μάλλινου νήματος ήταν ανέκαθεν περιορισμένη στο Άργος. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι βιοτέχνες υφαντουργοί για καραμελωτές κουβέρτες και κιλίμια.
Οι βιομήχανοι του Άργους έπρεπε να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους, ακολουθώντας την εξέλιξη άλλων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, όπως της Πειραϊκής Πατραϊκής, του «Αιγαίου» του Καρέλλα ή των βιομηχανιών της Ευρώπης. Έτσι, χρησιμοποίησαν νήματα τσελβόλ, το οποίο προέρχεται από κυτταρίνη ξύλου, και νήματα συνθετικά: ακρυλικά, πολυέστερ και ορλόν. Το τσελβόλ ή βισκόζη (άλλη ονομασία) στη μορφή μοιάζει με το μπαμπάκι.
Τα νέα νήματα ήταν πιο ανθεκτικά και σπάνια έσπαγε κάποια κλωστή. Όταν έσπαγε κάποια κλωστή, ο αργαλειός σταματούσε αυτόματα, για να μη βγει ελαττωματικό το πανί, κάτι που συνέβαινε συχνά στα βαμβακερά νήματα, οπότε η υφάντρια έπρεπε να αποκαταστήσει τη ζημιά. Η σχετική καθυστέρηση μεταφραζόταν σε μείωση της παραγωγής και σε οικονομικό κόστος. Με τα συνθετικά νήματα ο αυτόματος ιστός μπορούσε να υφαίνει αδιάκοπα μέχρι να τελειώσει το στημόνι, αρκεί να είχε τροφοδοσία με το νήμα του υφαδιού.
Έτσι, με τα νέα συνθετικά νήματα και με τους αυτόματους ή υπεραυτόματους αργαλειούς, η παραγωγή του Άργους αυξήθηκε πολύ και βελτιώθηκε ποιοτικά. Υφάνθηκαν όμορφα, μοντέρνα και πολύ λεπτά υφάσματα, όπως ήταν το λεπτό πουκαμισόπανο. Υφάνθηκε ένα ωραίο πανί σε απομίμηση λινού για ακριβά φορέματα και ταγέρ. Άλλο ύφασμα ήταν το ονομαστό τουέντ, το οποίο ήταν τραχύ στην υφή και με το οποίο ράβονταν φορέματα, ταγέρ, σακάκια, παλτά και κοστούμια. Επίσης, οι υπεραυτόματοι ιστοί κατασκεύαζαν ύφασμα για τζιν σε χρώμα σκούρο μπλε από βαμβάκι και τσελβόλ σε αναλογία 50 και 50%. Αυτά ήταν μερικά από τα υφάσματα των υφαντουργικών βιομηχανιών Άργους, πολύ χαρακτηριστικά για την ποιότητά τους.
Ειδικότητες εργαζομένων
Στα υφαντουργεία τα πιο βασικά μηχανήματα ήταν οι αργαλειοί. Υπήρχαν, όμως, αρκετά ακόμη, τα οποία χειρίζονταν οι εργάτριες και οι εργάτες. Φυσικά, ανάλογα με τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τον τρόπο παραγωγής, οι ειδικότητες λίγο-πολύ κάθε φορά διαφοροποιούνταν. Αλλά για να φανεί σε γενικές γραμμές η λειτουργία ενός υφαντουργείου, θεωρούμε χρήσιμο να μνημονεύσουμε αδρομερώς τις ειδικότητες των εργαζομένων, γυναικών και ανδρών.
Υπήρχαν λοιπόν οι υφάντριες, οι οποίες παρακολουθούσαν τους αργαλειούς.
Υπήρχαν οι λεγάμενες διαστρούδες, οι οποίες δούλευαν στη διάστρα. Η διάστρα ήταν ένας τεράστιος κλειστός χώρος (κλουβί τον ονόμαζαν), όπου εκεί τοποθετούνταν οι μπομπίνες με το νήμα, με το οποίο ετοιμαζότανε κάθε φορά το στημόνι. Οι βιοτέχνες υφαντουργοί συχνά κατέφευγαν στους συναδέλφους τους βιομηχάνους, για να τους ετοιμάσουν το στημόνι, επειδή δεν είχανε διάστρα.
Υπήρχαν οι μασουρούδες, οι οποίες παρακολουθούσαν το μηχάνημα που ετοίμαζε τα μασούρια.
Υπήρχαν οι μπομπινούδες, οι οποίες εργάζονταν στο μηχάνημα που έπαιρνε το νήμα της κούκλας και το έκανε μπομπίνα.
Υπήρχαν οι μιτώστρες, οι οποίες παρακολουθούσαν τα μιτάρια, απ’ όπου περνούσαν οι κλωστές με βάση το σχέδιο ύφανσης.
Υπήρχε ο μηχανικός για τη συντήρηση και για κάθε βλάβη των μηχανημάτων.
Υπήρχε ο χνουδιαστής, ο οποίος παρακολουθούσε το αντίστοιχο μηχάνημα. Η χνουδιάστρα είχε δύο κυλίνδρους με χιλιάδες μικροσκοπικές αγκύλες, οι οποίες «τραυμάτιζαν» ελαφρά το πανί. Το έξυναν ας πούμε και το έκαναν χνουδωτό. Στο εργοστάσιο ήξεραν ποιο πανί έπρεπε να περάσει από τη χνουδιάστρα, για να γίνει χνουδωτό.
Υπήρχε ο μετρητής και ο διπλωτής των υφασμάτων, ο οποίος μετρούσε το πανί, το δίπλωνε κι έβαζε την ετικέτα επάνω στο τόπι.
Υπήρχε ο φινιριστής, ο οποίος εργαζόταν στην κολαρίστρα. Το μηχάνημα αυτό σιδέρωνε και κολάριζε το πανί.
Επίσης, άλλοι εργάζονταν στο βαφείο, όπου υπήρχαν λέβητες με ζεστό νερό και γούρνες και διάφορα μηχανήματα για τη βαφή των νημάτων.
Άλλοι εργάζονταν στο τυποβαφείο, όπου γίνονταν τα εμπριμέ ρούχα. Τυποβαφείο είχε ο Υψηλάντης και ο Ρασσιάς.
Άλλοι, τέλος, ήταν οι εργάτες γενικών καθηκόντων, που ονομάζονταν «εργάτες αυλής», για τη μεταφορά πρώτων υλών και άλλων υλικών και για διάφορες άλλες βοηθητικές εργασίες. Αυτοί θεωρούνταν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι έπρεπε να παρακολουθούν και κάποια μηχανήματα, ώστε να ειδικεύονται σιγά-σιγά, για να μπουν κάποια στιγμή στην παραγωγική διαδικασία.
Εργοδότες και εργαζόμενοι
Από τις μαρτυρίες πολλών Αργείων συμπεραίνουμε ότι οι σχέσεις των εργαζομένων με τους βιομήχανους ήταν εξαιρετικά καλές. Οι σχέσεις δεν ήταν απρόσωπες ή ψυχρές, όπως συμβαίνει τώρα σε μεγάλες βιομηχανίες, όπου ο εργάτης δεν γνωρίζει καν το αφεντικό. Ο εργοδότης συναντούσε τον εργάτη στο χώρο εργασίας και ο δεύτερος μπορούσε να μιλήσει στον πρώτο. Καλημερίζονταν με οικειότητα και αλληλοσεβασμό. Τα γραφεία της επιχείρησης ήταν ανοιχτά και ο εργάτης ήταν ευπρόσδεκτος, όταν είχε κάποιο πρόβλημα εργασιακό ή προσωπικό.
Ο εργοστασιάρχης δεν κλεινόταν στο γραφείο του με το τηλέφωνο στο αφτί. Ευρισκόταν στο χώρο δουλειάς και παρακολουθούσε την παραγωγή. Σε κάθε πρόβλημα ήταν παρών, να βοηθήσει, να συντονίσει, να δώσει λύση. Εντυπώσιαζαν οι πινακίδες που είχε αναρτήσει ο Γεώργιος Ρασσιάς στον προθάλαμο του εργοστασίου του, όπως αυτή: «Το εργοστάσιον είναι το σπίτι μας. Αι μηχαναί τα όπλα μας στον αγώνα της ζωής». Υποθέτουμε πως όλοι οι εργαζόμενοι θεωρούσαν το εργοστάσιο σπίτι τους, ότι το αγαπούσαν και το πονούσαν και πως τα μηχανήματα τα πρόσεχαν, γιατί η δική τους ζωή εξαρτιόταν από τη ζωή των μηχανών. Αναπτυσσόταν δηλαδή μια εργασιακή ηθική, που καθιστούσε τον εργάτη συνυπεύθυνο στην προκοπή της επιχείρησης. Έτσι, καλλιεργούνταν ο «οικογενειακός» χαρακτήρας της επιχείρησης, όχι μόνο στο εργοστάσιο του Ρασσιά αλλά σε όλα τα υφαντουργεία, είτε είχαν αναρτηθεί είτε όχι ανάλογες πινακίδες.
Επίσης, ο «οικογενειακός» χαρακτήρας, πέραν της παραγωγικής διαδικασίας, επεκτεινόταν και σε τομείς για την κάλυψη προσωπικών αναγκών ή σε τομείς κοινωνικού ενδιαφέροντος. Στα πλαίσια της κάλυψης προσωπικών αναγκών ήταν η δανειοδότηση ορισμένων εργαζομένων από την επιχείρηση για την κάλυψη των εξόδων ενός γάμου, μιας ασθένειας ή άλλης σοβαρής ανάγκης. Το δάνειο αποπληρωνόταν σταδιακά με την παρακράτηση μέρους από το μηνιαίο μισθό. Επίσης, γίνονταν διάφορες εξορμήσεις και εκδρομές. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν οι επισκέψεις στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου οι εργάτες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν σε θέματα που είχαν σχέση με τη δουλειά τους. Δηλαδή οι εξορμήσεις αυτές δεν είχαν μόνο ψυχαγωγικό αλλά και ενημερωτικό χαρακτήρα. Επίσης, η Υφαντουργία Μαρίνου διοργάνωνε κάθε χρόνο 1η Ιουλίου εκδρομή στον Άγιο Σώστη Δερβενακίων, όπου είχαν αφιερώσει την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι συμμετείχαν στον εκκλησιασμό και στη γιορτή που ακολουθούσε με πλούσιο φαγοπότι. Μπορούμε ακόμη να μνημονεύσουμε τις γιορτές των υφαντουργείων κατά τις μεγάλες ημέρες, ιδίως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά τις οποίες προσφέρονταν δώρα στα παιδιά των εργαζομένων, τους αποκριάτικους χορούς και τις δενδροφυτεύσεις στο λόφο της Ασπίδας.

Εορτή, πιθανόν, των Αγ. Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης. Κάθε 1η Ιουλίου όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στα Δερβενάκια στο ναό του Αγ. Σώστη για την εορτή και το φαγοπότι.
Επίσης, αξίζει να μνημονεύσουμε ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι εξασφάλιζαν τον απαιτούμενο χρόνο και είχαν τα ένσημα για τη συνταξιοδότησή τους από το ΙΚΑ. Στα κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη τα 3/4 των εργαζομένων έλαβαν πλήρη σύνταξη.
Ο Σπύρος Νικολόπουλος σεμνύνεται για την υφαντουργία του πεθερού του Νάσκου, η οποία δούλεψε χωρίς κέρδη τα τελευταία 3-4 χρόνια «μόνο και μόνο για να πάρουν σύνταξη οι τελευταίοι μας εργάτες». Και συνεχίζει: «Υπήρχε μια πολύ καλή σχέση. Πολύς κόσμος έφαγε ψωμί και πολλοί εργάτες εξασφάλισαν και σύνταξη, γιατί όλοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Τα εργοστάσια κάποια εποχή περάσανε κρίση». Και συνεχίζει με ειλικρίνεια: «Βεβαίως, κάτι που με λύπη μας το κάναμε ήταν όταν σχολάζαμε προσωπικό, τότε που φέραμε τα υπεραυτόματα μηχανήματα».
Πρόθεση σύστασης υφαντουργικού ομίλου
Μετά το 1965 και ενώ η αργειακή υφαντουργία βρισκόταν στην ακμή της, έρχεται στο προσκήνιο η ιδέα συνένωσης των εύρωστων υφαντουργείων Άργους σε έναν ισχυρό υφαντουργικό όμιλο με υπερσύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και με μεγάλες παραγωγικές και οικονομικές δυνατότητες.
Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις και συζητήσεις, ο γαμβρός του Ευάγγελου Μαρίνου οικονομολόγος Μάριος Πρέσβελος συντάσσει μία ολιγοσέλιδη σύμβαση – χωρίς χρονολογία σύνταξης-, στην οποία μνημονεύονται ως συμβασιούχοι μόνο τρεις: «Κατόπιν των συνεχών επαφών που είχον οι φορείς των Βιομηχανιών Υφαντουργίας.
α) Γεωργίου Ρασσιά β) Νάσκου – Ρουσσόπουλοι – Σκλήρης και γ) Αφοί Δ. Μαρίνου επί του θέματος της συγχωνεύσεως (ενώσεως) κατέληξαν στα κάτωθι…».
Υπήρχε πρόθεση να κατασκευασθεί ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα εκτός Άργους (βόρεια της πόλης) και να μεταφερθούν τα μηχανήματα στο νέο εργοστάσιο. Πρόθεση των αφών Μαρίνου ήταν να διατεθεί το ήδη υπάρχον κτίριό τους, έστω και με μια επέκταση. Η συγχώνευση των τριών μεγάλων επιχειρήσεων, σε έναν επιχειρηματικό όμιλο θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα δεδομένα στην οικονομία του Άργους και στην αγορά εργασίας της περιοχής. Δεν μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζουμε πόσες θα ήταν οι νέες θέσεις εργασίας και το εργατικό δυναμικό του ομίλου, ούτε το μέγεθος της παραγωγής, ούτε το ύψος της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλες ισχυρές υφαντουργικές μονάδες εκτός Άργους, που θα ήταν σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση και προκοπή του. Ίσως ήταν ακόμη νωρίς, για να προβλέψει κανείς την κατάρρευση της ελληνικής υφαντουργίας λόγω του σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού.
Προφανώς, δεν έλειψαν τα προβλήματα σε πολλά επιμέρους θέματα, τα οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Πάντως, η συνεισφορά των μετόχων σε μηχανολογικό εξοπλισμό δεν ήταν ίδια. Πέραν τούτου, τα παραγόμενα προϊόντα δεν ήταν ομοιογενή, μια και η επιχείρηση Ρασσιά είχε μετατραπεί σταδιακά σε κλωστήριο και απασχολούσε περισσότερους εργάτες.
Τελικά, η σύμβαση έμεινε ανυπόγραφη και το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε, παρά τις αγαθές προθέσεις των βιομηχάνων. Πάντως, αξίζει να επισημάνουμε το επιχειρηματικό τους πνεύμα, που έστω και με όσα έγιναν, η αργειακή κοινωνία και η πόλη του Άργους ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Η κρίση και η παρακμή
Ας μην απαντηθεί από τον υπογράφοντα το ερώτημα της κρίσης και της παρακμής. Υπάρχουν άλλοι που ξέρουν περισσότερα. Γι’ αυτό και αφήνουμε να μιλήσει ο βιομήχανος Σπύρος Νικολόπουλος ο οποίος κινείται στο ίδιο κλίμα με τον ερευνητή κοινωνιολόγο Γιώργο Κόνδη. Ο τελευταίος γράφει:
«Με δύο λόγια θα λέγαμε πως (η αργειακή υφαντουργία) στάθηκε αδύνατη στον ανταγωνισμό, όταν ήδη από τη δεκαετία του ’60 οι παραδοσιακές κλειστές εθνικές οικονομίες, όπως η ελληνική, αναγκάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους στο διεθνές εμπόριο και τις αγορές. Η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας από το 1975 και μετά, ο ανασταλτικός ρόλος του τραπεζικού κεφαλαίου και η πλήρης απουσία πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης αποτέλεσαν τα κυριότερα σημεία της κατάρρευσης για την εθνική και τοπική υφαντουργία».[1]
Μερικά από τα κτίρια υπάρχουν, για να θυμίζουν ημέρες προκοπής και οικονομικής ευμάρειας. Αλλά όσοι έζησαν στιγμές άνθησης, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως απλοί πολίτες του Άργους, αισθάνονται δέος και μελαγχολία για την αποβιομηχάνιση του Άργους, για τις καλές μέρες που είχαν προηγηθεί, τότε που δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου ανεργία. Παρατηρεί ο Σπύρος Νικολόπουλος:
«Τότε που είχαμε μεγάλη παραγωγή και πολύ προσωπικό, στις 2 το μεσημέρι που αλλάζανε βάρδια οι εργάτες, γέμιζαν κόσμο οι γύρω δρόμοι Λαμπρινίδου – Ζαΐμη – Διομήδους – Περούκα εκατοντάδες εργαζόμενοι, πιο πολλές γυναίκες, που σχολάγανε ή ’ρχόντουσαν για να πιάσουνε δουλειά».
Είχα την ευκαιρία και τη θλίψη να επισκεφθώ πρόσφατα (1-6-2009) το εργοστάσιο Γεωργίου Ρασσιά. Με ξενάγησε ο γιος του Γιάννης Λαλουκιώτης Ρασσιάς, ο οποίος και τράβηξε λίγες φωτογραφίες για το βιβλίο. Συνεργείο διέλυε τα μηχανήματα, για να πουληθούν για παλιοσίδερα, με σκοπό να κατεδαφιστεί στη συνέχεια το τριώροφο κτίριο και να ανοικοδομηθεί. Αισθανόμουνα πόνο ψυχής και απέραντη θλίψη. Πλήρης εγκατάλειψη. Η οροφή κάπου είχε υποχωρήσει. Σίδερα, ξύλα, πεταμένες μπομπίνες, άχρηστα αντικείμενα, εργαλεία και τα αγέροχα μηχανήματα, σαν ολοκαίνουργια, του κουτιού, να περιμένουν υπομονετικά το μοιραίο. Έπρεπε να προσέχουμε πού πατάμε. Θλίψη και μελαγχολία.

Εργοστάσιο Ρασσιά: Στριφτήριο (μηχανή για δίκλωνα, ιταλικής κατασκευής). Φαίνεται ολοκαίνουργο, του κουτιού. Προορισμός του να διαλυθεί και να πωληθεί για παλιοσίδερα (φωτ. 2009).
Επισκέφτηκα και το εργοστάσιο Μαρίνου. Εδώ η εγκατάλειψη δεν ήταν πλήρης, γιατί φιλοξενούσε άστεγους οικονομικούς μετανάστες. Ο Δήμος Άργους, ο τωρινός ιδιοκτήτης του ακινήτου, προτίθεται να αναπαλαιώσει το εργοστάσιο και να διαμορφώσει τα ακάλυπτα τμήματα σε χώρους αθλοπαιδιών. Η άθλια εικόνα με τα σπασμένα τζάμια, με τις εισόδους χωρίς πόρτες, με τις πληγές στους τοίχους, παντού, σου θυμίζουν με θλίψη τους εργάτες που έδωσαν την ψυχή τους κι έφαγαν ψωμί, τους ιδιοκτήτες που πάσχισαν να το κρατήσουν στη ζωή, τα μαγαζιά που δούλευαν περισσότερο, τις συναλλαγές και το χρήμα που έτρεχε από ταμείο σε ταμείο κι από πορτοφόλι σε πορτοφόλι.[2]
Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα σύντομο «βιογραφικό» για κάθε υφαντουργία.
- Κλωστοϋφαντουργία Ρασσιά-Λαλουκιώτη στην οδό Ζαΐμη 25
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1922 ως εργοστάσιο υφαντουργίας με την επωνυμία «Λαλουκιώτης I. – Σούπος Μ.». Ο Μιχαήλ Σούπος, ο οποίος καταγόταν από τον Πειραιά, αποσύρθηκε ύστερα από κάποια χρόνια, πουλώντας το μερίδιό του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υφαντουργοί της εποχής εκείνης έδιναν δουλειά στις γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους με ξύλινους αργαλειούς. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η εν λόγω επιχείρηση. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν οι ξύλινοι αργαλειοί με σιδερένιους, οι οποίοι κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Οι αργαλειοί αυτοί, ελβετικής κατασκευής, έφτασαν σταδιακά στους 130 και δούλεψαν μέχρι το 1970, οπότε αποσύρθηκαν και πουλήθηκαν για παλιοσίδερα. Το 1960 περίπου η επιχείρηση μεγάλωσε με την αγορά είκοσι αυτόματων ιστών.
Αλλά το σημαντικότερο τμήμα της επιχείρησης ήταν το κλωστήριο, το οποίο λειτούργησε από το 1951 με την επωνυμία «ΑΡΓΟΤΕΞ Α.Ε.». Το 1975 αποσύρονται οριστικά και οι αυτόματοι ιστοί, αγοράζονται νέα υπερσύγχρονα μηχανήματα και η επιχείρηση μετατρέπεται καθαρά σε κλωστήριο.
Τα νέα μηχανήματα ήταν οι λανάρες, αγγλικής τεχνολογίας, οι μηχανές κλώσεως (Open end) και τα ιταλικά στριφτήρια, μηχανές για δίκλωνα, που έστριβαν δηλαδή δύο νήματα και τα έκαναν ένα. Έτσι, υπήρχαν δύο εταιρείες, που συστεγάζονταν στην οδό Ζαΐμη 25: η «ΑΡΓΟΤΕΞ Α.Ε.» και τα «Κλωστήρια Άργους Ρασσιά – Λαλουκιώτη Α.Ε.».
Η βισκόζη, η πρώτη ύλη που προέρχεται από την κυτταρίνη ξύλου και που στη μορφή της μοιάζει με μπαμπάκι, εισάγεται από την Αυστρία, τη Σουηδία και την πρώην Γιουγκοσλαβία σε μπάλες των 200 περίπου κιλών και σε διάφορους χρωματισμούς. Οι πελάτες των νημάτων της επιχείρησης ήταν στην Αθήνα και εκτείνονταν σ’ όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βόλο).
Ένα άλλο τμήμα της επιχείρησης ήταν το βαφείο και τυποβαφείο. Το εργαστήριο βρισκόταν αρχικά στην ταράτσα του εργοστασίου σε στεγασμένο χώρο, όπου βάφονταν και τυπώνονταν τα εμπριμέ υφάσματα. Αλλά το 1962 ιδρύθηκε εργοστάσιο με σύγχρονα αυτόματα μηχανήματα στο Ηράκλειο Αττικής για βαφή και τύπωμα υφασμάτων. (Αυτόματο τυπωτήριο, βαφείο και φινιριστήριο υφασμάτων). Αργότερα το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στη Ναύπακτο.
Ψυχή της όλης επιχείρησης ήταν ο Κεφαλονίτης Γεώργιος Ρασσιάς (1909-1995), ο οποίος αρχικά ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος του εργοστασίου υφασμάτων σ’ όλη την Πελοπόννησο και ο οποίος στη συνέχεια παντρεύτηκε την Έλλη, τη θετή κόρη του Ιωάννη Λαλουκιώτη (1882-1951).
Η επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη του Άργους με τους περισσότερους εργάτες και από τις μεγαλύτερες της Πελοποννήσου λόγω του εργατικού δυναμικού, της μεγάλης παραγωγής και του όγκου των συναλλαγών. Από τη δεκαετία του 1950 το εργατικό δυναμικό ανερχόταν σε 300-350 άτομα, που εργάζονταν σε τρεις βάρδιες και το Σάββατο μέχρι τις 6 το πρωί της Κυριακής.
Η ποιότητα των εμπορευμάτων ήταν εξαιρετική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ήδη το 1933 η επιχείρηση συμμετέχει με τα προϊόντα της στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και βραβεύεται για την ποιότητά τους.
Ύστερα από την κρίση που υπέβοσκε και τις συνέπειες από την κρίση των τελευταίων ετών, η επιχείρηση έπαψε να λειτουργεί και τυπικά το 2002.
- Βιομηχανία υφαντουργίας «Νάσκος, Ρουσσόπουλοι, Σκλήρης Ο.Ε.» στην οδό Διομήδους
Πρώτος χρονικά που ενδιαφέρθηκε για την ύφανση ήταν ο Ιωάννης Νάσκος (1900- 1988), ο οποίος εγκατέστησε στα τέλη της δεκαετίας 1920 δυο-τρεις αργαλειούς στο σπίτι του και ταυτόχρονα έδινε δουλειά φασόν σε υφάντριες που ύφαιναν στα σπίτια τους και στις οποίες χορηγούσε ο Νάσκος το στημόνι και βαμμένο νήμα σε μπούκλες για το υφάδι. Στη συνέχεια εμπορευόταν τα υφάσματα.
Επόμενος σταθμός – για την ίδρυση υφαντουργίας πια – ήταν η σύσταση εταιρείας, στην οποία συμμετείχαν ως συνέταιροι ο Ιωάννης Νάσκος, ο γαμπρός του Δημήτριος Σκλήρης, που είχε παντρευτεί την αδελφή του πρώτου, και οι αδελφοί Ρουσσόπουλοι (Δημήτριος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος), οι οποίοι είχαν εμπορικό κατάστημα στο Άργος. Η σύσταση της εταιρείας έγινε το 1933. Στη συνέχεια οι εταίροι συνεισέφεραν κεφάλαια και κτίστηκε το εργοστάσιο επί της οδού Διομήδους. Εκείνος ο οποίος διηύθυνε την υφαντουργία ήταν ο Ιωάννης Νάσκος, ο οποίος είχε εμπειρία και ήξερε τη δουλειά.
Στην αρχή η υφαντουργία λειτούργησε με 30-40 ξύλινους αργαλειούς, αλλά πολύ γρήγορα, γύρω στο 1935, αντικαταστάθηκαν με σιδερένιους, οι οποίοι εργάζονταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Αργότερα οι αργαλειοί έγιναν ηλεκτροκίνητοι με την αφαίρεση του ιμάντα και την προσαρμογή ηλεκτρικού μοτέρ. Και φαίνεται πως ανάλογες βελτιωτικές κινήσεις έκαναν και κάποιες άλλες υφαντουργικές μονάδες.
Γύρω στο 1960 το εργοστάσιο εκσυγχρονίζεται με 10 αυτόματους μονόφαρδους ιστούς και το 1965 αγοράζονται 24 διπλόφαρδοι ρούτι. Αργότερα, το 1985, εγκαθίστανται τρεις υπεραυτόματοι ασάιτοι ιστοί, οι οποίοι με την καταπληκτική τους ταχύτητα παράγουν υφάσματα όσα σχεδόν παρήγαγαν οι 34 αυτόματοι στο σύνολό τους. Επίσης, λειτούργησε βαφείο νημάτων και μικρό κλωστήριο με μία μόνο μηχανή κλώσεως.
Κατά την περίοδο της ακμής το εργοστάσιο απασχολούσε γύρω στα 100 άτομα, που εργάζονταν σε δύο βάρδιες και σπάνια σε τρεις. Αργότερα ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε αισθητά, ιδιαίτερα όταν λειτούργησαν οι υπεραυτόματοι ιστοί, μέχρι που το εργατικό δυναμικό αριθμούσε μόλις δέκα άτομα.
Η υφαντουργία έκλεισε το 1995, οι αυτόματοι αργαλειοί διαλύθηκαν και πουλήθηκαν για παλιοσίδερα, ενώ οι υπεραυτόματοι προωθήθηκαν σε υφαντήρια της Τουρκίας. Στη συνέχεια το κτίριο κατεδαφίστηκε.
- Εργοστάσιο υφαντουργίας Αφών Δ. Μαρίνου στην οδό Κορίνθου.
Εμπνευστής και ιδρυτής της υφαντουργίας Μαρίνου ήταν ο Ευάγγελος Μαρίνος (1905-1972), ο οποίος αρχικά ήταν γυρολόγος. Γυρνούσε στα χωριά με σούστα και εμπορευόταν υφάσματα. Το 1933 αποφασίζει και ανοίγει το πρώτο υφαντήριο με τον αδελφό του Παναγιώτη στην οδό Ζαΐμη, εγκαθιστώντας δέκα περίπου χειροκίνητους ξύλινους αργαλειούς. Το επόμενο βήμα ήταν η αντικατάσταση των ξύλινων αργαλειών με 15 σιδερένιους, οι οποίοι λειτουργούσαν με ιμάντα και ντιζελομηχανή.
Η μεταστέγαση και τα εγκαίνια του υφαντουργείου στην οδό Κορίνθου έγινε το 1956, αφού είχε ετοιμαστεί το νέο κτίριο με μελέτη του αρχιτέκτονα Γεωργίου Βαλάτα. Μετά τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου με νέους αυτόματους ιστούς και άλλα σύγχρονα μηχανήματα, η παραγωγή αυξάνεται κατακόρυφα. Το εργοστάσιο υφαντουργίας ΑΔΕΛΦΩΝ Δ. ΜΑΡΙΝΟΥ απασχολούσε περισσότερους από 100 εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε τρεις βάρδιες. Οι αυτόματοι αργαλειοί αριθμούσαν περί τους 50. Ο Ευάγγελος Μαρίνος πραγματοποιούσε επαγγελματικά ταξίδια στη Γερμανία και Ιταλία για ενημέρωση σε θέματα τεχνολογίας και ποιότητας των υφασμάτων, ώστε να εκσυγχρονίζεται η επιχείρηση και να βελτιώνει την παραγωγή της.
Παρά το γεγονός ότι είχαν ιδρυθεί από πιο πριν πολυεθνικές υφαντουργίες σε υπανάπτυκτες χώρες, όπου το μεροκάματο του εργάτη ήταν πολύ χαμηλό, και στα πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να εισάγονται και στην Ελλάδα φτηνά υφάσματα, τα υφαντουργεία του Άργους εξακολουθούσαν να παράγουν πυρετωδώς.
Κάποια στιγμή, τους άγγιξε η κρίση. Και τότε αποφασίζεται η αλλαγή του μηχανολογικού εξοπλισμού και των παραγόμενων προϊόντων στο εργοστάσιο Μαρίνου. Τα ιταλικά μηχανήματα που εγκαταστάθηκαν στο κτίριο με πρώτη ύλη το πολυπροπυλαίνιο – ήταν άσπρο και έμοιαζε με κόκκους ρυζιού – θα κατασκεύαζαν συνθετικά είδη (ριχτάρια για καναπέδες, ψάθες για τη θάλασσα, σακιά, ελαιόπανα κ.ά.). Στην επιχείρηση μπαίνουν ως μέτοχοι και ξένοι (Ιταλοί) και η επωνυμία αλλάζει (IREM HELLAS). Αλλά η τελευταία προσπάθεια δεν έδωσε τους αναμενόμενους καρπούς και το εργοστάσιο κλείνει οριστικά.
Το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και αργότερα στο Δήμο Άργους, ο οποίος προτίθεται να το αναπαλαιώσει και να διαμορφώσει τα ακάλυπτα τμήματα σε χώρους αθλοπαιδιών.
- Εργοστάσιο υφαντουργίας Αθανασίου και Δημητρίου Μπόνη στην οδό Περούκα
Ιδρυτής της υφαντουργίας ήταν ο Αθανάσιος Μπόνης (1882-1957) από τη Σκοτεινή του πρώην Δήμου Αλέας, ο οποίος εργάστηκε αρχικά στο κατάστημα νήματος και υφασμάτων του θείου του στο Άργος, στην οδό Βασ. Κωνσταντίνου, όπου τώρα στεγάζεται το κατάστημα Kosta-Boda. Επειδή ο θείος του ήταν σε μεγάλη ηλικία και άτεκνος, του παραχώρησε το κατάστημα, αλλά ο νεαρός ανηψιός σκέφτηκε να παράγει ο ίδιος υφάσματα για το μαγαζί του. Γι’ αυτό και συνεργάστηκε με τέσσερις υφάντριες, που διέθεταν ξύλινους αργαλειούς και στις οποίες έδινε νήματα, για να του υφαίνουν κάμποτα και άλλα υφάσματα (εργασία φασόν).
Το επόμενο βήμα ήταν ν’ αγοράσει οικόπεδο στην οδό Περούκα, να οικοδομήσει εργοστάσιο και να φέρει από την Ελβετία δέκα σιδερένιους αργαλειούς και άλλα μηχανήματα. Η πελατεία του δεν περιοριζόταν στο Άργος και στην ευρύτερη περιοχή, αλλά επεκτεινόταν και στην Αθήνα, ιδιαίτερα όταν πάντρεψε την κόρη του Αικατερίνη με τον Μιλτιάδη Προυσάλογλου, ο οποίος διέθετε μεγάλη βιομηχανία υφασμάτων στην οδό Πειραιώς. Την περίοδο εκείνη, δεκαετία 1950, η οποία πρέπει να θεωρηθεί περίοδος ακμής, το εργοστάσιο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως σε τρεις βάρδιες.
Στο τέλος της δεκαετίας 1950 ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος του και αργότερα Δήμαρχος Άργους Δημήτριος Μπόνης (1917-2003), ο οποίος τη μετέφερε στη Ν. Κίο στη θέση «Αλμυρός», κοντά στην ταβέρνα Ζούπατα, φροντίζοντας να την εξοπλίσει με νέους αυτόματους αργαλειούς, που έφερε πάλι από την Ελβετία. Οι εργαζόμενοι στην υφαντουργία Αργείοι πηγαινοέρχονταν με πούλμαν της επιχείρησης. Με τους νέους αυτόματους αργαλειούς το εργοστάσιο παρήγαγε τεριλέν και αργότερα λινό. Η δεκαετία 1960 ήταν η πιο παραγωγική.
Ψυχή της επιχείρησης ήταν η σύζυγός του Ιωάννα το γένος Ντούργιου (1915- 1995), μια φτωχή εργάτρια του εργοστασίου, η οποία και τον παρότρυνε να μεταφέρει την επιχείρηση από την οδό Περούκα στη Ν. Κίο. Το ειδύλλιο είχε πλεχτεί στο πρώτο εργοστάσιο. Αλλά η δυναμική και ιδιαίτερα εργατική Ιωάννα Μπόνη δεν μπόρεσε να κρατήσει την υφαντουργία στη ζωή, είτε διότι είχε προβλήματα υγείας η ίδια, ενώ ο σύζυγός της από το 1974 ασχολιόταν κυρίως με την πολιτική, είτε διότι τους άγγιξε η κρίση από το διεθνή σκληρό ανταγωνισμό. Η επιχείρηση έκλεισε στις αρχές του 1980.
- Υφαντουργική βιομηχανία «Η ΑΡΓΟΛΙΣ» στο Νέο Κόσμο, κοντά στο μύλο του Παπαμπόμπου
Το υφαντουργείο ιδρύθηκε το 1938 από τον Παναγιώτη Γκότση (1899-1962) και τον Ανδρέα Μποβόπουλο (1876-1961). (Συνιδρυτής ήταν και ο Αθανάσιος Παιδάκης, ο οποίος κάποια στιγμή αποχώρησε). Συνεχιστές ήταν τα παιδιά τους Χάρης Γκότσης (1945-2009) και Βασίλης Μποβόπουλος (1918-2004), καθώς και τ’ αδέλφια του Βασίλη Δημήτρης και Χριστόφορος.
Σε γενικές γραμμές η βιομηχανία ακολούθησε την εξελικτική πορεία των άλλων υφαντουργείων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και στην παραγωγή ανάλογων προϊόντων. Όσο υφαίνονταν τα αργείτικα λαϊκά υφάσματα, αλατζάδες κλπ., γινόταν προμήθεια βαμβακιού από τη Θήβα και τη Βέροια.
Κατά την «υφαντουργική επανάσταση» διέθετε δώδεκα αυτόματους ιστούς και δύο υπεραυτόματους, από τους οποίους οι πρώτοι διαλύθηκαν και πουλήθηκαν για παλιοσίδερα, ενώ οι υπεραυτόματοι, ύστερα από κάποιο service πουλήθηκαν σε υφαντουργεία (της Τουρκίας;). Αξίζει να επισημάνουμε ότι υπεραυτόματους ιστούς διέθετε μόνο «Η Αργολίς» και το εργοστάσιο «Νάσκου». Διέθετε, επίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και μικρό κλωστήριο.
Κατά την περίοδο της ακμής η βιομηχανία απασχολούσε 35-40 εργάτες και στο τέλος, πριν κλείσει το 1997, μόνο έξι.
Για χάρη της ιστορίας αξίζει να μνημονεύσουμε ότι οι Γερμανοί κατακτητές είχαν μετατρέψει τον αύλειο χώρο της επιχείρησης σε όρχο αυτοκινήτων. (Μαρτυρία Χάρη Γκότση).
- Υφαντουργείο Τάσου Υψηλάντη και Σίας στην οδό Τριπόλεως και Αρκαδίας – Μεσσηνίας, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας
Η επιχείρηση διέθετε τριάντα περίπου σιδερένιους αργαλειούς, οι οποίοι κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Διέθετε, επίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και τυποβαφείο όπου «τυπώνονταν» τα εμπριμέ υφάσματα. Απασχολούσε περίπου 80 εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε δύο βάρδιες. Έκλεισε περίπου το 1957.
- Υφαντουργείο Αφών Δημητρίου και Νικολάου Παζιώτα στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου
Ιδρύθηκε το 1935. Αρχικά στεγάστηκε σε κτίριο της οδού Περούκα και κατόπιν μεταστεγάστηκε σε νέο κτίριο στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου, το οποίο κτίστηκε για το λόγο αυτό. Σήμερα στο ίδιο κτίριο φιλοξενείται ο κινηματογράφος Movieland, ύστερα από διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου. Διέθετε περίπου 30 σιδερένιους αργαλειούς, που κινούνταν με ιμάντες και ντιζελομηχανή. Διέθετε, επίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και απασχολούσε περίπου 50 εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε μία βάρδια. Έκλεισε γύρω στο 1955.

Εργοστάσιο Αφών Παζιώτα. Διακρίνεται ο πρώτος μηχανικός του υφαντουργείου Δημ. Δαγρές, 1949. (αρχ. Μαρίας Μητροβγένη).
- Υφαντουργείο Ανδρέα Ρόκα στην οδό Περούκα, δίπλα στου Μπόνη το υφαντουργείο
Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, το υφαντουργείο Ρόκα ήταν αρκετά μεγάλη βιομηχανία και είχε πολλούς σιδερένιους αργαλειούς, που κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Έκλεισε λίγο μετά το 1950. Ήταν το πρώτο υφαντουργείο του Άργους που έκλεισε.
Οι δύο γαμπροί του Ρόκα, Κελαϊδινός και Τζωρτζόπουλος, σπουδασμένοι και οι δύο, ασχολήθηκαν λίγο με την επιχείρηση του πεθερού τους, ύστερα την εγκατέλειψαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.[3]
Μαρτυρίες
Εργοστάσιο Μαρίνου – Όλοι στον αγώνα
Ο πατέρας μου ήταν αγαπητός στους εργάτες και αυστηρός σ’ εμάς, τα παιδιά του. «Ο εργάτης δουλεύει κι εσείς ζείτε από τον εργάτη» μας έλεγε. Μας είχε δώσει αγωγή να σεβόμαστε και ν’ αγαπάμε τους εργάτες. Μόλις τελειώναμε το σχολείο, εγώ και τ’ αδέρφια μου πηγαίναμε στο εργοστάσιο και πιάναμε δουλειά. Μας έβαζε ο πατέρας μου και καθαρίζαμε τα υφάσματα από κλωστούλες και χνούδια. Ύστερα βοηθούσαμε τον εργάτη να μετρήσει το ύφασμα σε μια σταθερή επιφάνεια και να το τυλίξει, να το κάνει τόπι. Ύστερα γράφαμε την ετικέτα· τόσα μέτρα. Και το τόπι ήταν έτοιμο για τον πελάτη που το είχε παραγγείλει.
Είχαμε τα δειγματολόγια και οι αντιπρόσωποι του εργοστασίου μας πήγαιναν στα μαγαζιά και παίρνανε παραγγελίες. Το εργοστάσιο δούλευε με βάση τις παραγγελίες. Είχαμε πάρα πολλές παραγγελίες. Είχαμε και στοκ αλλά λίγο. Ύστερα φορτώναμε το αυτοκίνητο, για να γίνει η διανομή. Θυμάμαι που πολλές φορές επέστρεφε ο οδηγός μας ο κ. Γιώργος κουρασμένος και η μητέρα μου του έβαζε φαγητό στο σπίτι μας. Μπορεί να ’τανε 11 ή 12 η ώρα τα μεσάνυκτα. Έκανε διανομή στην Τρίπολη, στη Σπάρτη ή μπορεί στη Στερεά Ελλάδα, στο Αιτωλικό. Είχαμε κι ένα πρατήριο στην Αθήνα, στην οδό Μητροπόλεως, απ’ όπου ψωνίζανε τα μαγαζιά της Αθήνας και του Πειραιά.
Εγώ παρακολουθούσα και τη μασουρίστρα. Μου άρεσε αυτό. Περνούσα την κλωστή στη μασουρίστρα, για να δουλέψει ο αργαλειός.
Έλλη Μαρίνου-Πρέσβελου
Το υφαντουργείο αφών Δημ. και Νικ. Παζιώτα
Αυτά τα αργαλειά που θυμάμαι εγώ στου πατέρα μου το υφαντουργείο ήταν όλα σιδερένια και λειτουργούσανε με ντιζελομηχανή. Συνδεότανε η μηχανή μ’ ένα φαρδί λουρί, που έδινε την κίνηση στα αργαλειό. Κάποτε, επί κατοχής, το λουρί κλάπηκε από τους Γερμανούς για σόλες για τα παπούτσια και πήγε ο πατέρας μου στους Γερμανούς και τους μίλησε και τελικά οι Γερμανοί το επέστρεψαν. Ήταν πολύ σημαντικός αυτός ο ιμάντας, γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να κινηθεί τίποτα. Έμπαινε γύρω από μία μεγάλη ρόδα κι ανεβαίνανε δύο άτομα στις ακτίνες της ρόδας και τις τσουλάγανε, για να πάρει εμπρός η μηχανή. Έπαιρνε εμπρός και με μανιβέλα, αλλά έτσι τη βάζανε μπροστά.
Είχε και βαφείο το εργοστάσιο. Οι δικοί μας βάφανε τα νήματα και μετά γινόταν ο συνδυασμός των νημάτων στη διάστρα και κάνανε τα υφαντά. Βγάζανε ωραία υφάσματα, όχι πολύ ψιλά. Εμείς έχουμε ακόμα πετσέτες στο σπίτι μας από την εποχή εκείνη, πετσέτες από μπαμπάκι. Ο μηχανικός μας ήταν ο Δημήτρης Δαγρές, που ήτανε και ψάλτης στον Αϊ-Γιάννη. Έχει πεθάνει τώρα. Το εργοστάσιο του πατέρα μου είχε γύρω στα 30 αργαλειά, μπορεί και παραπάνω. Τα θυμάμαι, γιατί ήμουνα τότε 8-10 χρονώ. Πρέπει να έκλεισε γύρω στο 1955, ίσως και λίγο αργότερα. Τα αργαλειά πουλήθηκαν για παλιοσίδερα, αλλά το κτίριο έμεινε, στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου, εκεί που τώρα είναι το σινεμά MOVIELAND, μόνο που διαμορφώθηκε ο χώρος εσωτερικά.
[…] Παλιά ο πατέρας μου σηκωνότανε στις 4 το πρωί, αρχές της δεκαετίας του ’50, γιατί φέρνανε οι χωριάτες με τα μουλάρια τους ξύλα, πουρνάρια. Μ’ αυτά ζεσταίνανε νερό σ’ έναν λέβητα για το βαφείο, όπου βάφανε τα νήματα οι εργάτες. Ήτανε ένας μεγάλος λέβητας, τον θυμάμαι. Και κάνανε παράνομη υλοτόμηση, γιατί απαγορευότανε, και περνάγανε νύχτα, μην πέσουνε στα μπλόκα της χωροφυλακής, και τροφοδοτούσαν το εργοστάσιο του πατέρα μου με καύσιμη ύλη.
Νίκος Δημ. Παζιώτας
Βιομηχανία Άργους
…Σήμερον δε υπάρχει ατμοκίνητον πνευματοποιείον του Β. Μαυράκη δυνάμενον να παραγάγη περί τας ογδοήκοντα χιλιάδας οκάδων διαφόρων ποτών εκλεκτών και κονιάκ, πολλά δε υφαντουργεία λειτουργούσι κατασκευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακερών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα. Και πριονιστήριον ατμοκίνητον, εν ω σχίζονται τα χονδρά ξύλα εις κατασκευήν σανίδων χρησίμων εις διαφόρους ανάγκας και προπάντων εις την κατασκευήν των σταφιδοκιβωτίων. Προς τούτοις είνε σιδηρουργεία, αμαξοπηγεία και κερα- μεία.
Ιωάννης Κοφινιώτης
Ιστορία του Άργους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, σ. 129
(Συλλεκτική έκδοση «Εκ προοιμίου», 2008 (Πρώτη έκδοση 1892).
Το τυποβαφείο του Υψηλάντη
Όταν ήμουνα μικρός, είχα δουλέψει στο Υφαντουργείο του Υψηλάντη. Θυμάμαι, είχε πολλά αργαλειά, μπορεί και πάνω από τριάντα. Αλλά δεν ήτανε ηλεκτροκίνητα. Κινούνταν με ιμάντα και την κίνηση την έπαιρναν από ντιζελομηχανή, που έκανε πολύ θόρυβο. Το κάθε αργαλειό είχε έναν κεντρικό άξονα, απ’ όπου περνούσε ο ιμάντας. Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος. Παράλληλα υπήρχαν και τα βαφεία, όπου βάφονταν τα νήματα. Εγώ δούλευα στο τυποβαφείο, όπου τύπωναν εμπριμέ υφάσματα γυναικών. Βάζαμε στο άσπρο ύφασμα τις στάμπες και το κάναμε εμπριμέ είτε για φορέματα είτε για φούστες είτε για ρόμπες, γιατί οι γυναίκες φορούσαν ρόμπα συνήθως. Ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό τους ρούχο. Υπήρχε στο τυποβαφείο ένα ειδικό τελάρο, απ’ όπου πέρναγε το ένα χρώμα, το κόκκινο, μετά από λίγο πέρναγε το πράσινο, μετά το μπλε. Είχανε κι ένα ατμιστήριο, που τα ψέναμε κάμποσες ώρες στον ατμό. Αλλά τα υφάσματα αυτά δεν είχανε τις αντοχές που έχουνε τα σημερινά εμπριμέ. Δηλαδή, ύστερα από κάποιες χρήσεις ξεβάφανε. Ο κόσμος εκείνη την εποχή αυτά ήξερε. Δεν ήξερε καλύτερα.
Ο Υψηλάντης έκλεισε πάρα πολύ γρήγορα. Υπήρχε μια κακή διαχείριση. Παράλληλα, τα υφάσματα άρχισαν να γίνονται πιο ραφινάτα. Άλλο εργοστάσιο με στάμπες εδώ ήτανε του Ρασσιά, που ήτανε ανταγωνιστής του Υψηλάντη. Αλλά η Πειραϊκή Πατραϊκή ήταν ήδη προχωρημένη και δεν μπορούσαν οι Αργείτες να την ανταγωνιστούν. Εγώ αργότερα ως έμπορος συνεργάστηκα με την Πειραϊκή Πατραϊκή σε ορισμένα πράγματα για πολλά χρόνια. Ήταν πάρα πολύ προχωρημένη. Οι στάμπες δεν γίνονταν με τον τρόπο το δικό μας, που ήτανε πολύ παλιός. Ένας τρόπος που ξέρω ήτανε οι κύλινδροι, απ’ όπου περνούσαν η χάρτινη στάμπα και το πανί και αποτυπώνονταν στο πανί τα σχέδια της στάμπας. Τώρα έχουν εξελιχθεί πολύ τα πράγματα. Η εκτύπωση γίνεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Καμία σχέση με αυτά τα παλιά.
Θοδόσης Τσίμπος
Η ελληνική υφαντουργία παρακμή και προοπτικές
Τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970 η Ελλάδα ήταν πρώτη στα Βαλκάνια. Είχε την Πειραϊκή – Πατραϊκή με πολλά εργοστάσια στην Πάτρα, στα Μέγαρα, στη Ν. Ιωνία και πού δεν είχε! Είχε τον Μαραγκόπουλο, το «Αιγαίο» των αδελφών Καρέλλα. Άλλες μεγάλες εταιρείες ήτανε ο Μποδοσάκης με τη μεγαλύτερη εριουργία [κατεργασία του μαλλιού) στην Ελλάδα, την «Ελληνική Εριουργία», το μεγαλύτερο εργοστάσιο μάλλινων υφασμάτων σ’ όλα τα Βαλκάνια. Είχαμε τα 3Δ του Δημητριάδη, τα 3Α του Εφραίμογλου.
Η Ν. Ιωνία στην Αθήνα είχε πολλά μικρά υφαντουργεία με χιλιάδες αργαλειά. Πάνε όλα αυτά.
Όταν καταργήθηκαν οι δασμοί κι άρχισαν να έρχονται υφάσματα από το εξωτερικό, τότε άρχισε να γνωρίζει κρίση η ελληνική υφαντουργία. Και το κυριότερο, στις υπανάπτυκτες ανατολικές χώρες ιδρύθηκαν μεγάλες πολυεθνικές κλωστοϋφαντουργίες λόγω του μικρού κόστους παραγωγής, γιατί το μεροκάματο του εργάτη είναι πολύ χαμηλό. Και γέμισαν οι αγορές με φτηνά εμπορεύματα. Έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ο σκληρός ανταγωνισμός.
Τώρα πια στο Άργος δεν έχουμε τίποτα. Τα υπεραυτόματα αργαλειά, ύστερα από κάποιο service πουλήθηκαν στην Τουρκία. Τα αυτόματα διαλύθηκαν και πήγανε για παλιοσίδερα. Αυτή τη στιγμή αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα δέκα υφαντήρια. Απεναντίας, υπάρχουν κάποια κλωστήρια, επειδή έχουμε και το μπαμπάκι εδώ. Και τώρα η αγορά στρέφεται πάλι στα βαμβακερά, επειδή είναι πιο υγιεινά σε σχέση με τα συνθετικά. Αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα, επειδή παράγουμε -τουλάχιστο προς το παρόν- αρκετό μπαμπάκι.
Σπύρος Νικολόπουλος
πρώην βιομήχανος
Η Πειραϊκή Πατραϊκή στο Άργος;
Η Πειραϊκή Πατραϊκή έβγαζε τότε το βελούδο με γερμανικά μηχανήματα. Και οι Έλληνες τεχνικοί κατόρθωσαν κι έβγαλαν ένα βελούδο τόσο αξιόπιστο, που δεν μπορούσαν να το βγάλουν ούτε οι Γερμανοί, που είχανε φτιάξει τα μηχανήματα. Είχανε βάλει 70% βαμβάκι και 30% ακρυλικό, για να μην τσαλακώνει. Το βελούδο κοτλέ – έτσι, για να το καταλάβει ο κόσμος – κυκλοφόρησε σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό για ανδρικά παντελόνια. Τα σεντόνια της Πειραϊκής γίνονταν ανάρπαστα. Δεν προλαβαίναμε, εμείς οι έμποροι να πάρουμε, δεν βρίσκαμε εμπόρευμα. Και μια ωραία πρωία αυτή η εταιρεία χάθηκε. Το ίδιο και το «Αιγαίο». Αλλά κολοσσός ήταν η Πειραϊκή Πατραϊκή. Ξεκίνησε από την Πάτρα, μετά έφτιαξε στο Αίγιο, αν θυμάμαι καλά, μετά έφτιαξε στο Λαύριο εργοστάσιο, έφτιαξε στο Μεγάλο Πεύκο, εκεί που γυρίστηκε η περιβόητη ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» που έπαιζε ο Κωνσταντάρας. Σ’ αυτό το εργοστάσιο γυρίστηκε η ταινία. Ύστερα θέλανε να φτιάξουνε εργοστάσιο εδώ στο Άργος, ένα εκκοκκιστήριο βάμβακος. Υπήρχε πολύ μπαμπάκι εδώ, μπαμπάκι και ντομάτα. Αλλά κάποιοι Αργείοι, ισχυροί παράγοντες, δεν αφήσανε. Και το εργοστάσιο δεν έγινε.
Δημήτριος Κλειάσιος
Υποσημειώσεις
[1] Γ. Κόνδης, Τοπική ιστορία και επιχειρηματικότητα, κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη, εφ. «Αργολίδα», Χριστούγεννα 2007, σ. 8.
[2] Το αφιέρωμα για τους βιομήχανους υφαντουργούς βασίστηκε σε συνεντεύξεις – θερμές ευχαριστίες προς όλους – και στα δημοσιεύματα του Γιώργου Κόνδη.
[3] Θερμές ευχαριστίες στους: Γιάννη Ρασσιά-Λαλουκιώτη, Έλλη Μαρίνου-Πρέσβελου, Χάρη Γκότση, Νίκη Μπόνη-Κολιζέρα, Νίκο Δημ. Παζιώτα, Θοδόση Τσίμπο, Δημ. Κλειάσιο και ιδιαιτέρως στον πρώην βιομήχανο Σπύρο Νικολόπουλο για τις συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Πηγή
- Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Στα χνάρια του χθες, Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010
Διαβάστε ακόμη:
- Κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη
- Υφαντουργία Αφοί Δ. Μαρίνου
- Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)
- Υφάντριες
- Ο Κόσμος της εργασίας: Όψεις, Χρόνοι, Χώροι
- Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού