Quantcast
Channel: Άργος – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Τα στέκια του Άργους – Δίκτυα κοινωνικών σχέσεων στον ημιαστικό χώρο (1840-1940)

$
0
0

Τα στέκια του Άργους – Δίκτυα κοινωνικών σχέσεων στον ημιαστικό χώρο (1840-1940) | Γεώργιος Κόνδης


  

1. Διαδικασία αστικοποίησης και κοινωνικά δίκτυα

 

Προσπαθώντας να κατανοήσει ο ερευνητής τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνονται, εξελίσσονται και αλλάζουν τα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων σε συγκεκριμένους χώρους ή κόσμους, είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει ο­ρισμένες βασικές προκαταρκτικές επεξηγήσεις. Κατ’ αρχήν γιατί θα πρέπει να προδιαγράφει ένας χώρος, ο συγκεκριμένος χώρος του Άργους, ως ημια­στικός; Τι σημαίνει δίκτυο κοινωνικών σχέσεων και πώς εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο ανάλυσης που αφορά διαδικασίες αστικοποίησης; Πώς και με ποια λογική δημιουργούνται δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι με ιδιαίτερο χαρακτή­ρα; Τι είναι τα στέκια, ποια η σημασία τους και γιατί αποτελούν όχι μόνο πο­λιτισμικό δεδομένο ή λαογραφικό στοιχείο προς καταγραφή ως τμήμα μιας συγκεκριμένης ιστορίας, αλλά κυρίως πηγή πληροφοριών για την κατάστα­ση, τη λειτουργία και την οργάνωση κοινωνικών ομάδων ή κοινωνιών, κα­θώς επίσης και για την παραγωγή και διαχείριση της ατομικής και ομαδικής μας ταυτότητας. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θα μας δώσει τη δυνατό­τητα να κατανοήσουμε ευκολότερα την οργάνωση, τη λειτουργία και την ε­ξέλιξη των δικτύων κοινωνικών σχέσεων στο χώρο και το χρόνο.

Το Άργος, λοιπόν, αποτελεί το κοινωνικό και οικονομικό κέντρο μιας ευ­ρύτερης περιοχής χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα και την αστική του ο­λοκλήρωση. Ουσιαστικά παραμένει στο στάδιο μιας μετέωρης ημιαστικής κατάστασης, η οποία εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο των κοινωνικών και οι­κονομικών σχέσεων όσο και σε αυτό της ίδιας της μορφολογίας του και της διαδικασίας ανάπτυξης του αστικού του ιστού.

 

Αεροφωτογραφία του κέντρου του Άργους και της γύρω περιοχής από τα βορειοανατολικά, το 1956. Δημοσιεύεται στα: «Argos: Une ville grecque de 6000 ans», Marcel Piérart and Gilles Touchais, Παρίσι, 1996 και Ξηνταρόπουλος Πέτρος – «Η Αρχιτεκτονική της Κατοικίας στο Άργος το 19ο αιώνα», Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Άργους, 2006.
Η ευάερη και ημιαγροτική πτυχή του οικισμού είναι ακόμα πολύ έντονη. Αναγνωρίζουμε στην κάτω αριστερή γωνία το δημαρχείο, στην επάνω αριστερή γωνία το σπίτι του Κωνσταντόπουλου.
Λίγο πιο δεξιά, το Καποδιστριακό σχολείο, δεξιά το Καλλέργιον (και ακριβώς αριστερά του διακρίνονται οι προκαταρκτικές εργασίες για την κατασκευή του Αρχαιολογικού μουσείου). Σε συνέχεια, βλέπουμε το ιστορικό κυπαρίσσι, το εμβληματικό δέντρο που είχε φυτευτεί γύρω στο 1830, κατά την παράδοση, από τον αγωνιστή της Επανάστασης Δημήτριο Καλλέργη. Το πρωί της Τρίτης 3ης Ιανουαρίου 2017, συνεργείο το υλοτόμησε, εξαφανίζοντας παράλληλα και ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας του Άργους.
Πίσω από το κυπαρίσσι υπάρχουν παρκαρισμένα λεωφορεία όπου και ο σταθμός του ΚΤΕΛ. Σε συνέχεια, αριστερά, το καφενείο «Πάνθεον» του Φασαρία (Τάσου Αγγελόπουλου), σήμερα «Μυριόφυλλο» και στη γωνία το καφενείο του Φώτη Αλεξόπουλου, εκεί οπού τώρα υψώνεται το ξενοδοχείο «Μορφέας».
Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της πλατείας, το καφενείο του Λάζαρου Κούτσα, σήμερα «Ρετρό», το συγκρότημα που περιλαμβάνει το ξενοδοχείο των αδελφών Σαγκανά, το αρχοντικό του μεγαλέμπορου και Δήμαρχου Άργους Χαράλαμπου Μυστακόπουλου, το καφενείο «Θηβαίος» (με το μεγάλο πάνινο κουβούκλιο) και, ακριβώς δίπλα, σχηματίζοντας τη γωνία, το περίφημο «Yali kaféné», που σύντομα έμελλε να δώσει τη θέση του στο πρώτο πολυώροφο κτίριο.
Στο κέντρο ο Καθεδρικός Ιερός Ναός του Σημειοφόρου και Θαυματουργού, Επισκόπου Άργους, Αγίου Πέτρου (852-922). Η θεμελίωση του Ναού, πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 1859, εορτή της Αγίας Μαρίνας, με μεγάλη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, από τον Επίσκοπο Αργολίδας Γεράσιμο Παγώνη και τον Δήμαρχο Πέτρο Διβάνη. Τα εγκαίνια του Ναού, έγιναν στις 18 Απριλίου 1865.

 

Ενώ, για παράδειγμα, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μετεπαναστατικής περιόδου το Άργος επουλώνει τις πληγές του πολέμου και των διαρκών καταστροφών,[1] στο πλαίσιο του νέου ελληνικού κράτους δε δίνεται έστω η εντύπωση ενός ρυθμού ανάπτυξης, πα­ρά τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες οι οποίες εκφράζονται. Τα πάντα φαίνε­ται να οργανώνονται όχι με βάση τις ανάγκες και τις προοπτικές που δύναται και πρέπει να αναπτύξει στην ευρύτερη περιοχή, αφού έτσι κι αλλιώς α­ποτελεί κέντρο της, αλλά με βάση συγκυριακές κοινωνικο-πολιτικές σχέσεις.

Βλέπουμε για παράδειγμα, ότι βασικοί οδικοί άξονες ή ακόμα έργα υποδο­μής απαραίτητα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, δεν αποτελούν στοιχεία μιας αυτονόητης αναπτυξιακής διαδικασίας. Αντίθετα όταν συμβαί­νουν, εμφανίζονται ως δώρο ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας πολιτικών ανδρών. Έτσι, η σύνδεση της πόλης με την προς Κόρινθο περιοχή παραμένει ζητούμενο για πολλά χρόνια και μόλις προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 πραγματοποιείται με την κατασκευή της γέφυρας του ποταμού Χάραδρου (Ξεριά).[2] Το ίδιο συμβαίνει και με τους οδικούς άξονες σύνδεσης του Άργους με τα υπόλοιπα μεγάλα κέντρα ή περιοχές. Συ­χνά, γίνεται λόγος για τον άξονα Άργους-Ναυπλίου,[3] ενώ σε αρκετά άρθρα περιγράφονται τα οικονομικά οφέλη από την κατασκευή του δρόμου που θα ενώνει το Άργος με το Άστρος Κυνουρίας.[4]

 

Η γέφυρα του ποταμού Χάραδρου (Ξεριά), δεκαετία του 1930.

 

Είναι επίσης γνωστό το πρόβλη­μα των δρόμων μέσα στην πόλη (αστικό οδικό δίκτυο), διότι, εκτός από το γεγονός ότι πρόκειται για χωμάτινους δρόμους, τις περισσότερες φορές και κυρίως το χειμώνα είναι αδιάβατοι.[5] Παράλληλα, το επίπεδο της δημόσιας υγείας είναι από πολύ χαμηλό έως α­νύπαρκτο. Τα δημόσια αποχωρητήρια αποτελούν μια άθλια εικόνα για το σύ­νολο της πόλης.[6] Δεκάδες είναι οι περιπτώσεις καταγγελιών και οι διαμαρτυ­ρίες του τύπου για την καθαριότητα και τα προβλήματα υγιεινής που προκύ­πτουν. Ο Κ. Ολύμπιος, ίσως ο καλύτερος χρονικογράφος του Άργους, περι­γράφει τον τραγέλαφο χρησιμοποιώντας τους στίχους του Σουρή:[7]

«Ο Έλλην δύο δίκαια ασκοί πανελευθέρως

το πέρδεσθαι τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος».

Το πρόβλημα συνεχίζει για χρόνια να απασχολεί την πόλη, παρά τις φιλό­τιμες προσπάθειες των αστυνομικών να μειώσουν την έκταση του φαινομέ­νου[8] και τις διαμαρτυρίες αρκετών εμπόρων και επαγγελματιών.[9] Έτσι, για δεκαετίες ολόκληρες το Άργος παραμένει σ’ ένα υποβαθμισμένο επίπεδο, το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με διαδικασίες αστικοποίησης.

Το πρόβλημα τί­θεται με ιδιαίτερη οξύτητα το 1885 από την εφημερίδα «Ερασίνος», στο κύ­ριο άρθρο της:[10] «…και παριστά υφ’ όλας τας απόψεις μιαν παρημελημένην πόλιν του 1854. Δικαίως δε οι ξένοι ερχόμενοι ενταύθα μετά επίσκεψιν άλλων πόλεων μάς μέμφονται δια την ελεεινότητα της πόλεώς μας, η οποία ομολογουμένως ουδέν έργον νεωτέρας αναπτύξεως έχει να δείξη, ει μη μόνον τους ανά τας οδούς σωρούς κόπρων και ακαθαρσιών, ως τιμητικούς ανδριάντας της δημοτικής συναισθήσεως…».

Ο αγροτικός δε χαρακτήρας του Άργους εν­δυναμώνεται από μια καθημερινότητα, η οποία παραμένει σχεδόν αναλλοί­ωτη 50 χρόνια μετά. Το διαμάντι του κέντρου της πόλης, η δενδροστοιχία, δεινοπαθεί από τις επιθέσεις των «εποχούμενων τετραπόδων», όπως αναφέ­ρει η «Ασπίς»[11] του 1932, ενώ, «Αυτό το αηδές θέαμα των βοσκόντων χοίρων εις την κεντρικωτάτην οδόν του μοναδικού μας περιπάτου, της δενδροστοιχίας δηλαδή, δεν ημπορεί να λείψη επί τέλους κύριοι Αστυνόμοι;», διαμαρτύρονται τα «Αργειακά Νέα»του 1934.[12]

Παράλληλα, έχοντας την εικόνα ενός πολύ μεγάλου κατοικημένου χώρου, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, εκπλήσσεται κανείς διαπιστώνοντας τα στενότατα όρια μέσα στα οποία αναπτύσσεται ο οικιστικός ιστός. Οι εξηγή­σεις, οι οποίες επικεντρώνονται στο πρόβλημα των κλιματολογικών συνθη­κών του κάμπου (π.χ. υγρασία), δεν επαρκούν για την εξήγηση του φαινομέ­νου. Θα πρέπει η μελέτη της αστικής ανάπτυξης του Άργους να επικεντρω­θεί κυρίως στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και στη μορφή των σχέ­σεων εξουσίας που αναπτύσσονται. Διότι η περίπτωση αυτή και το είδος α­στικής ανάπτυξης που επιδιώχθηκε δημιουργούν ιδιαίτερες συνθήκες στη μορφολογία της πόλης. Πρόκειται για μια από τις λίγες περιπτώσεις, στις ο­ποίες παρατηρείται η γειτνίαση δύο κέντρων των οποίων η κοινωνική και οι­κονομική χρήση είναι διαφορετική και αντικατοπτρίζει άμεσα τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις: το «αστικό» κέντρο της πόλης (πλατεία Αγ. Πέτρου) και το «λαϊκό» κέντρο (Γούβα) με τις γύρω περιοχές.

 

Τα δυο κέντρα της πόλης. Πλατεία Αγ. Πέτρου (δεξιά), Γούβα (αριστερά). Δημοσιεύεται στο: Γεώργιος Κόνδης – Τα στέκια του Άργους…

 

Η γειτνίαση αυτή των δυο κόσμων μάς επιτρέπει να δεχτούμε μια υπόθεση εργασίας σχετική με την ανάπτυξη της πόλης: τα κοινωνικά στρώματα τα ο­ποία θα στήριζαν την αστική ανάπτυξη της πόλης, είτε ήσαν ανύπαρκτα, εί­τε δεν είχαν καμία αστική νοοτροπία με αποτέλεσμα ο χώρος να αναπτύσσε­ται με έντονα πάντα τα χαρακτηριστικά αγροτικής περιοχής. Οι αλλαγές που δημιουργούνται μετά την εμφάνιση υπηρεσιών, υποδομών, βιομηχανιών κτλ. μετατρέπουν το χώρο σε ημιαστικό, αλλά δεν επιτρέπουν την αστική του ολοκλήρωση.

Ίσως η αποδοχή μιας τέτοιας υπόθεσης μας επιτρέψει να εξηγή­σουμε και το βαθμό της μεταπολεμικής ανάπτυξης της πόλης, αλλά και άλ­λα φαινόμενα, όπως την έντονη διαμάχη Άργους-Ναυπλίου,[13] την κοινωνική συγκρότηση των συνοικιών, κτλ. Ήδη, κάνοντας έναν απολογισμό του αιώ­να που πέρασε, ο Δ. Βαρδουνιώτης γράφει σε κύριο άρθρο του «Ινάχου» το 1901: «Το Άργος δεν προώδευσε μολοταύτα αρκούντως εν συνόλω κατά τον λήξαντα ήδη αιώνα. Και δια τούτο εξαιρέσει ολίγων πλουσίων και τοκιστών, ο εκ 10.000 περίπου κατοίκων σημερινός πληθυσμός αυτού δυσπραγεί κατά το μάλλον και ήττον, μειονεκτεί δ’ εν πολλοίς των κατοίκων πολλών άλλων Ελ­ληνίδων πόλεων».[14]

Όμως, επειδή, δυστυχώς, η απουσία σημαντικών ποσοτικών χαρακτηριστι­κών (γενικά οικονομικά μεγέθη, εμπορικές ανταλλαγές, μέγεθος και ανάπτυ­ξη αγροτικής, βιοτεχνικής, βιομηχανικής παραγωγής, κτλ.), δεν επιτρέπει την προσέγγιση του θέματος με ποσοτικά δεδομένα, θα πρέπει να το επιχειρήσει κανείς στηριζόμενος περισσότερο σε ποιοτικά στοιχεία.

Ουσιαστικά, η αστι­κή ανάπτυξη συνδυάζει δύο τύπους δεδομένων: αυτόν της οικονομικής ανά­πτυξης (γεωργικής, βιοτεχνικής, κτλ) και τις υποδομές. Για τις τελευταίες μι­λήσαμε προηγουμένως επισημαίνοντας τη δραματική απουσία τους ιδιαίτε­ρα για εκείνες των μεταφορών/επικοινωνιών. «Δια να λέγωμεν ότι έχομεν πόλιν χρειαζόμεθα νερό φωτισμόν, υπονόμους», επισημαίνει η «Ασπίς» του 1933[15] σε κύριο άρθρο της. Πράγματι, είναι γνωστό πως ο εξηλεκτρισμός αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης για την ελληνική κοινωνία, παρ’ ότι ολοκληρώνεται στη δεκαετία του 1970.

 

Άργος, οδός Ερμού, σημερινή Παν. Τσαλδάρη, περ. 1926. Στο βάθος το παλιό καμπαναριό του Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Πέτρου. Φωτογραφία: Γεώργιος Κυριακίδης (Απελλής).

 

Για το Άργος, το πέρασμα από το πετρέλαιο στην ασετιλίνη και στον ηλεκτρισμό γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Μόλις τον Ιανουάριο του 1903 διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ίναχος»[16]: «Ευχαρίστως αγγέλλομεν την εν τη ημετέρα πό­λει εισαγωγήν του δι’ ασετυλίνης φωτισμού. Δι’ αυτής εφωτίσθη πρώτη η “Πανδώρα», το πλουσιώτατον παντοπωλείον του φιλοπροόδου συμπολίτου μας κ. Δ. Π. Κόλια, εις ον δικαίως ανήκει και το Βραβείον των πρωτείων. Μι­μητάς δ’ εύρεν τους διευθυντάς του μεγάλου οινοπνευματοπωλείου της πόλεώς μας ο «Αγαμέμνων», Υιούς Β. Μαυράκη. Συγχαίρομεν αυτοίς και ευχόμεθα ίνα όλα τα καταστήματα της πόλεώς μας και ιδίως τα καφφενεία προτιμήσωσι τον δι’ ασετυλίνης φωτισμόν του διά πετρελαίου όπερ είνε ανεπαρκές πλέον».

Ο εξηλεκτρισμός και ο ηλεκτροφωτισμός γίνεται μετ’ εμποδίων και χρειά­ζονται δεκάδες άρθρα στον τύπο και πιέσεις από διάφορους παράγοντες της πόλης μέχρι του «…πανδήμου Συλλαλητηρίου για τον ηλεκτροφωτισμό» το Νοέμβριο του 1932.[17] Το βάρος της αστικής ανάπτυξης επωμίζονται επομέ­νως οι υπηρεσίες. Για το λόγο αυτό επίμονα αλλά σταθερά ασκούνται πιέ­σεις, για την ίδρυση Στρατοπέδου,[18] Πρωτοδικείου,[19] Νοσοκομείου,[20] Μουσείου,[21] Γυμναστηρίου,[22] για να πάρουμε μερικά από τα σημαντικότερα αι­τήματα, όπως αυτά εμφανίζονται στον τύπο. Σταδιακά το Άργος κάνει βήμα­τα και αιωρείται ανάμεσα σ’ αυτό που το χαρακτηρίζει και σ’ αυτό που το ελ­κύει: στον αγροτικό του χαρακτήρα και στην αστική του εξέλιξη.

Ταυτόχρονα η εικόνα της ζωντάνιας που παρουσιάζει, καταγράφεται διαρ­κώς από το 1922 και μετά. Από τον Γάλλο Edgar Quinet, ο οποίος επισκέ­πτεται το Άργος τον Μάρτιο του 1829 και «…διαπίστωσε για πρώτη φορά έ­ντονη ανθρώπινη παρουσία και κοινωνική ζωή. Ο δρόμος του Άργους ήταν γε­μάτος κόσμο, έτσι όπως ζυγώνεις μια μεγάλη πόλη»,[23] μέχρι τον Γ. Π. Παρασκευόπουλο[24] ο οποίος γράφει το 1896: «…προ του Πελασγικού Άργους. Η πρώτη μου εντύπωσις, το ευπρεπές καφεστιατόριον του Σταθμού με τον μπαξέ του τον χειμερινόν, με το κιόσκι του το καλοκαιρινόν, με τα κρασιά του τα νεκτάρια εύρηκα κρασί μποτιλιαρισμένο πέντε χρόνων ανώτερο και σαμπά­νιας. Οποία η αντίθεσης του Άργους από την Κόρινθον. Εις αυτήν κόσμος σπο­ραδικός, εις το Άργος πλήθος μυρμηγκιών, καθ’ οδόν, εις τα καφενεία, τα κα­πηλεία, την αγοράν, την πλατείαν, τα εργαστήρια. Ζωή εδώ και εμπόριον και παραγωγή και πλούτος».

Οι εικόνες και οι περιγραφές αυτής της ζωτικότητας εναλλάσσονται διαρκώς, διογκώνοντας το παράδοξο που δημιουργείται σε σχέση με το ελάχιστα ανεπτυγμένο πρόσωπο της πόλης.

Παρ’ όλα όμως τα προβλήματα τα οποία καθυστερούν σημαντικά την ανά­πτυξή της, ήδη από την δεκαετία του ’20 αρχίζουν δειλά αλλά σταθερά να εμφανίζονται οι πρώτοι δείκτες αστικής ανάπτυξης. Το σημαντικότερο στοι­χείο αποτελεί η προσπάθεια εκβιομηχάνισης της περιοχής. Η προσπάθεια αυ­τή γίνεται περισσότερο έντονη στη δεκαετία του ’30 και τα βασικά στοιχεία που τη συνθέτουν καταγράφονται ως εξής:

  • Όλο και περισσότερες βιοτεχνίες και βιομηχανίες εγκαθίστανται στην πε­ριοχή του Άργους με την παράλληλη αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Για παράδειγμα αναφέρω την ήδη υπάρχουσα Οινοπνευματοποιία του Β. Μαυράκη, τη Βιομηχανία Ψύχους (I. Α. Καράμπελα), τη Μακαρονοποιία (Μπιτσαξή-Τσεκρέκου), Υφαντουργεία (π.χ. Μπόνη, Γκότση, Γ. Λεονταρίτη), κτλ.
  • Τα υποκαταστήματα Τραπεζών αποτελούν ένα επίσης σημαντικό δείκτη με κυριότερα αυτά της Εμπορικής Τράπεζας και της Αγροτικής. Το ίδιο συμ­βαίνει και με την εγκατάσταση Ασφαλιστικών εταιρειών.
  • Εξειδικευμένα εμπορικά ή τεχνο-επαγγελματικά καταστήματα αποτελούν επίσης ένα σημαντικό δείκτη, όπως χρυσοχοείο-ωρολογοποιείο (Κ. Γυφτόπουλος), Χημείο (Αθ. Μαραγκού), Φωτογραφείο «Απέλλη», Ένδυση (Βελιζιώτης/Ψυχογιός, Αφοί Παπαμιχαλόπουλοι), Κομμωτήριο «Περμανάντ» της Αδ. Χάχα, Φροντιστήρια γλώσσας και Μαθηματικών, κτλ.[25]
  • Σημαντικότατο δείκτη, ιδιαίτερα από το 1930 και μετά, αποτελούν τα ια­τρεία. Πάρα πολλές μικρές αγγελίες για την εγκατάσταση οφθαλμιάτρων, παιδιάτρων, οδοντιάτρων, κτλ. στην πόλη, υπάρχουν στις εφημερίδες καιαυξάνονται όσο πλησιάζουμε το ορόσημο του 1940.
  • Αλλος σημαντικός δείκτης είναι ο επίσης αυξανόμενος, την ίδια δεκαετία, αριθμός των Σωματείων, Ενώσεων και Συλλόγων (Σύλλογος Αργείων «Δα­ναός», Σωματείον Υποδηματεργατών, Κουρέων/κομμωτών, Οπωρολαχανοπωλών, Οινοπωλών, Σύλλογος Εμποροβιομηχανικός, Σύλλογος «Νέα Ζωή», Ιδιωτικών Υπαλλήλων, Μουσικός, Φυσιολατρικός, Κυνηγετικός, κτλ).
  • Τέλος, ένας επίσης σημαντικός δείκτης είναι τα στέκια που αναπτύσσονται και χαρακτηρίζουν τον αστικό ιστό. Οι κινηματογράφοι, οι αίθουσες χο­ρού, οι μουσικές συναυλίες, τα κάθε είδους καφενεία, αλλά και οι ταβέρ­νες και τα εμπορικά καταστήματα, αποτελούν τέτοιου είδους δείκτες.

 

Άργος. Η οδός Καποδιστρίου, δεκαετία του 1930.

 

3. Τα στέκια της πόλης και η σημασία τους

  

Ίσως να φαίνεται περίεργη, από μια πρώτη άποψη, η υιοθέτηση ενός τέ­τοιου δείκτη, ώστε να προσπαθήσει κανείς να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται οι κοινωνικές σχέσεις και παράγουν πολιτισμό. Ό­μως, πρόκειται για σημαντικούς χώρους εντός των οποίων τα άτομα, οι κοι­νωνικές ομάδες, η κοινωνία στο σύνολό της αναπαράγει τον εαυτό της, δια­μορφώνει τα μέτρα της, κανονίζει ως ένα βαθμό τους όρους της φυσικής και της πολιτισμικής της ύπαρξης και αναπαραγωγής. Το στέκι αποτελεί ένα σή­μα κατατεθέν: του κοινωνικού τύπου, των ιδιοτήτων του, του λόγου που αρ­θρώνει για τον εαυτό του και τους άλλους. Εδώ τίθεται και το ερώτημα του τι εννοούμε με τι λέξη στέκι. «Κάθε χώρος (κατάστημα, αίθουσα, κτήριο) στον οποίο συχνάζει κανείς», απαντά ένα λεξικό.[26] «Ο χώρος στον οποίο έ­να ή περισσότερα πρόσωπα συχνάζουν ή ασκούν ορισμένη δραστηριότητα», λέει ένα άλλο.[27]

Στους ορισμούς αυτούς θα προσθέσουμε και μια άλλη σημαντική διάστα­ση, περισσότερο ανθρωπολογική: συχνάζω διότι ο χώρος με βοηθάει στην ε­πιβεβαίωση και την αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, οι χώροι επενδύονται με διαφορετικούς συμβολισμούς, αφού εκ­φράζουν διαφορετικές ταυτότητες. Λέγοντας το «στέκι των φιλάθλων», «των σοβατζήδων», «των δασκάλων», «των νέων», «των ηλικιωμένων» κτλ, ανα­φερόμαστε όχι μόνο σε χώρους οι οποίοι διακρίνονται για την επαγγελματική ή άλλη κοινότητα στοιχείων μεταξύ ατόμων, αλλά κυρίως για τη συμβο­λική ταυτότητα που επιβεβαιώνει την ένταξη σε μια ομάδα ή την προσπάθεια ένταξης. Για τον ίδιο λόγο, δεν είναι στέκι η πλατεία, αλλά αντίθετα ένας δη­μόσιος χώρος, ο οποίος επιτρέπει την συνύπαρξη πολλών ταυτοτήτων τις ο­ποίες όμως θέτει στην κοινή θέα και τις κατατάσσει ανάλογα με το επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων.

 

Μια συνοπτική αποτύπωση που παρουσιάζει τα στέκια στη πόλη. Η ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνουν τα χάνια στην οδό Τσώκρη (αριστερά επάνω) και την οδό Κόρινθου (δεξιά – επάνω), επισημαίνουν τον όγκο των συναλλαγών με τους ορεινούς οικισμούς. Δημοσιεύεται στο: Γεώργιος Κόνδης – Τα στέκια του Άργους…

 

Ένα ξεχωριστό άρθρο της στήλης «Κωμωδία της Ζωής» με τίτλο «Κοσμικά» που υπάρχει στην εφημερίδα «Ασπίς του Άρ­γους»[28] στις 9-6-1940 μας δίνει ακριβώς το στίγμα αυτής της κοινής θέας:

«…Τι είναι λοιπόν αυτό το θέαμα που παρουσιάζει η πλατεία μας κάθε Κυ­ριακή; Αυτήν την κάθοδον των μυρίων, αυτό το γενικό ξεσπίτωμα πώς να το χαρακτηρίσουμε, τι εξήγηση να του δώσουμε; Πού να την αποδώσωμεν αυτήν την ομαδικήν έξοδον του Αργείτικου κόσμου; Πού αλλού παρά στην εξέλιξιν. Όλοι και όλες με την Πλατεία για την πλατεία. Και η κουτσή κουρούνα στο κα­τάστρωμα της πλατείας… Μπράβο λοιπόν Άργος που απέκτησες κοσμική κίνη­σί στη λάκα! Έγινες αγνώριστο ισοπέδωσες τις κοινωνικές τάξεις, το λαμέ και το κρεπ ζωρζέτ δίπλα στον αλατζά, το γοβάκι του 1940 δίπλα στο τσόκαρο και την παντόφλα…».

Το δεύτερο κέντρο της πόλης, η Γούβα: «…καλείται μικρά έκτασις, ολίγων τετραγωνικών μέτρων, κείμενη εις το κέντρον σχεδόν της απεράντου πόλεώς μας και οριζομένη γύρωθεν, όπως γράφουν οι Συμβολαιογράφοι, ανατολικώς μεν με την οδόν Βασιλέως Κωνσταντίνου, με μαγαζείον Κούνε και τον προς τα παπουτσάδικα δρόμον, δυτικώς με καφενείον Κωνσταντόπουλου ή Χωροφύλα­κα και οδόν Τσώκρη, αρκτικώς με διάφορα μπακάλικα και καφενείον και με­σημβρινώς με το Ζαχαροπλαστείον Δωρή, με διάφορα μικρομάγαζα και την προς τα ταμπάκικα οδόν».[29]

 

Οδός Τσώκρη, Γούβα. Η Γούβα είναι η μικρή άπλα στη συμβολή των οδών Βασ. Κωνσταντίνου, Βασ. Αλεξάνδρου, Τσώκρη και Φείδωνος μαζί με τα γύρω μαγαζιά. Και πραγματικά ήταν κάποτε γούβα, όπου μαζεύονταν τα βρόχινα νερά που κατέβαιναν κυρίως από τις οδούς Βασ. Αλεξάνδρου και Αθ. Μπόνη. Υπάρχουν πολλές αναφορές στις εφημερίδες για την αθλιότητα που επικρατούσε στην περιοχή και σε άλλους χωμάτινους τότε δρόμους. Η εφημ. «Ασπίς» (φ. 46/3-9-1933) σημειώνει ότι «με την πρώτην βροχήν η δημοτική οδός από του Σιδ. Σταθμού μέχρι πλατείας και η οδός Τσώκρη μετεβλήθησαν εις απέραντον τέλμα…». Το πρόβλημα επομένως ήταν γενικότερο. Από μαρτυρίες Αργείων πληροφορούμαστε ότι πράγματι η οδός Τσώκρη είχε πολλή λάσπη, όταν έβρεχε. Τα νερά κατηφόριζαν από τις Πορτίτσες προς την οδό Γούναρη και την οδό Τσώκρη και με τη λασπουριά και τις γούβες η κατάσταση γινόταν απελπιστική…

 

Ο ορισμός, που δίνεται από τον Κ. Ολύμπιο στην επιφυλλίδα του, έχει ιδιαίτερη σημασία για το γεωγραφικό καθορισμό του κέντρου σε ένα διάσπαρτο οικιστικό χώρο όπως αναφέρει, πρόβλημα που σημειώσαμε προηγουμένως. Έχει και αυτό το κέντρο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα οποία επίσης εκτίθενται στη δημόσια θέα με ελάχιστους ό­μως συνειρμούς κατά την περιγραφή τους, αφού η κοινωνική χρήση του χώ­ρου είναι δεδομένη και δεν αμφισβητείται από… «παρείσακτους». Σε περιό­δους έντονης ζήτησης εργατικών χεριών, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, στη Γούβα και τις γύρω περιοχές κυκλοφορούν περί τα 2000 άτομα, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για τις δυνατότητες της περιοχής, «…ο τρυγητός έφτασε και η Γούβα είναι γεμάτη από τις βλαχοπούλες που κατέβηκαν για τις εργασίες της εποχής αυτής» σημειώνει η «Ασπίς» του 1934.[30] Ενώ μια από τις καλύτερες και γλαφυρότερες περιγραφές μας δίνει ο Χ. Α. Καραγιάννης στο «Αργολικόν Ημερολόγιον» του 1900:[31] «Ήτο Σεπτέμβριος του έτους 1889, ολόκληρον δε το Άργος ευρίσκετο επί ποδός. Πανταχού σταφυλαί, τρυγήτριαι, αγωγιάται, ό­νοι. Ιδίως οι αγωγιάται κατασκονισμένοι, εν συμφυρμώ και αταξία διαγκωνιζόμενοι, άδοντες, ανά χείρας φέροντες άρτον και τυρόν και ράπανον αντί ράβρου ή πράσου, τρώγοντες και συγχρόνως τους όνους ωθούντες, έσπευδον με ταφέροντες το ιερόν φορτίον εις τα καπηλεία».

Αντίθετα, λοιπόν, με τους δημόσιους αυτούς χώρους, το στέκι έχει τους δι­κούς του ιδιαίτερους κανόνες και δεν προσφέρεται στη δημόσια θέα παρά μόνο μέσω των συμβολισμών και των κωδίκων του. Αυτά τα ιδιαίτερα χαρα­κτηριστικά σε σχέση με την πόλη του Άργους, καθώς και μια πρώτη κατηγοριοποίησή τους θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω στη συνέχεια.

 

3. Χάνια

  

Πρόκειται για ένα χώρο με ιδιαίτερες λειτουργίες, οι οποίες ξεπερνούν την καθαρά εμπορική του λειτουργία. Κέντρο συναντήσεων, δοσοληψιών οικο­νομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό σταθμό επαφών μέσα στην πόλη. Ο εμπορικός ρόλος τους φαίνεται επίσης από τη χωροταξική κατανομή τους: τα περισσότερα βρίσκονται στις εισόδους επι­κοινωνίας του Άργους με τις ορεινές κοινότητες, με τις οποίες διεξάγεται και το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου. Για τον ίδιο λόγο είναι ελάχιστα τα χά­νια στις εισόδους με τα χωριά του κάμπου ή το Ναύπλιο. Τετάρτη και Σάβ­βατο ήταν από τότε οι κυρίως ημέρες λειτουργίας της αγοράς. Η υποχρέωση, τις περισσότερες φορές, για υποχρεωτική διανυκτέρευση και η πεζοπορία αύξησε τις ανάγκες για τέτοια κέντρα, καθώς επίσης και για τα πανδοχεία. Η ίδια η μορφολογία του χώρου και ο τρόπος λειτουργίας του έχουν διαμορφω­θεί ώστε να παρέχουν σταθερές υπηρεσίες στους πελάτες. Έτσι, λύνεται το πρόβλημα για τα ζώα με τα οποία μετακινούνται την εποχή εκείνη άνθρωποι και εμπορεύματα. Η μορφολογία του χώρου είναι απλή. Μια φαρδιά είσοδος που επιτρέπει όχι μόνο στα ζώα αλλά και στις σούστες να μπουν στο εσωτερικό, σε μια λιθόστρωτη αυλή, η οποία λειτουργεί ως «χώρος στάθμευσης».

Συνήθως υπάρχουν πηγάδια με νερό και ταΐστρες για τα ζώα. Στα περισσό­τερα χάνια το «πάρκινγκ» είναι δωρεάν και θεωρείται προσφερόμενη υπηρε­σία στους πελάτες, αλλά ο ιδιοκτήτης δεν φέρει καμιά ευθύνη για τις πιθα­νές κλοπές κυρίως εξοπλισμού (τριχιές, κτλ). Φαίνεται δε από μαρτυρίες και μόνο, ότι υπήρχε κάποια «εξειδίκευση» σε ό,τι αφορά την πελατεία. Έτσι, ο­ρισμένα δέχονται άλογα και σούστες (π.χ. Κωτσοβός στο Σιταροπάζαρο, τώρα πάρκινγκ), ενώ άλλα πιο λαϊκά μόνο γαϊδούρια και μουλάρια (π.χ. Τσιρίκος, Κούρος). Η λειτουργία αυτή επιτρέπει σε κάποιον να περιηγηθεί στην πόλη, να γυρίσει τα μαγαζιά, να συναντήσει κόσμο, γνωστούς και μη.

Το «παζάρι», όπως αναφέρεται από πολλούς, συνεχίζεται με το μπακαλιό και τους υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους. Αρκετές φορές λόγω του συνω­στισμού στους χώρους στάθμευσης, αλλά και της απροσεξίας ορισμένων, τα ζώα λύνονται, φεύγουν και ο υπεύθυνος είναι υποχρεωμένος να στείλει τελά­λη[32] στην πόλη για την ανεύρεσή του ζωντανού: «Στου Τσιρίκου το παζάρι χάθηκε ένα μουλάρι».

Δεν έχουμε σαφή εικόνα για το αν το χάνι αποτελεί χώρο συνάντησης ατό­μων συγκεκριμένης γεωγραφικής καταγωγής, με εξαίρεση το χάνι Γιαννούλη (στα Δικαστήρια) στο οποίο συγκεντρώνονται οι Τριπολιτσιώτες. Συνήθως δε, δεν υπάρχει χώρος φαγητού εκτός από την περίπτωση του κα­ταστήματος Παπαδάκη στην Άργους, του Κούρου στην Μπελίνου (Αγορά) και Μπλάτσιου, όπως μαθαίνουμε από μια μικρή αγγελία του 1934 για την ενοικίασή του.

 

Χάνι Κούρου, Λαϊκή Αγορά Άργους. Πίνακας της Ντιάνας Αντωνακάτου.

 

ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, Δεκαπενθήμερος Εφημερίς Κοινωνική και Πολιτική Λαϊκών Αρχών (15-7-1934, φ. 90, έτος Β’): «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ το οινομαγειρείον μετά του χανιού των κληρονόμων Βασιλ. Π. Μπλάτσιου. Πληροφορίαι παρά τω κ. Αθαν. Μπόνη». «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ το παρά την πλατείαν Στρατώ­νων μαγαζείον, μετά χανιού σταύλων, υπογείου και λοιπών παραρτημάτων των κληρονόμων Βασιλείου Μπλάτσιου».

Τέλος, μια άλλη σημαντική λειτουργία του είναι η κάλυψη οικονομικών και κοινωνικών αναγκών από τους ιδιοκτήτες προς τους πελάτες τους με κύ­ριο μηχανισμό το δανεισμό. Πάρα πολλές μαρτυρίες πιστοποιούν το ρόλο αυτό.

Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε συλλέξει, τα κυριότερα χάνια εί­ναι τα παρακάτω:

Προς το μέρος του κάμπου:

  1. Χάνι ΧΑΒΙΑΡΛΗ (φούρνος Βασίλενας).

Προς το μέρος του Κάστρου (Καρυά – Βρούστι – Μπέλεσι – Σταθέικα…):

  1. Χάνι ΦΩΦΩ ΜΠΑΡΑΚΑΡΗ
  2. Χάνι ΚΩΤΣΑΝΤΗ (Οδός Καρατζά)
  3. Χάνι ΠΟΥΛΟΥ (Απλά Πούλου)
  4. Χάνι ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
  5. Χάνι ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
  6. Χάνι ΤΖΑΦΑ (Οδός Τσώκρη, απέναντι από το Ακτινολογικό)
  7. Χάνι ΤΣΙΡΙΚΟΥ
  8. Χάνι ΧΙΩΤΗ

Προς το μέρος του Ξεριά (Κουτσοπόδι – Αλέα, κτλ): Οδός Κορίνθου

  1. Χάνι ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ (Ρήγας Δημήτριος – Ηλεκτρολογικά)
  2. Χάνι και Εστιατόριο ΠΑΠΑΔΑΚΗ (Σιταροπάζαρο – απέναντι Κωτσοβού)
  3. Χάνι ΚΩΤΣΟΒΟΥ (Σιταροπάζαρο – σήμερα πάρκινγκ)
  4. Χάνι ΑΝΕΣΤΗ[33]
  5. Παντοπωλείο ΓΚΟΤΣΗ
  6. Παντοπωλείο «Καλησπέρη» (Γ. Κουτσοποδιώτη)

Προς Νέα Κίο (Κεφαλάρι – Μύλοι):

  1. Χάνι ΒΑΡΝΑΒΑ (από Φαρμακείο μέχρι και Αγροτική, στην οδός Φείδωνος)

Κέντρο (Στρατώνες – Δικαστήρια – Γούβα):

  1. Χάνι Β. ΜΠΛΑΤΣΙΟΥ (δίπλα από το φούρνο Χατζηξενοφώντος, σήμερα κα­φετερία)
  2. Χάνι ΝΤΟΥΛΙΑ
  3. Χάνι ΚΟΥΡΟΣ (τώρα Super Market Κούρος)
  4. Χάνι στο στενό του ΝΕΚΤΑΡ
  5. Παντοπωλείον «ΠΑΝΔΩΡΑ» (Δ. Π. Κόλια στο Σιταροπάζαρο)
  6. Μπακάλικο Η. ΠΑΖΙΩΤΑ (Ο «Κουνές» στη Γούβα)[34]

 

4. Κινηματογράφοι – Θέατρα – Αίθουσες

 

Ένας επίσης σημαντικός χώρος διασκέδασης και σταθερό στέκι, όχι μόνο για τους ντόπιους, είναι ο κινηματογράφος και το θέατρο. Η οργάνωση και λειτουργία και των δυο είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αστική ανάπτυξη του Άργους. Δεν υπάρχουν οργανωμένες θεατρικές αίθουσες. Δυο χώροι κυ­ρίως λειτουργούν και ως θεατρικές αίθουσες: το καφενείο του Θηβαίου και το Ηραίον. Παράλληλα και οι δυο αυτές αίθουσες λειτουργούν ως κα­φενεία, αίθουσες χορού, ενώ στο Ηραίον αναφέρεται το καλοκαίρι και η λει­τουργία θεάτρου σκιών (Καραγκιόζη) στην αυλή, στο πίσω μέρος του καφενείου. Το ίδιο σχεδόν συμβαίνει και με τους κινηματογράφους οι οποίοι συ­νυπάρχουν στις ίδιες αυτές αίθουσες. Εδώ μπορούμε ίσως να κάνουμε μια πρώτη διαφοροποίηση μεταξύ των λαϊκών κινηματογράφων (Ούφα) και των «ποιοτικών» (Ηραίον).

 

Άργος, Πλατεία Αγίου Πέτρου. Η Λήψη της φωτογραφίας έχει γίνει από το Δημαρχείο, πιθανολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Θέατρα (Ανακοινώσεις)

«Ηραίον: «…θίασος Κουκούλη – Ρούσου… εις το θερινόν θέατρον της πλατείας του Αγ. Πέτρου – Ηραίον» (Ασπίς, 18/7/1937, φ. 249, έτος Ε’).

«Ο θίασος Κολυβά – Μυρά στο…Ηραίον» (Ασπίς, 3/7/1938, φ. 299, έτος ΣΤ’).

Κινηματογράφοι

«Ούφα» (Πρώην Δαναΐς – μετά κατάστημα Βαρνακιώτη, σήμερα Publik)

(Ασπίς, 24/9/1933, φ. 49, έτος Α’: «Tο Άργος φαίνεται απέκτησε το «Ροζικλαίρ» του. Γιατί σε “Ροζικλαίρ” μετεβλήθη ο Κινηματογράφος «Ούφα» από τη… “Γαλαρία”, η οποία τα προβαλλόμενα βωβά έργα τα μεταβάλλει εις ομιλούντα και… ηχητι­κά! Με φωνές και εξηγήσεις διανθιζόμενες και με εκφράσεις των καταγωγίων».

(Ασπίς, 15/4/1934, φ. 78, έτος Β’: «…η “Ούφα» εντός ολίγου θα μεταφερθή εις το προαύλιον του καφφενείου “Παράδεισος”» (εκεί που είναι το κατάστημα μουσικών οργάνων, οδός Δαναού, σήμερα κατάστημα Γερμανός).

(Αργειακά Νέα, 15/5/1934, φ. 31, έτος Β’: «Ο Κινηματογράφος “Ούφα”, εγκατα­σταθείς στο προαύλιο του καφφενείου Ξακουστή, ήρχισε τας θερινάς παραστάσεις με έργα καλούτσικα!…».

(Ασπίς, 1/7/34, φ. 89, έτος Β’: «Η “Ούφα” θύμωσε κι ’ έτσι έφερε κανά δυο έργα της προκοπής».

Αίθουσα Θηβαίου (Ασπίς, 30/10/1932, φ. 2, έτος Α’) – Σινέ Τριανόν (Ασπίς, 15/4/1934, φ. 78, έτος Β’: «…το “Τριανόν” εσταμάτησε εις του Θηβαίου και αγνο­είται εάν εξακολούθηση το καλοκαίρι ή όχι».

Σινέ Ηραίον (Ασπίς, 30/4/1933, φ. 28, έτος Α’): «Έναρξις ομιλούντος κινηματο­γράφου…».

Αίθουσες (Ανακοινώσεις)

Αίθουσα Μεγάρου Θ. Μπιτσαξή (πρώην Πταισματοδικείου) λειτουργεί ως αί­θουσα χορών και για οικογενειακές συγκεντρώσεις. Ασπίς, Εβδομαδιαία Εφημερίς Τοπικών Συμφερόντων, 20/11/1932, φ. 5, έτος Α’: «Εις την αίθουσα του μεγά­ρου Θ. Μπιτσαξή (πρώην Πταισματοδικείου) ανοίγει τας πύλας της νέα χορευτική σάλα. Αυτή προορίζεται μόνον δι’ οικογενειακός συγκεντρώσεις».

Αίθουσα Κωλέτη (Ασπίς, 13/1/1935, φ. 117, έτος Γ’: «…η αίθουσα Κωλέτη απεδείχθη θαυμάσια αίθουσα χορού αλλά έχει ανάγκην θερμάνσεως διότι είναι ψυχρά».

Αίθουσα Θηβαίου (Αργειακά Νέα, 1/3/1933, φ. 2, έτος Α’, χορός Παναργειακού Γ.Σ., 19/2/1933, φ. 1, χορός Φιλαρμονικής, 22/2/1933, χορός εμποροβιομηχανικού συλλόγου, κτλ.

 

Πρόσκληση για το χορό του Μουσικού Ομίλου Άργους το 1946.

 

Αποκριάτικος χορός στην αίθουσα Θηβαίου, δεκαετία 1960.

 

Αποκριές 1964. Σε πρώτο πλάνο ο Κώστας Πετρόπουλος χορεύει με τη σύζυγό του Δήμητρα, στην αίθουσα Θηβαίου. Αρχείο, Νίκου Πετρόπουλου.

 

5. Ζαχαροπλαστεία – Κάβες (Οινοπνευματοπωλεία)

 

Ο ιδρυτής της ποτοποιίας Β. Μαυράκης. Πορτρέτο άγνωστου καλλιτέχνη.

Πνευματοποιείον Βασ. Μαυράκη: «Από ετών ήδη… Το δε πνευματοπωλείον, κατάστημα επίσης λαμπρόν εν τη κεντρική οδώ ευρΰχωρον, καθαρώτατον με την ωραίαν και πρόθυμον υπηρεσίαν είναι άξιον συστάσεως, καθ’ όσον είνε μοναδι­κόν ενταύθα και Αθηναϊκώτατον. Ποτά, προϊόντα του πνευματοποιείου του κ. Μαυ­ράκη εκλεκτά και παν άλλο, όπερ καθιστά την εν αυτώ διαμονήν τερπνήν, είναι τα συνιστώτα το πνευματοπωλείον» (Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 4-8-1896, φ. 33, έτος Α’. Επίσης στην ίδια, 25-8-96, φ. 36, έτος Α’).

Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα εμπορι­κού καταστήματος με πανέμορφη επίπλωση που έδινε τη δυνατότητα στους πελά­τες του να παραμείνουν στο χώρο του (τραπέζια…). Εκτός όμως από τη δυνατότη­τα αυτή, οι λειτουργίες του επεκτείνονται και χρησιμοποιείται και για την πληρο­φόρηση των δημοτών σχετικά με δημοπρασίες, κτλ.

Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 14-4-1896, τ. 17, έτος Α’: «Σήμερον είναι η τελευταία ημέρα της μειοδοτικής δημοπρασίας δια την λιθοδομήν του Καταστήματος του Συλλόγου «Δα­ναός». Η προκήρυξις εκατεχωρίσθη εις το προηγούμενον ψύλλον, οι δε όροι των συμφωνιών και το σχέδιον είναι κατατεθειμένοι εις το Κατάστημα του κ. Βασ. Μαυράκη, όπως ευκολώτερον βλέπωσιν αυτούς οι ενδιαφερόμενοι».

 

Ο εγγονός του ιδρυτή της ποτοποιίας Μαυράκη, Βασίλης Μαυράκης στο κατάστημα της ποτοποιίας, 1935. Αρχείο Χάρη Μαυράκη. Δημοσιεύεται στο: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.

 

Πνευματοπωλείον Κ. Μποζιωτόπουλου: «Μεταξύ των ξενοδοχείων του ύπνου «Πελοπόννησος” και «Δαναός» εν τη μεγάλη κεντρική οδώ ήνοιξε λαμπρόν πνευματοπωλείον ο συμπολίτης ημών κ. Κωνστ. Μπουζιωτόπουλος απαστράπτον εκ της καθαριότητος και του πλούτου των εγχωρίων και ευρωπαϊκών ποτών…» (Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 14-5-1896. φ. 17, έτος Α’).

Ζαχαροπλαστείον Βυζαντίου Παυλίδη: «Εγκαίνια… Το νέον Ζαχαροπλαστείον ευρισκόμενον εις κεντρικήν θέσιν της πόλεως (παρά την Γούβαν) είναι πολυ­τελές, καθαρόν και τελείως Αθηναϊκόν…» (Ασπίς, 23-10-1938, φ. 315, έτος ΣΤ ).

Ζαχαροπλαστείον Κων. Τζέμου: «Εγκαίνια… Παραπλεύρως εστιατορίου κ. Γ. Κωλέτη» (Ασπίς, 18-12-38, φ. 323, έτος Ζ’).

Ζαχαροπλαστείον «ΝΕΑ ΖΩΗ» του κ. Κουτρούλη: «Δεν φάγατε το γλυ­κό σας στο Νέο Ζαχαροπλαστείον του κ. Κουτρούλη «Νέα Ζωή”; Δεν είσθε σικ κύ­ριος και μοντέρνα δεσποινίς και κυρία». (Ασπίς, 18-2-1940, φ. 384, έτος Η ).

Ζαχαροπλαστείον ΑΙΓΛΗ, Γραμματικού-Αργυράκη (Μετά Οφθαλμιατρείο και τώρα ΑΕΝΑΟΝ).

Ζαχαροπλαστείον Δωρή (Γούβα).

 

Άργος, η οδός Βασ. Κωνσταντίνου τη δεκαετία του 1930.

 

6. Ταβέρνες – Εστιατόρια

 

Οι ταβέρνες και τα εστιατόρια παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον κοινωνικό διαχωρισμό που εκφράζουν αλλά και για την χρήση του χώρου τους. Υπάρχει και σωματείο Οινοπωλών και οινομαγείρων Άργους (Ασπίς, 23-5-1937). Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο εστιατόριο του Σαγκανά, το οποίο προτιμά η καλή κοινωνία του Άργους. Ορισμένες μαρτυρίες, οι οποίες όμως δεν έχουν διασταυρωθεί, περιγράφουν εκδηλώσεις κατά την διάρκεια των οποίων έβαζαν μπλε κόλλες στα παράθυρα του εστιατορίου για να μη διακρίνονται οι καλεσμένοι στο εσωτερικό. Λειτουργεί μέχρι και το 1937 και μετά «ενοικιάζεται μεθ’ όλων των επίπλων, καθώς και το άνωθεν τούτου Ξενοδοχείον ύπνου»[35].

Εστιατόριο Σαγκανά (Πλατεία Αγ. Πέτρου), λειτουργεί και ξενοδοχείο.

 

Άργος, το ξενοδοχείο – Grand Hotel Des Etrangers – (Ξενοδοχείο Ύπνου των Ξένων) στην πλατεία Αγίου Πέτρου. Στο ισόγειο το εστιατόριο των αδελφών Σαγκανά. Φωτογραφία: William J. Woodhouse, αρχές 20ου αιώνα.

 

Κώστας και Μαγδαληνή Σαγκανά, αρχές 20ου αιώνα.

 

Εστιατόριο Κωλέτη και αίθουσα χορού (Ασπίς, 18/12/1938, φ. 323, έτος Ζ’).

Ταβέρνα (Σήμερα Επιμελητήριο).

Ταβέρνα «Δροσιά» στη δενδροστοιχία (Ασπίς, 4/9/1938, φ. 308, έτος ΣΤ’, και Α­σπίς, 28/5/1939, φ. 346, έτος Ζ’): «Επίσης τώρα με το καλοκαίρι έκανε την έναρξι των εργασιών της και η περίφημη από πέρσυ “Δροσιά” παρά την δενδροστοιχίαν και καλεί τους πιστούς της».

Η Ταράτσα του Γιαννούλη (Ασπίς, 23/7/1939, φ. 354, έτος Ζ’): «Η Δροσιά, η Τα­ράτσα του Γιαννούλη και το Καφφενείον του Σταθμού συγκεντρώνουν κάθε βραδάκι αρκετόν κόσμον».

Οινομαγειρείον «Το Μικρό» Ηρακλή Μενάγια (Ασπίς, 28/5/1939, φ. 346, έτος Ζ’): «Πλησίον της 11ης Κ.Δ.Φ. Αυτοκινήτων ήνοιξε «Το Μικρό” οινομαγειρείον του Η­ρακλή Μενάγια και καλεί τους φίλους και τους αρεσκόμενους στο καλό κρασί και στα εκλεκτά μεζεδάκια να το επισκεφθούν».

Οινοπαντοπωλείο ΚΟΥΤΣΟΠΟΔΙΩΤΗ (Κορίνθου).

Ταβέρνα ΙΩΑΝΝΙΔΗ στην Παναγία.

Οδός Μπελίνου «ήταν όλο τηγάνι και συκωταριά». Στα λεγάμενα Γεωργακακέϊκα του ΚΟΥΡΟΥ, του ΝΙΑΡΑ, του ΝΤΑΟΥΤΣΟΥ, του ΣΕΛΛΗ, κ.ά.

Ταβέρνα ΜΑΡΙΝΟΥ (Ηρακλέους), ΤΟΥΡΛΑ, στους Πέντε Δρόμους, στα Γεφύρια, στην Απλά Πούλου, στου ΦΟΥΦΟΥ, στο Συνοικισμό.[36]

Στου ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ στη ΓΟΥΒΑ: «…στο φασαρεμένο άνδρο του Νυχτερίδα με τ’ αφράτο ρετσινάτο και τις φανταχτερές Λιθογραφίες της Γενοβέφας, κάτου στη Γού­βα…», στο οποίο συχνάζει και ο ιστορικός Δημήτριος Βαρδουνιώτης.[37]

Η ταράτσα του ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ (σήμερα καφενείο Αργυρόπουλος κοντά στο Μου­σείο).

Ταβέρνα του ΜΗΤΣΟΥΛΑ στη Β. Σοφίας, κοντά στο φούρνο της Βασίλενας, ο ο­ποίος «με το κοκορέτσι του και το κοκκινέλι του συγκεντρώνει κάθε Τρίτην, Πέμπτην και Σαββατοκύριακο τους οπαδούς του Βάκχου».[38]

Χωρίς να μετρήσουμε τα εξοχικά κέντρα του Άργους: του ΝΤΕΡΤΗ στο Κεφαλά­ρι, του ΒΑΛΣΑΜΗ η καλύβα στη Ν. Κίο, του ΠΑΡΑΣΧΟΥ στο Συνοικισμό.

Οι ταβέρνες, επίσης, ακολουθούν την ίδια κοινωνική διαφοροποίηση. Από τη μια οι λαϊκές ταβέρνες της Γούβας, της οδού Μπελίνου, της Ηρακλέους. Ταβέρνες κυρίως των λαϊκών στρωμάτων με τους τροβαδούρους, τα γλέντια αλλά και τις φασαρίες και μερικές φορές τα άγρια μαχαιρώματα και τα ε­γκλήματα, τα οποία αναπόφευκτα τάραζαν την ησυχία της πόλης, τουλάχι­στον όπως αυτή παρουσιάζεται από τον τοπικό τύπο.[39] Το πρόβλημα αυτό διαμορφώνει μια άσχημη προδιάθεση απέναντι στις λαϊκές ταβέρνες και οι κριτικές είναι έντονες.

«Παίξε ρε Φέκα μερακλή οχτάβα στο κλαρίνο,

πέστο Βαγγέλη σεβνταλή, κέρνα μας ρε Μαρίνο».

                                          (Σπ. Μηλιάς, Α’, σ. 61)

Σταδιακά φαίνεται να αλλάζει τόσο η διάθεση όσο και το ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζονται οι έννοιες του κρασοπατέρα, της μέθης, του κοι­νωνικού προβλήματος, κτλ. Πράγματι, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’30, περίπου όλα τα άρθρα των τοπικών εφημερίδων κατακρίνουν τον αλκο­ολισμό και τον πολιτισμό των καταγωγίων. Συμβαδίζει δε η θέση αυτή με την προσπάθεια μιας αστικής ολοκλήρωσης και τις συνακόλουθες έννοιες του ευπρεπισμού, της καλής συμπεριφοράς, της χρηστής οικογένειας, κτλ.

Ήδη όμως από το 1933, σταδιακά και δειλά-δειλά αρχίζουν να εμφανίζονται περιγραφές των εργατών που καταφθάνουν στη Γούβα, για τον τρύγο επι­φυλλίδες οι οποίες εξυμνούν το κρασί και τις κρασοκατανύξεις, καθώς επί­σης και την συνεισφορά του στην μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Δια­βάζουμε έτσι στην επιφυλλίδα «Ταβερνούλες» στην «Ασπίδα» του Άργους την 13-8-1933: «…ο κατάκοπος εργάτης, ο μικροαστός επαγγελματίας, ο υπάλ­ληλος, ο δανδής, όλοι ενωμένοι σ’ ένα αρμονικό σύνολο… Ο Βάκχος είναι ο με­γαλύτερος σοσιαλιστής. Τα θέλει όλα ίσα και δεν διστάζει πολλές φορές να τα κάνει «ίσιωμα”. Μόνο μη θελήσεις να τραγουδήσεις γιατί «Τότε αλλοίμονο!”. Θ’ αντικρύσεις στυγνό το χωροφύλακα…για να καταστείλει το τραγούδι…». Πράγμα που γίνεται συχνά και καταγράφεται και στις εφημερίδες με τον ίδιο πάντα τρόπο: «ΚΟΙΝΗ ΗΣΥΧΙΑ: Υπό της καταδιώξεως υπεβλήθησαν αρκεταί μηνύσεις εναντίων διαφόρων κανταδόρων».[40]

Η διάθεση αυτή αλλάζει λοιπόν σταδιακά και τίτλοι επιφυλλίδων, όπως για παράδειγμα «Το γιοματάρι» (Ασπίς, 30-10-1938), «Ο τρυγητός» (Ασπίς, 9- 10-1938), «Κάπελα φέρε κρασί» (Ασπίς, 27-11-1938), αρχίζουν να εμφανί­ζονται όλο και πιο συχνά. Παράλληλα, διαμορφώνεται και η πρώτη στατιστι­κή υπηρεσία στο Άργος με συγκεκριμένα στοιχεία επί του θέματος. «Ξέρετε πόσο κρασί καταναλίσκεται ετησίως στην πόλιν μας; Αν όχι, ρωτάτε τον Φα­σαρία, ο οποίος έκανε τον υπολογισμό και έβγαλε τους Αργείτες φοβερούς κρα­σοπατέρες» (Γιάννης Αγγελόπουλος ή Φασαρίας), γράφει η «Ασπίς» του Άρ­γους στις 16-10-1938.

 

7. Καφενεία

 

 «Άργος. Η πολιτεία, η εκκλησιά, οι καρέκλες, οι καφενέδες… Γουρούνια κυ­κλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταντήδες κάθουνται στα καφε­νεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει. Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλο­θρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινο της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπαναριό της». Γλυκά λόγια του Ν. Καζαντζάκη γραμμένα περίπου το 1930.[41]

 

Η πλατεία Αγίου Πέτρου, δεκαετία του 1920, πολύ πριν την επέλαση του τσιμέντου και των άχαρων πολυκατοικιών που χτίστηκαν. Η λήψη πρέπει να έγινε από το καφενείο του Θηβαίου, στο οποίο σύχναζε η αστική τάξη της πόλης από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, προς οδούς Βασ. Σοφίας και Κορίνθου. Διακρίνεται η αρχή της οδού Κορίνθου, ανάμεσα στα δύο πρώτα κτίρια. Το τρίτο κτίριο είναι αυτό της Εμπορικής Τράπεζας.

 

Πρόκειται ουσιαστικά για τα κυριότερα στέκια της πόλης και ιδιαίτερα για τον ανδρικό πληθυσμό. Ήδη οι περιγραφές των περιηγητών για τις πόλεις της Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και τις πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου ελληνικού κράτους μιλάνε για πληθώρα καφενείων. «Το Άρ­γος», αναφέρει ο Albert A. Muller, «είναι γεμάτο καφενεία».

Το καφενείο εί­ναι χώρος στον οποίο μεταδίδονται και ελέγχονται πληροφορίες. Χώρος επί­σης στον οποίο αναλύονται συνήθως οι πολιτικές εξελίξεις και διαμορφώνε­ται ο νέος πολιτικός χάρτης της χώρας, αλλά και οι ντόπιες εξελίξεις. Αποτε­λεί από το χαρακτήρα αυτό ένα σημαντικό χώρο διακίνησης πληροφοριών και ιδεών.

Καφενείον ΜΑΡΑΓΚΟΥ (πρώην Παληός Κουλές): «Το Γυμναστήριον ήτο εκεί ό­που νυν υπάρχει η οικία Κωνσταντοπούλου και εις τα χρόνια μας ονομαζόμενον “Παληός Κουλές”. Πριν ή μεταβληθεί ο χώρος εκείνος εις Γυμναστήριον υπήρχε το Καφφενείον Μαραγκού το οποίον κατά τας περιστάσεις μετεβάλλετο εις Θέατρον. Ο χώρος ούτος ανήκεν εις την σύζυγον Ανδρέου Καρατζά Ελένην εκ κληρονομιάς του πατρός της στρατηγού Τσώκρη»,[42] αναφέρεται το 1934 σε τοπική εφημερίδα.

Καφενείον Π. Ανατολίτη (1872),[43] λειτουργεί και ως «καφέ σαντάν».[44]

Καφενείον Δημ. ΤΣΑΤΣΟΥΛΗ (1885)[45] (Γούβα) μετά ΣΚΑΡΠΙΔΗ στα ουρητή­ρια (αργιλέδες).

Καφενείον Ανδρ. ΓΚΙΤΗ (1887 – σιδ. σταθμός – με μουσική).[46]

Καφενείον «ΤΟ ΑΡΓΟΣ» Μιχ. Βλαντούσια – Γ. Κόκκινου (πρώην Γιατράκου – πλα­τεία Αγ. Πέτρου) 1887.[47]

Καφενείον ΜΠΟΥΖΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ (1896;) (Γούβα – στο σημερινό κρεοπωλείο Μποζιονέλου) με ναργιλέ.

Καφενείον I. Μπερικίδου – Γ. Κόντη (πρώην Σ. Αναστασίου – πλατεία Αγ. Πέτρου) 1895.[48]

Καφενείον ΔΑΡΓΑΚΟΥ ή ΚΟΚΟΛΕΤΟΥ (κεντρικό – 1896).[49]

Καφενείον ΠΑΣΠΑΑΙΑΡΗ (Γούβα).

Καφενείον ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ (παλιό με ναργιλέ).

Καφενείον «ΤΕΛΕΣΙΛΛΕΙΟΝ» (1896 – Δεξαμενή) του Αρματά.[50] Η εφημερίδα «ΑΡΓΟΣ» καλεί τους κατοίκους της πόλης να ενισχύσουν το νέο καφενείο δημοσιεύοντας την είδηση με τίτλο «Όλοι στη Δεξαμενή».[51]

Καφενείον Λεωνίδα ΜΑΡΑΓΚΟΥ (1898 – σιδ. σταθμός).[52]

Καφενείον Ν. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ (1899 – μετά Σαγκανά;).[53]

Καφενείον της ΦΩΤΑΙΝΑΣ (Γούβα – ναργιλές – τώρα κατάστημα βαφτιστικών).

Καφενείον Ευαγ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ή ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ (Γούβα – 1933).[54]

Παράλληλα όμως το καφενείο επιτελεί και άλλες σημαντικές λειτουργίες. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι τα καφενεία αποτελούσαν την εποχή εκείνη αυτό που ονομάζουμε σήμερα «αίθουσες πολλαπλών χρήσεων». Χώ­ροι πολλαπλών χρήσεων λοιπόν, οι οποία αναγνωρίζονται για παράδειγμα:

  1. Ως «συνήθη τόπο δημοπρασιών» το καφενείο Θηβαίου,[55] κυρίως για το στρατό ή
  2. Ως «συνήθη τόπο πλειστηριασμών» το καφενείο του Μήλια.[56]

Καφενείον ΠΙΤΣΙΛΗ (του ΘΗΒΑΙΟΥ) με καλό κόσμο και αίθουσα πολλαπλών χρή­σεων. Εκεί τραγουδούσε, κατά ορισμένες μαρτυρίες, η κόρη του Βαρνάβα (χάνι).

Καφενείον ΗΡΑΙΟΝ με επίσης καλό κόσμο και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Στις 12-5-1940[57] κατεδαφίζεται και χτίζεται ένα νέο «Ηραίον», το οποίο ανοίγει στις 26-10-1940.[58]

 

Άργος 1955. Στο κέντρο το Δημαρχείο και τέρμα δεξιά το καφενείο «Ηραίον».

 

Καφενείον «ΤΟ ΝΕΟΝ» ή ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (1928, μαστόροι – συναλλαγές εμπο­ρικές – σήμερα ΡΕΤΡΟ).

Καφενείον «ΠΑΝΘΕΟΝ» του ΦΑΣΑΡΙΑ[59] (Γιάννης Αγγελόπουλος – σήμερα Μυριόφυλλο).

Καφενείον του ΜΗΛΙΑ (γνωστό για το καλό ποτό και τη λαϊκή μουσική) σήμερα Εθνική Ασφαλιστική (πρώην ΓΚΡΕΤΣΗ). Στο καφενείο του Γκρέτση παίζει το κλαρίνο του ο Φέκας (Γεώργιος Αθανασάκος), ένας από του μεγαλύτερους οργα­νοπαίχτες του Άργους. «Κάθε βράδυ», γράφει ο Κων. Ολύμπιος σε μια επιφυλλίδα του 1935, «το καφενείον του Γκρέτση όπου ήδρευεν ο Φέκας, κατεκλύζετο από τους γλετζέδες όλων των συνοικιών…».[60]

Το Καφέ-Μπαρ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ, ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ, το οποίο αλ­λάζει διεύθυνση.

Καφενείον ΒΥΖΑΝΤΙΟ.

Καφενείον ΚΑΡΜΙΡΗ (πρώην Σπ. ΖΕΝΑ).[61] Ο δε Ζενάς περιγράφεται ως πολυτε­χνίτης, διότι δεν έχει μόνο το καφενείο (Κορίνθου – Σιταροπάζαρο;), αλλά είναι και «βιολιντζής και λαουτιέρης, και κατασκευαστής πυροτεχνήματον-απαραιτήτων δια τας εορτάς του Πάσχα εις τους μικρούς παίδας…» και υπεύθυνος για την έκρηξη των πυροτεχνημάτων και τη μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στη συνέχεια και από την οποία κινδύνεψε ολόκληρο το τετράγωνο από το σιταροπάζαρο μέχρι τον Άγιο Πέτρο στις 6 Μαρτίου 1893.[62]

Καφενείον ΒΕΛΙΖΙΩΤΗ, πρώην Γυαλί καφενές (γωνία Ξηνταρόπουλου – το μονα­δικό βενιζελικό καφενείο).

 

Άργος, η οδός Βασ. Κωνσταντίνου τη δεκαετία του 1950. Αριστερά το καφενείο του Βελιζιώτη, το μοναδικό Βενιζελικό καφενείο. Στην ευθεία λίγο πιο κάτω το φαρμακείο του Παπαγεωργίου. Δεξιά το ξενοδοχείο «Ερμής», κάτω από αυτό λειτουργούσε για πολλά χρόνια το βιβλιοπωλείο Διβρή. Το καφενείο του Βελιζιώτη ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννου Μπότσιου. Πριν τον Βελιζιώτη το λειτουργούσε ο ίδιος.

 

Καφενείον ΖΑΧΑΡΑΚΗ.

Καφενείον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, του ΞΑΚΟΥΣΤΗ (στη δενδροστοιχία – υπάρχει και ο κινηματογράφος ΟΥΦΑ) και σε αυτό παίζει βιολί για αρκετά χρόνια ο Μήτσας.[63]

 

Η οδός Δαναού (δενδροστοιχία).

 

Καφενεία του Συνοικισμού Παναγίας, στα οποία αναφέρονται συχνά, όπως και για τις ταβέρνες του Συνοικισμού, φασαρίες και συμπλοκές.[64]

Επίσης υπάρχουν τα καφέ – αμάν και τα καφέ – σαντάν. Συνήθως πρόκειται για τα ίδια πρωινά καφενεία τα οποία το βράδυ κυρίως μεταβάλλονται σε μουσικούς χώρους. Δεν έχουμε πολλές και λεπτομερείς περιγραφές τέτοιων χώρων. Γνωρίζουμε βέβαια πως πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους, αρκετές φορές ανταγωνιστικούς και αλληλοσαρκαζόμενους.

Παράλληλα εί­ναι στοιχείο που αποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους η τοπική κοινω­νία διαλέγεται με γνωστά γι’ αυτήν είδη πολιτισμικής έκφρασης, αλλά και με εισαγόμενα.

Μπορούμε να καταλάβουμε τη διαφορά μεταξύ καφέ-αμάν και καφέ-σαντάν από την περιγραφή που κάνει σε μια επιφυλλίδα του ο Κων. Ο­λύμπιος («Όλυμπος») προς τιμή ενός τύπου του Άργους του Θοδωράκη Δεσύλλα, ο οποίος υποχρεωτικά βρέθηκε στο καφέ-σαντάν «ΤΑ ΣΚΑΛΑ­ΚΙΑ» (καφε-σαντάν, 1934),[65] στο οποίο «…ήδρευεν πολυπληθής θίασος συλ­φίδων και αοιδών Βοημίδων με συνοδείαν αρτίας ορχήστρας εξ εγχόρδων ορ­γάνων, υπό την διεύθυνσην Γερμανού αρχιμουσικού. Κατά τα διαλείμματα του άσματος και του χορού, η ορχήστρα ανέκρουε διάφορα τεμάχια ξένων μου­σουργών και κατά προτίμησιν των έργων Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μόζαρτ και Βάγκνερ ίσως. Η αρμονία, όμως, της Γερμανικής μουσικής εξέσχιζε τα αυτιά του Δεσύλλα και παρήγγειλε με τον υπηρέτην, να του παίξουν ένα σαμπάχ ή κα­νένα σαρκί τουλάχιστον. Ως επόμενον, ο διευθύνων την ορχήστραν, του απήντησεν, ότι τέτοια κομμάτια δεν γράφουν τα χαρτιά του. Έχασεν όμως επί τέ­λους ο Θοδωράκης την υπομονήν του και εγερθείς του καθίσματος του, επλησίασε προς την ορχήστραν, εχαιρέτησε μεθ’ υποκλίσεως και κατά την παλαιάν συνήθειαν των φουστανελλάδων, φέρων δηλαδή την παλάμην επί του στήθους, και απευθυνόμενος προς τον μαέστρον: Κύριε Φρίτς του λέγει, αφού επιμένε­τε, ημπορείτε τουλάχιστον να μας παίξετε ολίγην Τραβιάταν επί το ανατολικώτερον;»

Βέβαια τα είδη αυτών των καφενείων δεν είναι τα μόνα που διαθέτουν μουσική ή έχουν ορχήστρες. Από τα λεγόμενα καλά καφενεία το «Ηραίον» και του «Θηβαίου» δέχονται τις πιο θετικές κριτικές του τύπου της εποχής και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται και κάποιος συναγωνι­σμός μεταξύ τους. Μαθαίνουμε πως το «Ηραίον εξακολουθεί να προμηθεύεται τις νεώτερες πάντοτε φωνογραφικές πλάκες προς ευχαρίστησιν των πελα­τών του»,[66] ενώ και στο «Πάνθεον» του Φασαρία «το ραδιόφωνο συγκεντρώ­νει αρκετόν κόσμον ο οποίος ακούει κατά την φράσιν του ιδιοκτήτου του κα­λήν…μουζικήν (…) Ο Θηβαίος δια ν’ ανταποκριθεί εις τον συναγωνισμόν θα φέρη πιάνο;»[67]

 

Άργος, Πλατεία Αγίου Πέτρου, 1937. Σε πρώτο πλάνο, στο κέντρο, το ιστορικό – κοσμικό καφενείο «Σπύρου Θηβαίου», δεξιά το λαϊκό καφενείο «Βελιζιώτη», το γραφικό Γυαλί καφενέ (το χαμηλό με τα κεραμίδια), ίσως το μοναδικό «Βενιζελικό» καφενείο του Άργους. Δεξιά από του Θηβαίου, στο διάφορο κτίριο με τη σήμανση «Τράπεζα Αθηνών», λειτούργησε αργότερα το καφεζαχαροπλαστείο «Αίγλη» του Κώστα Γραμματικού και Κώστα Αργυράκη. Πολύ αργότερα, περίπου από το 1994, στον πρώτο όροφο και μέχρι πρόσφατα, λειτουργούσε η καφετερία «Αέναον».

 

Όμως τα καφενεία επικεντρώνουν και την κριτική του τύπου και μιας με­ρίδας της τοπικής κοινωνίας για το είδος και τον τρόπο λειτουργίας τους. Στη σταυροφορία η οποία έχει ξεκινήσει, ώστε να υιοθετηθεί η Κυριακή ως ημέ­ρα αργίας, τα καφενεία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κριτικής, η οποί­α ασκείται. Διαβάζουμε έτσι μεταξύ πολλών άρθρων στο «Δαναό» της 15ης Ιουλίου 1898 (φ. 67, έτος Β’):

«Αργία της Κυριακής. Ηλπίζομεν και μετά πολλής χαράς ανεγράψαμεν εν προηγουμένω φύλλω, ότι το κλείσιμον των κατα­στημάτων τουλάχιστον κατά τας ώρας της θείας λειτουργίας των Κυριακών ήθελε τελείως εφαρμοσθή, δυστυχώς όμως ηπατήθημεν…..Πόσον είναι άτοπον και ασεβές καθ’ ην στιγμήν εντός του ναού ο ιερεύς λέγει “Ανω σχώμεν τας καρδίας, ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω ”, ν’ ακούωσιν οι εντός του ναού εκκλησιαζόμενοι τας φωνάς των έξω του ναού καφεπωλών κραυγαζόντων “ένα ο­θωμανικόν, ναργιλέ ατζέμικον”! Ημείς πάντοτε οπισθοδρομικοί!»

Ενώ μια άλλη σταυροφορία με πολλά άρθρα στον τοπικό τύπο κατακρίνει τα λαϊκά καφενεία ως τα κέντρα της ηθικής διαφθοράς της κοινωνίας ιδιαί­τερα λόγω της χαρτοπαιξίας.[68] Η «Αργολίς» του 1871 δηλώνει πως «Το χαρτοπαίγνιον οδηγεί εις την λαιμητόμον»[69] ενώ είκοσι χρόνια μετά, ο «Α­γαμέμνων» του 1891[70] εξανίσταται: «Το χαρτοπαίγνιον θριαμβεύει δημοσία εν τοις καφφενείοις και καταγωγείοις. Μα τι διάβολον τα πάντα ως μανητάρια επί της παρούσης εποχής, ως εκ συνθήματος εφύτρωσαν και ριζούνται,…;»

Είναι επίσης πολύ σημαντική η πολιτική λειτουργία των καφενείων. Οι κλασικές συζητήσεις, οι έντονες διαμάχες, ακόμα και οι συμπλοκές για πολι­τικές διαφορές αποτελούν βασικά στοιχεία της ζωής στα καφενεία. Πάρα πολλές αναφορές γίνονται σε λόγους και ομιλίες που έγιναν σε αυτά. Έτσι, για παράδειγμα ο υποψήφιος βουλευτής κ. Λ. Ζωγράφος σε επιστολή του στην εφημερίδα «Αργολίς» (5-8-1872) αναφέρει: «Την παρελθούσαν Κυρια­κήν εν τω ενταύθα καφφενείω του Π. Ανατολίτου, παρουσία πολλών, γενομένου λόγου ότι κατά την τελευταίαν Βουλ. εκλογήν εν τω Α΄ εκλογικώ Τμήματι Άργους, έλαβον χώραν παρανομίαι…». Με τον ίδιο τρόπο περιγράφεται η προκήρυξη των εκλογών του 1933, η οποία γίνεται θέμα συζητήσεων και πειραγμάτων, καθώς επίσης και εκδήλωσης πολιτικών θέσεων στα καφενεί­α.

Στου «Θήβα», το αντιβενιζελικό, και σ’ εκείνο που περιγράφεται, αλλά δεν δηλώνεται ως βενιζελικό, δηλαδή του Βελιζιώτη: «Σε λίγο έφυγα και πή­γα στο μοναδικό βενιζελικό καφφενείο της πόλεώς μας, στο καφφενείο που, για να εξηγούμεθα, συχνάζουν μερικοί βενιζελικοί από τους λίγους που βρί­σκονται στη πόλι μας».[71] Παράλληλα, η συζήτηση, η διαβούλευση, η έκθεση πολιτικών και καταστάσεων κοινωνικών ή άλλων απαιτεί και την ανάλογη ε­νημέρωση από τις εφημερίδες. Είναι γνωστό ότι για ένα μεγάλο χρονικό διά­στημα το καφενείο αποτελεί και ένα είδος δημοσίου αναγνωστηρίου εφημε­ρίδων, «…περνώ τον καφφέ μου κάθε δείλι εις του Φασαρία, όνομα και πράγ­μα. Εκεί ευρίσκω πάντοτε ένα νέον υποχρεωτικότατον τον Παναγιώτην Ροδόπουλον, ο οποίος μου διαβάζει άλας τας εφημερίδας του καφφενείου… ».[72]

Για μια μεγάλη ιστορική περίοδο το καφενείο θα είναι το κέντρο της κοι­νωνικής και πολιτικής ζωής και το ίδιο ισχύει συνολικά για την ελληνική κοι­νωνία. Τα στέκια, όπως τα καθορίσαμε στην αρχή της παρουσίασης, οριοθετούν τον καμβά της κοινωνικής ζωής. Η λειτουργία τους αντικατοπτρίζει το επίπεδο και το είδος των κοινωνικών σχέσεων όπως αυτές διαμορφώνονται σε μια ιστορική περίοδο. Ελπίζω πως με το σύνολο των μονογραφιών, των ε­ρευνών και με τη βοήθεια όλων όσων κατέχουν πολύτιμο υλικό (φωτογραφί­ες, έγγραφα, κτλ) για το Άργος και την κοινωνική του ζωή, θα κατορθωθεί η ολοκλήρωση της εικόνας μιας πόλης, που για διάφορους λόγους, γνωστούς και μη, είναι παρεξηγημένη.

 

Υποσημειώσεις


[1] Έχω ήδη παραθέσει τα σχετικά στοιχεία στο άρθρο μου «Περίγραμμα οργάνωσης του δη­μόσιου χώρου στο Άργος της Τουρκοκρατίας», Δαναός III (2003), 129-149, και ιδιαίτερα ο πίνακας της σ. 134.

[2] Δεκάδες είναι τα άρθρα για το θέμα αυτό, μεταξύ των οποίων ένα αντιπροσωπευτικό κύ­ριο άρθρο από την εφημερίδα ΑΣΠΙΣ, 30-1933, φ. 28, έτος Α’.

[3] Μεταξύ των σημαντικότερων άρθρων σημειώνουμε το κύριο άρθρο της εφημερίδας ΑΣΠΙΣ, 15-11-1936, φ. 213, έτος Ε’.

[4] Εφ. ΑΣΠΙΣ. 26-4-1936, φ. 184, έτος Δ’.

[5] «Με την πρώτην βροχήν», γράφει η ΑΣΠΙΣ, «η δημοτική οδός από του Σιδ. Σταθμού μέχρι πλατείας και η οδός Τσώκρη μετεβλήθησαν εις απέραντον τέλμα.(3-9-1933, φ. 46, έτος Α΄ ).

[6] «Η κατάστασις των δημοτικών αποχωρητηρίων της πλατείας Στρατώνος είναι αθλιεστάτη…», ΑΣΠΙΣ, ό.π.

[7] Εφ. ΑΣΠΙΣ. 11-12-1932, φ. 8, έτος Α’.

[8] «Υπό των οργάνων του ενταύθα Αστυνομικού Τμήματος υπεβλήθησαν δέκα μηνύσεις εις διά­φορα μέρη της πόλεως». εφ. ΑΣΠΙΣ, ό.π.

[9] Χαρακτηριστική η περίπτωση των μπαλωματήδων που είχαν το στέκι τους στην ανατολι­κή πλευρά των στρατώνων και δεινοπαθούσαν από την κακοσμία, μιας και το βράδυ ο ανατολικός τοίχος μετατρεπόταν σε δημόσιο ουρητήριο. Την κατάσταση περιγράφει εύγλωτα ο Σπ. Μήλιας, ό.π., Αλ σ. 70-71.

[10] 17-5-1885. φ. 3. έτος Α’.

[11] 6-11 -1932. φ. 3, έτος A’: «Παρατηρήσαμεν μετά λύπης μας ότι διάφοροι ποιμένες, διερχό- μενοι μετά των ποιμνίων των την δενδροστοιχίαν ου μόνον αφίνωσι να τρώγωσι τα ποίμνια…».

[12] 1-8-1934. φ. 36. έτος Β’.

[13] Η διαμάχη αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων, αλλά και στους συγγραφείς. Γράφει, για παράδειγμα, ο X. Καραγιάννης: «Αλλά μήπως οι Ναυπλιείς δεν αναγνωρίζουν τον θαλπερόν του Άργους ήλιον; Και χάριν του ήλιου τούτου δεν ελάβομεν τοσά­κις την ευχαρίστησιν να τους ίδωμεν επισκεπτομένους την πόλιν και τας εξοχάς μας και τα οι­νοπωλεία μας;…», Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900. Επίσης Μιχ. Ζωγράφος, «Ναυπλιεύς δικάζων Αργείον», Αργολικόν Ημερολόγιον του έτους 1900, Άργος 1900, σ. 85.

[14] Εφ. ΙΝΑΧΟΣ. 6-1-1901, φ. 2, έτος Α’.

[15] 19-2-1933, φ. 18. έτος A΄.

[16] 1-1-1903, φ. 11, έτος Γ΄.

[17] Εφ. ΑΣΠΙΣ, όπ.

[18] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 15-4-1934, φ.78, έτος Β΄.

[19] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 5-7-1936, φ. 194, έτος Δ΄.

[20] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 6-6-1937, φ. 243, έτος Ε΄.

[21] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 23-5-1937, φ. 241, έτος Β΄.

[22] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 2-10-1938, φ.312, έτος ΣΤ΄.

[23] Κ. Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘2Ι,τ. 2ος, 1826-1829, εκδ. Στάχυ, Α­θήνα 1999, σ. 546.

[24] Ταξίδια ανά την Ελλάδα (Ναύπλιον – Άργος), Αθήναι 1896.

[25] Σημαντικός είναι και ο ονομαστικός κατάλογος επαγγελματιών του Άργους του 1905, ο οποίος παρατίθεται στο βιβλίο του Ν. Ιγγλέση, Οδηγός της Ελλάδος 1905-1906 και αναδημο­σιεύεται στο περιοδικό ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ. τ. 11, Αργος, 1994. σ. 135-138.

[26] Λεξικό Μπαμπινιώτη.

[27] Λεξικό Τρανταφυλλίδη-Θεσσαλονίκη.

[28] φ. 400, έτος Η’.

[29] Κ. Ολύμπιος, «Έχει ιδομένα η Γούβα», εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ. 1-11-1934, φ. 42. έτος Β’. Επίσης εξηγήσεις για τη Γούβα δίνονται από τον I. Ζεγκίνη, Το Άργος δια μέσου των αιώνων, Αθήνα 19963, σ. 305-306.

[30] 23-9-1934, φ. 101. έτος Β’.

[31] Μιχ. Ζωγράφος, «Ναυπλιεύς δικάζων Αργείον», Αργολικόν Ηρερολόγιον του έτους 1900, Άργος 1900, σ. 85.

[32] Για το θέμα αυτό το χρονογράφημα του Σπ. Μήλια, «Οι ντελάληδες του Άργους» στο Εύ­θυμα και Αργείτικα, τ. Α’, εκδ. Αναγέννηση, Άργος 1996, σ. 91-93.

[33] Το Χάνι Ανέστη αναφέρεται επίσης στην εφημερίδα ΑΣΠΙΣ, 28/5/1933, φ. 32, έτος Α’ («Κρίσεις και Γνώμαι»).

[34] Στο χρονογράφημα του Σπ. Μήλια, «Η Βλαστάρω και ο Κουνές» έχουμε και την πρώτη περιγραφή τέτοιου λαϊκού μπακάλικου της Γούβας: «Ημιυπόγειο με χωμάτινο δάπεδο. Και το εμπόρευμα: Ούλο πήλινα αγγεία. Για τουρσιά και ντομάτες πελτέ, στάμνες, τσανάκια και τσανάκες, για να τρώει ούλη η φαμελιά. Τσουκάλια, ταβάδες, κουμπαράδες, ούλα πήλινα». Εύθυμα και Αργείτικα, τ.Α’. εκδ. Αναγέννηση, Άργος 1996, σ. 51.

[35] ΑΣΠΙΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ. 17-10-1937, φ. 262, έτος ΣΤ ): «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ το Εστιατόριον Ανδρέου και Γ. Σαγκανά μεθ’ όλων των επίπλων καθώς και το άνωθεν τούτου Ξενοδοχείον Υ­πνου. Πληροφορίαι καρά τοις ιδίοις».

[36] Σπ. Μήλιας, Εύθυμα και Αργείτικα, ό.π.. σ. 143.

[37] Σπ. Παναγιωτόπουλος, Άνθρωποι, καιροί και τόποι, Αθήνα 1964, σ. 135.

[38] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 21 -5-1933, φ.31, έτος Α’.

[39] Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 23-6-1986, τ. 27, έτος Α’: «Αποτρόπαιο» έγκλημα ετάραξε την πόλιν μας την εσπέραν της παρελθούσης Κυριακής. Εν τινι οινοπωλείο και δι’ αφορμήν ασήμαντον συνεπλά­κησαν οι Κ. Γιαννόπουλος ή Μπεκιάρης, Π. Μαρίνος, Π. Αργυρής και Ευαγ. Μπαμπαλιάρος ή Μπρούσαλης, αποτέλεσμα δε της συμπλοκής ήτον ο φόνος του τελευταίου, όστις κυριωλεκτικώς εσφάγη δια μαχαίρας».

ΑΣΠΙΣ, 11-6-1933, ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, 15-5-1933, φ. 7, έτος Α’: «Την 3ην Μαΐου και περί ώ­ραν 11ην οι: Παναγ. Ντινέρης και Αντ. Αλμπανόπουλος ή Μπελάς επετέθησαν εντός του ενταύ­θα καφφωδίου Γ. Μονέ κατά του Μιχ. Μώρου και τον ετραυμάτισαν διά μαχαίρας εξ ερωτικής ζηλοτυπίας…».

[40] ΑΣΠΙΣ, Εβδομαδιαία εφημερίς τοπικών συμφερόντων, φ. 8, 11-12-1932.

[41] «Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άργος: Διαλογισμοί για την ταυτότητα του Νέου Ελληνι­σμού» [από το βιβλίο του «Ταξιδεύοντας»], Ελλέβορος, τ. 11, Άργος 1994, σ. 10.

[42] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 17-6-1934, φ. 87, έτος Β’: «Και όμως το Γυμναστήριον υπήρχε εκ των καλλί­τερων της Πελοποννήσου. Μια συνέντευξις».

[43] Εφ. ΑΡΓΟΛΙΣ, Εφημερίς του Λαού, 5-8-1872, φ. 159, έτος Η’: «Πρόσκλησις. Εφιστώμεν την προσοχήν των αναγνωστών επί της κάτωθι διατριβής, ήν απέστειλεν ημίν προς δημοσίευσιν ο εν Αργεί στρατιωτικός ιατρός και αποτυχών Βουλευτής κ. Λ. Ζωγράφος».

[44] Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΔΑΝΑΟΣ, 20-11-1883, φ. 19, έτος Α’: «Αφίκετο εις την πά­λιν μας ωδικός θίασος Βοεμίδων υπό τον γενικόν εργολάβον και πολυτεχνίτην κ. Μιχ. Τσουκαλιώτην εκ Ναυπλίου και άδει καθ’ εσπέραν εις το καφενείον του κ. Π. Ανατολίτου. Ο Δήμαρχος, έχων υπ’ όψιν ότι τα ωδικά καφενεία εγένοντο άλλοτε ενταύθα αφορμή σκανδάλων και σκηνών κλπ, παρήγγειλεν εγγράφως τω αστυνόμω να μην επιτρέψη τω εργολάβω την σύστασιν τοιούτου ωδικού καφενείου και ο αστυνόμος το απηγόρευσεν. Αλλά το Επαρχείον, αντιδρών προς την δη­μοτικήν αρχήν, λόγω ότι πρόκειται περί ενασκήσεως ατομικής ελευθερίας, έλαβεν υπό την προστασίαν του τας Βοεμίδας και εματαίωσε την αστυνομικήν απαγόΡευσιν. Ούτω λοιπόν το ωδι­κόν καφενείον εγκατεστάθη υπό την φιλελευθέραν σημαίαν του Β. Επαρχείου!».

[45] ΕΡΑΣΙΝΟΣ, Εφημερίς πολιτική και των ειδήσεων, 17-05-1885, φ. 3, έτος Α’: «ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ: Παρά των κληρονόμων Ευθ. Μπολάτσα εκτίθεται την 19 Μαΐου ε.έ. ημέραν Κυρια­κήν έξωθεν του καφφενείου του Δημητρίου Τσατσούλη και ενώπιον του Συμβολαιογράφου Π. Καββαντζή εις εκούσιον πλειστηριασμόν….».

[46]  Εφ. ΑΡΓΟΣ (συντάκτης Δ. Κ. Βαρδουνιώτης), 15-8-1887, φ. 31, έτος Γ’: «Εις το παρά τον ενταύθα σταθμόν του σιδηροδρόμου αξιόλογον καφενείον του κ. Ανδρ. Γκίτη, αφίκετο ανατολικός ωδικός θίασος εκ τριών γυναικών και ισαρίθμων ανδρών, ανακρούων εκεί καθ’ εσπέραν μουσικά όργανα και τραγουδών ανατολικώτατα».

[47] «Ασμένως αναγγέλλομεν την σύστασιν του άνω νέου ενταύθα καφενείου, πρώην Γιατράκου. Διεσκευάσθη ήδη και κατηρτίσθη λαμπρόν και ως τα καλλίτερα των Αθηνών…», εφ. ΑΡΓΟΣ, 22-8-1887, φ. 32, έτος Γ’.

[48] «Το παρά τη ενταύθα πλατεία του Αγίου Πέτρου γνωστόν καφφενείον των κληρονόμων Σ.

Αναστασίου ανακαινισθέν αρτίως και φιλοκάλως διακοσμηθέν υπό των διευθυνόντων αυτό κ.κ. Ιω. Μπερικίδου και Γ. Κόντη, κατέστη το καλλίτερον καφφενείον της πόλεώς μας και το γενι­κόν εντευκτήριον…». εφ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 6-4-1895, φ. 448, έτος ΣΤ’.

 [49] Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 29-9-1896, φ. 41, έτος Α’: «Ο περιποιητικός και καθ’ όλα φιλοπρόοδος καφεπώλης κ. Ν. Δαργάκος ή Κοκολέτος, ενοικιάσας και αύθις το αυτό κεντρικόν καφενείον και ανακαινίσας αυτό φιλοκάλως, είνε όλο φωτιά εις την περιποίησιν και τας φιλοφροσύνας προς τους πολυπληθείς πελάτας του».

[50] Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 18-8-1896. φ. 35, έτος Α’: «Την νύκτα του παρελθόντος Σαββάτου προς την Κυριακήν, κωδωνοκρουσίαι των ναών και πυροβολισμοί ζωηροί ανεστάτωσαν την πόλιν μας. Ηγγέλθη δε παραχρήμα πυρκαϊά.(…) Μία καλύβη εκ χόρτων έξω της πόλεως, παρά το αρχαίον θέατρον ανήκουσα τω κ. Δ. Αρματά, το επικληθέν Τελεσίλλειον πενιχρόν και εξοχικόν καφενεί­ον ετγένετο παρανάλωμα του πυρός (…). Δια τούτο τον πρώτον τρόμον και έκπληξιν διεδέχθη κωμικός αλλαλαγμός γελώτων και σκωμμάτων, ους επέτεινε ευφυολογία ενός ανθρώπου του λα­ού, βοήσαντος. “Κύριοι. μη λυπήσθε και μη ανησυχήτε. Ο Αρματάς έχει ασφαλίσει την καλύβην του εις την Ανδριατικήν Εταιρίαν!!!» ».

[51] «Πασιφανής ήτο δια την πόλιν μας η έλλειιμις εξοχικού καφενείου την έλλειψιν όμως τού­την έσπευσε ν’ αναπληρώση ο φιλόκαλος συμπολίτης μας κ. Δημ. Αρματός, ιδρύσας προ ημερών εν τη Δεξαμενή Καφφενείον βαπτιστέν παρ’ αυτού του ίδιου Τελεσίλλειον εκ του υπάρξαντος ε­κεί που εν τη αρχαιότητι αγάλματος της Αργείος ποιήτριας Τελεσίλλας, εις ο ευρίσκει τις ου μό­νον καφφέ Γεμένικον, αλλά και παντός είδους κρύα φαγητά. Όλοι λοιπόν εις το Τελεσίλλειον· ε­κεί καθ’ εσπέραν ας είναι το κέντρον της συνεντεύξεώς μας, ίνα συν τοις άλλοις αναπνέωμεν και καθαρόν βουνίσιον αέρα», εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 16-6-1896.

[52] Εφ. ΔΑΝΑΟΣ, 1-2-1898. φ. 56, έτος Β’: «Ο επιχειρηματίας και φιλοπρόοδος συμπολίτης η­μών κ. Λεωνίδας Μαραγκός, διευθυντής του εν τω σιδηροδρομικώ σταθμώ καφενείου…, ενοικιάσας παρά την οδόν Άργους – Τριπόλεως ευρύχωρον οικόπεδον… ανεγείρει καφενείον και θέατρον… Πλην του θεάτρου η πόλις θα έχη ωραίον χειμερινόν και προπάντων καλοκαιρινόν κα­φενείον».

[53] Εφ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, Εφημερίς πολιτική και δικαστική, 28-6-1899, φ. 133, έτος ΙΒ’: «Το κεντρικώτατον καφενείον του κ. Ν. Αναγνωστοπούλου ανοικοδομείται εκ θεμελίων. Θα γίνει περικαλλής οικοδομή καφενείον και ξενοδοχείον ύπνου εν τη πλατεία του Αγίου Πέτρου».

[54] «Μετά την διευθέτησιν του προ του καφφενείου Ευάγ. Κωνσταντοπούλου παρά την Γούβαν πεζοδρομίου, και την διεύρυνσιν της οδού…», εφ. ΑΣΠΙΣ, 3-9-1933, φ. 46, έτος Α’.

[55] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 3-1-1937, φ. 221, έτος Ε’.

[56] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 21-10-1934: «Αριθμός 6500. ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ. Ο Συμβολαιογράφος και κάτοικος Άργους Σωκράτης Γεωργίου Κιντζίρης…ενταύθα εν Αργεί πρωτευούση του Δήμου Αργείων και έξωθι του παρά την πλατείαν του Ναού Αγίου Πέ­τρου Καφφενείου του Χρήστου Μήλια συνήθη τόπον των πλειστηριασμών τα εξής κτήματα του οφειλέτου…» και δεκάδες άλλοι πλειστηριασμοί οι οποίοι καταγράφονται στον τύπο, έχοντας πάντα ως αναφορά το καφενείο του Μήλια.

[57] Εφ. ΑΣΠΙΣ φ. 396: «Το «Ηραίον», το καφενείο που επί 15 χρόνια εξυπηρέτησε τους συμπολίτας και απέκτησε ιστορίαν, από της παρελθούσης Δευτέρας παρεδόθη εις την σκαπάνην της κατεδαφίσεως. Αλλά για να υψωθή στη θέσι του ένα νέο κτίσμα κι ένα νέον «Ηραίον» αντάξιον της πόλεως και στόλισμα του κεντρικώτερου μέρους αυτής».

[58] Εφ. ΑΣΠ/Σ, φ.420, έτος Θ’.

[59] Το «ΠΑΝΘΕΟΝ» αναφέρεται επίσης και στα ευθυμογραφήματα της εποχής ή στις στή­λες των «κοινωνικών ειδήσεων», όπως για παράδειγμα στην εφημερίδα ΑΣΠΙΣ της 4-7-1937, φ. 247, έτος Ε’, στην οποία αναφέρεται: «Το καφφενείον «Πάνθεον» του φίλου μου του Φα­σαρία μετά το φαγητό συγκεντρώνει αρκετές παρεούλες που απολαμβάνουν την βραδυνή δρο­σιά». Για δε το παρατσούκλι διαβάζουμε ότι «…τον βγάλανε «φασαρία «, γιατί κάποτε εμάλωσε με κάποιον και τράβηξε ένα πιστόλι με φελλό που του είχε δώσει ο Φάνης Παυλόπουλος. Μπαμ, μπουμ, έγινε σαματάς, φτάσαν οι χωροφύλακες και ρώτησαν: “Ποιος την έκανε τη φα­σαρία;» «Ο Γιάννης”» και του έμεινε». Σπ. Μήλιας, Εύθυμα και Αργείτικα, τ. Α’. εκδ. Αναγέννηση, Άργος 1996, σ. 138.

[60] Εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, 1-1-1935, φ. 46-48, έτος Β’ «Αργείτικοι τύποι. Σκιαγραφία: Ο Φέκας».

[61] Η ανυπαρξία ονοματοθεσίας στους δρόμους μετατρέπει τα καφενεία σε οδοδείκτες ή σε σημεία σήμανσης. Το Τυπογραφείο «Άργος», για παράδειγμα, αναφέρει πως βρίσκεται «παραπλεύρως του Καφενείου του κ. Σπ. Ζενά».

[62] Εφ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 7-3-1893, φ. 60. έτος Δ’.

[63] «Απολαυστικώτατο το βιολί του κ. Μήτσα, στον Ξακουστή… του ξακουσμένου για την άκραν περιποίησιν και καθαριότητά του. Δικαίως ο κόσμος τρέχει ν’ απόλαυση το καλό βιολί του Μή­τσα μαζί με το πιάνο του Γιωργάκη και τον εξαίρετο καφέ του Ξακουστή». Εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕ­Α, 15-5-1933, φ.7, έτος Α΄.

[64] «Χθές αργά το εσπέρας, στρατιώτες τινές εν ευθυμία διατελούντες εις τα κεφφενεία του συ­νοικισμού Παναγίας και παρεξηγηθέντες τα έκαμαν «θάλασσα» θραύσαντες ποτήρια καρέκλες και κεφάλια….Καλόν θα είναι όπως μια περίπολος τακτικά επισκέπτεται τα κέντρα του Συ­νοικισμού εις τα οποία συχνάζουν μερικοί τύποι παληκαράδων», εφ. ΑΣΠΙΣ, 11-6-1933, φ. 34, έτος Α΄.

[65] Εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, 15-10-1934, φ. 43, έτος Β΄. Αργείτικα Ανέκδοτα: «Ολίγην τραβιό­ταν επί το ανατολικώτερον».

[66] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 10-6-1934, φ. 86, έτος Β’. Η ίδια εφημερίδα στις 15-10-1933. φ. 52, έτος Α’, σημειώνει: «Με τη βραδυνή ψυχρίτσα το «Ηραίον» με το θαυμάσιο ραδιόφωνό του συγκεντρώνει αρκετό κόσμο. Εκεί δε συγκεντρώνονται και όλοι σχεδόν οι «νέοι» μας επιδιδόμενοι εις α­γωνίσματα… κολτσίνας».

[67] Εφ. ΑΣΠΙΣ, 27-1-1935. φ. 119, έτος Γ’.

[68] Η χαρτοπαιξία είναι συνηθισμένο φαινόμενο και φυσικά γίνεται στα καφενεία. «Η πρώτη ψυχρίτσα, τα βραδάκια ιδίως», γράφει η ΑΣΠΙΣ, «μας έπιασε και η κίνησις της πλατείας άρχισε να ελαττούται. Αυξάνεται όμως η πελατεία των καφφενείων εις τα οποία νέοι, νεάζοντες και διαβάντες τον Ρουβίκωνα επιδίδονται εις άγριαν…κολιτσινομαχίαν» (7-10-1934, φ. 101, έτος Β’).

 [69] 23-10-1871, φ. 142, έτος Ζ’.

[70] 10-2-1891, φ. 43. έτος Β’. Σε προηγούμενο φύλλο του στις 3-7-1889, φ. 30, έτος Α’, ση­μειώνει: «Εν τοις καφενεϊοις μετ’ επιτάσεως εξακολουθεί η καταστρέφουσα περιουσίας και αν­θρώπους χαρτοπαιξία, και φόβος συγκρούσεων υπάρχει…».

[71] Εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, 19-2-1933. φ. 1, έτος Α’: «Αντί χρονογραφήματος: Κουτσομπολιό» το οποίο υπογράφεται «Γκάγκαρης». Στην ίδια εφημερίδα, 24-12-1933, φ. 21, έτος Α΄ ο Κ. Ολύμπιος, με το ευθυμογράφημά του «Ο κυρ-δάσκαλος», αναφέρεται και στο καφενείο του Βελιζιώτη.

[72] Εφ. ΑΡΓΕΙΑΚΑ ΝΕΑ, 1-8-1933, φ. 12, έτος Α’: «Χρονογράφημα. Ο Χόντζας».

 

Γεώργιος Η. Κόνδης*

Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, 22-23 Μαρτίου 2003, Σύλλογος Αργείων «Ο Δαναός», τόμος 4, 2009.

*Ο Γεώργιος Η. Κόνδης είναι Κοινωνιολόγος, διδάσκων στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

H ανακοίνωση σε μορφή Portable Document Format (PDF): Τα στέκια του Άργους. Δίκτυα κοινωνικών σχέσεων στον ημιαστικό χώρο (1840 – 1940)

 

Διαβάστε ακόμη:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles