Quantcast
Viewing all articles
Browse latest Browse all 236

Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού

Κλωστοϋφαντουργία Αδελφοί Ρετσίνα – Η άνοδος και πτώση ενός κολοσσού. Αναδρομή στην πορεία της κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά (1872-1981), η οποία υπήρξε μια από τις σημαντικές οικογενειακές επιχειρήσεις στη χώρα –  Λήδα Παπαστεφανάκη


 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Ο βιομήχανος και δήμαρχος Πειραιά Θεόδωρος Ρετσίνας, τέλη 19ου αιώνα (αρχείο Ρετσίνα – Συλλογή Α. Δρούλια).

Η κλωστοϋφα­ντουργία Ρετσίνα, ιδρυμένη το 1872 στον Πει­ραιά από τους αδελφούς Θεόδωρο, Αλέξανδρο και Δημήτριο Ρετσίνα, εξελίχτηκε στη μεγαλύ­τερη της χώρας και κυριάρχη­σε στην εσωτερική αγορά μέχρι περίπου τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο πα­τέρας των τριών αδελφών Γε­ώργιος Ρετσίνας, καταγόμενος από το Άργος, υπήρξε από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην καινούργια πόλη νωρίς τη δεκαετία του 1830, όπου ασχολήθηκε με ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότη­τες, επένδυσε στην αγορά γης και διατηρούσε οινοπνευματοποιείο από το 1835.

Οι γιοι του ασχολούνται και αυτοί από νωρίς με εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Δημήτριος είναι ήδη έμπορος το 1853. Η ομόρρυθμος εταιρεία Αδελφοί Ρε­τσίνα συστήνεται το 1864. Έως το 1872, έτος ίδρυσης του νη­ματουργείου τους, οι αδελφοί Ρετσίνα ασχολούνται με εμπο­ρικές επιχειρήσεις, ναυτασφάλει­ες και αγοραπωλησία γης στον Πειραιά. Η πρωταρχική συσσώ­ρευση κεφαλαίων της οικογένει­ας Ρετσίνα πρέπει να πραγματο­ποιήθηκε μέσω του εμπορίου και της αγοραπωλησίας γης και όχι μέσω της βιοτεχνίας.

 

Από τις 10.000 στις 25.000 ατράκτους

 

Το 1872, εποχή του πρώτου κύματος εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα, οι αδελφοί Ρετσίνα προχωρούν στο βιομηχανικό εγχείρημα. Στην περιοχή Λεύ­κα του Πειραιά, μακριά από το κέντρο της πόλης, στο βορεινό τμήμα της βιομηχανικής ζώνης που βρισκόταν τότε στις αρχές της διαμόρφωσής της, εγκαινιά­στηκε το 1872 το νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμο­μηχανή 60 ίππων. Αμέσως μετά τα εγκαίνια του νηματουργείου ο Δημήτριος Ρετσίνας (Άργος 1825 – Παρίσι 1916) αποχωρεί από την επιχείρηση πουλώντας το μερίδιό του στον αδελφό του Θεόδωρο και εγκαθίσταται στο Παρίσι.

Ο μηχανικός Νικόλαος Σωροκιάδης ανέλαβε τη διεύθυν­ση του κλωστηρίου, υποστη­ρίζοντας ακλόνητα ότι μόνο οι μονάδες που διέθεταν πάνω από 10.000 ατράκτους μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές. Πέντε χι­λιάδες ατράκτους διαθέτει το νέο κλωστήριο, όταν όλα σχεδόν τα άλλα κλωστήρια της πόλης δεν ξεπερνούσαν τις 2.000-2.500 ατράκτους. Επιπλέον σχεδιαζό­ταν η επέκταση του νηματουργεί­ου Ρετσίνα και η καθετοποίηση της παραγωγής με τμήμα υφα­ντήριου και βαφείου. Στα 1875 έχει πραγματοποιηθεί ήδη η πρώτη επέκταση του νηματουρ­γείου 2.000 άτρακτοι προστίθε­νται στο δυναμικό του, ενώ ερ­γάζονται 130 «κοράσια» και 50 άντρες. Η αξία των εγκαταστάσε­ων υπολογίζεται στις 650.000- 750.000 δραχμές.

Συγκυριακοί παράγοντες όπως η πτώση των τιμών, η μεί­ωση των εμπορικών δραστηρι­οτήτων και ο περιορισμός των δανειοδοτήσεων εκ μέρους της Εθνικής Τράπεζας της Ελλά­δος σε συνδυασμό με τα υπάρ­χοντα δομικά προβλήματα από τη χαμηλή συσσώρευση τεχνι­κών δεξιοτήτων δυσχέραναν την επέκταση στην υφαντουργία Η επιχείρηση επεκτάθηκε δημιουργώντας τμήμα βαφείου και λευκαντηρίου το 1877. Η αξία των εγκαταστάσεων ανέρχεται τότε σε 1.500.000 γαλλικά φρά­γκα. Το υφαντήριο τίθεται σε λει­τουργία στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Το 1882 η βιομηχανία Ρετσίνα διαθέτει 10.000 ατρά­κτους και ένα μικρό υφαντή­ριο με 50 μόλις ιστούς και δύο ατμομηχανές 230 ίππων συνολικά. Η αξία των εγκαταστάσεων έχει υπερδιπλασιαστεί, φτάνο­ντας το 1.800.000 δραχμές. Στο εργοστάσιο εργάζονται 340 γυ­ναίκες και 160 άντρες, συνολι­κά 500 άνθρωποι. Η παραγωγή ανέρχεται σε 450 πάκα νήματος ημερησίως και σε 140.000 πάκα ετησίως, ενώ η ημερήσια παρα­γωγή υφασμάτων είναι 2.500 πήχεις αξίας 2.400 δραχμών. Η βι­ομηχανία Ρετσίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουρ­γία του Πειραιά.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Το πρώτο εργοστάσιο Ρετσίνα στη Λεύκα του Πειραιά. Δεκαετία του 1930. Αρχείο Ρετσίνα – Συλλογή Α. Δρούλια.

 

Η επιχείρηση καταφεύγει στον δανεισμό από την Εθνική Τρά­πεζα, πρακτική όλων των επιχειρήσεων του κλάδου προκειμένου να επενδύσουν, να εξοφλήσουν παλιά χρέη ή να τροφοδοτήσουν τα κεφάλαια κίνησης. Στα χρόνια της κρίσης του 1883-1885 πά­ντως η κλωστοϋφαντουργία Ρε­τσίνα δεν αποσταθεροποιήθη­κε. Αντιθέτως, αγόρασε από την Εθνική Τράπεζα ορισμένα από τα χρεοκοπημένα κλωστοϋφα­ντουργικά εργοστάσια του Πει­ραιά σε εξαιρετικά συμφέρουσες τιμές: τα εργοστάσια Βαρουξάκη, Σταμόπουλου, Δημόκα το 1888 και το εργοστάσιο Νικολέσση το 1890.

Την ίδια περίοδο οι αδελ­φοί Ρετσίνα αγοράζουν και το ατμοκίνητο μεταξουργείο του Στ. Σέρμπου στη Σπάρτη και το πει­ραιώτικο νηματουργείο του Π. Κουμάνταρου και Σία. Το 1890 η επιχείρηση διαθέτει 25.000 ατράκτους, 440 ιστούς, ατμομη­χανές συνολικής ιπποδύναμης 370 ίππων και περίπου 1.700 ερ­γάτες και εργάτριες.

Τους λόγους για τους οποί­ους αντιμετωπίστηκε επιτυχώς η κρίση θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στα πολλαπλά οικο­νομικά στηρίγματα που διέθετε ο Θεόδωρος Ρετσίνας. Κατά τη διάρκεια της κρίσης εξάλλου, το 1884, η επιχείρηση διευρύνεται με την είσοδο εταίρων οι οποίοι παραμένουν στον οι­κογενειακό κύκλο: συγκεκριμέ­να συστήνεσαι ομόρρυθμη εται­ρεία με τον Μακεδόνα τραπεζίτη και έμπορο Δημοσθένη Χατζηλάζαρο, γαμπρό των αδελφών Ρετσίνα.

Η προμήθεια φτηνής πρώτης ύλης, του βαμβακιού, αποτελεί ένα από τα κρίσιμα ζητήματα στη λειτουργία της επιχείρησης για την εξασφάλιση χαμηλού κό­στους παραγωγής. Η οικογενει­ακή επιχείρηση επωφελείται από τις επιχειρηματικές δραστη­ριότητες του Δ. Χατζηλαζάρου, ο οποίος στα μέσα της δεκαετί­ας του 1870 διατηρεί εμπορικό οίκο στην οθωμανική Θεσσαλο­νίκη που εξάγει βαμβάκι και ει­σάγει υφάσματα. Ο ίδιος οίκος εξάλλου πρέπει να εξασφαλίζει διέξοδο των κλωστοϋφαντουρ­γικών προϊόντων της βιομηχανί­ας Ρετσίνα στις αγορές της Οθω­μανικής Αυτοκρατορίας.

Η διαφοροποίηση της παρα­γωγής, συγκριτικά με τα υπόλοι­πα νηματουργεία, ήταν αισθητή στη βιομηχανία Ρετσίνα. Κατα­σκεύαζε νήματα άστριφτα και στριμμένα, αλεύκαστα και βαμ­μένα, τα οποία διέθετε στο εμπό­ριο και τα χρησιμοποιούσε και στο υφαντήριο για την παραγω­γή υφασμάτων, ντρίλινων και κάμποτ αμερικανικών. Η επι­τυχία της βιομηχανίας Ρετσίνα έγκειται στο ότι παρήγε βαμ­βακερά χρωματιστά υφάσματα, τα ντρίλινα, που ήταν χοντρο­κομμένα και ανθεκτικά, απευ­θύνονταν στα χαμηλότερα εισο­δηματικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και μπορού­σαν ως έναν βαθμό να αντικα­ταστήσουν τα μάλλινα στη λαϊ­κή ενδυμασία. Τα ντρίλινα αυτά υφάσματα έγιναν γνωστά και ως «ρετσίνες». «Πανία αμερικάνι­κα» (ή κάμποτ), δηλαδή βαμβα­κερά αλεύκαστα, απλής ύφαν­σης που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εσωρούχων και σεντονιών, αλλά και ιστιόπανα κατασκευάζονταν επίσης στο υφαντήριο Ρετσίνα.

Η παραγωγή ήταν ασφαλώς διαφοροποιημένη σε σχέση με τα υπόλοιπα μικρά νηματουρ­γεία, δεν εκτεινόταν όμως σε με­γάλη γκάμα προϊόντων, ήταν αυ­στηρά προσανατολισμένη στα χαμηλά εισοδηματικά στρώμα­τα της πόλης και της υπαίθρου και εξαρτώμενη από τις κρατι­κές παραγγελίες για τον στρατό.

 

Οικογενειακές σχέσεις και γαμήλιες στρατηγικές

 

Η απορρόφηση της κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1880 και οι διαδοχικές επεκτάσεις έως τη δεκαετία του 1890 υποστηρίχτη­καν από ένα ισχυρό πλέγμα συγ­γενικών σχέσεων και γόμων με οικογένειες τραπεζιτών και κε­φαλαιούχων. Η πολυμελής οικογένεια των αδελφών Ρετσίνα, όπως και άλλες αντίστοιχες οι­κογένειες της εποχής, οργάνω­σε τη ζωή της με βάση γαμήλιες στρατηγικές που στόχευαν στη συνένωση μεγάλων περιουσι­ών, την απόκτηση προικώας πε­ριουσίας, την ανάπτυξη και την ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με οικογενεια­κούς δεσμούς.

Ο Θεόδωρος Ρετσίνας πα­ντρεύτηκε την Ασπασία Ζωντα­νού. κόρη μεγαλέμπορου της Ερμούπολης, η υψηλή προίκα της οποίας συνέβαλε εντυπωσιακά στην κινητοποίηση κεφαλαίων και την επέκταση του εργοστασί­ου το 1878. Ο Αλέξανδρος Ρετσί­νας έκανε επίσης έναν πετυχημέ­νο από οικονομική άποψη γάμο, αφού το 1875 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Μελετοπούλου, κόρη ενός από τους πιο σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες του Πειραιά, του τραπεζίτη, μεγαλέμπορου, βιομήχανου και κτημα­τία Νικόλαου Μελετόπουλου από το Άργος. Ο Δημήτριος Ρετσίνας παντρεύε­ται την Ελένη Σγούτα, κόρη του Κωνσταντίνου Σγούτα, τραπεζί­τη από την Κωνσταντινούπολη.

Από τις αδελφές Ρετσίνα, η Κλεοπάτρα είναι παντρεμένη με τον μεγαλέμπορο και τραπε­ζίτη Δημοσθένη Χατζηλάζαρο, το 1880 η Ελένη παντρεύεται τον Ευστάθιο Κεχαγιά, γιο του Ηλία Κεχαγιά, ενός από τους πρώτους οικιστές της Ερμούπολης, εμπόρου και διευθυντή ασφαλιστικής εταιρείας, ιδρυ­τή και διευθυντή της Ελληνικής Ατμοπλοΐας – της ίδιας εταιρεί­ας μέτοχος ήταν και ο Θεόδω­ρος Ρετσίνας. Ο Ευθύμιος Κε­χαγιάς, θείος ταυ γαμπρού, ήταν υποδιοικητής της ΕΤΕ και βου­λευτής. Τη δεκαετία του 1880 η Όλγα Ρετσίνα παντρεύεται τον Σπυρίδωνα Κοντολέοντα, ιατρό, διευθυντή της χειρουρ­γικής κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου.

Τα παιδιά των αδελφών Θε­όδωρου και Αλέξανδρου Ρε­τσίνα, τα οποία παντρεύονται κυρίως τη δεκαετία του 1890, αναπτύσσουν ανάλογες γαμή­λιες στρατηγικές. Ο Αθανάσιος, γιος του Θεόδωρου, παντρεύε­ται το 1891 την Αικατερίνη Σταματοπούλου, κόρη του επιχειρηματία, εμποροκτηματία και αλευροβιομήχανου Δημητρίου Ν. Σταματόπουλου. Η κόρη του Αλέξανδρου Μαρία παντρεύε­ται τον έμπορο Ιωάννη Λυγινό, γιο του βιομήχανου νηματουρ­γίας Κυριάκου Λυγινού. Η μι­κρότερη κόρη του Θεόδωρου παντρεύεται τον γιο του τραπε­ζίτη και διευθυντή της Τράπε­ζας Αθηνών Ιωάννη (Τζων) Κ. Ηλιάσκου, Κωνσταντίνο.

Εκτός από τη συνένωση περιουσιών και την εξεύρεση κεφαλαίων οι γαμήλιες στρατηγικές της τρί­της γενιάς της οικογένειας φαί­νεται να κατευθύνονται από την αναγκαιότητα στελέχωσης της βιομηχανικής επιχείρησης με ειδικό τεχνικό και διευθυντικό προσωπικό. Έτσι η Ελένη Θ. Ρε­τσίνα παντρεύεται τον Αχιλλέα Ιωάννου Μαλαμίδη, ανιψιό του γαμπρού και συνεταίρου στην επιχείρηση Δ. Χατζηλαζάρου, ο οποίος ήδη το 1890 είναι διευ­θυντής των γραφείων Ρετσίνα. Ο Αχιλλέας Μαλαμίδης, εταί­ρος στην ετερόρρυθμη εταιρεία Αδελφοί Ρετσίνα και μετέπειτα μέτοχος στην ανώνυμη εταιρεία, παρέμεινε διευθυντής των εργο­στασίων Ρετσίνα επί πολλά έτη. Η Μαρία Θ. Ρετσίνα παντρεύε­ται τον μηχανικό Γουλιέλμο Ζωχιό, γόνο οικογένειας επιστημόνων, ο οποίος θα εργαστεί στη βιομηχανία Ρετσίνα τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Συνολικά επρόκειτο για σα­φείς στρατηγικές κοινωνικής αναπαραγωγής μέσω της συνέ­νωσης μεγάλων περιουσιών και της εξασφάλισης συμμαχιών και διασυνδέσεων. Τα μέλη της οικογένειας Ρετσίνα, η οποία ανήκει στην οικονομική ελίτ με δράση στη βιομηχανία, στο εμπόριο και στην πίστη, μπορούσαν να κινη­τοποιούν άνετα κεφάλαια και να χρηματοδοτούν ευχερέστερα τις ποικίλες επιχειρηματικές ή άλλες δραστηριότητές τους.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

1. Τίτλος 50 μετοχών της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα. Μέτοχος ο Αντώνιος Δ. Αρφάνης
2. Τίτλος 10 μετοχών της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα. Μέτοχος ο Κωνσταντίνος I. Μπότασης.

 

Από τους τρεις αδελφούς Γ. Ρετσίνα η ψυχή της επιχείρησης υπήρξε ο Θεόδωρος Ρετσίνας (Άργος, 1832 – Αθήνα, 1930), ο οποίος ανέπτυξε επιχειρημα­τική δράση και πέραν της βιομηχανίας. Υπήρξε πράκτορας της Τράπεζας Βιομηχανικής Πίστης στον Πειραιά, γενικός πράκτο­ρας για την Ελλάδα των Γενι­κών Ασφαλειών της Τεργέστης, μέτοχος της Ελληνικής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας, μέλος του ΔΣ της ΕΤΕ (1892-1929) και της Υπερωκεανείου Ατμοπλοΐας (1908-1910), μέλος της επιτρο­πής για τη Διεθνή Έκθεση του Ζαππείου (1903), πρόεδρος της Ανώνυμης Γεωργικής και Βιο­μηχανικής Εταιρείας της Γενι­κής Τράπεζας (1918), πρόεδρος της Προνομιούχου Εταιρείας προς Προστασία της Παραγω­γής και της Εμπορίας τις Σταφίδος. Ο αδελφός του Αλέξανδρος (Πειραιάς, 1845 – 1908) υπήρ­ξε εταίρος στην οικογενειακή κλωστοϋφαντουργία, ωστόσο οι επιχειρηματικές του δραστη­ριότητες κατευθύνθηκαν περισ­σότερο προς την αγοραπωλησία γης στον Πειραιά, αξιοποιώντας έτσι τις εξ αγχιστείας σχέσεις με την οικογένεια του εμποροκτηματία Μελετόπουλου.

Οι δυο αδελφοί ασχολήθη­καν με τα δημοτικά πράγματα και την πολιτική. Ο Αλέξανδρος εκλέχθηκε δημοτικός σύμβου­λος (1883-1887), βουλευτής Αττικής (στην περιφέρεια Πει­ραιά) δύο φορές (1890-1892, 1892-1895), ενώ διεκδίκησε ανεπιτυχώς δύο φορές το δη­μαρχιακό αξίωμα (1899, 1907). Διατέλεσε πρόεδρος του δημο­τικού συμβουλίου (1885-1887) και της εφορευτικής επιτροπής Λιμένος Πειραιά (1899-1903, 1906-1908).

Ο Θεόδωρος εκλέχθηκε δύο φορές δημοτι­κός σύμβουλος (1866-1870, 1874-1879) και επί δύο συνε­χείς περιόδους δήμαρχος Πει­ραιά (1887-1891, 1891-1895), βουλευτής Αττικής στις περιό­δους 1899 – 1902, 1906 – 1910 με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη και στις εκλογές του 1910 για την A’ Δι­πλή Αναθεωρητική Βουλή. Δι­ατέλεσε πρόεδρος της Βουλής (1901-1902), επανειλημμένως πρόεδρος της Επιτροπής Λιμέ­νος Πειραιώς (1881-82, 1886-89, 1892-95, 1904-1905), μέλος και πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, της πρώτης Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώ­νων (1895) κ,ά. Ο πρωτότοκος γιος του Θεόδωρου, ο Αθανά­σιος Ρετσίνας, διατέλεσε επίσης δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1899-1903) και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου (1900-1903). Υπήρξε μεταξύ άλλων μέ­λος του ΔΣ της Εθνικής Τράπε­ζας της Ελλάδος την περίοδο 1929-1937.

Η ενασχόληση με τις δημοτι­κές υποθέσεις σε μια ανερχόμενη πόλη όπως ο Πειραιάς, όπου η δημοτική αρχή αποτέλεσε σημα­ντικό πόλο της τοπικής εξουσίας, δεν είναι συμπωματική. Σχεδόν όλη η οικονομική ελίτ της πόλης αναμείχθηκε στη δημοτική αρχή και σε κοινωνικές ενώσεις διεκ­δικώντας και καταλαμβάνοντας θέσεις δημοτικού συμβούλου, αντιδημάρχου και δημάρχου, μέλους διοικητικών συμβουλί­ων συλλόγων και φιλανθρωπι­κών ιδρυμάτων. Η εξουσία που παρείχε ο δήμος συμπορευόταν με την οικονομική και κοινωνι­κή εξουσία τής υπό συγκρότηση αστικής τάξης. Ο βιομήχανος και τραπεζίτης Θεόδωρος Ρετσίνας και η οικογένειά του δεν θα μπο­ρούσαν να απουσιάζουν. Χαρα­κτηριστικά. για περίπου σαράντα χρόνια στη σύνθεση του δημο­τικού συμβουλίου του Πειραιά εναλλάσσονται μέλη της οικογέ­νειας Ρετσίνα και άλλων οικογε­νειών της οικονομικής ελίτ που συνδέονται εξ αγχιστείας.

Η εταιρεία στη διάρκεια του 20ού αιώνα

 

Στις αρχές του 20ού αιώνα η βι­ομηχανία Ρετσίνα ήταν η μεγα­λύτερη κλωστοϋφαντουργία τις χώρας. Ωστόσο, σημάδια κρί­σης είχαν ήδη εμφανιστεί κα­θώς τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δεν επενδύο­νται αξιόλογα κεφάλαια στην αγορά νέου μηχανολογικού εξο­πλισμού και φαίνεται ότι υπήρ­χε ελλιπής τεχνική διεύθυνση. Η επιχείρηση μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία το 1925 με μετοχικό κεφάλαιο 7.000.000 δραχμών. Μέτοχοι ήταν ο Θεό­δωρος Γ. Ρετσίνας, ο Δημοσθέ­νης Χατζηλάζαρος, ο Αχιλλέας Ι. Μαλαμίδης και ο Αθανάσιος Θ. Ρετσίνας. Στην Ανώνυμη Κλω­στοϋφαντουργική Εταιρεία Ρε­τσίνα μεταβιβάστηκαν τα εναπομείναντα τρία εργοστάσια τις ετερόρρυθμης εταιρείας, από τα οποία το μεγαλύτερο και σημα­ντικότερο ήταν το πρώτο εργο­στάσιο στη λεύκα.

Την περίοδο 1925-1935 τα τρία εργοστάσια Ρετσίνα πέρα­σαν από την ατμοκίνηση στην πετρελαιοκίνηση, ενώ έγιναν επενδύσεις σε κτιριακό και μη­χανολογικό εξοπλισμό. Ο τεχνολογικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός της βιομηχα­νίας Ρετσίνα έγινε συστηματι­κά την περίοδο 1928-1933 υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντί­νου Α. Δρούλια (Πάτρα, 1896 – Αθήνα, 1990) και την τεχνική διεύθυνση του χημικού μηχα­νικού Χρήστου Π. Ζαλοκώστα (Αθήνα, 1896 – Αθήνα. 1975). γαμπρών· του Αθανασίου θ. Ρε­τσίνα.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Στην Α΄ Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1926. Το περίπτερο της ΑΚΕ Αδελφών Ρετσίνα (φωτογραφία Γιώργου Βαφιαδάκη – Πηγή EAJA – ΜΙΕΤ).

 

Ο Κωνσταντίνος Δρούλιας από το Αίγιο, δυναμικός επιχειρηματίας του μεσοπολέμου με συμμετοχή στον εργοδοτικό συνδικαλισμό παντρεύτηκε την Ντόρα Ρετσίνα, ενώ ο Χρη­στός Ζαλοκώστας, μέτοχος και μέλος διοικητικών συμβουλίων αρκετών μεσοπολεμικών βιομηχανικών ανώνυμων εταιρειών, παντρεύτηκε την αδελφή της Έλλη. Ο Κ. Δρούλιας θα αποχωρήσει από την επιχείρηση το 1938, αλλά ο X. Ζαλοκώστας θα παραμείνει στο διοικητικό συμ­βούλιο της επιχείρησης και με­ταπολεμικά, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε στην πολιτι­κή. Εκλέχθηκε βουλευτής Αθη­νών με το Λαϊκό Κόμμα το 1946 και με τον Ελληνικό Συναγερ­μό το 1952.

Κατά τον μεσοπόλεμο οι προ­μήθειες του δημοσίου για τον στρατό συνέχισαν να αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση της επιχείρησης Ρετσίνα. Επίσης τα βαμβακερά προϊόντα Ρετσίνα εξάγονταν από τον 19ο αιώνα και έως τον μεσο­πόλεμο στην Οθωμανική Αυτο­κρατορία και στις άλλες βαλκα­νικές χώρες.

Στη διάρκεια της Κατοχής η παραγωγή της βιομηχανίας Ρε­τσίνα επιτάχθηκε, ενώ εκτελέστηκαν και κάποιες παραγγε­λίες της Βέρμαχτ. Η λειτουργία των εργοστασίων συνεχίστηκε μεταπολεμικά, παρά τα σημαντι­κά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιχείρηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η πλειοψηφία των μετοχών πα­ρέμενε στα μέλη της οικογένει­ας Ρετσίνα, αλλά μετοχές διέθε­ταν πλέον και οι εμπορικοί οίκοι ΑΕΕ Σ. Ν. Ζούλλας και ΑΕΕ Ι. Π. Γερολυμάτος.

Την περίοδο αυτή επιδιώχθηκαν: α) ο περι­ορισμός της παραγωγής σε ορι­σμένα μόνο προϊόντα τα οποία κρίθηκε ότι θα άφηναν μεγαλύ­τερο περιθώριο κέρδους και β) η αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Η καλύτερη οργά­νωση της επιχείρησης με τη με­γίστη αξιοποίηση του τεχνολογι­κού εξοπλισμού, τη συγχώνευση των μονάδων και την εξειδίκευση της παραγωγής συμβάδιζε με τις γενικότερες εκτιμήσεις των οικο­νομικών ιθυνόντων για την ανά­γκη αναδιοργάνωσης του κλά­δου στη μεταπολεμική περίοδο. Η αναδιάρθρωση των εγκατα­στάσεων στην κλωστοϋφαντουρ­γία Ρετσίνα πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη μηχανικών με ειδικές τεχνικές σπουδές, του Ανδρέα Κ. Δρούλια, γιου του πρώ­ην διευθυντή και εγγονού του Θ. Ρετσίνα, και του Γερμανού τεχνι­κού Heinz Pickenhein. Το 1955 η επιχείρηση τέθηκε σε αναγκα­στική διαχείριση. Από το 1957 λειτουργούσε πλέον μόνο ένα ερ­γοστάσιο, αυτό της Λεύκας, με μειωμένο προσωπικό.

Τη δεκαετία του 1960 ξεκίνη­σε μια περίοδος βραδείας ανά­καμψης υπό τη γενική διεύθυνση του Ανδρέα Κ. Δρούλια. Πραγ­ματοποιήθηκαν μικρές επενδύ­σεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ τα προϊόντα της επιχείρησης απέκτησαν εξαγωγικό προσανα­τολισμό. Στην προσπάθεια εξυ­γίανσης το 1975 ιδρύθηκε και η θυγατρική εταιρεία Αχαϊκή Κλωστοϋφαντουργία στο Αίγιο με 20.000 ατράκτους. Η ΑΚΕ Αδελ­φοί Ρετσίνα ωστόσο δεν κατόρ­θωσε να αντιμετωπίσει τα οικο­νομικά τις προβλήματα. Το 1981 το εργοστάσιο Ρετσίνα στον Πει­ραιά έκλεισε οριστικά.

Συμπερασματικά, η οικογενει­ακή περιουσία τα πολλαπλά οι­κονομικά στηρίγματα, τα εκτεταμένα επιχειρηματικά δίκτυα λόγω των συγγενικών σχέσεων, η (συνήθως) επαρκής τεχνική διεύθυνση, η διαφοροποιημένη παραγωγή και η διέξοδος των προϊόντων σε αγορές του εξω­τερικού συνιστούσαν τα πλεο­νεκτήματα τα οποία από τη δε­καετία του 1870 έως και τον μεσοπόλεμο χαρακτήριζαν την κλωστοϋφαντουργία Ρετσίνα.

Ας επισημανθεί πάντως ότι ο περιορισμένος τεχνολογικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός και οι ποικίλες επιχειρηματικές επενδυτικές επιλογές εξισορρο­πούνταν με την εντατική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Η εξάρτηση από τις παραγγελί­ες του δημοσίου και την περιορι­σμένη εσωτερική αγορά, η οποία περιοδικά γνώριζε κρίσεις υπερ­παραγωγής, αντιμετωπιζόταν με ένα ευέλικτο σύστημα απασχόλη­σης κατά το οποίο μεγάλο μέρος τις εργατικής δύναμης απασχο­λούνταν περιστασιακά και κυ­κλικά προκειμένου να μειώνεται το εργατικό κόστος. Η πολιτική της κινητικότητας συνδυαζόταν με τους κύκλους ζωής των εργατριών, ενώ παράλληλα η χαμη­λή ποιότητα των προϊόντων δεν απαιτούσε υψηλό βαθμό εξειδίκευσης ούτε σταθερότητα του προσωπικού.

Ο τεχνικός κατα­μερισμός της εργασίας στηριζό­ταν στον έμφυλο καταμερισμό, ο οποίος υποδεικνυόταν εξαιρετι­κά χρήσιμος για την επιχείρηση καθώς διαμόρφωνε άνισες αμοι­βές για άντρες και γυναίκες. στοι­χείο σημαντικό για τη μείωση του κόστους παραγωγής. Επιπλέον η έμφυλη κατανομή της εργασίας ενίσχυε τον «συμπληρωματικό» και «περιστασιακό» χαρακτήρα τις γυναικείας εργασίας, παγιώ­νοντας πολιτικά και ιδεολογικά τόσο τους όρους της ηγεμονίας της αστικής τάξης όσο και τις σχέ­σεις εξουσίας μεταξύ των αντρών και των γυναικών των εργατικών οικογενειών. Την ίδια στιγμή οι επιχειρηματίες, μέτοχοι και διευ­θυντές τις βιομηχανίας Ρετσίνα ήταν μέλη μιας ισχυρής οικονο­μικής και πολιτικής ελίτ σε πειραϊκό και σε εθνικό επίπεδο: διατέλεσαν επανειλημμένως δημοτικοί σύμβουλοι και δήμαρχοι Πειραιά, βουλευτές, μέλη και πρόεδροι δι­οικητικών συμβουλίων της Εθνι­κής Τράπεζας της Ελλάδος και πολλών άλλων οικονομικών ορ­γανισμών, ενώ συμμετείχαν στη διοίκηση του ΣΕΒ και της πανελλήνιας Ένωσης Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία


  • Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές τις εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Ιστορικό Αρχείο – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986.
  • Γιαννιτσιώτης Γιάννης, Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά. Η συγκρότηση της αστικής τάξης 1860-1910, Νεφέλη, Αθήνα 2006.
  • Κοτέα Μαριάνθη, Η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά (1860-1900), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Παντείου Πανεπιστημίου, Αθήνα 1997.
  • Παπαστεφανάκη Λήδα, Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία.
  • Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά (1870-1940), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ηράκλειο 2009.
  • Ρετσίνας Θεόδωρος Γ., Περί της ελληνικής βιομηχανίας (1907), εισαγωγή – ιστορικός σχολιασμός, Χριστίνα Αγριαντώνη. Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου 111/3. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2015.
  • Χατζηιωσήφ Χρήστος, Η γηραιά σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940, Θεμέλιο, Αθήνα 1993.

 

Λήδα Παπαστεφανάκη

Αναπληρώτρια καθηγήτρια Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

Made in Greece – Πρόσωπα και Οικογένειες του Ελληνικού επιχειρείν.  Ένθετο  Documento, Κυριακή 12 Μαΐου 2019.

 

Σχετικά θέματα:

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 236

Trending Articles