Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους

$
0
0

Βιομήχανοι – υφαντουργοί Άργους


 

Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πρόσφατη οικονομική ιστορία του Άργους ήταν τα εργοστάσια υφαντουργίας. Τα εργοστάσια αυτά, τα οποία λειτούργησαν σε γενικές γραμμές από τη δεκαετία 1930 μέχρι και τη δεκαετία 1990, απασχόλησαν εκατοντά­δες εργάτες και εργάτριες. Πολλές οικογέ­νειες στήριξαν την οικονομία τους στα υ­φαντουργεία, τα οποία κατά την περίοδο της ακμής τους αποτελούσαν τον σημαντι­κότερο ίσως οικονομικό παράγοντα της πό­λης. Όμως, η ανθηρή υφαντουργία του Άρ­γους, όπως και όλης της Ελλάδας, δέχτηκε από τη δεκαετία 1970 ισχυρό πλήγμα εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και οδη­γήθηκε στην κατάρρευση και στο σφράγι­σμα των εργοστασίων.

Πριν προχωρήσουμε στη βιομηχανι­κή υφαντουργία της πόλης μας, θεωρούμε σκόπιμο να αναζητήσουμε τις ρίζες της, ό­χι στην αρχαία ή τη βυζαντινή εποχή, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν.

 

Εισαγωγικά

 

Αναζητώντας τις απαρχές της αρχεια­κής υφαντουργίας στα τέλη του 19°“ αιώ­να, διαπιστώνουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχονται από πρωτογενείς πηγές εί­ναι ελάχιστες. Στην εφημερίδα «Δαναός» του ομώνυμου Συλλόγου (φ. 7/4-2-1896) υπάρχει ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τις υφάντριες, το οποίο θεωρούμε σκό­πιμο να παραθέσουμε:

Υφαντουργία. Η πολλάς εκατοντάδας οικογενειών εκτρέφουσα αγαθή υφαντουρ­γία ανυψώθη εις επίζηλον σημείον. Εξ αυ­τής τρέφεται κόσμος πολύς χορηγούσης ερ­γασίαν εις απόρους και φίλεργους γυναίκας, οίαι εισίν αι επαρχιώτιδες και δη αι Αργείαι. Υφαντουργεία και βαφεία ατμοκίνητα και άλλα διά των προχείρων μέσων λειτουργούντα δίδουσι ζωήν εις τον πεινώντα κόσμον και στολίζουσι το Άργος. Πρόοδος, πρόο­δος αληθής, πρόοδος πραγματική.

Επίσης, ο Ιωάννης Κοφινιώτης στην Ιστορία του για το Άργος (1892) μας πλη­ροφορεί ότι «σήμερον πολλά υφαντουργεί­α λειτουργούσι κατακευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακε­ρών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία όμως, εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα».

Με βάση τις πηγές αυτές καταλήγου­με στο συμπέρασμα ότι στα τέλη του 18ου αι. είχε αναπτυχθεί η οικοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η υφαντουργία του «Δα­ναού» και τα υφαντουργεία του I. Κοφινιώτη είναι έννοιες συναφείς· και δεν εννοούν φυσικά κάποιες βιομηχανικές μονάδες, διό­τι δεν υπήρχαν βιομηχανίες την εποχή ε­κείνη. Είναι σαφής η πληροφορία ότι (σε ελεύθερη απόδοση:) φτωχές αλλά προκομ­μένες (φίλεργοι) γυναίκες του Άργους και της ευρύτερης περιοχής (επαρχιώτιδες) ύφαιναν και συντηρούσαν τις οικογένειές τους και ότι τα υφαντά τους πωλούνταν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πιο πολύ στην Κορινθία, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Κοφινιώτης λίγα χρόνια πιο πριν, ο οποίος δίδει και το μέγεθος του μόχθου (δύο εκατομ­μύρια πήχεις). Ο ενθουσιασμός του αρθρογράφου του «Δαναού» είναι ολοφάνερος: «Πρόοδος, πρόοδος αληθής, πρόοδος πραγ­ματική».

 

Η υφάντρια Μαρία Κλεισιάρη, 1958.

 

Όταν, όμως, μία υφάντρια υφαίνει ε­παγγελματικά, προτιμά να έχει έτοιμη την πρώτη ύλη, για να αποδώσει. Δεν μπορεί ν’ ασχολείται με την κατεργασία ή τη βαφή του νήματος ή με το στήσιμο του αργα­λειού, δηλαδή το διάσιμο. Έ­τσι, η ανάγκη και η ζήτηση της αγοράς έ­φεραν το πρώτο ατμοκίνητο βαφείο. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν προφανώς κι άλλα. (Το «ατμοκίνητον βαφείον» του Κοφινιώτη έ­γινε «Βαφεία ατμοκίνητα» του Δαναού).

Αλλά την εμπορία των υφαντών την είχαν οι έμποροι, οι οποίοι ήλεγχαν τις α­γορές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν γυρο­λόγοι πραματευτές. Μία υφάντρια και μά­λιστα επαρχιώτισσα δεν είχε αυτή τη δυ­νατότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφα­νίζονται οι πρώτοι υφαντουργοί, πρωτίστως έμποροι, οι οποίοι είχαν κάποια εμπειρία από τις υφαντουργικές δραστηριότητες της εποχής τους, και αναπτύσσουν μία πολύ κα­λή συνεργασία με τις υφάντριες.

 

Το ξεκίνημα

 

Στην αρχή οι βιομήχανοι υφαντουρ­γοί Άργους του περασμένου αιώνα, οι ο­ποίοι μνημονεύονται παρακάτω, ξεκίνησαν την ύφανση με χειροκίνητους ξύλινους αρ­γαλειούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν από ντόπιους μαραγκούς. Στις περισσότερες πε­ριπτώσεις έδιναν δουλειά σε γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους. Οι βιομήχανοι στα πρώτα στάδια της επαγγελματι­κής τους καριέρας ήταν απλοί βιοτέχνες, όπως και οι συνάδελφοί τους που παρέμειναν βιοτέχνες, αλλά οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε βιομήχανους, προϊόντος του χρόνου.

 

Βιοτέχνες υφαντουργοί Άργους, 1969 (αρχ. Ευάγγελου Γιαννακόπουλου).

 

Αυτοί, λοιπόν, είχανε στην α­ποθήκη τους μια διάστρα και ετοίμαζαν το στημόνι, καρφώνοντας παλούκια στον τοί­χο. Δηλαδή, το διάσιμο γινότανε με πρω­τόγονο τρόπο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, αν κάποια γυναίκα θέλει να υφάνει. Στη συνέχεια ο βιοτέχνης έδινε το στημόνι στην υφάντρια, καθώς επίσης και το νήμα σε κούκλες για το υφάδι. Το νήμα – εννοείται – πάντοτε βαμμένο. Πολλές φο­ρές η υφάντρια δεν ύφαινε σε δικό της αρ­γαλειό· της τον χορηγούσε ή της τον χάρι­ζε ο βιοτέχνης υφαντουργός, ο οποίος πλή­ρωνε την κατασκευή του. «Δεν ξέρω ιστο­ρικά αν όλοι πλήρωναν την κατασκευή του αργαλειού, μας είπε ο Σπύρος Νικολόπουλος, αλλά τουλάχιστο ο πεθερός μου ο Νάσκος έτσι ξεκίνησε». Άλλοι, πάλι, υφαντουργοί ξεκίνησαν διαφορετικά. Ο Μα­ρίνος π.χ. άνοιξε υφαντήριο το 1933 στην οδό Ζαΐμη με δέκα περίπου ξύλινους αρ­γαλειούς. Κάθε επιχείρηση έγραψε τη δι­κή της ιστορία μέσα στο χρόνο από το ξε­κίνημά της μέχρι την παρακμή της.

 

Η εξέλιξη

 

Είναι δύσκολο να παρακολουθήσου­με την εξέλιξη των επιχειρήσεων στην πο­ρεία του χρόνου και μάλιστα χωριστά για κάθε επιχείρηση. Πάντως, είναι βέβαιο ότι οι ξύλινοι αργαλειοί αποσύρονται πριν α­πό τον πόλεμο και τη θέση τους παίρνουν οι σιδερένιοι διαφόρων τύπων, ανάλογα και με τη χώρα προέλευσης. Ξεχώριζαν ίσως οι ελβετικοί αλλά υπήρχαν και πολλοί ελ­ληνικής κατασκευής. Οι σιδερένιοι ιστοί ή­ταν ημιαυτόματοι, παρήγαγαν ύφασμα πολλαπλάσιο του ξύλινου χειροκίνητου, φάρ­δους 80 εκατοστών περίπου, ενώ οι ξύλι­νοι παρήγαγαν ύφασμα μόνο 60 εκατο­στών. Μάλιστα, λειτουργούσαν με ιμάντα, ο οποίος συνδεόταν μ’ έναν κεντρικό άξο­να, που περιστρεφόταν με ντιζελομηχανή. Αργότερα σε πολλά υφαντουργεία, όπως στου Νάσκου, ο ιμάντας αντικαταστάθηκε από ηλεκτρικό μοτέρ.

 

Παραγόμενα προϊόντα

 

Τα πρώτα χρόνια η παραγωγή στο Άρ­γος, αν και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρό­νητη, περιορίστηκε σε φτηνά λαϊκά υφά­σματα, τα οποία ήταν πολύ χαρακτηριστι­κά. Οι υφασματέμποροι τοποθετούσαν ό­λα τα τόπια μαζί σε μία γωνία του κατα­στήματος τους και λέγανε στους πελάτες τους: «Αυτά είναι τα αργείτικα».

Τα υφάσματα ήταν αλατζάδες, κάμποτ και ντρίλια, όλα βαμβακερά, χοντρά και φτηνά υφάσματα. Ο αλατζάς προσφερόταν για φορέματα, φούστες, λαϊκά πουκάμισα, πουκαμίσες, για σεντονόπανα. Με τα κάμποτ έραβαν ανδρικά και γυναικεία εσώ­ρουχα, πουκάμισα και άλλα. Από τα ντρί­λια κατασκευάζονταν κυρίως παντελόνια σε χρώμα σκούρο μπλε ή γκρι, όμοια με τα γνωστά τζιν ή μπλουτζίν. Ήταν ρούχα για τη δουλειά πολύ γερά.

Επίσης, υφαίνονταν βαλιτσόπανα για τις βαλίτσες, τεντονόπανα για τέντες, λιόπανα για τις ελιές, ύφασμα για την εξωτε­ρική επιφάνεια των σαμαριών. (Αργότερα οι σαμαράδες χρησιμοποίησαν δέρμα). Α­κόμη, υφαίνονταν πολύ ανθεκτικά στρωματόπανα, που κυκλοφόρησαν σ’ όλη την Ελλάδα, και με τα οποία έφτιαχναν στρώ­ματα οι αντίστοιχοι τεχνίτες.

 

Η ακμή

 

Το 1960 περίπου οι σιδερένιοι ιστοί με ιμάντα θεωρούνται πια ξεπερασμένοι και ασύμφοροι. Η αργειακή υφαντουργία έπρεπε να ακολουθήσει τις εξελίξεις, για να είναι τα προϊόντα της ανταγωνιστικά. Με τον νέο τεχνολογικό εξοπλισμό επιδιω­κόταν αύξηση της παραγωγής και βελτίω­ση της ποιότητας των υφασμάτων. Οι πα­ραπάνω αργαλειοί αντικαθίστανται από αυτόματους ηλεκτροκίνητους. Η αλλαγή στους αργαλειούς ήταν μία μεγάλη επανά­σταση στον τομέα της υφαντουργίας. Η αλ­λαγή παρατηρείται και στον υπόλοιπο μη­χανολογικό εξοπλισμό των επιχειρήσεων, ο οποίος έγινε σταδιακά και όχι ταυτόχρο­να σε όλα τα εργοστάσια.

Οι νέοι αυτόματοι ιστοί (αργαλειοί) παράγουν φαρδύτερο ύφασμα, μέχρις ενός μέτρου. Μάλιστα, είναι εφοδιασμένοι με ρατιέρες, οι οποίες ελέγχουν και κινούν τα μιτάρια, για να γίνονται τα διάφορα σχέ­δια. Λίγο αργότερα θα προσαρμοστεί το ο­νομαστό ζακάρ, το οποίο θα δέχεται το σχέ­διο και θα δίδει τις αντίστοιχες εντολές στον αργαλειό. Τώρα τα υφαντουργεία έχουν μεγαλύτερη παρα­γωγή. Ένας αυτόματος αργαλειός παράγει πολλαπλάσιο ύφασμα.

 

Μονός (μονόφαρδος) ιστός του Ευάγγελου Γιαννακόπουλου (φωτ. 2010). Οι αργαλειοί του Ευάγγελου Γιαννακόπουλου είναι οι μοναδικοί που σώζονται στο Άργος.

 

Η επανάσταση συνεχίστηκε λίγο αρ­γότερα, γύρω στο 1965, με τους διπλόφαρ­δους ιστούς, οι οποίοι διέθεταν δύο στη­μόνια. Ήταν οι περίφημοι αργαλειοί ρούτι ελβετικής τεχνολογίας. Ύστερα από είκο­σι χρόνια, το 1985, εμφανίζονται στο Άρ­γος πιο τελειοποιημένοι ιστοί, με μεγαλύ­τερες δυνατότητες παραγωγής. Διέθεταν τέσσερα στημόνια, που σημαίνει ότι έβγα­ζαν ταυτόχρονα τέσσερα πανιά. Αυτοί ή­ταν οι υπεραυτόματοι αργαλειοί, οι οποίοι λειτουργούσαν με καταπληκτική ταχύτη­τα και ήταν ασάιτοι, δηλαδή δεν έπαιρναν σαΐτα. Ήταν ιταλικής τεχνολογίας.

Στην υφαντουργία Νάσκου, όπου λει­τουργούσαν μέχρι το 1985 24 διπλόφαρ­δοι και 10 μονόφαρδοι ιστοί, αγοράστηκαν και λειτούργησαν τρεις ιταλικοί υπεραυτόματοι, οι οποίοι παρήγαγαν τόσο σχεδόν ύφασμα όσο παρήγαγαν οι 34 συνολικά αυ­τόματοι ιστοί.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι όλες οι παραπάνω εξελίξεις στον τεχνολογικό το­μέα επηρέαζαν άμεσα το εργατικό δυναμι­κό των υφαντουργείων. Οι εργάτες έπρεπε να ειδικεύονται και να προσαρμόζονται σε κάθε αλλαγή. Αλλά το σημαντικότερο πρό­βλημα που προέκυπτε κάθε φορά ήταν η μείωση του προσωπικού, μια και η εξέλιξη στην παραγωγή απαιτούσε κάθε φορά και λιγότερο προσωπικό.

 

Νέες πρώτες ύλες και παραγόμενα προϊόντα

 

Παράλληλα, τα υφαντουργεία Άργους έπαψαν να χρησιμοποιούν βαμβακερά νήματα. Τα βαμβακερά υφάσματα, τα ονομαστά αργείτικα τόπια των αλατζάδων και των άλλων φτηνών λαϊκών υφασμάτων, δεν εί­χανε πια ζήτηση. Αλλά οι βιομήχανοι δεν στράφηκαν στο μαλλί. Η χρήση του μάλ­λινου νήματος ήταν ανέκαθεν περιορισμέ­νη στο Άργος. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι βιοτέχνες υφαντουργοί για καραμελωτές κουβέρτες και κιλίμια.

Οι βιομήχανοι του Άργους έπρεπε να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους, ακολουθώ­ντας την εξέλιξη άλλων μεγάλων βιομηχα­νικών μονάδων, όπως της Πειραϊκής Πατραϊκής, του «Αιγαίου» του Καρέλλα ή των βιομηχανιών της Ευρώπης. Έτσι, χρησιμο­ποίησαν νήματα τσελβόλ, το οποίο προέρ­χεται από κυτταρίνη ξύλου, και νήματα συνθετικά: ακρυλικά, πολυέστερ και ορλόν. Το τσελβόλ ή βισκόζη (άλλη ονομα­σία) στη μορφή μοιάζει με το μπαμπάκι.

Τα νέα νήματα ήταν πιο ανθεκτικά και σπάνια έσπαγε κάποια κλωστή. Όταν έσπα­γε κάποια κλωστή, ο αργαλειός σταματού­σε αυτόματα, για να μη βγει ελαττωματικό το πανί, κάτι που συνέβαινε συχνά στα βαμ­βακερά νήματα, οπότε η υφάντρια έπρεπε να αποκαταστήσει τη ζημιά. Η σχετική κα­θυστέρηση μεταφραζόταν σε μείωση της παραγωγής και σε οικονομικό κόστος. Με τα συνθετικά νήματα ο αυτόματος ιστός μπορούσε να υφαίνει αδιάκοπα μέχρι να τε­λειώσει το στημόνι, αρκεί να είχε τροφο­δοσία με το νήμα του υφαδιού.

Έτσι, με τα νέα συνθετικά νήματα και με τους αυτόματους ή υπεραυτόματους αρ­γαλειούς, η παραγωγή του Άργους αυξή­θηκε πολύ και βελτιώθηκε ποιοτικά. Υφάνθηκαν όμορφα, μοντέρνα και πολύ λεπτά υφάσματα, όπως ήταν το λεπτό πουκαμισόπανο. Υφάνθηκε ένα ωραίο πανί σε α­πομίμηση λινού για ακριβά φορέματα και ταγέρ. Άλλο ύφασμα ήταν το ονομαστό τουέντ, το οποίο ήταν τραχύ στην υφή και με το οποίο ράβονταν φορέματα, ταγέρ, σα­κάκια, παλτά και κοστούμια. Επίσης, οι υπεραυτόματοι ιστοί κατασκεύαζαν ύφασμα για τζιν σε χρώμα σκούρο μπλε από βαμ­βάκι και τσελβόλ σε αναλογία 50 και 50%. Αυτά ήταν μερικά από τα υφάσματα των υφαντουργικών βιομηχανιών Άργους, πο­λύ χαρακτηριστικά για την ποιότητά τους.

 

Ειδικότητες εργαζομένων

 

Στα υφαντουργεία τα πιο βασικά μη­χανήματα ήταν οι αργαλειοί. Υπήρχαν, ό­μως, αρκετά ακόμη, τα οποία χειρίζονταν οι εργάτριες και οι εργάτες. Φυσικά, ανά­λογα με τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τον τρόπο παραγωγής, οι ειδικότητες λίγο-πολύ κάθε φορά διαφοροποιούνταν. Αλλά για να φανεί σε γενικές γραμμές η λειτουργία ενός υφαντουργείου, θεωρούμε χρήσιμο να μνημονεύσουμε αδρομερώς τις ειδικότητες των εργαζομένων, γυναικών και ανδρών.

Υπήρχαν λοιπόν οι υφάντριες, οι οποί­ες παρακολουθούσαν τους αργαλειούς.

Υπήρχαν οι λεγάμενες διαστρούδες, οι οποίες δούλευαν στη διάστρα. Η διάστρα ήταν ένας τεράστιος κλειστός χώρος (κλου­βί τον ονόμαζαν), όπου εκεί τοποθετούνταν οι μπομπίνες με το νήμα, με το οποίο ετοι­μαζότανε κάθε φορά το στημόνι. Οι βιοτέχνες υφαντουργοί συχνά κατέφευγαν στους συναδέλφους τους βιομηχάνους, για να τους ετοιμάσουν το στημόνι, επειδή δεν εί­χανε διάστρα.

Υπήρχαν οι μασουρούδες, οι οποίες παρακολουθούσαν το μηχάνημα που ετοί­μαζε τα μασούρια.

Υπήρχαν οι μπομπινούδες, οι οποίες εργάζονταν στο μηχάνημα που έπαιρνε το νήμα της κούκλας και το έκανε μπομπίνα.

Υπήρχαν οι μιτώστρες, οι οποίες πα­ρακολουθούσαν τα μιτάρια, απ’ όπου περ­νούσαν οι κλωστές με βάση το σχέδιο ύ­φανσης.

Υπήρχε ο μηχανικός για τη συντήρη­ση και για κάθε βλάβη των μηχανημάτων.

Υπήρχε ο χνουδιαστής, ο οποίος πα­ρακολουθούσε το αντίστοιχο μηχάνημα. Η χνουδιάστρα είχε δύο κυλίνδρους με χιλιά­δες μικροσκοπικές αγκύλες, οι οποίες «τραυμάτιζαν» ελαφρά το πανί. Το έξυναν ας πούμε και το έκαναν χνουδωτό. Στο ερ­γοστάσιο ήξεραν ποιο πανί έπρεπε να πε­ράσει από τη χνουδιάστρα, για να γίνει χνουδωτό.

Υπήρχε ο μετρητής και ο διπλωτής των υφασμάτων, ο οποίος μετρούσε το πανί, το δίπλωνε κι έβαζε την ετικέτα επάνω στο τόπι.

Υπήρχε ο φινιριστής, ο οποίος εργα­ζόταν στην κολαρίστρα. Το μηχάνημα αυ­τό σιδέρωνε και κολάριζε το πανί.

Επίσης, άλλοι εργάζονταν στο βαφεί­ο, όπου υπήρχαν λέβητες με ζεστό νερό και γούρνες και διάφορα μηχανήματα για τη βαφή των νημάτων.

Άλλοι εργάζονταν στο τυποβαφείο, ό­που γίνονταν τα εμπριμέ ρούχα. Τυποβα­φείο είχε ο Υψηλάντης και ο Ρασσιάς.

Άλλοι, τέλος, ήταν οι εργάτες γενικών καθηκόντων, που ονομάζονταν «εργάτες αυλής», για τη μεταφορά πρώτων υλών και άλλων υλικών και για διάφορες άλλες βο­ηθητικές εργασίες. Αυτοί θεωρούνταν οι α­νειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι έπρεπε να πα­ρακολουθούν και κάποια μηχανήματα, ώ­στε να ειδικεύονται σιγά-σιγά, για να μπουν κάποια στιγμή στην παραγωγική διαδικα­σία.

 

Εργοδότες και εργαζόμενοι

 

Από τις μαρτυρίες πολλών Αργείων συμπεραίνουμε ότι οι σχέσεις των εργαζο­μένων με τους βιομήχανους ήταν εξαιρετικά καλές. Οι σχέσεις δεν ήταν απρόσωπες ή ψυχρές, όπως συμβαίνει τώρα σε μεγά­λες βιομηχανίες, όπου ο εργάτης δεν γνω­ρίζει καν το αφεντικό. Ο εργοδότης συνα­ντούσε τον εργάτη στο χώρο εργασίας και ο δεύτερος μπορούσε να μιλήσει στον πρώ­το. Καλημερίζονταν με οικειότητα και αλ­ληλοσεβασμό. Τα γραφεία της επιχείρησης ήταν ανοιχτά και ο εργάτης ήταν ευπρόσδεκτος, όταν είχε κάποιο πρόβλημα εργα­σιακό ή προσωπικό.

Ο εργοστασιάρχης δεν κλεινόταν στο γραφείο του με το τηλέφωνο στο αφτί. Ευρισκόταν στο χώρο δουλειάς και παρακο­λουθούσε την παραγωγή. Σε κάθε πρόβλη­μα ήταν παρών, να βοηθήσει, να συντονί­σει, να δώσει λύση. Εντυπώσιαζαν οι πι­νακίδες που είχε αναρτήσει ο Γεώργιος Ρασσιάς στον προθάλαμο του εργοστασί­ου του, όπως αυτή: «Το εργοστάσιον είναι το σπίτι μας. Αι μηχαναί τα όπλα μας στον αγώνα της ζωής». Υποθέτουμε πως όλοι οι εργαζόμενοι θεωρούσαν το εργοστάσιο σπίτι τους, ότι το αγαπούσαν και το πονούσαν και πως τα μηχανήματα τα πρόσεχαν, γιατί η δική τους ζωή εξαρτιόταν από τη ζωή των μηχανών. Αναπτυσσόταν δηλαδή μια εργασιακή ηθική, που καθιστούσε τον εργάτη συνυπεύθυνο στην προκοπή της ε­πιχείρησης. Έτσι, καλλιεργούνταν ο «οικο­γενειακός» χαρακτήρας της επιχείρησης, ό­χι μόνο στο εργοστάσιο του Ρασσιά αλλά σε όλα τα υφαντουργεία, είτε είχαν αναρτηθεί είτε όχι ανάλογες πινακίδες.

 

Πινακίδες στον προθάλαμο του εργοστασίου Ρασσιά – Λαλουκιώτη.

 

Επίσης, ο «οικογενειακός» χαρακτή­ρας, πέραν της παραγωγικής διαδικασίας, επεκτεινόταν και σε τομείς για την κάλυ­ψη προσωπικών αναγκών ή σε τομείς κοι­νωνικού ενδιαφέροντος. Στα πλαίσια της κάλυψης προσωπικών αναγκών ήταν η δα­νειοδότηση ορισμένων εργαζομένων από την επιχείρηση για την κάλυψη των εξό­δων ενός γάμου, μιας ασθένειας ή άλλης σοβαρής ανάγκης. Το δάνειο αποπληρωνό­ταν σταδιακά με την παρακράτηση μέρους από το μηνιαίο μισθό. Επίσης, γίνονταν διάφορες εξορμήσεις και εκδρομές. Χαρα­κτηριστικές περιπτώσεις ήταν οι επισκέ­ψεις στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ό­που οι εργάτες είχαν την ευκαιρία να ενη­μερωθούν σε θέματα που είχαν σχέση με τη δουλειά τους. Δηλαδή οι εξορμήσεις αυ­τές δεν είχαν μόνο ψυχαγωγικό αλλά και ενημερωτικό χαρακτήρα. Επίσης, η Υφα­ντουργία Μαρίνου διοργάνωνε κάθε χρό­νο 1η Ιουλίου εκδρομή στον Άγιο Σώστη Δερβενακίων, όπου είχαν αφιερώσει την ει­κόνα των Αγίων Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι συμμετεί­χαν στον εκκλησιασμό και στη γιορτή που ακολουθούσε με πλούσιο φαγοπότι. Μπο­ρούμε ακόμη να μνημονεύσουμε τις γιορ­τές των υφαντουργείων κατά τις μεγάλες ημέρες, ιδίως των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά τις οποίες προσφέρονταν δώρα στα παιδιά των εργαζομένων, τους αποκριάτικους χορούς και τις δενδροφυτεύσεις στο λόφο της Ασπίδας.

 

Εορτή, πιθανόν, των Αγ. Αναργύρων, προστατών της επιχείρησης. Κάθε 1η Ιουλίου όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται στα Δερβενάκια στο ναό του Αγ. Σώστη για την εορτή και το φαγοπότι.

 

Επίσης, αξίζει να μνημονεύσουμε ότι οι πε­ρισσότεροι εργαζόμενοι εξασφάλιζαν τον απαιτούμενο χρόνο και είχαν τα ένσημα για τη συνταξιοδότησή τους από το ΙΚΑ. Στα κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη τα 3/4 των εργαζομένων έλαβαν πλήρη σύνταξη.

Ο Σπύρος Νικολόπουλος σεμνύνεται για την υφαντουργία του πεθερού του Νάσκου, η οποία δούλεψε χωρίς κέρδη τα τελευταία 3-4 χρόνια «μόνο και μόνο για να πάρουν σύνταξη οι τελευταίοι μας εργά­τες». Και συνεχίζει: «Υπήρχε μια πολύ κα­λή σχέση. Πολύς κόσμος έφαγε ψωμί και πολλοί εργάτες εξασφάλισαν και σύνταξη, γιατί όλοι ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Τα εργοστάσια κάποια εποχή περάσανε κρίση». Και συνεχίζει με ειλικρίνεια: «Βεβαίως, κά­τι που με λύπη μας το κάναμε ήταν όταν σχολάζαμε προσωπικό, τότε που φέραμε τα υπεραυτόματα μηχανήματα».

 

Πρόθεση σύστασης υφαντουργικού ομίλου

 

Μετά το 1965 και ενώ η αργειακή υ­φαντουργία βρισκόταν στην ακμή της, έρ­χεται στο προσκήνιο η ιδέα συνένωσης των εύρωστων υφαντουργείων Άργους σε έναν ισχυρό υφαντουργικό όμιλο με υπερσύγ­χρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και με με­γάλες παραγωγικές και οικονομικές δυνα­τότητες.

Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις και συζητήσεις, ο γαμβρός του Ευάγγελου Μα­ρίνου οικονομολόγος Μάριος Πρέσβελος συντάσσει μία ολιγοσέλιδη σύμβαση – χω­ρίς χρονολογία σύνταξης-, στην οποία μνη­μονεύονται ως συμβασιούχοι μόνο τρεις: «Κατόπιν των συνεχών επαφών που είχον οι φορείς των Βιομηχανιών Υφαντουργίας.

α) Γεωργίου Ρασσιά β) Νάσκου – Ρουσσόπουλοι – Σκλήρης και γ) Αφοί Δ. Μαρίνου επί του θέματος της συγχωνεύσεως (ενώσεως) κατέληξαν στα κάτωθι…».

Υπήρχε πρόθεση να κατασκευασθεί έ­να μεγάλο κτιριακό συγκρότημα εκτός Άρ­γους (βόρεια της πόλης) και να μεταφερ­θούν τα μηχανήματα στο νέο εργοστάσιο. Πρόθεση των αφών Μαρίνου ήταν να δια­τεθεί το ήδη υπάρχον κτίριό τους, έστω και με μια επέκταση. Η συγχώνευση των τριών μεγάλων επιχειρήσεων, σε έναν επιχειρη­ματικό όμιλο θα μπορούσε να δημιουργή­σει νέα δεδομένα στην οικονομία του Άρ­γους και στην αγορά εργασίας της περιοχής. Δεν μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζου­με πόσες θα ήταν οι νέες θέσεις εργασίας και το εργατικό δυναμικό του ομίλου, ούτε το μέγεθος της παραγωγής, ούτε το ύψος της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλ­λες ισχυρές υφαντουργικές μονάδες εκτός Άργους, που θα ήταν σημαντικός παράγο­ντας για την επιβίωση και προκοπή του. Ί­σως ήταν ακόμη νωρίς, για να προβλέψει κανείς την κατάρρευση της ελληνικής υ­φαντουργίας λόγω του σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού.

Προφανώς, δεν έλειψαν τα προβλή­ματα σε πολλά επιμέρους θέματα, τα οποί­α δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Πάντως, η συνεισφορά των μετόχων σε μηχανολογι­κό εξοπλισμό δεν ήταν ίδια. Πέραν τούτου, τα παραγόμενα προϊόντα δεν ήταν ομοιο­γενή, μια και η επιχείρηση Ρασσιά είχε με­τατραπεί σταδιακά σε κλωστήριο και απα­σχολούσε περισσότερους εργάτες.

Τελικά, η σύμβαση έμεινε ανυπόγρα­φη και το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε, παρά τις αγαθές προθέσεις των βιομηχάνων. Πά­ντως, αξίζει να επισημάνουμε το επιχειρη­ματικό τους πνεύμα, που έστω και με όσα έγιναν, η αργειακή κοινωνία και η πόλη του Άργους ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.

 

Η κρίση και η παρακμή

 

Ας μην απαντηθεί από τον υπογράφοντα το ερώτημα της κρίσης και της παρακ­μής. Υπάρχουν άλλοι που ξέρουν περισσό­τερα. Γι’ αυτό και αφήνουμε να μιλήσει ο βιομήχανος Σπύρος Νικολόπουλος ο οποίος κινείται στο ίδιο κλίμα με τον ερευνητή κοινωνιολόγο Γιώργο Κόνδη. Ο τελευταίος γράφει:

«Με δύο λόγια θα λέγαμε πως (η αργειακή υφα­ντουργία) στάθηκε αδύνατη στον ανταγω­νισμό, όταν ήδη από τη δεκαετία του ’60 οι παραδοσιακές κλειστές εθνικές οικονομίες, όπως η ελληνική, αναγκάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους στο διεθνές εμπόριο και τις αγορές. Η στασιμότητα της οικονομικής δραστηριότητας από το 1975 και μετά, ο α­νασταλτικός ρόλος του τραπεζικού κεφαλαί­ου και η πλήρης απουσία πολιτικών οικο­νομικής ανάπτυξης αποτέλεσαν τα κυριότερα σημεία της κατάρρευσης για την εθνική και τοπική υφαντουργία».[1]

Μερικά από τα κτίρια υπάρχουν, για να θυμίζουν ημέρες προκοπής και οικονο­μικής ευμάρειας. Αλλά όσοι έζησαν στιγ­μές άνθησης, είτε ως εργαζόμενοι είτε ως απλοί πολίτες του Άργους, αισθάνονται δέ­ος και μελαγχολία για την αποβιομηχάνι­ση του Άργους, για τις καλές μέρες που εί­χαν προηγηθεί, τότε που δεν υπήρχε σχε­δόν καθόλου ανεργία. Παρατηρεί ο Σπύ­ρος Νικολόπουλος:

«Τότε που είχαμε με­γάλη παραγωγή και πολύ προσωπικό, στις 2 το μεσημέρι που αλλάζανε βάρδια οι εργάτες, γέμιζαν κόσμο οι γύρω δρόμοι Λα­μπρινίδου – Ζαΐμη – Διομήδους – Περούκα εκατοντάδες εργαζόμενοι, πιο πολλές γυναί­κες, που σχολάγανε ή ’ρχόντουσαν για να πιάσουνε δουλειά».

Είχα την ευκαιρία και τη θλίψη να επισκεφθώ πρόσφατα (1-6-2009) το εργο­στάσιο Γεωργίου Ρασσιά. Με ξενάγησε ο γιος του Γιάννης Λαλουκιώτης Ρασσιάς, ο οποίος και τράβηξε λίγες φωτογραφίες για το βιβλίο. Συνεργείο διέλυε τα μηχανήμα­τα, για να πουληθούν για παλιοσίδερα, με σκοπό να κατεδαφιστεί στη συνέχεια το τριώροφο κτίριο και να ανοικοδομηθεί. Αι­σθανόμουνα πόνο ψυχής και απέραντη θλί­ψη. Πλήρης εγκατάλειψη. Η οροφή κάπου είχε υποχωρήσει. Σίδερα, ξύλα, πεταμένες μπομπίνες, άχρηστα αντικείμενα, εργαλεία και τα αγέροχα μηχανήματα, σαν ολοκαί­νουργια, του κουτιού, να περιμένουν υπομονετικά το μοιραίο. Έπρεπε να προσέχου­με πού πατάμε. Θλίψη και μελαγχολία.

 

Εργοστάσιο Ρασσιά: Στριφτήριο (μηχανή για δίκλωνα, ιταλικής κατασκευής). Φαίνεται ολοκαίνουργο, του κουτιού. Προορισμός του να διαλυθεί και να πωληθεί για παλιοσίδερα (φωτ. 2009).

 

Επισκέφτηκα και το εργοστάσιο Μα­ρίνου. Εδώ η εγκατάλειψη δεν ήταν πλή­ρης, γιατί φιλοξενούσε άστεγους οικονο­μικούς μετανάστες. Ο Δήμος Άργους, ο τω­ρινός ιδιοκτήτης του ακινήτου, προτίθεται να αναπαλαιώσει το εργοστάσιο και να δια­μορφώσει τα ακάλυπτα τμήματα σε χώρους αθλοπαιδιών. Η άθλια εικόνα με τα σπα­σμένα τζάμια, με τις εισόδους χωρίς πόρ­τες, με τις πληγές στους τοίχους, παντού, σου θυμίζουν με θλίψη τους εργάτες που έδωσαν την ψυχή τους κι έφαγαν ψωμί, τους ιδιοκτήτες που πάσχισαν να το κρα­τήσουν στη ζωή, τα μαγαζιά που δούλευαν περισσότερο, τις συναλλαγές και το χρήμα που έτρεχε από ταμείο σε ταμείο κι από πορτοφόλι σε πορτοφόλι.[2]

 

Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα σύ­ντομο «βιογραφικό» για κάθε υφαντουρ­γία.

  1. Κλωστοϋφαντουργία Ρασσιά-Λαλουκιώτη στην οδό Ζαΐμη 25

 

Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1922 ως εργο­στάσιο υφαντουργίας με την επωνυμία «Λαλουκιώτης I. – Σούπος Μ.». Ο Μιχα­ήλ Σούπος, ο οποίος καταγόταν από τον Πειραιά, αποσύρθηκε ύστερα από κάποια χρόνια, πουλώντας το μερίδιό του.

O ιδρυτής του εργοστάσιου υφαντουργίας το 1935, Ιωάννης Λαλουκιώτης (1879-1951).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υφα­ντουργοί της εποχής εκείνης έδιναν δου­λειά στις γυναίκες, οι οποίες ύφαιναν στα σπίτια τους με ξύλινους αργαλειούς. Κά­πως έτσι ξεκίνησε και η εν λόγω επιχείρη­ση. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν οι ξύ­λινοι αργαλειοί με σιδερένιους, οι οποίοι κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Οι αργαλειοί αυτοί, ελβετικής κατασκευής, έ­φτασαν σταδιακά στους 130 και δούλεψαν μέχρι το 1970, οπότε αποσύρθηκαν και πουλήθηκαν για παλιοσίδερα. Το 1960 πε­ρίπου η επιχείρηση μεγάλωσε με την αγο­ρά είκοσι αυτόματων ιστών.

Αλλά το σημαντικότερο τμήμα της ε­πιχείρησης ήταν το κλωστήριο, το οποίο λειτούργησε από το 1951 με την επωνυμία «ΑΡΓΟΤΕΞ Α.Ε.». Το 1975 αποσύρονται οριστικά και οι αυτόματοι ιστοί, αγοράζο­νται νέα υπερσύγχρονα μηχανήματα και η επιχείρηση μετατρέπεται καθαρά σε κλω­στήριο.

Τα νέα μηχανήματα ήταν οι λανάρες, αγγλικής τεχνολογίας, οι μηχανές κλώσεως (Open end) και τα ιταλικά στριφτήρια, μηχανές για δίκλωνα, που έστριβαν δη­λαδή δύο νήματα και τα έκαναν ένα. Έτσι, υπήρχαν δύο εταιρείες, που συστεγάζονταν στην οδό Ζαΐμη 25: η «ΑΡ­ΓΟΤΕΞ Α.Ε.» και τα «Κλωστήρια Άργους Ρασσιά – Λαλουκιώτη Α.Ε.».

Η βισκόζη, η πρώτη ύλη που προέρ­χεται από την κυτταρίνη ξύλου και που στη μορφή της μοιάζει με μπαμπάκι, εισάγεται από την Αυστρία, τη Σουηδία και την πρώ­ην Γιουγκοσλαβία σε μπάλες των 200 πε­ρίπου κιλών και σε διάφορους χρωματι­σμούς. Οι πελάτες των νημάτων της επι­χείρησης ήταν στην Αθήνα και εκτείνονταν σ’ όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βόλο).

Ένα άλλο τμήμα της επιχείρησης ή­ταν το βαφείο και τυποβαφείο. Το εργαστή­ριο βρισκόταν αρχικά στην ταράτσα του ερ­γοστασίου σε στεγασμένο χώρο, όπου βά­φονταν και τυπώνονταν τα εμπριμέ υφά­σματα. Αλλά το 1962 ιδρύθηκε εργοστά­σιο με σύγχρονα αυτόματα μηχανήματα στο Ηράκλειο Αττικής για βαφή και τύπω­μα υφασμάτων. (Αυτόματο τυπωτήριο, βα­φείο και φινιριστήριο υφασμάτων). Αργό­τερα το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στη Ναύ­πακτο.

Ψυχή της όλης επιχείρησης ήταν ο Κεφαλονίτης Γεώργιος Ρασσιάς (1909-1995), ο οποίος αρχικά ήταν εμπορικός αντιπρόσω­πος του εργοστασίου υφασμάτων σ’ όλη την Πελοπόννησο και ο οποίος στη συνέ­χεια παντρεύτηκε την Έλλη, τη θετή κόρη  του Ιωάννη Λαλουκιώτη (1882-1951).

Η επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη του Άργους με τους περισσότερους εργάτες και από τις μεγαλύτερες της Πελοποννήσου λόγω του εργατικού δυναμικού, της μεγάλης παρα­γωγής και του όγκου των συναλλαγών. Α­πό τη δεκαετία του 1950 το εργατικό δυ­ναμικό ανερχόταν σε 300-350 άτομα, που εργάζονταν σε τρεις βάρδιες και το Σάβ­βατο μέχρι τις 6 το πρωί της Κυριακής.

Η ποιότητα των εμπορευμάτων ήταν εξαιρετική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ήδη το 1933 η επιχείρηση συμμετέχει με τα προ­ϊόντα της στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και βραβεύεται για την ποιότητά τους.

Ύστερα από την κρίση που υπέβοσκε και τις συνέπειες από την κρίση των τελευ­ταίων ετών, η επιχείρηση έπαψε να λει­τουργεί και τυπικά το 2002.

 

  1. Βιομηχανία υφαντουργίας «Νάσκος, Ρουσσόπουλοι, Σκλήρης Ο.Ε.» στην οδό Διομήδους

 

Πρώτος χρονικά που ενδιαφέρθηκε για την ύφανση ήταν ο Ιωάννης Νάσκος (1900- 1988), ο οποίος εγκατέστησε στα τέλη της δεκαετίας 1920 δυο-τρεις αργαλειούς στο σπίτι του και ταυτόχρονα έδινε δουλειά φασόν σε υφάντριες που ύφαιναν στα σπίτια τους και στις οποίες χορηγούσε ο Νάσκος το στημόνι και βαμμένο νήμα σε μπούκλες για το υφάδι. Στη συνέχεια εμπορευόταν τα υφάσματα.

Επόμενος σταθμός – για την ίδρυση υ­φαντουργίας πια – ήταν η σύσταση εταιρεί­ας, στην οποία συμμετείχαν ως συνέταιροι ο Ιωάννης Νάσκος, ο γαμπρός του Δημήτριος Σκλήρης, που είχε παντρευτεί την α­δελφή του πρώτου, και οι αδελφοί Ρουσσόπουλοι (Δημήτριος, Γεώργιος και Κωνσταντίνος), οι οποίοι είχαν εμπορικό κατάστημα στο Άργος. Η σύσταση της εταιρείας έγινε το 1933. Στη συνέχεια οι εταίροι συνεισέφεραν κεφάλαια και κτίστηκε το εργοστά­σιο επί της οδού Διομήδους. Εκείνος ο ο­ποίος διηύθυνε την υφαντουργία ήταν ο Ιω­άννης Νάσκος, ο οποίος είχε εμπειρία και ήξερε τη δουλειά.

Στην αρχή η υφαντουργία λειτούργη­σε με 30-40 ξύλινους αργαλειούς, αλλά πο­λύ γρήγορα, γύρω στο 1935, αντικαταστάθηκαν με σιδερένιους, οι οποίοι εργάζονταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Αργότερα οι αργαλειοί έγιναν ηλεκτροκίνητοι με την α­φαίρεση του ιμάντα και την προσαρμογή ηλεκτρικού μοτέρ. Και φαίνεται πως ανά­λογες βελτιωτικές κινήσεις έκαναν και κά­ποιες άλλες υφαντουργικές μονάδες.

Γύρω στο 1960 το εργοστάσιο εκσυγ­χρονίζεται με 10 αυτόματους μονόφαρδους ιστούς και το 1965 αγοράζονται 24 διπλό­φαρδοι ρούτι. Αργότερα, το 1985, εγκαθί­στανται τρεις υπεραυτόματοι ασάιτοι ιστοί, οι οποίοι με την καταπληκτική τους ταχύ­τητα παράγουν υφάσματα όσα σχεδόν παρήγαγαν οι 34 αυτόματοι στο σύνολό τους. Επίσης, λειτούργησε βαφείο νημάτων και μικρό κλωστήριο με μία μόνο μηχανή κλώσεως.

Κατά την περίοδο της ακμής το εργο­στάσιο απασχολούσε γύρω στα 100 άτο­μα, που εργάζονταν σε δύο βάρδιες και σπάνια σε τρεις. Αργότερα ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε αισθητά, ιδιαίτερα όταν λειτούργησαν οι υπεραυτόματοι ιστοί, μέχρι που το εργατικό δυναμικό αριθμού­σε μόλις δέκα άτομα.

Η υφαντουργία έκλεισε το 1995, οι αυ­τόματοι αργαλειοί διαλύθηκαν και πουλή­θηκαν για παλιοσίδερα, ενώ οι υπεραυτόματοι προωθήθηκαν σε υφαντήρια της Τουρκίας. Στη συνέχεια το κτίριο κατεδα­φίστηκε.

  1. Εργοστάσιο υφαντουργίας Αφών Δ. Μαρίνου στην οδό Κορίνθου.

 

Εμπνευστής και ιδρυτής της υφαντουργί­ας Μαρίνου ήταν ο Ευάγγελος Μαρίνος (1905-1972), ο οποίος αρχικά ήταν γυρο­λόγος. Γυρνούσε στα χωριά με σούστα και εμπορευόταν υφάσματα. Το 1933 αποφα­σίζει και ανοίγει το πρώτο υφαντήριο με τον αδελφό του Παναγιώτη στην οδό Ζαΐμη, εγκαθιστώντας δέκα περίπου χειροκί­νητους ξύλινους αργαλειούς. Το επόμενο βήμα ήταν η αντικατάσταση των ξύλινων αργαλειών με 15 σιδερένιους, οι οποίοι λει­τουργούσαν με ιμάντα και ντιζελομηχανή.

Η μεταστέγαση και τα εγκαίνια του υ­φαντουργείου στην οδό Κορίνθου έγινε το 1956, αφού είχε ετοιμαστεί το νέο κτίριο με μελέτη του αρχιτέκτονα Γεωργίου Βαλάτα. Μετά τον εκσυγχρονισμό του εργο­στασίου με νέους αυτόματους ιστούς και άλλα σύγχρονα μηχανήματα, η παραγωγή αυξάνεται κατακόρυφα. Το εργοστάσιο υ­φαντουργίας ΑΔΕΛΦΩΝ Δ. ΜΑΡΙΝΟΥ α­πασχολούσε περισσότερους από 100 εργά­τες, οι οποίοι εργάζονταν σε τρεις βάρδιες. Οι αυτόματοι αργαλειοί αριθμούσαν περί τους 50. Ο Ευάγγελος Μαρίνος πραγματο­ποιούσε επαγγελματικά ταξίδια στη Γερ­μανία και Ιταλία για ενημέρωση σε θέμα­τα τεχνολογίας και ποιότητας των υφασμά­των, ώστε να εκσυγχρονίζεται η επιχείρη­ση και να βελτιώνει την παραγωγή της.

Παρά το γεγονός ότι είχαν ιδρυθεί α­πό πιο πριν πολυεθνικές υφαντουργίες σε υπανάπτυκτες χώρες, όπου το μεροκάμα­το του εργάτη ήταν πολύ χαμηλό, και στα πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης εμπο­ρευμάτων είχαν αρχίσει να εισάγονται και στην Ελλάδα φτηνά υφάσματα, τα υφα­ντουργεία του Άργους εξακολουθούσαν να παράγουν πυρετωδώς.

Κάποια στιγμή, τους άγγιξε η κρίση. Και τότε αποφασίζεται η αλλαγή του μη­χανολογικού εξοπλισμού και των παραγόμενων προϊόντων στο εργοστάσιο Μαρίνου. Τα ιταλικά μηχανήματα που εγκατα­στάθηκαν στο κτίριο με πρώτη ύλη το πολυπροπυλαίνιο – ήταν άσπρο και έμοιαζε με κόκκους ρυζιού – θα κατασκεύαζαν συνθε­τικά είδη (ριχτάρια για καναπέδες, ψάθες για τη θάλασσα, σακιά, ελαιόπανα κ.ά.). Στην επιχείρηση μπαίνουν ως μέτοχοι και ξένοι (Ιταλοί) και η επωνυμία αλλάζει (IREM HELLAS). Αλλά η τελευταία προ­σπάθεια δεν έδωσε τους αναμενόμενους καρπούς και το εργοστάσιο κλείνει οριστι­κά.

Το κτίριο περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και αργότερα στο Δήμο Άργους, ο οποίος προτίθεται να το αναπαλαιώσει και να διαμορφώσει τα α­κάλυπτα τμήματα σε χώρους αθλοπαιδιών.

 

  1. Εργοστάσιο υφαντουργίας Αθανασίου και Δημητρίου Μπόνη στην οδό Περούκα

 

Ιδρυτής της υφαντουργίας ήταν ο Αθανά­σιος Μπόνης (1882-1957) από τη Σκοτει­νή του πρώην Δήμου Αλέας, ο οποίος ερ­γάστηκε αρχικά στο κατάστημα νήματος και υφασμάτων του θείου του στο Άργος, στην οδό Βασ. Κωνσταντίνου, όπου τώρα στε­γάζεται το κατάστημα Kosta-Boda. Επει­δή ο θείος του ήταν σε μεγάλη ηλικία και άτεκνος, του παραχώρησε το κατάστημα, αλλά ο νεαρός ανηψιός σκέφτηκε να πα­ράγει ο ίδιος υφάσματα για το μαγαζί του. Γι’ αυτό και συνεργάστηκε με τέσσερις υ­φάντριες, που διέθεταν ξύλινους αργα­λειούς και στις οποίες έδινε νήματα, για να του υφαίνουν κάμποτα και άλλα υφάσμα­τα (εργασία φασόν).

Το επόμενο βήμα ήταν ν’ αγοράσει οι­κόπεδο στην οδό Περούκα, να οικοδομή­σει εργοστάσιο και να φέρει από την Ελ­βετία δέκα σιδερένιους αργαλειούς και άλ­λα μηχανήματα. Η πελατεία του δεν περιο­ριζόταν στο Άργος και στην ευρύτερη πε­ριοχή, αλλά επεκτεινόταν και στην Αθήνα, ιδιαίτερα όταν πάντρεψε την κόρη του Αικατερίνη με τον Μιλτιάδη Προυσάλογλου, ο οποίος διέθετε μεγάλη βιομηχανία υφασμάτων στην οδό Πειραιώς. Την περί­οδο εκείνη, δεκαετία 1950, η οποία πρέπει να θεωρηθεί περίοδος ακμής, το εργοστά­σιο λειτουργούσε επί 24ώρου βάσεως σε τρεις βάρδιες.

Μπόνης Δημήτριος

Στο τέλος της δεκαετίας 1950 ανέλα­βε την επιχείρηση ο γιος του και αργότερα Δήμαρχος Άργους Δημήτριος Μπόνης (1917-2003), ο οποίος τη μετέφερε στη Ν. Κίο στη θέση «Αλμυρός», κοντά στην τα­βέρνα Ζούπατα, φροντίζοντας να την εξο­πλίσει με νέους αυτόματους αργαλειούς, που έφερε πάλι από την Ελβετία. Οι εργα­ζόμενοι στην υφαντουργία Αργείοι πηγαι­νοέρχονταν με πούλμαν της επιχείρησης. Με τους νέους αυτόματους αργαλειούς το εργοστάσιο παρήγαγε τεριλέν και αργότε­ρα λινό. Η δεκαετία 1960 ήταν η πιο παρα­γωγική.

Ψυχή της επιχείρησης ήταν η σύζυ­γός του Ιωάννα το γένος Ντούργιου (1915- 1995), μια φτωχή εργάτρια του εργοστα­σίου, η οποία και τον παρότρυνε να μετα­φέρει την επιχείρηση από την οδό Περού­κα στη Ν. Κίο. Το ειδύλλιο είχε πλεχτεί στο πρώτο εργοστάσιο. Αλλά η δυναμική και ιδιαίτερα εργατική Ιωάννα Μπόνη δεν μπό­ρεσε να κρατήσει την υφαντουργία στη ζω­ή, είτε διότι είχε προβλήματα υγείας η ί­δια, ενώ ο σύζυγός της από το 1974 ασχολιόταν κυρίως με την πολιτική, είτε διότι τους άγγιξε η κρίση από το διεθνή σκληρό ανταγωνισμό. Η επιχείρηση έκλεισε στις αρχές του 1980.

 

  1. Υφαντουργική βιομηχανία «Η ΑΡΓΟΛΙΣ» στο Νέο Κόσμο, κοντά στο μύλο του Παπαμπόμπου

 

Το υφαντουργείο ιδρύθηκε το 1938 από τον Παναγιώτη Γκότση (1899-1962) και τον Ανδρέα Μποβόπουλο (1876-1961). (Συνι­δρυτής ήταν και ο Αθανάσιος Παιδάκης, ο οποίος κάποια στιγμή αποχώρησε). Συνε­χιστές ήταν τα παιδιά τους Χάρης Γκότσης (1945-2009) και Βασίλης Μποβόπουλος (1918-2004), καθώς και τ’ αδέλφια του Βα­σίλη Δημήτρης και Χριστόφορος.

Σε γενικές γραμμές η βιομηχανία α­κολούθησε την εξελικτική πορεία των άλ­λων υφαντουργείων σε μηχανολογικό εξο­πλισμό και στην παραγωγή ανάλογων προ­ϊόντων. Όσο υφαίνονταν τα αργείτικα λαϊ­κά υφάσματα, αλατζάδες κλπ., γινόταν προ­μήθεια βαμβακιού από τη Θήβα και τη Βέ­ροια.

 

Βιομηχανία «Αργολίς» Γκότση – Μποβόπουλου (φωτ. 2009).

 

Κατά την «υφαντουργική επανάστα­ση» διέθετε δώδεκα αυτόματους ιστούς και δύο υπεραυτόματους, από τους οποίους οι πρώτοι διαλύθηκαν και πουλήθηκαν για πα­λιοσίδερα, ενώ οι υπεραυτόματοι, ύστερα από κάποιο service πουλήθηκαν σε υφα­ντουργεία (της Τουρκίας;). Αξίζει να επισημάνουμε ότι υπεραυτόματους ιστούς διέ­θετε μόνο «Η Αργολίς» και το εργοστάσιο «Νάσκου». Διέθετε, επίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και μικρό κλωστήριο.

Κατά την περίοδο της ακμής η βιομη­χανία απασχολούσε 35-40 εργάτες και στο τέλος, πριν κλείσει το 1997, μόνο έξι.

Για χάρη της ιστορίας αξίζει να μνη­μονεύσουμε ότι οι Γερμανοί κατακτητές εί­χαν μετατρέψει τον αύλειο χώρο της επι­χείρησης σε όρχο αυτοκινήτων. (Μαρτυ­ρία Χάρη Γκότση).

 

  1. Υφαντουργείο Τάσου Υψηλάντη και Σίας στην οδό Τριπόλεως και Αρκαδίας – Μεσσηνίας, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας

 

Η επιχείρηση διέθετε τριάντα περίπου σι­δερένιους αργαλειούς, οι οποίοι κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Διέθετε, ε­πίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και τυποβαφείο όπου «τυπώνονταν» τα ε­μπριμέ υφάσματα. Απασχολούσε περίπου 80 εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε δύο βάρδιες. Έκλεισε περίπου το 1957.

 

  1. Υφαντουργείο Αφών Δημητρίου και Νικολάου Παζιώτα στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου

 

Ιδρύθηκε το 1935. Αρχικά στεγάστηκε σε κτίριο της οδού Περούκα και κατόπιν μεταστεγάστηκε σε νέο κτίριο στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου, το οποίο κτίστηκε για το λόγο αυτό. Σήμερα στο ίδιο κτίριο φιλοξενείται ο κινηματογράφος Movieland, ύστερα από διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου. Διέθετε περίπου 30 σιδερένιους αργα­λειούς, που κινούνταν με ιμάντες και ντιζελομηχανή. Διέθετε, επίσης, βαφείο για τη βαφή των νημάτων και απασχολούσε πε­ρίπου 50 εργάτες, οι οποίοι εργάζονταν σε μία βάρδια. Έκλεισε γύρω στο 1955.

 

Εργοστάσιο Αφών Παζιώτα. Διακρίνεται ο πρώτος μηχανικός του υφαντουργείου Δημ. Δαγρές, 1949. (αρχ. Μαρίας Μητροβγένη).

 

  1. Υφαντουργείο Ανδρέα Ρόκα στην οδό Περούκα, δίπλα στου Μπόνη το υφαντουργείο

 

Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, το υφα­ντουργείο Ρόκα ήταν αρκετά μεγάλη βιο­μηχανία και είχε πολλούς σιδερένιους αρ­γαλειούς, που κινούνταν με ιμάντα και ντιζελομηχανή. Έκλεισε λίγο μετά το 1950. Ήταν το πρώτο υφαντουργείο του Άργους που έκλεισε.

Οι δύο γαμπροί του Ρόκα, Κελαϊδινός και Τζωρτζόπουλος, σπουδασμένοι και οι δύο, ασχολήθηκαν λίγο με την επιχείρηση του πεθερού τους, ύστερα την εγκατέλειψαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.[3]

 

Μαρτυρίες

 

Εργοστάσιο Μαρίνου – Όλοι στον αγώνα

 

Ο πατέρας μου ήταν αγαπητός στους εργά­τες και αυστηρός σ’ εμάς, τα παιδιά του. «Ο εργάτης δουλεύει κι εσείς ζείτε από τον εργάτη» μας έλεγε. Μας είχε δώσει αγωγή να σεβόμαστε και ν’ αγαπάμε τους εργάτες. Μόλις τελειώναμε το σχολείο, εγώ και τ’ αδέρφια μου πηγαίναμε στο εργοστάσιο και πιάναμε δουλειά. Μας έβαζε ο πατέρας μου και καθαρίζαμε τα υφάσματα από κλωστού­λες και χνούδια. Ύστερα βοηθούσαμε τον εργάτη να μετρήσει το ύφασμα σε μια στα­θερή επιφάνεια και να το τυλίξει, να το κά­νει τόπι. Ύστερα γράφαμε την ετικέτα· τόσα μέτρα. Και το τόπι ήταν έτοιμο για τον πε­λάτη που το είχε παραγγείλει.

Είχαμε τα δειγματολόγια και οι αντι­πρόσωποι του εργοστασίου μας πήγαιναν στα μαγαζιά και παίρνανε παραγγελίες. Το εργοστάσιο δούλευε με βάση τις παραγγελί­ες. Είχαμε πάρα πολλές παραγγελίες. Είχα­με και στοκ αλλά λίγο. Ύστερα φορτώναμε το αυτοκίνητο, για να γίνει η διανομή. Θυ­μάμαι που πολλές φορές επέστρεφε ο οδη­γός μας ο κ. Γιώργος κουρασμένος και η μητέρα μου του έβαζε φαγητό στο σπίτι μας. Μπορεί να ’τανε 11 ή 12 η ώρα τα μεσάνυκτα. Έκανε διανομή στην Τρίπολη, στη Σπάρτη ή μπορεί στη Στερεά Ελλάδα, στο Αιτωλικό. Είχαμε κι ένα πρατήριο στην Α­θήνα, στην οδό Μητροπόλεως, απ’ όπου ψωνίζανε τα μαγαζιά της Αθήνας και του Πειραιά.

Εγώ παρακολουθούσα και τη μασουρίστρα. Μου άρεσε αυτό. Περνούσα την κλωστή στη μασουρίστρα, για να δουλέψει ο αργαλειός.

Έλλη Μαρίνου-Πρέσβελου

 

Το υφαντουργείο αφών Δημ. και Νικ. Παζιώτα

 

Αυτά τα αργαλειά που θυμάμαι εγώ στου πατέρα μου το υφαντουργείο ήταν όλα σι­δερένια και λειτουργούσανε με ντιζελομηχανή. Συνδεότανε η μηχανή μ’ ένα φαρδί λουρί, που έδινε την κίνηση στα αργαλειό. Κάποτε, επί κατοχής, το λουρί κλάπηκε α­πό τους Γερμανούς για σόλες για τα παπού­τσια και πήγε ο πατέρας μου στους Γερμα­νούς και τους μίλησε και τελικά οι Γερμα­νοί το επέστρεψαν. Ήταν πολύ σημαντικός αυτός ο ιμάντας, γιατί χωρίς αυτόν δεν μπο­ρούσε να κινηθεί τίποτα. Έμπαινε γύρω α­πό μία μεγάλη ρόδα κι ανεβαίνανε δύο ά­τομα στις ακτίνες της ρόδας και τις τσουλάγανε, για να πάρει εμπρός η μηχανή. Έπαιρ­νε εμπρός και με μανιβέλα, αλλά έτσι τη βά­ζανε μπροστά.

Είχε και βαφείο το εργοστάσιο. Οι δι­κοί μας βάφανε τα νήματα και μετά γινόταν ο συνδυασμός των νημάτων στη διάστρα και κάνανε τα υφαντά. Βγάζανε ωραία υφάσμα­τα, όχι πολύ ψιλά. Εμείς έχουμε ακόμα πε­τσέτες στο σπίτι μας από την εποχή εκείνη, πετσέτες από μπαμπάκι. Ο μηχανικός μας ήταν ο Δημήτρης Δαγρές, που ήτανε και ψάλτης στον Αϊ-Γιάννη. Έχει πεθάνει τώ­ρα. Το εργοστάσιο του πατέρα μου είχε γύ­ρω στα 30 αργαλειά, μπορεί και παραπά­νω. Τα θυμάμαι, γιατί ήμουνα τότε 8-10 χρονώ. Πρέπει να έκλεισε γύρω στο 1955, ίσως και λίγο αργότερα. Τα αργαλειά που­λήθηκαν για παλιοσίδερα, αλλά το κτίριο έμεινε, στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου, εκεί που τώ­ρα είναι το σινεμά MOVIELAND, μόνο που διαμορφώθηκε ο χώρος εσωτερικά.

[…] Παλιά ο πατέρας μου σηκωνότανε στις 4 το πρωί, αρχές της δεκαετίας του ’50, γιατί φέρνανε οι χωριάτες με τα μουλάρια τους ξύλα, πουρνάρια. Μ’ αυτά ζεσταίνανε νερό σ’ έναν λέβητα για το βαφείο, όπου βάφανε τα νήματα οι εργάτες. Ήτανε ένας μεγάλος λέβητας, τον θυμάμαι. Και κάνανε παρά­νομη υλοτόμηση, γιατί απαγορευότανε, και περνάγανε νύχτα, μην πέσουνε στα μπλόκα της χωροφυλακής, και τροφοδοτούσαν το εργοστάσιο του πατέρα μου με καύσιμη ύ­λη.

Νίκος Δημ. Παζιώτας

 

Βιομηχανία Άργους

 

…Σήμερον δε υπάρχει ατμοκίνητον πνευματοποιείον του Β. Μαυράκη δυνάμενον να παραγάγη περί τας ογδοήκοντα χιλιάδας οκάδων διαφόρων ποτών εκλεκτών και κονιάκ, πολλά δε υφαντουργεία λειτουργούσι κατασκευάζοντα περί τα δύο εκατομμύρια πήχεις υφασμάτων βαμβακερών διαφόρων ειδών, άτινα πωλούνται καθ’ άπασαν την Πελοπόννησον, ιδία ό­μως εν τη Κορινθία. Προς τούτοις ιδρύθη και ατμοκίνητον βαφείον, εν ω βάπτονται τα εις την υφαντουργίαν χρήσιμα νήματα. Και πριονιστήριον ατμοκίνητον, εν ω σχίζονται τα χον­δρά ξύλα εις κατασκευήν σανίδων χρησίμων εις διαφόρους ανάγκας και προπάντων εις την κατασκευήν των σταφιδοκιβωτίων. Προς τού­τοις είνε σιδηρουργεία, αμαξοπηγεία και κερα- μεία.

Ιωάννης Κοφινιώτης

Ιστορία του Άργους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, σ. 129

 (Συλλεκτική έκδοση «Εκ προοιμίου», 2008 (Πρώτη έκδοση 1892).

 

Το τυποβαφείο του Υψηλάντη

 

Όταν ήμουνα μικρός, είχα δουλέψει στο Υ­φαντουργείο του Υψηλάντη. Θυμάμαι, είχε πολλά αργαλειά, μπορεί και πάνω από τριά­ντα. Αλλά δεν ήτανε ηλεκτροκίνητα. Κινού­νταν με ιμάντα και την κίνηση την έπαιρ­ναν από ντιζελομηχανή, που έκανε πολύ θό­ρυβο. Το κάθε αργαλειό είχε έναν κεντρικό άξονα, απ’ όπου περνούσε ο ιμάντας. Ο χώ­ρος ήταν αρκετά μεγάλος. Παράλληλα υπήρ­χαν και τα βαφεία, όπου βάφονταν τα νή­ματα. Εγώ δούλευα στο τυποβαφείο, όπου τύπωναν εμπριμέ υφάσματα γυναικών. Βά­ζαμε στο άσπρο ύφασμα τις στάμπες και το κάναμε εμπριμέ είτε για φορέματα είτε για φούστες είτε για ρόμπες, γιατί οι γυναίκες φορούσαν ρόμπα συνήθως. Ήταν το πιο συ­νηθισμένο καθημερινό τους ρούχο. Υπήρχε στο τυποβαφείο ένα ειδικό τελάρο, απ’ ό­που πέρναγε το ένα χρώμα, το κόκκινο, με­τά από λίγο πέρναγε το πράσινο, μετά το μπλε. Είχανε κι ένα ατμιστήριο, που τα ψέ­ναμε κάμποσες ώρες στον ατμό. Αλλά τα υφάσματα αυτά δεν είχανε τις αντοχές που έχουνε τα σημερινά εμπριμέ. Δηλαδή, ύστε­ρα από κάποιες χρήσεις ξεβάφανε. Ο κό­σμος εκείνη την εποχή αυτά ήξερε. Δεν ή­ξερε καλύτερα.

Ο Υψηλάντης έκλεισε πάρα πολύ γρή­γορα. Υπήρχε μια κακή διαχείριση. Παράλληλα, τα υφάσματα άρχισαν να γίνονται πιο ραφινάτα. Άλλο εργοστάσιο με στάμπες ε­δώ ήτανε του Ρασσιά, που ήτανε ανταγωνι­στής του Υψηλάντη. Αλλά η Πειραϊκή Πατραϊκή ήταν ήδη προχωρημένη και δεν μπο­ρούσαν οι Αργείτες να την ανταγωνιστούν. Εγώ αργότερα ως έμπορος συνεργάστηκα με την Πειραϊκή Πατραϊκή σε ορισμένα πράγματα για πολλά χρόνια. Ήταν πάρα πο­λύ προχωρημένη. Οι στάμπες δεν γίνονταν με τον τρόπο το δικό μας, που ήτανε πολύ παλιός. Ένας τρόπος που ξέρω ήτανε οι κύ­λινδροι, απ’ όπου περνούσαν η χάρτινη στά­μπα και το πανί και αποτυπώνονταν στο πα­νί τα σχέδια της στάμπας. Τώρα έχουν εξελιχθεί πολύ τα πράγματα. Η εκτύπωση γί­νεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Κα­μία σχέση με αυτά τα παλιά.

Θοδόσης Τσίμπος

 

 Η ελληνική υφαντουργία παρακμή και προοπτικές

 

Τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970 η Ελλά­δα ήταν πρώτη στα Βαλκάνια. Είχε την Πειραϊκή – Πατραϊκή με πολλά εργοστάσια στην Πάτρα, στα Μέγαρα, στη Ν. Ιωνία και πού δεν είχε! Είχε τον Μαραγκόπουλο, το «Αιγαίο» των αδελφών Καρέλλα. Άλλες με­γάλες εταιρείες ήτανε ο Μποδοσάκης με τη μεγαλύτερη εριουργία [κατεργασία του μαλλιού) στην Ελλάδα, την «Ελληνική Εριουργία», το μεγαλύτερο ερ­γοστάσιο μάλλινων υφασμάτων σ’ όλα τα Βαλκάνια. Είχαμε τα 3Δ του Δημητριάδη, τα 3Α του Εφραίμογλου.

Η Ν. Ιωνία στην Αθήνα είχε πολλά μι­κρά υφαντουργεία με χιλιάδες αργαλειά. Πάνε όλα αυτά.

Όταν καταργήθηκαν οι δασμοί κι άρ­χισαν να έρχονται υφάσματα από το εξωτε­ρικό, τότε άρχισε να γνωρίζει κρίση η ελλη­νική υφαντουργία. Και το κυριότερο, στις υπανάπτυκτες ανατολικές χώρες ιδρύθηκαν μεγάλες πολυεθνικές κλωστοϋφαντουργίες λόγω του μικρού κόστους παραγωγής, γιατί το μεροκάματο του εργάτη είναι πολύ χα­μηλό. Και γέμισαν οι αγορές με φτηνά ε­μπορεύματα. Έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ο σκληρός ανταγωνισμός.

Τώρα πια στο Άργος δεν έχουμε τίπο­τα. Τα υπεραυτόματα αργαλειά, ύστερα από κάποιο service πουλήθηκαν στην Τουρκία. Τα αυτόματα διαλύθηκαν και πήγανε για πα­λιοσίδερα. Αυτή τη στιγμή αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα δέκα υφαντή­ρια. Απεναντίας, υπάρχουν κάποια κλωστή­ρια, επειδή έχουμε και το μπαμπάκι εδώ. Και τώρα η αγορά στρέφεται πάλι στα βαμ­βακερά, επειδή είναι πιο υγιεινά σε σχέση με τα συνθετικά. Αυτή είναι η μόνη μας ελ­πίδα, επειδή παράγουμε -τουλάχιστο προς το παρόν- αρκετό μπαμπάκι.

Σπύρος Νικολόπουλος

πρώην βιομήχανος

Η Πειραϊκή Πατραϊκή στο Άργος;

 

Η Πειραϊκή Πατραϊκή έβγαζε τότε το βελού­δο με γερμανικά μηχανήματα. Και οι Έλλη­νες τεχνικοί κατόρθωσαν κι έβγαλαν ένα βε­λούδο τόσο αξιόπιστο, που δεν μπορούσαν να το βγάλουν ούτε οι Γερμανοί, που είχανε φτιάξει τα μηχανήματα. Είχανε βάλει 70% βαμβάκι και 30% ακρυλικό, για να μην τσαλακώνει. Το βελούδο κοτλέ – έτσι, για να το καταλάβει ο κόσμος – κυκλοφόρησε σ’ ό­λη την Ελλάδα και το εξωτερικό για ανδρικά παντελόνια. Τα σεντόνια της Πειραϊκής γί­νονταν ανάρπαστα. Δεν προλαβαίναμε, εμείς οι έμποροι να πάρουμε, δεν βρίσκαμε εμπό­ρευμα. Και μια ωραία πρωία αυτή η εταιρεί­α χάθηκε. Το ίδιο και το «Αιγαίο». Αλλά κο­λοσσός ήταν η Πειραϊκή Πατραϊκή. Ξεκίνη­σε από την Πάτρα, μετά έφτιαξε στο Αίγιο, αν θυμάμαι καλά, μετά έφτιαξε στο Λαύριο εργοστάσιο, έφτιαξε στο Μεγάλο Πεύκο, ε­κεί που γυρίστηκε η περιβόητη ταινία «Η κό­ρη μου η σοσιαλίστρια» που έπαιζε ο Κωνσταντάρας. Σ’ αυτό το εργοστάσιο γυρίστη­κε η ταινία. Ύστερα θέλανε να φτιάξουνε εργοστάσιο εδώ στο Άργος, ένα εκκοκκιστήριο βάμβακος. Υπήρχε πολύ μπαμπάκι εδώ, μπαμπάκι και ντομάτα. Αλλά κάποιοι Αργείοι, ισχυροί παράγοντες, δεν αφήσανε. Και το εργοστάσιο δεν έγινε.

Δημήτριος Κλειάσιος

 

Υποσημειώσεις


[1] Γ. Κόνδης, Τοπική ιστορία και επιχειρηματικότητα, κλωστοϋφαντήρια Ρασσιά – Λαλουκιώτη, εφ. «Αργολίδα», Χριστούγεννα 2007, σ. 8.

[2] Το αφιέρωμα για τους βιομήχανους υφαντουργούς βασίστηκε σε συνεντεύξεις – θερμές ευχαριστίες προς όλους – και στα δημοσιεύματα του Γιώργου Κόνδη.

[3] Θερμές ευχαριστίες στους: Γιάννη Ρασσιά-Λαλουκιώτη, Έλλη Μαρίνου-Πρέσβελου, Χάρη Γκότση, Νίκη Μπόνη-Κολιζέρα, Νίκο Δημ. Παζιώτα, Θοδόση Τσίμπο, Δημ. Κλειάσιο και ιδιαιτέρως στον πρώην βιομήχανο Σπύρο Νικολόπουλο για τις συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν.

 

Οδυσσέας Κουμαδωράκης

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Πηγή


 

Διαβάστε ακόμη:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles